18/1/25

Η αγία Έφη η Σώζουσα

 

 

Χριστούγεννα σήμερα και γιορτάζει ο Μάνος, ο γιος της Έφης. Να την πάρω να της πω χρόνια πολλά.  Ή μάλλον άσε αργότερα, κατά το βραδάκι, τώρα βαριέμαι. Μπορεί και αύριο, δεν χάλασε ο κόσμος.

 

Βαρεμάρα:  το πρώτο βήμα της σωτηρίας μου.

 

Χρόνια τώρα ανήμερα τα Χριστούγεννα τηλεφωνώ στην Έφη και διαμείβεται πάντοτε ο ίδιος διάλογος:

 

-Χρόνια πολλά στον Μάνο.

-Ευχαριστώ. Ξέρεις στην Κρήτη τους Μανώληδες τους γιορτάζουν τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων.

-Ναι, μου το είπες και πέρσι και πρόπερσι και μου το λες εδώ και δεκαετίες κάθε Χριστούγεννα. Αλλά εσείς δεν είστε Κρητικοί.

-Ναι, ναι. Απλώς σε ενημερώνω.

 

Αυτή τη φορά ήμουν όμως αποφασισμένη. Θα της έλεγα τα χρόνια πολλά και θα συνέχιζα: «Και μη μου πεις ότι στην Κρήτη γιορτάζουν τους Μανώληδες τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων. Έχω βαρεθεί να σε ακούω να το λες κάθε χρόνο».

 

Η Έφη, στην άλλη άκρη της πόλης, δέχεται ευχές, μόνο τις δικές μου δεν δέχεται. Παραξενεύεται λιγάκι, μετά σκέφτεται ότι είναι Χριστούγεννα και κάπου θα έχω πάει.

 

Αλλά δεν έχω πάει πουθενά. Έχει βρέξει, το σπίτι μου είναι μέσα στην πλημμύρα κι εγώ μαζεύω τα νερά από τα μωσαϊκά και προσπαθώ να σώσω το παρκέ. Όλη τη νύχτα μαζεύω τα νερά που πέφτουν από το άδειο διαμέρισμα του τέταρτου που πλημμυρίζει όποτε βρέχει και τα νερά κατεβαίνουν στο δικό μου. Ο ιδιοκτήτης ζει χρόνια τώρα στην Ιταλία, του στέλνω μηνύματα, πάλι πλημμύρισα, του γράφω, αλλά αυτός πέρα βρέχει, συγκεκριμένα στην Αθήνα, ποσώς τον ενδιαφέρει.

 

Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ενώ μαζεύω τα ατέλειωτα νερά και είμαι άυπνη, γλιστρώ και πέφτω κάτω. Μου είναι αδύνατο να σηκωθώ.

 

Τα τηλέφωνα είναι μακριά και η μόνη μου ελπίδα είναι να φτάσω στην εξώπορτα και να ζητήσω βοήθεια. Αρχίζω να σέρνομαι στο βρεγμένο μωσαϊκό με κατεύθυνση την εξώπορτα. Όλη την ημέρα σέρνομαι και έχω προχωρήσει μερικά εκατοστά. Από το παράθυρο βλέπω ότι έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Η μέρα τελειώνει και δεν έχω πλησιάσει την εξώπορτα. Αρχίζουν οι παραισθήσεις.

 

Η Έφη απορεί με τη σιωπή μου. Τηλεφωνιόμαστε κάθε 2-3 μέρες και τώρα τίποτα; Τώρα που γιορτάζει ο Μάνος και η φύση όλη; Μου τηλεφωνεί, αλλά δεν απαντώ. Πέφτει για ύπνο προβληματισμένη.

 

Δεν απαντώ, αλλά η σκέψη μου είναι σ’ αυτήν. Μόνο αυτή θα ανησυχήσει με τη σιωπή μου. Μόνο αυτή μπορεί να με σώσει.

 

Ανασηκώνομαι λίγο από το παγωμένο, βρεγμένο πάτωμα και για πρώτη φορά σκέφτομαι: «Θα πεθάνω». Το σκέφτομαι ψύχραιμα, χωρίς φόβο, είναι απλά μια διαπίστωση: «Πεθαίνω. Δεν είμαι πια νέα, επομένως δεν πειράζει».

 

Χάνω τις αισθήσεις μου.

 

Τρίτη μέρα. Η Έφη τηλεφωνεί ξανά και ξανά. Καμιά απάντηση.

 

Τέταρτη μέρα. Έχω προνοήσει εδώ και κάμποσο καιρό και της έχω δώσει το τηλέφωνο του ανιψιού μου. «Για κάθε ενδεχόμενο» της λέω. Έχω δώσει και στον ανιψιό μου το δικό της τηλέφωνο. «Για κάθε ενδεχόμενο» του εξηγώ.

 

Η Έφη ανησυχεί πολύ. Τηλεφωνεί στον ανιψιό μου. «Κάτι συμβαίνει με τη θεία σου», του λέει. «Για πέρασε από το σπίτι της να δεις τι γίνεται».

 

Ο ανιψιός μου φιλοξενεί ένα φίλο του από το εξωτερικό και βολτάρουν ανέμελοι στην Αθήνα. Τον αφήνει σύξυλο και έρχεται στο σπίτι μου. Χτυπά το κουδούνι,  καμιά απάντηση. Βροντά την πόρτα, τίποτα. Εγώ από τη μέσα μεριά ψυχορραγώ τέσσερις μέρες ξαπλωμένη μέσα στα νερά και χωρίς αισθήσεις.

 

Βγάζει το κλειδί που του έχω δώσει και ξεκλειδώνει. Η πόρτα όμως δεν ανοίγει, γιατί την έχω μπλοκάρει με ένα μάνταλο. Απελπισμένος καλεί την αστυνομία.

 

Έρχονται δυο αστυνομικοί, σπάνε το μάνταλο, η πόρτα ανοίγει.

 

«Μείνετε εδώ έξω», του λένε, «γιατί δεν ξέρουμε τι θα δούμε».

 

Με βλέπουν ενάμιση μέτρο μακριά από την εξώπορτα μισοπεθαμένη στο πάτωμα. Με τυλίγουν με μια κουβέρτα και καλούν το ΕΚΑΒ.

 

Η Αγία Έφη η Σώζουσα με έσωσε. Λίγο αν καθυστερούσε ακόμα να ειδοποιήσει τον ανιψιό μου, θα είχα πεθάνει.



Δεν υπάρχουν σχόλια: