Σε μια σφυγμομέτρηση που έγινε στη Γαλλία τον περασμένο Οκτώβριο, η συντριπτική πλειοψηφία, το 94% των ερωτηθέντων, δήλωσε ότι είναι υπέρ ενός νόμου για την ευθανασία σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως πχ σε μια ανίατη ασθένεια. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2001 ήταν 88%. Η αποδοχή της ιδέας της ευθανασίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη θρησκεία. Το 97% των ατόμων που δεν θρησκεύονται, δήλωσε θετικό σε ένα τέτοιο νόμο σε αντίθεση με το 82% των ενεργών καθολικών και το 52% των μουσουλμάνων.
Αν όμως οι ερωτηθέντες είναι ευνοϊκοί προς μια τέτοια δυνατότητα, επιθυμούν πάντως να είναι αυστηρά καθορισμένη. Το 58% θα ήθελε να είναι δυνατή η ευθανασία σε ορισμένες περιπτώσεις και το 36% είπε ότι πρέπει να εφαρμόζεται σε όλους όσους πάσχουν από ασθένειες βασανιστικές και ανίατες.
Πρόκειται ασφαλώς για ένα εξαιρετικά λεπτό θέμα που προκαλεί πολλές αντιδράσεις στον κόσμο, αλλά έχει και πολλούς υποστηρικτές.
Φόνος από αγάπη; Αυτή η πρόταση φαίνεται να αυτοαναιρείται, καθώς ο φόνος είναι εξ ορισμού βαρύτατη πράξη που δεν προϋποθέτει την αγάπη αλλά το αντίθετό της και από την άλλη η αγάπη ακυρώνει κάθε διάθεση να αφαιρέσουμε τη ζωή εκείνου που αγαπάμε.
Ωστόσο πολλοί από μας που έχουμε ζήσει το θάνατο αγαπημένου μας προσώπου, αφού πρώτα το είδαμε να τυραννιέται για μήνες, καταδικασμένο να προχωρεί προς το σίγουρο θάνατο αργά και επώδυνα, έχουμε πει «Ας τον πάρει επιτέλους ο Θεός, να ξεκουραστεί». Κι αν δεν το έχουμε πει εμείς, έχουμε σίγουρα ακούσει κάποιους άλλους να το λένε.
Όμως δεν διανοούμαστε να αποφασίσουμε εμείς για το τέλος του. Η πράξη αυτή που θα είναι οριστική και αμετάκλητη, που θα οδηγήσει το αγαπημένο μας πρόσωπο στην έξοδο από τη ζωή και στο ενδεχόμενο Τίποτα, είναι μια πράξη πάνω από τις δυνάμεις μας.
Δεν θα ήθελα εδώ να ασχοληθώ με τις θέσεις της θρησκείας που αποθαρρύνουν κάθε καλό πιστό να ενεργήσει αντίθετα προς ό,τι έχει διδαχθεί από την Εκκλησία του. Σε μια τέτοια περίπτωση κάθε επιχειρηματολογία θα πέσει στο κενό, εφόσον ο πιστός αποδέχεται ότι το δικαίωμα της ζωής και του θανάτου το έχει μόνο ο δημιουργός της ζωής και του θανάτου.
Και σε μια τέτοια όμως περίπτωση τα πράγματα δεν είναι και πολύ ξεκαθαρισμένα. Παραδείγματος χάριν πολλοί που πιστεύουν στο Θεό, συμβαίνει να πιστεύουν και στη θανατική ποινή. Δεν ξέρω πώς μπορούν να συνδυάζουν στο μυαλό τους αυτές τις δυο αντίθετες αντιλήψεις, υποθέτω πάντως ότι θα έχουν τα επιχειρήματά τους που θα είναι βέβαια μια διαστρέβλωση της αρχικής τους θέσης.
Στην τρέχουσα καθημερινότητά μας πάλι οι άνθρωποι φαίνεται ότι έχουμε το δικαίωμα να δίνουμε ζωή κατά βούληση. Αποφασίζουμε να κάνουμε παιδιά ή να μην κάνουμε. Αποφασίζουμε επίσης πόσα παιδιά θέλουμε να κάνουμε. Μπορεί να μην το συνειδητοποιούμε, όμως στο θέμα αυτό δεν αφήνουμε τα πάντα στο Θεό. Στην καλύτερη περίπτωση συνεργαζόμαστε μαζί του, δηλαδή γινόμαστε κι εμείς συνδημιουργοί ζωής.
