21/11/25

Παραμύθι

 

 


 

 

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βασιλόπουλο που το αγαπούσαν πολλές. Τον αγαπούσε και μία, αλλά ήταν δύστροπη και παράξενη  κι όταν έβλεπε τις άλλες που τον αγαπούσαν, θύμωνε.

 

Πιο πολύ θύμωνε όμως με το βασιλόπουλο που έλεγε σε όλες ότι τις αγαπά και ήταν όλες πολύ χαρούμενες και μόνο αυτή ήταν μουτρωμένη. Αλλά όποτε της έλεγε κι εκείνης «σ’ αγαπώ», ξέχναγε τον θυμό της και του απαντούσε «κι εγώ σ’ αγαπώ, βασιλόπουλό μου». Μετά από λίγο όμως θύμωνε πάλι, όταν τον έβλεπε να μοιράζει φιλιά στη μια και στην άλλη.

 

Έπαιρνε τότε το μαντολίνο της και πήγαινε σε μια απόμερη γωνιά του κήπου του παλατιού και έπαιζε τραγούδια και τραγουδούσε για να ξεχαστεί.

 

Μια μέρα πέρασε από κει τυχαία το βασιλόπουλο και την άκουσε να τραγουδά. Κοντοστάθηκε γοητευμένος, γιατί το τραγούδι ήταν κάπως λυπητερό και η φωνή της αρχοντοπούλας πολύ γλυκιά. Αλλά εκείνη, μόλις τον είδε, σταμάτησε αμέσως να τραγουδά και πέταξε κάτω το μαντολίνο.

 

-Ροδάνθη μου, τι όμορφα που τραγουδάς! είπε το βασιλόπουλο και πλησίασε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

 

Αυτή τότε ένιωσε πολλή χαρά, αλλά κράτησε για λίγο, γιατί μετά είδε τις άλλες αρχοντοπούλες που τον ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε και ήταν όλες όμορφες και γελαστές και πολύ ευτυχισμένες που ήταν ακόλουθες του βασιλόπουλου.

 

-Να πας να φιλήσεις τώρα όλες αυτές που σε θαυμάζουν κι εμένα να με αφήσεις ήσυχη, του είπε.

 

Το βασιλόπουλο απόρησε:

-Και τι πειράζει που τις φιλώ κι αυτές; Με αγαπούν και τις αγαπώ κι εγώ, όπως αγαπώ κι εσένα.

-Να μου λείπει τέτοια αγάπη, είπε η Ροδάνθη και πήρε το μαντολίνο της κι έφυγε.

 

Κι από τότε δεν ξαναβγήκε στον κήπο. Καθόταν στο δωμάτιό της κι έπαιζε το μαντολίνο της και τραγουδούσε μοναχή κι έφτιαχνε και δικά της τραγούδια που μιλούσαν για την αγάπη της για το βασιλόπουλο.

 

Κι όποτε τον έβλεπε από το παράθυρό της να βολτάρει στον κήπο μαζί με τις άλλες αρχοντοπούλες και να τις φιλά στο μάγουλο κι αυτές να χοροπηδούν από χαρά, θύμωνε πολύ και στριφογυρνούσε πάνω κάτω και φώναζε «δεν σ’ αγαπώ καθόλου, μα καθόλου, παλιοβασιλόπουλο!» και μετά καθόταν κι έφτιαχνε τραγούδια πολύ λυπητερά για τη μάταιη αγάπη της.

 

Μέχρι που μια μέρα το βασιλόπουλο πρόσεξε την απουσία της και ρώτησε πού είναι η Ροδάνθη και οι άλλες αρχοντοπούλες του είπαν ότι κάθεται στο δωμάτιό της και δεν θέλει να βγει από κει μέσα.

 

Πήγε τότε αυτός και τη βρήκε. Η Ροδάνθη εκείνη την ώρα έφτιαχνε ένα νέο τραγούδι για την αγάπη της που πήγαινε στον βρόντο και μόλις τον είδε, έδωσε μια στο μαντολίνο της και το πέταξε στη γωνιά. Κι αυτό το καημένο άφησε δυο θλιμμένες νότες και σώπασε για πάντα.

 

-Γιατί, καλή μου, μας άφησες και δεν έρχεσαι πια μαζί μας; τη ρώτησε το βασιλόπουλο και κάθισε δίπλα της.

