5/12/25

Καλά που υπάρχει και η ποίηση

 

Καλά που υπάρχει και η ποίηση,


να βγάλουμε τα σωθικά μας,


να ανασάνουμε.


 

Κι έπειτα σοβαροί,


απροσπέλαστοι


να συζητάμε


για μεγάλα θέματα.


 

Εγώ είμαι αυτός,


θα λέμε,


τον ποιητή μην τον ακούτε,


είναι σε παραλήρημα.





Ο Ορφέας στον Άδη

 



Είμαι ο Ορφέας, ο μουσικός.

 

Όλος ο κόσμος ξέρει την περιπέτειά μου. Πώς κατέβηκα στον Άδη ζωντανός για να φέρω πίσω την αγαπημένη μου Ευρυδίκη και πώς από μια άστοχή μου κίνηση την  έχασα για δεύτερη φορά. Έγινε θρύλος η ιστορία  αυτή, πέρασε στη μνήμη των ανθρώπων και η μια γενιά την αφηγείται στην επόμενη σαν παραμύθι.

 

Αλλά  δεν είναι παραμύθι, είναι μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή.

 

Πρέπει όμως να διευκρινίσω μια λεπτομέρεια: η κίνηση που έκανα, δεν ήταν άστοχη, δεν έγινε  από ανοησία μου. Ούτε παρασύρθηκα από την  ορμή του έρωτά μου. Όταν γύρισα να κοιτάξω την Ευρυδίκη…αλλά καλύτερα να ξεκινήσω από την αρχή.

 

Είχα κατέβει στο ζοφερό βασίλειο του Πλούτωνα και υπάκουος στην εντολή που είχα λάβει, στεκόμουν με την πλάτη μου στραμμένη προς το Έρεβος.  Περίμενα  σκυφτός ώρα πολλή.  Ρεύματα  παγωμένου αέρα διαπερνούσαν το κορμί μου κι άκουγα γύρω μου παράξενα θροΐσματα και συριγμούς. Ένας άλλος μπορεί και να λιποθυμούσε από τον τρόμο του. Όμως εγώ καμιά ανησυχία δεν είχα. Μόνο αδημονία.  Αδημονία  και απέραντη αγάπη για την Ευρυδίκη.

 

 Κάποια στιγμή  ένιωσα πίσω μου την παρουσία της.

 

-Έμαθα πως με ζήτησες, Ορφέα, άκουσα τη φωνή της να μου ψιθυρίζει.

 

Ρίγησα.

 

-Θέλεις, μου είπαν, να με πάρεις μαζί σου, να με ανεβάσεις στο φως. Τόσο πολύ με αγαπάς λοιπόν;

 

Προσπάθησα να απαντήσω, το στόμα μου ανοιγόκλεισε, όμως δεν βγήκε ήχος απ’ τα χείλη μου. Αγαπημένη μου Ευρυδίκη, σκέφτηκα, αλλά δεν μπόρεσα να της το πω.

 

Για λίγο μείναμε σιωπηλοί μέσα σε κείνον τον κόσμο του θανάτου. Μετά αυτή είπε:

 

-Πάλι κλαις, Ορφέα;

 

Έκλαιγα.

 

-Δεν άλλαξες λοιπόν καθόλου, άντρα μου.

 

Όμως αλλάζει η αγάπη; Αλλάζει; Δεν αλλάζει. Προσπάθησα να της το πω, τα χείλη μου ανοιγόκλεισαν, αλλά ήχος δεν βγήκε από μέσα μου.

 

-Ας μην καθυστερούμε τότε, ψιθύρισε αυτή. Ας ξεκινήσουμε για το αντίστροφο ταξίδι μας.

 

Σκούπισα τα δάκρυά μου.

 

-Ναι, καλή μου,  ψέλλισα, ας ξεκινήσουμε.

 

Και προχώρησα πρώτος για την επώδυνη ανάβαση. Για αρκετή ώρα ανεβαίναμε βουβοί.