Το πράγμα δυσκολεύει, όταν τίθεται θέμα άμβλωσης. Εδώ, αν και η ζωή βρίσκεται στο στάδιο της εκκίνησης και είναι ακόμα αδιαμόρφωτη, κάποιοι εναντιώνονται στη ματαίωσή της, επειδή η αφαίρεση του γονιμοποιημένου ωαρίου ισοδυναμεί στη σκέψη τους με αφαίρεση ζωής, δηλαδή με φόνο. Κάποιοι άλλοι δεν το βλέπουν έτσι και προχωρούν στην άμβλωση με τη σκέψη ότι απλώς αφαιρούν τη δυνατότητα της ζωής να υπάρξει. Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για αφαίρεση ζωής αλλά για αφαίρεση δυνατότητας της ζωής. Αλλά δεν είναι το θέμα αυτό στις προθέσεις του παρόντος άρθρου.
Ο φόνος ως ιδέα είναι απεχθής στους φυσιολογικούς ανθρώπους. Μολονότι φόνοι διαπράττονται καθημερινά παντού στον κόσμο, κανείς ομαλός άνθρωπος δεν μπορεί να τους ανεχθεί. Αν δηλαδή είμαστε ανεκτικοί και αδιάφοροι στο θέμα της δημιουργίας ανθρώπινης ζωής, από την άλλη είμαστε κάθετα αρνητικοί στο θέμα της αφαίρεσής της.
Υπάρχει μεγάλη ηθική διαφορά ανάμεσα στο να δημιουργεί κανείς ζωή και στο να την αφαιρεί. Αν αποφασίσουμε δηλαδή να μη φέρουμε στον κόσμο έναν άνθρωπο, αυτό δεν αλλάζει τη ροή του κόσμου. Επιτρέπουμε στην ανυπαρξία να κρατήσει μέσα της τον υποθετικό άνθρωπο. Δεν τον έχουμε γνωρίσει, δεν ξέρουμε πώς θα εξελισσόταν, αν ερχόταν στον κόσμο, δεν μπορούμε να έχουμε άποψη. Μιλάμε για κάτι υποθετικό και μη πραγματικό. Είναι επομένως ανώδυνο.
Αν όμως διακόψουμε τη ζωή αφαιρώντας την από έναν άνθρωπο, αυτό είναι βαρύ και επώδυνο όχι μόνο για κείνον, αλλά και για μας που κάναμε αυτήν την αμετάκλητη πράξη και για τους δικούς του και για το κοινωνικό σύνολο. Διότι στείλαμε στην ανυπαρξία μια ζωή που εξελισσόταν. Και αυτό δεν συγχωρείται, επειδή δεν διορθώνεται.
Πέρα από τις θρησκευτικές αντιλήψεις, πέρα από την αίσθηση δικαίου, πέρα από τον πόνο των οικείων και την κοινωνική ανωμαλία που προκύπτει από ένα φόνο, η αφαίρεση ζωής είναι μια πράξη που παραβιάζει το αόρατο φράγμα που έχει θέσει η φύση στα πλάσματά της: «Δεν σκοτώνουμε άτομα του είδους μας». Από αυτή την αόρατη εντολή προκύπτουν όλα τα υπόλοιπα, οι ηθικές και θρησκευτικές απαγορεύσεις, οι σχετικοί νόμοι του κράτους, η κοινωνία που συμφωνεί μαζικά και η ατομική μας άρνηση να διαπράξουμε φόνο. Είναι το ίδιο αόρατο φυσικό φράγμα που μας κρατά μακριά από την αυτοχειρία, ακόμα κι όταν η ζωή μας έχει καταστραφεί ανεπανόρθωτα.
