31/7/24

"Αίθουσα αναμονής"

 





Αίθουσα αναμονής.


Ακούω ψιθυρίσματα από δίπλα.


Κάποιος μπορεί να κλαίει, δεν είμαι σίγουρη.


 

Βλέπω μια γλάστρα με λουλούδια στη γωνία.


Στους τοίχους πίνακες ζωγραφικής.


Μια διαφανής κουρτίνα, απρόσωπη.


Ένας μπλε καναπές.


 

Τίποτα το αξιοπρόσεχτο.


 

Εκτός απ’ το κουτί που είναι πάνω στο τραπέζι.


Κουτί με χαρτομάντηλα.


Για τυχόν δάκρυα.


Για τυχόν αίματα.


Είναι ο προθάλαμος του Πόνου εδώ.



***


Από την ποιητική συλλογή μου "Αγαπημένε μου ψυχίατρε, πες μου...", εκδ. Μανδραγόρας, 2012.


 

30/7/24

ΑΛΚΑΙΟΣ: απ. 333 Lobel-Page





Είναι στ’ αλήθεια το κρασί

καθρέφτης των ανθρώπων.

------------------------


ονος γρ νθρώποις δίοπτρον.



28/7/24

38. Γράμμα στον Μακάριο {"Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

Ένα απόγευμα στο σχολείο ήρθε ο δάσκαλος πολύ συγκινημένος και μας είπε ότι η Κύπρος είναι πια ελεύθερη. Μας ζήτησε να ψάλουμε τον Εθνικό Ύμνο κι εμείς τον ψάλαμε με μεγάλη περηφάνια.

 

Τώρα η Κύπρος ήταν πια ελεύθερη κι εγώ είχα πολύ ενθουσιαστεί και μόλις γύρισα σπίτι, κάθισα και έγραψα ένα ποίημα που άρχιζε έτσι:

 

Κύπρο, ω, Κύπρο όμορφη

του Διγενή η χώρα,

εμόχθησες, επόνεσες

μα ελεύθερη είσαι τώρα.

 

Και ήμουν τόσο ενθουσιασμένη, που έγραφα συνέχεια καινούργια στιχάκια, μέχρι που έγινε ένα μεγάλο ποίημα και λίγες μέρες μετά το διάβασα στη μαμά και στον μπαμπά. «Να το στείλεις στον Μακάριο», μου είπε ο μπαμπάς. «Να του γράψεις ένα γράμμα και να βάλεις μέσα και το ποίημά σου. Θα τα δαχτυλογραφήσω εγώ στο γραφείο κι εσύ θα υπογράψεις με το όνομά σου».

 

Έγραψα λοιπόν κι εγώ ένα γράμμα και το έδωσα στον μπαμπά μαζί με το ποίημα. Ο μπαμπάς το πέρασε από τη γραφομηχανή στο γραφείο του και το έστειλε στον Μακάριο. Και μετά από λίγο καιρό ο Μακάριος μού απάντησε, μόνο που δεν καταλάβαινα τι έλεγε η απάντησή του, γιατί έγραφε σε μια πολύ δύσκολη καθαρεύουσα. Κάτι πάντως για καλή πρόοδο μού ευχόταν. 


Κι από κάτω η υπογραφή του φαρδιά πλατιά με κόκκινο μελάνι.


(Συνεχίζεται)



24/7/24

"Έχασα την κόρη μου"

 



 

Έλειπα χρόνια από το κέντρο, έμενα στα προάστια. Όταν επέστρεψα, εγκαταστάθηκα στο πατρικό μου.

 

Λίγους μήνες αργότερα μια μακρινή συγγενής ήρθε και με βρήκε. Τη θυμόμουν καλά, ερχόταν τακτικά, όταν ζούσε η μητέρα μου, κι έφερνε μαζί και το κοριτσάκι της, ένα όμορφο παιδάκι, ήσυχο. Με τον άντρα της απλά συγκατοικούσαν, καμιά ουσιαστική επαφή. Όλα τα πάντα ήταν γι’ αυτήν η κόρη της.