 

-Οι φίλοι μας μάς περιμένουν, Ευρυδίκη,  είπα κάποια στιγμή, όταν πια είχα κυριαρχήσει στη συγκίνησή μου.

 

Περίμενα να πει κάτι, να δείξει τη χαρά της, εκείνη όμως έμεινε σιωπηλή.

 

-Οι γυναίκες έχουν στρώσει κιόλας τα τραπέζια, στόλισαν το σπίτι  με γιρλάντες κι έφτιαξαν τις μελόπιτες που  τόσο σου άρεσαν, συνέχισα.  Οι άντρες έσφαξαν μοσχάρια και αρνιά, τα ψήνουν τώρα  έξω στην αυλή μας κι έχουν ανοίξει το πιο παλιό κρασί απ’  τα κελάρια τους. Μεγάλη γιορτή μάς περιμένει, αγαπημένη μου, τώρα που σε φέρνω πίσω στη ζωή.

 

-Ναι, είπε αυτή και η φωνή της ακούστηκε  παγερή.

 

Έτσι ήταν πάντα η Ευρυδίκη, λιγομίλητη κι απόμακρη. Κι όταν εγώ την έλουζα με τα γλυκόλογα και τα τραγούδια μου, εκείνη στύλωνε κάπου μακριά το βλέμμα κι έπεφτε σε  σιωπή.

 

Δεν ξαναμίλησα. Ορκίστηκα όμως από μέσα μου πως τώρα, σ’ αυτή τη δεύτερη ευκαιρία που μου είχαν δώσει οι θεοί, θα ήμουν πιο προσεχτικός, δεν θα την κούραζα με την πολυλογία μου.

 

Η ανάβαση ήταν δύσκολη. Ριπές ψυχρού αέρα με χτυπούσαν στο πρόσωπο και ακατανόητες σκιές με προσπερνούσαν σαν ομίχλη. Κάπου από τα βάθη ερχόταν ένα ασταμάτητο υπόκωφο βουητό, λίγο απειλητικό, λίγο κλαψιάρικο. Λες και υπέφερε ο κόσμος των νεκρών με αυτή την παραβίαση  που του έκανα,  λες και είχε οργιστεί με τη βεβήλωσή μου.

 

Ανεβαίναμε σιωπηλοί.

 

Πλησιάζαμε  τώρα στο στόμιο του Άδη. Έβλεπα κιόλας το μακρινό φως του ήλιου, μια δειλή ακτίνα ζωής, όταν εκείνη με φωνή ανεπαίσθητα τρυφερή με ρώτησε:

 

-Και ο Αρέτας; Είναι κι αυτός ανάμεσα στους φίλους που με περιμένουν;

 

Εκείνη τη στιγμή κοκάλωσα. Νόμιζα πως εδώ, σ’ αυτό τον κόσμο του θανάτου, όπου αναστρέφονται τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων, θα τον είχε πια ξεχάσει. Πως η θυσία που έκανα για χάρη της – ποιος άλλος είχε κάνει  κάτι παρόμοιο ποτέ; -  θα τη συγκινούσε επί τέλους. Πως τώρα, σ’ αυτή τη δεύτερη ζωή της, θα ένιωθε για μένα λίγη αγάπη. Αλλά είχα κάνει λάθος.

 

Αλλάζει η αγάπη; Δεν αλλάζει. Ούτε στον Κάτω Κόσμο δεν μπορεί να ξεχαστεί.

 

Κοίταξα μπροστά. Στο βάθος διέκρινα αχνό το φως του Πάνω Κόσμου.


Νέες ταπεινώσεις λοιπόν με περίμεναν εκεί έξω. Και νέα λυπητερά τραγούδια στις ερημιές, παρέα με τα θηρία. Η θυσία μου είχε πάει στα χαμένα.

 

Τότε ήταν που γύρισα και την κοίταξα.



