
Ο Γοδεφρείδος, ετών εξήντα πέντε, έζησε μια πολυτάραχη ζωή.
Τώρα παροπλισμένος διηγείται σ’ αυτούς που έρχονται να τον ακούσουν, τα πάθη και τις περιπέτειες, τους κινδύνους, τους έρωτες, τις δολοπλοκίες, τις μηχανορραφίες, τις ταραχές και τις ηδονές του.
Ιδίως οι νέοι, τι καλό ακροατήριο που είναι.
Τον ακούν με μάτια διψασμένα και υγρά κι η φαντασία τους οργιάζει.
Κι ο Γοδεφρείδος, όχι, ψέματα δε λέει. Δεν παραλείπει τίποτα και δεν προσθέτει. Είναι αυθεντικός.
Τις νύχτες, όταν μένει μόνος, παίρνει τη λάμπα και πάει στον καθρέφτη.
-Γοδεφρείδε, λέει στον εαυτό του, τι γρήγορα που γέρασες. Και τι καλά που θα ήταν να γύριζε επάνω κάτω ο χρόνος, να ξαναζούσες από την αρχή τις περιπέτειές σου.
Όμως εδώ, όταν μιλά στον εαυτό του, ο Γοδεφρείδος ψεύδεται.
Γιατί η αλήθεια είναι πως τίποτε δεν έζησε σε ευτυχισμένη ένταση. Τα πάθη και τα μίση, οι έρωτες κι οι ηδονές του έγιναν όλα μέσα σε μια ομίχλη θλιβερή, αποπνιχτική.
Αχ, λέει ο ψεύτης Γοδεφρείδος στο είδωλό του, αχ, λέει και νοσταλγεί.
Και ο ανόητος δεν σκέφτεται πως κι αν ακόμα γύριζε επάνω κάτω ο χρόνος, με το που θα ξαναφτιαχνότανε το σκηνικό, θα ξεκινούσε αθόρυβα απ’ τον ορίζοντα η ομίχλη να τον κατακαλύψει.