26/1/25

Περνούν οι μέρες

 

 

Περνούν οι μέρες,


δυο μεγάλες απαίσιες πληγές στα γόνατα


συρρικνώνονται αργά,


το υπόλοιπο κορμί μου είναι διάστικτο


από άλλες μικρότερες,


 απ’ το πρόσωπό μου


τα σημάδια έφυγαν.


Σηκώνομαι προσεχτικά από την καρέκλα


και περπατώ αστεία,


σαν πάπια ή σαν νήπιο.


 

Μόνο η ψυχή μου καλοκάθισε


στο σπίτι της και δείχνει ευχαριστημένη,


τίποτα δεν θυμάται.


Εκτός αν δει βρεγμένο το μωσαϊκό.


Τότε αγριεύεται,


κλείνεται στο καβούκι της,


κάθεται στο σκοτάδι


και μένει βουβή.


 

Νομίζω ότι κλαίει πού και πού.




25/1/25

Παραλλαγή

 

 

Ανασηκώνομαι,


κοιτάζω την απόσταση


μέχρι την πόρτα,


δεν θα φτάσω ποτέ ως εκεί,


άδικα σέρνομαι δυο μέρες στο πάτωμα.


 

Θα πεθάνω, σκέφτομαι ξαφνικά


και το σκέφτομαι ψύχραιμα,


όπως σκέφτεται κανείς


ότι έξω άρχισε να νυχτώνει,


ότι η σιωπή είναι μια φυσιολογική κατάσταση,


ότι η ζωή δεν είναι ο κανόνας.


 

Πεθαίνω, σκέφτομαι


και κοιτάζω το μωσαϊκό


με τα εξωτικά λουλούδια


που δεν είναι το δικό μου.


 

Ξαπλώνω ξανά στο πάτωμα,


το παγωμένο νερό με τυλίγει,


τίποτα πια δεν έχει σημασία,


βουλιάζω στα σκοτάδια.



24/1/25

Επιβίωση

 

Επιβίωση σημαίνει


δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο 


εκτός από την επιβίωση,


δεν λυπάμαι,


δεν φοβάμαι,


δεν πεινώ,


δεν διψώ,


δεν πονάω πουθενά,


δεν παρακαλώ κανέναν


θεό ή δαίμονα.


 

Επιβίωση σημαίνει


ανεβάζω στο μάξιμουμ


όλες τις δυνάμεις μου,


γίνομαι άγριο θηρίο


που πασχίζει να μείνει ζωντανό.


 

Επιβίωση σημαίνει


τυφλή υπακοή


στον νόμο της Φύσης,


σκληρή, άγρια θέληση για ζωή


άλμα μακριά από τον θάνατο.


 

Επιβίωση σημαίνει


ακούσια κατάφαση της ζωής,


ένας ολόκληρος μηχανισμός


στην υπηρεσία της,


απόρριψη κάθε άλλης σκέψης.


 

Επιβίωση σημαίνει


όχι δάκρυα,


όχι συναισθήματα


όχι ιδέες.


 

Επιβίωση σημαίνει λύσσα


για επιβίωση.




 

23/1/25

Στο ΚΑΤ

 

 

 

Ξυπνώ σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου.


Δεν καταλαβαίνω,


μου έχουν δέσει χέρια και πόδια


και όχι δεν καταλαβαίνω,


τι θέλω εγώ εδώ,


φωνάζω απελπισμένη,


χτυπιέμαι στο κρεβάτι,


θέλω νερό και δεν μου δίνουν.


Η νοσοκόμα κάτι προσπαθεί να μου κάνει,


της δίνω μια γροθιά,


μου δίνει κι εκείνη.


Δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ,


δεν ξέρω γιατί δεν μου δίνουν νερό,


νερό, νεράκι του Θεού


ικετεύω,


είναι απίστευτη η δίψα μου.


 

Είμαι στον κόσμο που γνωρίζω,


είμαι αυτή που αναγνωρίζω,


αλλά δεν καταλαβαίνω


τι θέλω εδώ δεμένη


σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου.


 

Η κόλαση του πάνω κόσμου.