Το ότι ο άνθρωπος παρ’ όλα αυτά παραβιάζει το αόρατο φυσικό φράγμα, σκοτώνει άτομα του είδους του και αυτοχειριάζεται, είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα που χρειάζεται ειδική ανάλυση και που και αυτό υπερβαίνει τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
Όταν λοιπόν στέκεται κανείς μπροστά σ’ αυτόν που αγαπά και που κείτεται στο κρεβάτι του θανάτου και τον βλέπει να πεθαίνει αργά και βασανιστικά και γνωρίζει ότι ούτε ένα θαύμα δεν πρόκειται να τον σώσει, τότε δοκιμάζεται από βαθιά υπαρξιακά διλήμματα. Ξέρει πως αυτός που αγαπά δεν έχει καμιά ελπίδα. Έχει σταματήσει από καιρό να προσεύχεται για την ίασή του και τώρα οι προσευχές του είναι να συντομευθεί το μαρτύριο και να έλθει το τέλος όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Και αυτός που περιμένει να πεθάνει, το ξέρει επίσης. Ξέρει πως ο χρόνος που του απομένει θα είναι γεμάτος πόνο και οδύνη. Πως η ζωή δεν είναι πια γι αυτόν ό,τι είναι για τους άλλους, αλλά πηγή μαρτυρίου χωρίς νόημα. Γι αυτό πολλές φορές συμβαίνει να παρακαλά να τον βοηθήσουν όσοι τον παραστέκουν, για να τελειώσει τη ζωή του χωρίς άλλη τυραννία. Με άλλα λόγια τούς ζητά να του κάνουν ευθανασία.
Όσοι είναι γύρω του, περνούν το δικό τους Γολγοθά. Αγαπούν κι επειδή αγαπούν, ζητούν από το Αόρατο να δώσει ένα τέλος σ’ αυτό το χωρίς νόημα βασανιστήριο του αγαπημένου τους ανθρώπου. Οι εκκλήσεις του για ευθανασία είναι το δικό τους αβάσταχτο ψυχικό μαρτύριο.
Μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο; Πρέπει να κάνουν κάτι τέτοιο; Είναι δυνατόν να απλώσουν ποτέ το χέρι και να αφαιρέσουν τη ζωή από τον αγαπημένο τους; Και πόσο καιρό άραγε μπορούν να περιμένουν το Αόρατο μέχρι να αποφασίσει;
Οι γιατροί σηκώνουν τους ώμους. Λένε πως δεν μπορούν να προσδιορίσουν πόσος χρόνος απομένει. Ίσως λίγες μέρες, ίσως λίγοι μήνες--, μερικές φορές ακόμα και χρόνια. Αυτοί που αγαπούν, απελπίζονται. Ο καιρός περνά, ο λυτρωτικός θάνατος δεν λέει να έρθει. Ο άνθρωπός τους μέρα νύχτα βογκά από τους πόνους και τους παρακαλεί να τον ξεκουράσουν. Κι εκείνοι πάνω από το κρεβάτι του νιώθουν σαν βασανιστές αναίσθητοι στις επικλήσεις του.
Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι αυτοί στέκονται μπροστά στο αόρατο φυσικό φράγμα. Δεν είναι η θρησκεία ούτε ο νόμος που τους εμποδίζουν να δώσουν οι ίδιοι ένα τέλος στη μάταιη αυτή τραγωδία. Είναι η μέγιστη φυσική δύναμη που τους εμποδίζει να αφαιρέσουν τη ζωή.
Και σ’ αυτό το σημείο ευρισκόμενοι, απελπισμένοι μπροστά στο θέαμα του αργού θανάτου, συμπονώντας βαθύτατα και αγαπώντας βαθύτατα τον άνθρωπο που λιώνει στο κρεβάτι μπροστά τους, μπορεί κάποια στιγμή να πάρουν τη μοιραία απόφαση. Είναι η αγάπη και η συμπόνια που τους δίνει τη δύναμη να σπάσουν το αόρατο φράγμα και να κάνουν ευθανασία.
Σε όλη τους τη ζωή κατόπιν θα κατατρύχονται από εφιαλτικά οράματα. Η πράξη που έκαναν, θα τους συντρίβει. Η εικόνα του αγαπημένου τους από την άλλη που εκλιπαρούσε το τέλος του, θα τους συντρίβει κι αυτή.
