Περνούν οι μέρες,
δυο μεγάλες απαίσιες πληγές στα γόνατα
συρρικνώνονται αργά,
το υπόλοιπο κορμί μου είναι διάστικτο
από άλλες μικρότερες,
απ’ το
πρόσωπό μου
τα σημάδια έφυγαν.
Σηκώνομαι προσεχτικά από την καρέκλα
και περπατώ αστεία,
σαν πάπια ή σαν νήπιο.
Μόνο η ψυχή μου καλοκάθισε
στο σπίτι της και δείχνει ευχαριστημένη,
τίποτα δεν θυμάται.
Εκτός αν δει βρεγμένο το μωσαϊκό.
Τότε αγριεύεται,
κλείνεται στο καβούκι της,
κάθεται στο σκοτάδι
και μένει βουβή.
Νομίζω ότι κλαίει πού και πού.