 

Στάθηκε στην πόρτα και μου είπε: «Έχασα την κόρη μου».

 

Μπήκε μέσα, κάθισε.

 

«Μα πώς;» ρώτησα παγωμένη.

 

Κάτι είχε η κόρη της, μεγάλη πια, φοιτήτρια άριστη, δεν πήγαινε στον γιατρό, όλο το ανέβαλλε, τελικά δεν το πρόλαβε.

 

«Έχασα την κόρη μου, τη μοναχοκόρη μου», μου είπε αδάκρυτη, με πρόσωπο σπασμένο από  τον πόνο. Μετά άρχισε να λέει άλλα άσχετα και ξαφνικά γυρίζει και με ρωτά:

 

«Πιστεύεις στις ψυχές; Λένε πως περιφέρονται στο Σύμπαν και τα ξέρουν όλα για μας. Πες μου, εσύ το  πιστεύεις αυτό;»

 

«Ναι, το πιστεύω», είπα με σιγουριά.

 

Τι άλλο μπορούσα να πω;

Με κοίταζε με τόση αγωνία.



(Μικρές ιστορίες)



***

Edvard Munch: Mother and Daughter



16/7/24

37. Όταν έχω όρεξη, κάθομαι και γράφω ποιήματα ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 

 

 


 

Εκτός από το σχολείο πρέπει να πηγαίνω και στο κατηχητικό κάθε Σάββατο απόγευμα. Αυτό δεν το θέλω καθόλου. Πάω εκεί πέρα και δεν ξέρω κανένα παιδί, όλα είναι από άλλες γειτονιές. Κι ένας παπάς μάς λέει διάφορα, αλλά εγώ βαριέμαι. Το είπα στη μαμά και στο μπαμπά και αυτοί μου είπαν, δεν πειράζει, μην πηγαίνεις. Έτσι ησύχασα από το κατηχητικό.

 

Μετά πήγα μια δυο φορές στις ιεραποστολίτισσες. Αυτές είναι πολύ της Εκκλησίας, φορούν χειμώνα καλοκαίρι ρούχα με μακριά μανίκια και δεν ξυρίζουν τις γάμπες τους. Έχουν όλες μακριά μαλλιά που τα κάνουν κότσο και δεν φοράνε ποτέ κοσμήματα, ούτε βάφονται. Όλες είναι ανύπαντρες, ποιος θέλει να τις πάρει αυτές; Καμιά φορά όμως παντρεύεται κάποια, όπως η δασκάλα μας, η κυρία Άννα, αλλά αυτό είναι σπάνιο.  Με έστειλαν οι γονείς μου εκεί, πήγα δυο φορές και δεν ξαναπάτησα, δεν μου άρεσε καθόλου. Εξάλλου εγώ, όταν μεγαλώσω, θέλω να παντρευτώ.

 

Μετά με έστειλαν στους Οδηγούς, στα Πουλάκια. Εκεί έμεινα λίγο παραπάνω, αλλά πάλι βαριόμουν. Κάτι χαζά πράγματα έκαναν εκεί κι έπρεπε να τα κάνω κι εγώ, δεν καταλάβαινα, γιατί χάναμε την ώρα μας με τέτοιες σαχλαμάρες. Έφυγα κι από τους Οδηγούς.

 

Στο σχολείο όμως περνώ πολύ ωραία, εκτός, αν έχουμε αριθμητική, οπότε περνώ πολύ δύσκολα. Δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να λύσω τα προβλήματα, μου φαίνονται ακατανόητα και χρειάζομαι πάντα βοήθεια. Μια δυο φορές έκανα την άρρωστη και δεν πήγα στο σχολείο, επειδή δεν είχα λύσει τις ασκήσεις μου, αλλά δεν μπορώ να το κάνω αυτό συνέχεια.