-Δεν σου φτάνουν οι αγάπες που έχεις; Θέλεις κι άλλες; του είπε θυμωμένη η Ροδάνθη.

-Καμιά όμως δεν τραγουδά τόσο όμορφα όσο εσύ, της απάντησε το βασιλόπουλο και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

-Να, τέτοια λες και τις ξελογιάζεις όλες. Εγώ όμως θέλω να αγαπάς μόνο εμένα.

-Αυτό δεν γίνεται, είπε το βασιλόπουλο. Όμως θα σου πω ένα μυστικό: εσένα σ’ αγαπώ πιο πολύ από τις άλλες, επειδή τραγουδάς πολύ όμορφα.

-Πιο πολύ από τις άλλες;

-Πιο πολύ.

 

Η Ροδάνθη έμεινε για λίγο σκεφτική.

 

Δυστυχώς το παραμύθι σταματά εδώ. Δεν ξέρουμε τι απάντησε στο βασιλόπουλο και τι έγινε στη συνέχεια.

 

Μπορείτε όμως εσείς να τελειώσετε το παραμύθι με όποιον τρόπο σάς αρέσει.



20/11/25

Μαθήματα για προχωρημένους

 

 

 


 

 

Τρεις ήταν στο δωμάτιο.

Δυο γυναίκες κι ένας άντρας.

 

Το κανονικό, αν και παράνομο, ζευγάρι ήταν η Αρία και ο Τίτος. Καθότι παντρεμένοι αλλά με άλλα άτομα. Ένα χρόνο είχαν σχέση αυτοί οι δύο και πώς τα είχαν βρει δεν ξέρω, αλλά περνούσαν πολύ καλά. Λέγανε πως είναι και ερωτευμένοι, ας το πιστέψουμε.

 

-Με γυροφέρνει η Έτνα, έλεγε κάθε τόσο ο Τίτος στην Αρία.

 

Η Αρία γελούσε.

 

-Ας την αφήσουμε για αργότερα αυτήν, όταν θα έχουμε βαρεθεί οι δυο μας.

 

Υπάκουος ο Τίτος αλλά και λίγο ανυπάκουος, γιατί κρατούσε την Έτνα αναμμένη σε σιγανή φωτιά, ώστε να είναι έτοιμη για το απώτερο μέλλον.

 

Περνούσε ο καιρός, η Έτνα ψηνόταν αργά στη φωτιά, είχε κι αυτή βαρεθεί τον άντρα της και τώρα έψαχνε  κάτι νέο και συγκλονιστικό, ο Τίτος ήταν ο πιο κατάλληλος. Μόνο που ήταν άπειρη σε τέτοια θέματα και τον ερωτεύτηκε σφόδρα.

 

-Με γυροφέρνει η Έτνα σού λέω, επέμενε ο Τίτος και η Αρία χαμογελούσε αδιάφορη.

 

-Αργότερα είπαμε, όταν θα έχουμε εξαντλήσει όλες μας τις δυνατότητες.

 

Ο Τίτος όμως ήταν ανυπόμονος. Εδώ η άλλη δεν κρατιόταν κι αυτός να κάνει κύκλους γύρω της και να μην της δίνει το σήμα εκκίνησης, να περνά ο καιρός και η Αρία να μην του δίνει την άδεια να προχωρήσει, άει στο διάολο, θα προχωρήσει κι ας μην ξέρει τίποτα η Αρία.

 

Και προχώρησε.

 

Έλα όμως που η Αρία ήταν η αρχηγός σε τούτο το παιχνίδι και ο Τίτος είχε τύψεις που έκανε του κεφαλιού του, ενώ η Αρία δεν είχε πάρει μυρωδιά. Κι από την άλλη η Έτνα ήξερε για την Αρία και ήταν φουντωμένη και μπορεί καμιά κακή ώρα να της έλεγε τίποτα και να γίνονταν όλοι μαλλιά κουβάρια.

 

Κι ένα βράδυ δεν άντεξε, πήρε ένα λυπητερό ύφος και άρχισε:

-Είμαι ένα κάθαρμα…

 

Η Αρία τον κοίταξε αδιάφορα:

-Καθάρματα είμαστε και οι δύο, είπε.

-Άκου που σου λέω, είμαι ένας άθλιος, ένας ελεεινός.

 

Συνέχισε για λίγο αυτό το τροπάρι και τελικά τής το ξεφούρνισε:

-Πήγα με την Έτνα.

