Τι είναι
θλίψη;
Η θλίψη
είναι αφαίρεση.
Ύπνος χωρίς όνειρα.
Τα ουρλιαχτά της ακούγονταν σε όλη
την πολυκατοικία. Κι έξω από αυτήν.
Πρέπει να την άκουγαν και από την απέναντι πολυκατοικία και από το απέναντι
γκαράζ.
Κάποια στιγμή το πήρε απόφαση. Σηκώθηκε
κι έφυγε, πήγε να ζήσει μόνη της. Κανείς ποτέ δεν άκουσε τη φωνή της στη
νέα γειτονιά.
Όποτε όμως κατέβαινε να τους δει,
άκουγαν όλοι τα ουρλιαχτά της. Την έβλεπαν σαν τέρας, αν και αυτή στον δρόμο
έδειχνε ήσυχη και μιλούσε ευγενικά.
Όταν έφυγαν από τη ζωή, κατέβηκε και
εγκαταστάθηκε στο σπίτι.
Έχουν περάσει από τότε είκοσι χρόνια.
Το πιο αθόρυβο διαμέρισμα είναι το
δικό της. Στον δρόμο, όταν σπάνια βγαίνει, είναι πάντα ήσυχη και ευγενική.
«Άλλο ήταν το τέρας» σκέφτονται τώρα
οι γείτονες.
(Μικρές ιστορίες)
Έρχονται πολλές στιγμές – που όλο
γίνονται και περισσότερες – που νιώθω μια απίστευτη βαρεμάρα με τη μουρμούρα
των λογίων μας που θέλουν να φωτίσουν υπό τη δική τους οπτική γωνία σύγχρονους
και παλιότερους λογοτέχνες.
Αν είναι ζωντανοί λογοτέχνες, δεν
χρειάζεται να διαβάσεις τίποτα. Ξέρεις εκ των προτέρων. Αν είναι μακαρίτες,
μπορεί να διαβάσεις κάποιες ιδέες του γράφοντος λογίου, γνωστές επαναλήψεις αλλά
με άλλα λόγια.
Γιατί γράφουν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιος
τους διαβάζει; Προφανώς οι όμοιοί τους. Ωραία, το θέμα έχει ταχτοποιηθεί, γράφουν
και διαβάζουν ο ένας τον άλλον και η ζωή προχωρεί.
Όχι όμως η κανονική ζωή.
Η κανονική ζωή βρίσκεται τους δρόμους
και είναι γεμάτη κανονικούς ανθρώπους.
Βγήκα χθες ελαφρώς χολωμένη κι έκανα τη
βόλτα μου, κάθισα και ήπια τον καφέ μου και για πρώτη φορά αποφάσισα να κάνω
αυτό που κάνουν οι συγγραφείς: κοίταξα τους ανθρώπους. Και για πρώτη φορά δεν
τους κοίταξα αφηρημένα και αδιάφορα. Και για πρώτη φορά ένιωσα γι’ αυτούς
συμπάθεια.
Κορίτσια, μαμάδες, μεσόκοποι αγνώστου
ταυτότητος περνούσαν από μπροστά μου, τεχνίτες με λερωμένα ρούχα, μετανάστες,
ένας νεαρός κρατούσε μια ανθοδέσμη για την καλή του, ένας μπαμπάς με την κόρη
του πάρκαραν μπροστά μου, σε λίγο τους είδα να επιστρέφουν με λουλούδια και
γλυκά -για τη μαμά βέβαια -ψηλόλιγνοι νεαροί έκαναν βόλτα με τον σκύλο τους.
Απέναντι μαγαζιά, παιχνίδια, δώρα,
μπιζού, ξηροί καρποί, κομμωτήριο, μανικιούρ-πεντικιούρ. Τα αυτοκίνητα
κατέβαιναν αργά.
Πόσο θα’ θελα να τους μοιάσω. Να γίνω
κάποια από αυτούς. Να πετάξω, να αδειάσω το σπίτι μου όχι από τους κλασικούς
συγγραφείς, αλλά από όλους αυτούς που τριγυρίζουν γύρω τους και γράφουν και
ξαναγράφουν και στην ουσία τίποτε δεν γράφουν.
Αλλά βλέπεις η μοίρα αυτή τη θέση μού επιφύλασσε.
Ορκίστηκε στην Ιωνίδα ο Καλλίγνωτος
ότι ποτέ δεν θα έχει φίλη ή φίλο καλύτερους από
εκείνη.
Το ορκίστηκε. Αλλά αλήθεια λένε πως οι όρκοι οι
ερωτικοί
να μπουν στα αφτιά των αθανάτων δεν μπορούν.
Τώρα αυτός καίγεται από αρσενική φωτιά.
Αλλά για το άτυχο κορίτσι όπως οι Μεγαρείς
ούτε κουβέντα ούτε θύμηση.
ὤμοσε Καλλίγνωτος Ἰωνίδι μήποτ᾽ ἐκείνης
ἕξειν μήτε φίλον
κρέσσονα μήτε φίλην.
ὤμοσεν· ἀλλὰ λέγουσιν ἀληθέα τοὺς ἐν ἔρωτι
ὅρκους μὴ δύνειν οὔατ᾽ ἐς ἀθανάτων.
νῦν δ᾽ ὁ μὲν ἀρσενικῷ θέρεται πυρί, τῆς δὲ ταλαίνης
νύμφης ὡς Μεγαρέων οὐ λόγος οὐδ᾽ ἀριθμός.
Ο τελευταίος στίχος παραπέμπει στο χρησμό που
δόθηκε στους Μεγαρείς, όταν κάποτε, θεωρώντας ότι ήσαν οι καλύτεροι των
Ελλήνων, ρώτησαν το μαντείο των Δελφών τίνες κρείττονες τυγχάνοιεν (ποιοι είναι
οι καλύτεροι). Η απάντηση του μαντείου, αφού προηγουμένως απαριθμούσε διάφορους
άλλους, κατέληγε ως εξής: ὑμεῖς δ᾽, ὦ Μεγαρεῖς, οὔτε τρίτοι οὔτε τέταρτοι / οὔτε
δυωδέκατοι οὔτ᾽ ἐν λόγῳ οὔτ᾽ ἐν ἀριθμῷ.