 

Την προπαίδεια την ξέρω πάνω κάτω, αλλά τα προβλήματα δεν μπορώ να τα λύσω. Και δεν χωνεύω καθόλου την αριθμητική. Με τα άλλα μαθήματα τα πάω καλά, αν και δεν διαβάζω πολύ, προτιμώ να παίζω στο χωράφι με τα παιδιά της γειτονιάς και οι γονείς μου θυμώνουν. Τους ακούω που λένε στους άλλους ότι είμαι έξυπνη και ότι μαθαίνω τα μαθήματα από την παράδοση στην τάξη. Εμένα όμως δεν μου λένε ποτέ ότι είμαι έξυπνη. «Για να μην πάρει αέρα», έτσι τους άκουσα να λένε μια μέρα.

 

Όταν έχω όρεξη, κάθομαι και γράφω ποιήματα.


(Συνεχίζεται)




10/7/24

36. Δυο κοριτσάκια στο δάσος. Ευτυχώς ο λύκος έλειπε ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

 

Με το σχολείο πάμε καμιά φορά βόλτα στα Πευκάκια που είναι λίγο πιο πάνω και είναι πολύ όμορφα εκεί, ένα ολόκληρο δάσος από πεύκα έχει εκεί πέρα. Εμείς κρατάμε τα φαγητά μας, τα απλώνουμε κάτω και τρώμε και περνάμε πολύ όμορφα.

 

Μια Κυριακή είχαμε μαζευτεί να πάμε εκδρομή, όχι με το σχολείο αλλά με ένα κατηχητικό που ήταν πιο πάνω και που πήγαινε η Ελένη. Η μαμά μου με άφησε να πάω, μου ετοίμασε φαγητό, το πήρα  κι έφυγα. Είχαμε μαζευτεί πολλά παιδιά που δεν τα ήξερα όμως, μόνο την Ελένη ήξερα, και περιμέναμε στην πλατεία πολλή ώρα. Στο τέλος μας είπαν πως δεν θα γίνει η εκδρομή και να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Απογοητεύτηκα πολύ. Και η Ελένη το ίδιο. «Πάμε στα Πευκάκια;» της λέω. «Πάμε», μου λέει κι αυτή.

 

Τα άλλα παιδιά σκόρπισαν, εμείς όμως ανεβήκαμε στα Πευκάκια, βρήκαμε ένα ωραίο μέρος και ξαπλώσαμε και μετά βγάλαμε και τα φαγητά μας και τα φάγαμε. Όταν βαρεθήκαμε, μαζέψαμε τα πράγματά μας και κατεβήκαμε στην πόλη. Ήμασταν πολύ ευχαριστημένες με τη βόλτα μας, αλλά κάποιοι εργάτες που δούλευαν σε μια οικοδομή και μας είδαν να βγαίνουμε από τα Πευκάκια, άρχισαν να μας βρίζουν και να μας λένε παλιοκόριτσα και άλλες βρισιές. Εμείς θυμώσαμε πάρα πολύ και τους είπαμε να προσέχουν πώς μιλάνε, δεν είμαστε όποιες κι όποιες και τους είπαμε τι δουλειά κάνουν οι μπαμπάδες μας και πώς τους λένε και γι’ αυτό να προσέχουν. Αλλά αυτοί συνέχισαν να μας βρίζουν και δεν καταλαβαίναμε, γιατί το έκαναν.

 

Μετά γύρισα στο σπίτι και είπα της μαμάς μου ότι η εκδρομή δεν έγινε, αλλά εγώ με την Ελένη πήγαμε στα Πευκάκια και περάσαμε πολύ ωραία. Και τότε θύμωσε πολύ κι αυτή και μου έβαλε τις φωνές και φώναζε ως το βράδυ που ήρθε ο μπαμπάς. Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί θύμωσε τόσο. Αφού εκεί πάμε με το σχολείο, τι πείραζε που πήγα με την Ελένη;

 

(Συνεχίζεται)



6/7/24

Το τεστ με τον γατούλη

 






Ο γατούλης της φίλης μου που έμενε στο από πάνω πάτωμα ήταν λίγο ιδιόρρυθμος. Ήσυχος, υπάκουος, αθόρυβος, αλλά πολλά πολλά με ξένους δεν ήθελε. Μόνο στη φίλη μου και στον άντρα της επέτρεπε να τον αγγίξουν και να τον χαϊδέψουν.