*

Αναρτήθηκε στις logodiadromes.gr  

https://logodiadromes.gr/%ce%bf-%ce%bf%cf%81%cf%86%ce%ad%ce%b1%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%ac%ce%b4%ce%b7-%ce%b1%cf%80%cf%8c-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%83%cf%85%ce%b3%ce%b3%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%ad%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%af/



3/12/25

Δάκρυα

 





Κι εγώ τότε έκλαψα.


Δεν ξέρω γιατί,


έτσι κατέβηκαν


αυθόρμητα τα δάκρυα


και έκλαψα


και ήταν όμορφο


που έκλαιγα,


ήταν απρόσμενο


που έκλαιγα,


δάκρυ γλυκό


κι όπως συμβαίνει πάντα,


με λίγη δυστυχία μέσα του,


λίγη χαρά,


και λίγο από εκείνο το άρρητο


που το φυλάμε στην καρδιά μας


σαν ένα μυστικό ιερό.



2/12/25

Games

 




— Ἀ­ρι­μάν, εἶ­σαι γιὰ ἕ­να παι­χνί­δι; ρω­τᾶ ὁ Ἀ­τάρ.
— Εἶ­μαι, ἀ­παν­τᾶ ὁ Ἀ­ρι­μάν. Ποι­ός θὰ κά­νει τὸν κα­κό;
— Ἐ­γώ. Πά­τα τὸ start.
Ὁ Ἀ­ρι­μὰν πα­τᾶ τὸ start καὶ στὴν ὀ­θό­νη ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ τό­πος τῶν μο­νο­μα­χι­ῶν τους, ἕ­νας γα­λά­ζιος πλα­νή­της ποὺ πε­ρι­στρέ­φε­ται ἀρ­γὰ πε­ρὶ τὸν ἑ­αυ­τό του.
— Πᾶ­με Ἀ­φρι­κή;
— Μπά, βα­ρέ­θη­κα μ’ αὐ­τὴ τὴν Ἀ­φρι­κή. Πᾶ­με κα­λύ­τε­ρα Ἀ­σί­α.
Ὁ Ἀ­ρι­μάν πλη­κτρο­λο­γεῖ μὲ τα­χύ­τη­τα.
— Μια­νμάρ;
— Πά­λι πλημ­μύ­ρες;
— Τί θέ­λεις τό­τε;
— Γιὰ κοί­τα στὴ θά­λασ­σα γιὰ κα­νέ­να πλοῖ­ο.
— Κά­τι βλέ­πω στὸν κόλ­πο τῆς Βεγ­γά­λης.
— Φέ­ρε το πιὸ κον­τά.
Στὴν ὀ­θό­νη δι­α­κρί­νε­ται ἕ­να μι­κρὸ ἐμ­πο­ρι­κὸ πλοῖ­ο ποὺ πλέ­ει ἀ­μέ­ρι­μνο στὴ θά­λασ­σα. Ὁ Ἀ­τὰρ καὶ ὁ Ἀ­ρι­μάν κοι­τά­ζον­ται πο­νη­ρά.
— Ἕ­τοι­μος;
— Ἕτοι­μος.
— Πᾶ­με!
— Βά­ζω φω­τιὰ στὶς μη­χα­νές, λέ­ει ὁ Ἀ­τὰρ καὶ πλη­κτρο­λο­γεῖ.
Τὸ κα­ρά­βι τυ­λί­γε­ται στὶς φλό­γες καὶ κά­ποι­οι ἄν­θρω­ποι τρέ­χουν πά­νω-κά­τω σὲ κα­τά­στα­ση πα­νι­κοῦ.