Όλα θα ήταν λιγότερο οδυνηρά, αν, αντί να κάνουν οι ίδιοι αυτή την υπέρβαση της φύσης, έλεγαν απλώς ένα «ναι» στους γιατρούς. Το μεγαλύτερο βάρος θα έπεφτε τότε στους ώμους τους. Αλλά και οι γιατροί παρά το γεγονός ότι είναι εξοικειωμένοι με την αρρώστια και το θάνατο, δεν είναι εύκολο να παραβιάσουν το αόρατο φυσικό φράγμα και να αφαιρέσουν ζωή. Και δεν μπορούν να το κάνουν και για δυο λόγους παραπάνω: επειδή έχουν ορκιστεί τον όρκο του Ιπποκράτη και επειδή κινδυνεύουν να συλληφθούν, αν αναλάβουν μια τέτοια πρωτοβουλία. Θα ήταν και γι αυτούς πιο εύκολα τα πράγματα, αν ο νόμος της Πολιτείας τούς επέτρεπε υπό προϋποθέσεις να κάνουν ευθανασία.
Ποιες προϋποθέσεις; Αυτές θα τις βρουν οι αρμόδιοι, γιατί πάντα υπάρχει ο κίνδυνος αυθαιρεσίας και κατάχρησης, ο δόλος και η αχρειότητα των ανθρώπων.
Απλά σκέφτομαι τώρα ότι, αν ήταν δυνατόν να μας μιλούσε μια ψυχή που βασανίστηκε πολύ από την αρρώστια, πριν εγκαταλείψει το σώμα της, μπορεί να μας έλεγε:
«Τους παρακαλούσα, τους ικέτευα να με ξεκουράσουν, τους εκλιπαρούσα κι εκείνοι στέκονταν από πάνω μου και με κοίταζαν, δεν κούνησαν ούτε το δαχτυλάκι τους. Μ’ άφησαν να τυραννιέμαι άσκοπα και να εξευτελίζομαι μέσα στον πόνο για μήνες. Δεν ξέρω, αν μπορώ να τους συγχωρήσω».
Η Chantal Sebire από τη Γαλλία προσβλήθηκε από μια σπάνια, ανίατη ασθένεια που παραμόρφωσε τελείως το πρόσωπό της , της προκάλεσε ολική τύφλωση και έσβησε σχεδόν όλες τις αισθήσεις της αφήνοντάς την να υποφέρει από αβάσταχτους πόνους. Το αίτημά της για ευθανασία απορρίφθηκε από τα γαλλικά δικαστήρια. «Σε ένα ζώο δεν θα επέτρεπαν να υπομείνει αυτά που υπομένω εγώ», είπε η Chantal. Μια εβδομάδα αργότερα (16 Μαρτίου 2008) βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της. Πρέπει να υποβοηθήθηκε από κάποιους εκτός Γαλλίας. Το Βέλγιο και η Ολλανδία επιτρέπουν την ευθανασία. Στην Ελβετία οι γιατροί μπορούν να προμηθεύσουν το θανάσιμο φάρμακο, αλλά ο ασθενής πρέπει να το πάρει μόνος του.
10 σχόλια:
Τραγικό ζήτημα που έχει αμεληθεί λόγω της άρνησης της ιδέας του Θανάτου. Κι έτσι πριν έρθει η ώρα η μόνη επιλογή (αν δεν έχουμε πολύ-πολύ πολύ φίλο γιατρό) είναι η εταιρία Ευθανασίας στην Ελβετία.
Ο ασθενής μονάχα πρέπει να αποφασίζει αλλά πώς να συμβεί αυτό -ειδικά σ΄εμάς που ακόμα & σήμερα οι οικογένειες τρέμουν τη λέξη Καρκίνος & κρύβουν & κρύβονται σαν τους παλιούς λεπρούς;
μπραβο Καιτη για το θεμα!