 

Όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε του στιλ «Κοιτάτε, αλλά μην αγγίζετε». Αδύνατο ήταν να τον χαϊδέψεις. Έφευγε αμέσως εκνευρισμένος και χανόταν στα άλλα δωμάτια. Καημό το είχα να τον πάρω στην αγκαλιά μου μια φορά. Ο γατούλης, μόλις τον πλησίαζα, έπαιρνε δρόμο.

 

Ένα καλοκαίρι η φίλη μου και ο άντρας της αποφάσισαν να πάνε λίγες μέρες διακοπές. Μια γειτόνισσα ανέλαβε τη διατροφή του γατούλη, εμένα όμως με παρακάλεσε να ανεβαίνω και να κάθομαι μαζί του λίγη ώρα για να μη νιώθει ολομόναχος.

 

Η γειτόνισσα τον τάιζε λοιπόν και έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να τον πιάσει και να τον χαϊδέψει. Μάταια. Ο μικρός ήταν απλησίαστος.

 

Εγώ ανέβαινα τα απογεύματα και καθόμουν στον καναπέ, ενώ αυτός με παρακολουθούσε από  μακριά. Έπαιρνα ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη και διάβαζα. Κάθε τόσο σταματούσα και του μιλούσα. Του έλεγα γλυκά λογάκια, ό,τι μου κατέβαινε εκείνη τη στιγμή:

 

«Δεν έρχεσαι στον καναπέ να διαβάσουμε μαζί; Σ’ αρέσει να με κοιτάς από μακριά; Καλά, κάτσε εκεί, εγώ εδώ διαβάζω, δεν θα σε πειράξω, μείνε μόνος σου, αφού σ’ αρέσει» Και πιο μετά: «Πάμε στη βεράντα να σου δώσω χορταράκι να μασουλίσεις;»

 

Έβγαινα στη βεράντα, έκοβα ένα πράσινο φυλλαράκι και του το έδειχνα. Ερχόταν αυτός και έτρωγε το φυλλαράκι. «Καλό το φυλλαράκι; Ξέρεις ότι πρέπει να τρως κάθε μέρα κάτι χορταρικό, το χρειάζεται ο οργανισμός σου» του έλεγα. Αλλά δεν τον άγγιζα. Μετά γυρίζαμε στο καθιστικό, εγώ διάβαζα, αυτός από απόσταση με έκοβε, εγώ του μιλούσα, αυτός με άκουγε.

 

Περνούσε η ώρα. Έκλεινα το βιβλίο.

 

«Ώρα να φύγω, μικρέ. Ωραία δεν περάσαμε; Θα τα πούμε πάλι αύριο. Πέσε για ύπνο εσύ τώρα».

 

Την άλλη μέρα τα ίδια. Καναπές, βιβλίο, χορταράκι, κουβεντούλα με τον γατούλη τηρουμένων πάντα των αποστάσεων.

 

Πέρασαν έτσι 4-5 μέρες.

 

Και ένα απόγευμα εκεί που διάβαζα στον καναπέ, πλησιάζει ο μικρός, δίνει ένα σάλτο και έρχεται κοντά μου. Ξαπλώνει δίπλα μου κι εγώ αρχίζω τα χάδια κατενθουσιασμένη.

 

Αυτό ήταν! Ο γατούλης με εμπιστεύθηκε και από τότε κάθε απόγευμα είχαμε χάδια και χαρές.

 

Δεν με ξέχασε ποτέ. Ακόμα και όταν άλλαξα σπίτι και ερχόμουν στη φίλη μου πολύ αραιά πια, ο γατούλης με το που με έβλεπε, κυλιόταν κάτω όλο χάρη και χαρά περιμένοντας τα χάδια μου. Μετά στον καναπέ, ερχόταν στην αγκαλιά μου και χορταίναμε χάδια κι οι δυο.

 

«Εκτός από μένα και τον άντρα μου είσαι η μόνη που πλησιάζει», μου έλεγε η φίλη μου. «Δεν θέλει κανέναν άλλον».

