Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα
βασιλόπουλο που το αγαπούσαν πολλές. Τον αγαπούσε και μία, αλλά ήταν δύστροπη
και παράξενη κι όταν έβλεπε τις άλλες
που τον αγαπούσαν, θύμωνε.
Πιο πολύ θύμωνε όμως με το βασιλόπουλο
που έλεγε σε όλες ότι τις αγαπά και ήταν όλες πολύ χαρούμενες και μόνο αυτή
ήταν μουτρωμένη. Αλλά όποτε της έλεγε κι εκείνης «σ’ αγαπώ», ξέχναγε τον θυμό
της και του απαντούσε «κι εγώ σ’ αγαπώ, βασιλόπουλό μου». Μετά από λίγο όμως θύμωνε
πάλι, όταν τον έβλεπε να μοιράζει φιλιά στη μια και στην άλλη.
Έπαιρνε τότε το μαντολίνο της και
πήγαινε σε μια απόμερη γωνιά του κήπου του παλατιού και έπαιζε τραγούδια και
τραγουδούσε για να ξεχαστεί.
Μια μέρα πέρασε από κει τυχαία το
βασιλόπουλο και την άκουσε να τραγουδά. Κοντοστάθηκε γοητευμένος, γιατί το
τραγούδι ήταν κάπως λυπητερό και η φωνή της αρχοντοπούλας πολύ γλυκιά. Αλλά
εκείνη, μόλις τον είδε, σταμάτησε αμέσως να τραγουδά και πέταξε κάτω το
μαντολίνο.
-Ροδάνθη μου, τι όμορφα που τραγουδάς!
είπε το βασιλόπουλο και πλησίασε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
Αυτή τότε ένιωσε πολλή χαρά, αλλά
κράτησε για λίγο, γιατί μετά είδε τις άλλες αρχοντοπούλες που τον ακολουθούσαν
όπου κι αν πήγαινε και ήταν όλες όμορφες και γελαστές και πολύ ευτυχισμένες που
ήταν ακόλουθες του βασιλόπουλου.
-Να πας να φιλήσεις τώρα όλες αυτές που
σε θαυμάζουν κι εμένα να με αφήσεις ήσυχη, του είπε.
Το βασιλόπουλο απόρησε:
-Και τι πειράζει που τις φιλώ κι αυτές;
Με αγαπούν και τις αγαπώ κι εγώ, όπως αγαπώ κι εσένα.
-Να μου λείπει τέτοια αγάπη, είπε η
Ροδάνθη και πήρε το μαντολίνο της κι έφυγε.
Κι από τότε δεν ξαναβγήκε στον κήπο.
Καθόταν στο δωμάτιό της κι έπαιζε το μαντολίνο της και τραγουδούσε μοναχή κι
έφτιαχνε και δικά της τραγούδια που μιλούσαν για την αγάπη της για το
βασιλόπουλο.
Κι όποτε τον έβλεπε από το παράθυρό της
να βολτάρει στον κήπο μαζί με τις άλλες αρχοντοπούλες και να τις φιλά στο
μάγουλο κι αυτές να χοροπηδούν από χαρά, θύμωνε πολύ και στριφογυρνούσε πάνω
κάτω και φώναζε «δεν σ’ αγαπώ καθόλου, μα καθόλου, παλιοβασιλόπουλο!» και μετά
καθόταν κι έφτιαχνε τραγούδια πολύ λυπητερά για τη μάταιη αγάπη της.
Μέχρι που μια μέρα το βασιλόπουλο
πρόσεξε την απουσία της και ρώτησε πού είναι η Ροδάνθη και οι άλλες
αρχοντοπούλες του είπαν ότι κάθεται στο δωμάτιό της και δεν θέλει να βγει από
κει μέσα.
Πήγε τότε αυτός και τη βρήκε. Η Ροδάνθη
εκείνη την ώρα έφτιαχνε ένα νέο τραγούδι για την αγάπη της που πήγαινε στον
βρόντο και μόλις τον είδε, έδωσε μια στο μαντολίνο της και το πέταξε στη γωνιά.
Κι αυτό το καημένο άφησε δυο θλιμμένες νότες και σώπασε για πάντα.
-Γιατί, καλή μου, μας άφησες και δεν
έρχεσαι πια μαζί μας; τη ρώτησε το βασιλόπουλο και κάθισε δίπλα της.
-Δεν σου φτάνουν οι αγάπες που έχεις;
Θέλεις κι άλλες; του είπε θυμωμένη η Ροδάνθη.
-Καμιά όμως δεν τραγουδά τόσο όμορφα
όσο εσύ, της απάντησε το βασιλόπουλο και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
-Να, τέτοια λες και τις ξελογιάζεις
όλες. Εγώ όμως θέλω να αγαπάς μόνο εμένα.
-Αυτό δεν γίνεται, είπε το βασιλόπουλο. Όμως θα σου πω ένα μυστικό: εσένα σ’ αγαπώ πιο πολύ από τις άλλες, επειδή τραγουδάς πολύ όμορφα.
-Πιο πολύ από τις άλλες;
-Πιο πολύ.
Η Ροδάνθη έμεινε για λίγο σκεφτική.
Δυστυχώς το παραμύθι σταματά εδώ. Δεν
ξέρουμε τι απάντησε στο βασιλόπουλο και τι έγινε στη συνέχεια.
Μπορείτε όμως εσείς να τελειώσετε το
παραμύθι με όποιον τρόπο σάς αρέσει.