— Ρί­χνω τὶς βάρ­κες στὴ θά­λασ­σα, λέ­ει ὁ Ἀ­ρι­μάν καὶ πλη­κτρο­λο­γεῖ.
— Πέ­φτουν ἀ­νά­πο­δα στὸ νε­ρό, ἀν­τι­κρού­ει ὁ Ἀ­τάρ.
— Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ μί­α.
Οἱ βάρ­κες πέ­φτουν ἀ­νά­πο­δα στὴ θά­λασ­σα ἐ­κτὸς ἀ­πὸ αὐ­τὴν ποὺ πρό­λα­βε νὰ σώ­σει ὁ Ἀ­ρι­μάν.
— Ρί­χνω τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴ θά­λασ­σα μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴ βάρ­κα, λέ­ει ὁ Ἀ­τάρ.
Οἱ ναυα­γοὶ σκορ­πί­ζον­ται στὴ θά­λασ­σα οὐρ­λι­ά­ζον­τας ἀ­πελ­πι­σμέ­να.
— Σώ­ζω ἕ­ναν, ἀν­τε­πι­τί­θε­ται ὁ Ἀ­ρι­μάν.
Ἕ­νας νε­α­ρὸς ἄν­δρας πλη­σιά­ζει κο­λυμ­πών­τας τὴ βάρ­κα κι ἀ­νε­βαί­νει μὲ κό­πο ἐ­πά­νω.
— Ἔκ­πλη­ξη! φω­νά­ζει ὁ Ἀ­τὰρ καὶ πλη­κτρο­λο­γεῖ.
Πά­νω στὴ βάρ­κα βρί­σκε­ται ἤ­δη κά­ποι­ος ἄλ­λος: μιὰ μι­κρὴ λευ­κὴ τί­γρη τῆς Βεγ­γά­λης. Ὁ Ἀ­ρι­μάν στα­μα­τᾶ τὸ παι­χνί­δι θυ­μω­μέ­νος.
— Κλέ­βεις! Τί δου­λειὰ ἔ­χει αὐ­τὸ τὸ θη­ρί­ο στὴ ναυ­α­γο­σω­στι­κὴ λέμ­βο;
— Δὲν κλέ­βω κα­θό­λου. Χρη­σι­μο­ποί­η­σα τὸν ἀ­πρό­βλε­πτο πα­ρά­γον­τα.
— Πές μου τί δου­λειὰ ἒ­χει αὐ­τὴ ἡ τί­γρη μέ­σα στὴ βάρ­κα!
— Θὰ σοῦ ἐ­ξη­γή­σω ἀ­μέ­σως. Τὸ τι­γρά­κι τὸ πή­γαι­ναν σ’ ἕ­να κα­τα­φύ­γιο οἰ­κο­λό­γων στὴ Σρὶ Λάν­κα. Αὐ­τὸς ποὺ τὸ συ­νό­δευ­ε, πρό­λα­βε νὰ τὸ βγά­λει ἀ­πὸ τὸ κλου­βὶ του καὶ νὰ τὸ πε­τά­ξει στὴ βάρ­κα. Ἀλ­λὰ ὁ ἴ­διος πνί­γη­κε. Τί θὰ κά­νεις τώ­ρα;
Ὁ Ἀ­ρι­μὰν στέ­κε­ται ἀ­μή­χα­νος πά­νω ἀ­πὸ τὰ πλῆ­κρα του.
— Βιά­σου, τοῦ λέ­ει ὁ Ἀ­τὰρ. Τὸ ζῶ­ο εἶ­ναι τρο­μαγ­μέ­νο καὶ γι’ αὐ­τὸ πο­λὺ ἐ­πι­κίν­δυ­νο.
— Δι­καί­ω­μα, λέ­ει ὁ Ἀ­ρι­μάν. Θέ­λω πί­στω­ση χρό­νου.
— Σοῦ δί­νω ἕ­να λε­πτό. Με­τὰ ἡ τί­γρη θὰ ἐ­πι­τε­θεῖ στὸν ἄν­δρα.
Ὁ Ἀ­ρι­μὰν σκέ­φτε­ται λί­γο, ἔ­πει­τα πλη­κτρο­λο­γεῖ βι­α­στι­κά.