 

Η Αρία, που ως εκείνη την ώρα τον άκουγε και συναινούσε σιωπηλά,  άνοιξε τα μάτια της διάπλατα:

-Τι έκανες λέει;

-Πήγα με την Έτνα. Είμαι ένα κάθαρμα. Είμαι για φτύσιμο. Παλιάνθρωπος. Είμαι ένα σκουπίδι.

 

Και κάθισε και της τα είπε όλα, πώς έγιναν, τι είπαν, τι έκαναν, πότε, πού, πώς, πόσες φορές, όλα της τα είπε – δηλαδή σχεδόν όλα, διότι φρονίμως παρέλειψε κάποιες λεπτομέρειες που καλύτερα να μην τις ήξερε η Αρία.

 

Δεν της είπε παραδείγματος χάριν ότι η Έτνα ήταν τρελαμένη μαζί του και ότι αυτός τη φούντωνε περισσότερο λέγοντάς της πως την αγαπά και πως η Αρία τον κρατά δέσμιο και δεν μπορεί να της ξεφύγει. Η Έτνα έβραζε από θυμό και μισούσε από τα βάθη της καρδιάς της την Αρία, ενώ η Αρία που δεν είχε ιδέα για όλα αυτά,  έπλεε με τη δική της βάρκα σε ήρεμα πελάγη.

 

-Και ξέρει για μας; ρώτησε η Αρία.

-Ναι, ομολόγησε αυτός κι έσκυψε υποκριτικά το κεφάλι.

 

Η Αρία μετά από αυτή την εξομολόγηση του Τίτου αντέδρασε όπως όλες οι γυναίκες του τύπου της.

 

-Εντάξει, είπε. Βιάστηκες λίγο και το ξεκίνησες, χωρίς να μου πεις τίποτα. Γίναμε λοιπόν τρεις. Πες της ότι το ξέρω και ότι δεν με νοιάζει.

 

Αυτό το τελευταίο όμως δεν άρεσε στον Τίτο που ήθελε και τις δυο ερωμένες του ξετρελαμένες μαζί του. Ποιος ξέρει τι πήγε και είπε μετά στην Έτνα και την εξαγρίωσε περισσότερο.

 

-Να τη χωρίσεις! του φώναξε. Γιατί δεν τη χωρίζεις; Αφού εμένα αγαπάς!

 

Αυτός την κοίταξε θλιμμένα:

 

-Δεν μπορώ!

-Γιατί δεν μπορείς;

-Είναι μάγισσα, με έχει δέσει, δεν μπορώ να ξεφύγω από την εξουσία της.

-Θα το αναλάβω εγώ τότε!

 

Ο Τίτος ένιωσε πανικό. Όχι και να χάσει την Αρία για χάρη αυτής της χαζής.

 

-Όχι, μην κάνεις τίποτα! Είναι επικίνδυνη αυτή! Θα σου κάνει κακό!

-Θα της μιλήσω! Θα της πω ότι αγαπιόμαστε κι ότι πρέπει να σε αφήσει ήσυχο. Θα της πω ότι δεν την αγαπάς, ότι σε κρατά δεμένο!

 

Πριν συμβεί καμιά συμφορά, αναγκάστηκε ο Τίτος να ομολογήσει στην Αρία την αλήθεια – μέσες  άκρες  βέβαια – με το λυπητερό του ύφος:

 

-Είμαι ένα κάθαρμα.

 

-Το είπαμε αυτό, απάντησε η Αρία ψύχραιμα. Τέλος πάντων, δεν πειράζει.

 

Όμως λίγες μέρες αργότερα έπαθε ένα μικρό σοκ, όταν η Έτνα βρήκε την ευκαιρία και της επιτέθηκε:

 

-Να τον αφήσεις, δεν σ’ αγαπά, εμένα αγαπά, αλλά εσύ τον κρατάς δεμένο και δεν μπορεί να φύγει. Άσε τον ήσυχο, φύγε, είναι δικός μου!

 

Μπλέξαμε με αυτό το τσόκαρο, σκέφτηκε η Αρία.

 

Στην επόμενη συνάντησή της με τον Τίτο τού είπε τα καθέκαστα.

 

-Τι θα κάνουμε τώρα μ’ αυτήν; τον ρώτησε τελειώνοντας.

 

Ο άλλος σήκωσε τους ώμους ως αναμάρτητος.