Επειδή αυτό το θέμα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, Καίτη, κι επειδή όσοι έχουν περάσει μέσα από αυτό το δίλημμα της χαριστικής βολής (ακόμα και στα ζώα) δεν θα μπορούσαν με ευκολία να συμφωνήσουν βαθιά μέσα τους με μια "συμπόνια" και μια "αγάπη" που οδηγούν έναν αγαπημένο στο θάνατο, ακόμα κι αν ο θάνατος είναι οριστικά κι αμετάκλητα η μόνη λύση, ούτε για "χωρίς νόημα" ζωή ενός καταδικασμένου αγαπημένου, ακόμα κι αν τέτοια φαίνεται, ούτε για "εξευτελισμό" ακόμα κι αν κυριολεκτικά κι ακριβώς έτσι βιώνεται, ούτε για "όλα θα ήταν λιγότερο οδυνηρά" όταν πρόκειται για γιατρούς που πιθανόν να τρελαίνονται όταν καλούνται να θεραπεύσουν τον πόνο με θάνατο, ούτε για υπό προϋποθέσεις "συγχώρεση" πέραν της ζωής αυτής, νομίζω ότι καλά κάνουν οι νομοθέτες των δυτικών κοινωνιών και είναι εξαιρετικά προσεκτικοί σε μια περισσότερο επιτρεπτική πρόσβαση στη διαχείριση της ανθρώπινης ζωής πριν το οδυνηρό τέλος της.
Γιατί αν δεν πρόκειται για παρελθοντική πολιτισμική αναδρομή στο αθηναϊκό κώνειο, ή για άλλου προσανατολισμού πολιτισμική ιδιαιτερότητα όπως ο σεβασμός στην παράδοση της τιμής των σαμουράι, αλλά πρόκειται για κατάφαση προς ένα κομμάτι της δικής μας ζωής, και άρα όχι για μια θεωρητική επιλογή, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να αποδεχτούμε ως σωστή μια αρκετά αποδεκτή σύγχρονη αντιμετώπιση της ανθρώπινης ζωής ως αποκλειστικά αιτιολογημένης πασαρέλας νεαρών υγειών και όμορφων παραγωγικών και αναπαραγωγικών ζώων με ένα ipad στο ένα χέρι, ένα light δεκάλογο ηθικής στο άλλο, ένα γεμάτο πορτοφόλι στην τσέπη, μια τσιχλόφουσκα στο στόμα και ένα τσιπάκι στο μυαλό.
Είναι συγκλονιστικά παρόν το πρόβλημα αυτό γύρω μας, δίπλα μας, μέσα μας, αλλά σε κάθε περίπτωση πιστεύω ότι, καθώς εξελισσόμαστε τεχνολογικά και διανοητικά, οφείλουμε να γίνουμε εξαιρετικά πιεστικοί κυρίως προς την κατεύθυνση της επείγουσας σοβαρής ιατρικής έρευνας για μορφές πραγματικά επαρκούς αντιμετώπισης του σωματικού και του ψυχικού πόνου, και λιγότερο επιτρεπτικοί προς ένα λυτρωτικό "κούρεμα" από τη ζωή μας πολλών λογικώς απαράδεκτων χαρακτηριστικών της.
Δάφνη, εδώ στην Ελλάδα δεν αποφασίζουμε να κατασκευάσουμε αποτεφρωτήριο, για την ευθανασία ποιος θα τολμήσει να μιλήσει;
Σ' ευχαριστώ, OSTRIA.
AKG, εύχομαι να μη σου τύχει. Το εύχομαι ειλικρινά. Γιατί εκείνη τη στιγμή όλες οι θεωρίες μας πάνε περίπατο.
Έζησα πρόσφατα τον χαμό ενός φίλου μου ο οποίος έσβηνε για ένα χρόνο από καρκίνο χωρίς να έχει καμία ελπίδα να ζήσει με βάση πολλαπλές ιατρικές γνωματεύσεις. Ο άνθρωπος πόναγε φρικτά και τραβολογιόταν κάθε τόσο στα νοσοκομεία μέχρι που αποστεώθηκε και έμεινε μισός και χωρίς δυνάμεις για να περπατήσει. Παρά την οδύνη του και τον πόνο που προκαλούσε γύρω του από τον μάταιο αγώνα του να κρατηθεί, αυτός έδωσε μέχρι τέλους τη μάχη της επιβίωσης σαν να μην ήθελε να παραιτηθεί από την ελπίδα αποφυγής του μοιραίου. Λίγες εβδομάδες πριν αβήσει οριστικά εργαζόταν ακόμη με παύσεις. Η ελπίδα μέσα του και το παράδειγμα που ήθελε να δώσει για τον αγώνα της ζωής στα παιδιά του πέθαναν μόνον όταν έκλεισε οριστικά τα μάτια του.
Υπάρχουν άνθρωποι, λοιπόν, που παλεύουν μέχρι τέλους σαν πραγματικοί εραστές της ζωής ακόμη και όταν ο αγώνας τους είναι προδιαγεγραμμένος.
Υπάρχουν, επίσης, άνθρωποι που δεν αντέχουν το συνεχές ψυχολογικό βάσανο και τον φυσικό πόνο και θέλουν να πεθάνουν, μολονότι ενδεχομένως η επιστήμη να υπόσχεται ακόμη κάτι για την περίπτωσή τους ή να μπορεί να παρατείνει τη ζωή τους. Σε αυτή τη περίπτωση αξίζει να γίνεται προσπάθεια να στηριχθεί ο απελπισμένος να κρατηθεί στη ζωή όσο μπορεί, εφόσον ως ζωή δεν εννοούμε μόνον τη βιολογική αλλά και την συναισθηματική ύπαρξη (βλ αγάπη οικείων).
Υπάρχουν, τέλος και περιπτώσεις που η ιατρική δεν δίνει καμία αμυδρή ελπίδα ίασης και ο ασθενής υποφέρει τόσο ώστε να θέλει το ταχύτερο δυνατό να πεθάνει. Σε αυτή τη περίπτωση νομίζω πως πρέπει να επιτρέπεται στον ίδιο τον ασθενή να θέτει τέλος στη ζωή του.
Σε κάθε περίπτωση η κοινωνία και οι οικείοι πρέπει να κάνουν ότι μπορούν να κρατήσουν στη ζωή τον πάσχοντα, αλλά την τελική ευθύνη για τη διαχείριση της ζωής του πρέπει να την έχει ο ίδιος.
Ο άνθρωπος έρχεται χωρίς να το επιλέγει στη ζωή σαν ένα ανυπεράσπιστο ζωάκι δίχως συνείδηση του εαυτού και της ανθρώπινης δυνατότητας του.
Πρέπει νομίζω να μπορεί να φεύγει από τη ζωή σαν ένας ώριμος, αυτόβουλος, συνειδητοποιημένος και γι' αυτό ελεύθερος άνθρωπος που είναι σε θέση να κρίνει λογικά και συναισθηματικά (όχι παρορμητικά υπό την επήρρεια της κακής στιγμής) επιλέγοντας την παραμονή ή την έξοδο από αυτήν.
Η κοινωνία πρέπει με τους κανόνες, τις απαγορεύσεις και τις ρυθμίσεις της να διευκολύνει στη λήψη της σωστής απόφασης από τον ίδιο τον ασθενή, όχι να τον υποκαθιστά στο όνομα της ιερότητας της ζωής ή της ματαιοπονίας και της εύκολης ευθανασίας.
Κώστα Κ. συμφωνώ με τις απόψεις σου. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν να επισπεύσουν το τέλος τους κι ας υποφέρουν φρικτά. Είναι φυσικά δικαίωμά τους. Όπως δικαίωμα έχουν και όσοι επιλέγουν ένα γρήγορο και ανώδυνο τέλος, να μπορούν να το πραγματοποιήσουν.
Το πρόβλημα προκύπτει, όταν ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του. Τότε την ευθύνη την παίρνουν οι δικοί του και αυτό είναι μια πολύ βαριά υπόθεση.
αυτό το τελευταίο Καίτη είναι και το πραγματικά δύσκολο για πολλούς, γιατί τα υπόλοιπα θα είχαν σχετικά εύκολη λύση σε μια ανοιχτόμυαλη κοινωνία. αλλά από την άλλη, δεν θαπρεπε μάλλον να εκβιάζεις να σου βγει οπωσδήποτε, μέσα από χρόνια και φοβερά επώδυνη ανίατη κατάσταση, μια ελάχιστη πιθανότητα καλής ελπίδας.
CS, εδώ απλώς ανακινούμε το θέμα για να μην ξεχνιόμαστε. Έχει πολλές δύσκολες πλευρές, αλλά η πιο δύσκολη είναι το μαρτύριο του πάσχοντα.
Δημοσίευση σχολίου