.
Με­ρι­κὲς ὧ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα ἕ­να πα­ρα­πλέ­ον πλοῖ­ο ποὺ εἶ­χε εἰ­δο­ποι­η­θεῖ γιὰ τὸ ναυά­γιο, ἐν­το­πί­ζει τὴ βάρ­κα μὲ τὴ λευ­κὴ τί­γρη τῆς Βεγ­γά­λης.
Στὸ νε­ρό, δί­πλα στὴ βάρ­κα, κο­λυμ­πᾶ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ἕ­νας ναυα­γὸς μὲ κα­τα­ξε­σκι­σμέ­να τὰ χέ­ρια του ἀ­πὸ τὰ νύ­χια τοῦ ζώ­ου. Ἡ ἀ­σφα­λι­στι­κὴ ἑ­ται­ρεί­α ποὺ ἔ­κα­νε στὴ συ­νέ­χεια τὶς ἔ­ρευ­νες, δὲν κα­τά­φε­ρε νὰ ἀ­νι­χνεύ­σει τὴν αἰ­τί­α τῆς φω­τιᾶς στὸ πλοῖ­ο. Μυ­στή­ριο ἐ­πί­σης πα­ρέ­μει­νε πῶς ἔ­πε­σαν ἀ­νά­πο­δα ὅ­λες οἱ ναυ­α­γο­σω­στι­κὲς λέμ­βοι πλὴν μιᾶς. Ἀλ­λὰ καὶ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ ἕ­ναν, πνί­γη­καν ὅ­λοι οἱ ἐ­πι­βαί­νον­τες, ἐ­νῶ σώ­θη­κε μια τί­γρη, ἦ­ταν τό­σο ἀ­πί­θα­νο, ποὺ τὸ ἀ­νέ­φε­ραν ὅ­λα τὰ εἰ­δη­σε­ο­γρα­φι­κὰ πρα­κτο­ρεῖ­α τοῦ κό­σμου.
Οἱ συ­νέ­πει­ες τοῦ παι­χνι­διοῦ τους ὡ­στό­σο κα­θό­λου δὲν ἐν­δι­α­φέ­ρουν τὸν Ἀ­τὰρ καὶ τὸν Ἀ­ρι­μάν.
— Ὀ­χτώ-ἕ­να! Χά­λια τὰ πῆ­γες αὐ­τὴν τὴ φο­ρά, Ἀ­ρι­μάν, χα­χα­νί­ζει ὁ Ἀ­τάρ.
— Ὀ­χτώ-δύο, λέ­ει ὁ Ἀ­ρι­μάν μου­τρω­μέ­νος. Μὴν ξε­χνᾶς πὼς ἔ­σω­σα καὶ τὴν τί­γρη.
— Ἐν­τά­ξει, ὀ­χτώ-δύο. Εἶ­σαι τώ­ρα γιὰ ἄλ­λο ἕ­να;
— Εἶ­μαι. Τί λὲς νὰ παί­ξου­με;
— Λέ­ω νὰ παί­ξου­με ἕ­ναν κα­λὸ σει­σμὸ αὐ­τὴν τὴ φο­ρά.
— Πά­λι σει­σμό; Πρὶν ἀ­πὸ ἕ­να μή­να δὲν τὸν παί­ξα­με στὴν Ἀ­ϊ­τή;
— Ἄλ­λο στὴν Ἀ­ϊ­τή. Τώ­ρα θὰ πᾶ­με στὴ Χι­λή. Ὀ­χτὼ Ρί­χτερ εἶ­ναι κα­λά;
— Κά­νε τα ἐν­νιά.
— Ὀ­χτὼ κόμ­μα ὀ­χτὼ καὶ ξε­κι­νᾶ­με. Ποι­ὸς θὰ κά­νει τὸν κα­κό;

*

Πρώτη δημοσίευση: Ο Τέταρτος Κλώνος (εκδ. Αίολος)

Δεύτερη δημοσίευση: Λογοτεχνικό περιοδικό Πλανόδιον, Ιστορίες Μπονζάι (στο διαδίκτυο:

Τρίτη δημοσίευση: ελληνικό μικροδιήγημα, επιμέλεια Π. Ένιγουεϊ (εκδ. Άνω Τελεία).