 

-Να κάνουμε ένα τρίο, μήπως ηρεμήσει; πρότεινε η Αρία.

 

Ο Τίτος άλλο που δεν ήθελε. Δυο γυναίκες στο κρεβάτι του κι αυτός ένας και μοναδικός και ανεπανάληπτος και κύριος και αφέντης; Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα.

 

Άρχισε τα σουξουμούξου με την Έτνα, ποιος ξέρει τι της είπε, ήταν και λίγο αφελής αυτή, τελικά δέχτηκε.

 

Και να τους τώρα και τους τρεις στο ίδιο δωμάτιο.

 

-Θέλω όμως να ξέρω πρώτα κάτι, είπε η Έτνα.

 

Σταμάτησε για λίγο, οι άλλοι την κοίταζαν σιωπηλοί και μετά έκανε την πιο απροσδόκητη ερώτηση:

 

-Με εκτιμάτε;

-Φυσικά!, είπαν οι άλλοι δύο.

-Με σέβεστε;

-Μα φυσικά!

-Αλήθεια, με σέβεστε, με εκτιμάτε; επανέλαβε αυτή.

-Μα φυσικά, οπωσδήποτε, ούτε λόγος!

 

Ηρέμησε τότε η Έτνα, αφού τη σέβονταν και την εκτιμούσαν οι άλλοι δύο, κι έβγαλε τα ρούχα της. Το ίδιο έκανε και ο Τίτος.

 

Η Αρία έβγαλε μερικά ρούχα για να δείξει ότι συμμετέχει και βολεύτηκε στην πολυθρόνα απέναντί τους. Τους άφησε να χαϊδεύονται και να φιλιούνται, ζωντανή τσόντα, ποιος στη χάρη της. Παρ’ όλα αυτά οι αισθήσεις της παρέμειναν ασυγκίνητες και παγερές. «Εντάξει, θα το εκλάβω ως γνώση» σκέφτηκε και συνέχισε να παρακολουθεί.

 

Στις προσκλήσεις του Τίτου να έρθει κι αυτή στην παρέα, είπε ότι προτιμά να βλέπει. Αυτό η Έτνα,  λόγω ηλιθιότητας, το εξέλαβε ως παραίτηση και ότι ο Τίτος μόνο αυτήν ήθελε.

 

Αλλά αυτός επέμενε να προσκαλεί την Αρία κι εκείνη σηκώθηκε άκεφα από την πολυθρόνα. Χάιδεψε λίγο την Έτνα, την έπαιξε, αυτή άφησε μερικούς αναστεναγμούς και μετά έμεινε ακίνητη.

 

-Τέλειωσες; τη ρώτησε ο Τίτος.

-Ναι, είπε αυτή.

-Με την Αρία;

-Ναι.

 

Έγινε κατακόκκινος από θυμό, ενώ η Αρία άφησε ένα περιπαιχτικό γέλιο και ξαναγύρισε στην πολυθρόνα της.

 

Δυστυχώς η τσόντα αυτή δεν επαναλήφθηκε. Η Έτνα επέμενε ότι εκείνη ήταν η αγαπημένη του Τίτου και ότι η Αρία συνέχιζε να τον κρατά δεμένο. Της έκανε μερικές ακόμα επιθέσεις τις επόμενες μέρες και η Αρία εκνευρίστηκε και τους έστειλε τελικά και τους δυο στο διάολο.

 

Μάταια ο Τίτος προσπάθησε να την μεταπείσει. Τον άφησε να σέρνεται με την κακομοίρα την Έτνα και να μετανιώνει για την ανυπακοή του.

 

(Έτσι ακριβώς έγιναν τα πράγματα, όπως μου τα διηγήθηκε η Αρία.)



19/11/25

Ανόητη ψυχή

 





Ανόητη ψυχή,


ποιος διάβολος στέκεται δίπλα σου


και ψιθυρίζει στο αφτί σου


πως όλα είναι δυνατά;


 

Έγινες γελοία,


ανόητη ψυχή.





 

18/11/25

Άλμα στο κενό

 

Άλμα στο κενό.



Από κάτω η άβυσσος,


φίδια, όχεντρες


στριφογυρίζουν πεινασμένες.


Απέναντι η Μεγάλη Ψευδαίσθηση


που μ’ έχει μαγνητίσει.


 

Κάνω τον σταυρό μου.



Τι έχω εξάλλου να χάσω


εκτός από τη ζωή μου.