 

«Με ενέκρινε», της απαντούσα. «Πέρασα το τεστ με επιτυχία».

 

 

3/7/24

35. Τα φτωχά παιδιά ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 


 

 

Είναι και κάτι άλλες στην τάξη που δεν είναι χαζές, αλλά δεν τις κάνω παρέα, γιατί δεν παίζουν σαν κι εμάς. Αυτές στα διαλείμματα μαζεύονται σε μια γωνιά και κουβεντιάζουν και το πολύ- πολύ να παίξουν κουτσό. Παίζω κι εγώ καμιά φορά κουτσό μαζί τους, αλλά εμένα μου αρέσουν κι άλλα παιχνίδια, το κυνηγητό και τα θεατρικά που φτιάχνουμε στα πεύκα που αυτές δεν τα καταλαβαίνουν και δεν τα θέλουν.

 

 Μόνο τη Μυρτώ συμπαθώ, είναι πολύ μικροκαμωμένη και το ένα της βλέφαρο είναι λίγο κατεβασμένο, αλλά μιλά σε όλους πολύ γλυκά και χαμογελά. Η κυρία Σοφία που μένει δίπλα μας είπε μια μέρα στη μαμά μου πως η Μυρτώ θα πεθάνει, έχει μια αρρώστια και γι’ αυτό δεν ψηλώνει και σε λίγα χρόνια θα πεθάνει. Πολύ λυπήθηκα και από τότε κοιτάζω τη Μυρτώ αλλιώς και δεν ξέρω πώς να της μιλήσω, όταν μου μιλά.

 

Είναι και η Ελευθερία που είναι πλούσια αυτή και καλή μαθήτρια και πολύ ήσυχη, δεν την κάνω παρέα, γιατί δεν ταιριάζουμε, αλλά τέλος πάντων την ανέχομαι, δεν έχω τίποτα εναντίον της.

 

Αυτή που δεν χωνεύω με τίποτα είναι η Τιτίκα που είναι κοντή και γι’ αυτό κάθεται στο πρώτο θρανίο. Ο πατέρας της πέθανε πέρυσι και το σχολείο μάς πήγε  στην κηδεία του. Μετά μας είπαν να περάσουμε μπροστά από το φέρετρο και να φιλήσουμε τον νεκρό. Τα άλλα παιδιά το έκαναν, εγώ όμως, άμα βρέθηκα μπροστά στο φέρετρο, αηδίασα, δεν μπορούσα να φιλήσω ένα νεκρό. Έσκυψα μόνο λίγο από πάνω του, τάχα ότι τον φιλάω, και μετά έφυγα τρέχοντας.

 

Η Τιτίκα από τότε φοράει μαύρα, αλλά εγώ δεν τη συμπαθώ, γιατί έμαθα ότι ο ξάδερφός της ο Σταμάτης θέλει να τη δώσει στον Άρη. Ο Σταμάτης είναι κι αυτός στην τάξη μας, αλλά είναι αλήτης, πολύ παλιόπαιδο και με κοροϊδεύει. Η Βαρβάρα που μένει δίπλα στη χωροφυλακή μου είπε μια φορά ότι οι χωροφύλακες τον είχαν πιάσει  και τον έδερναν όλη τη νύχτα. Και αλήθεια τα πόδια του είναι γεμάτα σημάδια από το ξύλο. Και τέλος πάντων όλη η τάξη ξέρει πως εγώ αγαπώ τον Άρη και η Τιτίκα δεν έχει καμιά δουλειά εδώ.

 

Ο Άρης είναι πολύ όμορφος, έχει μια μαμά Γαλλίδα και ο μπαμπάς του είναι γιατρός. Στα διαλείμματα παίζει μπάλα συνέχεια κι εμένα δεν μου δίνει καμιά σημασία. Ο Σταμάτης που είναι αλήτης  και είναι και φτωχός είναι συνέχεια κοντά του και θα του μιλά βέβαια για την Τιτίκα. Και η Τιτίκα κάθεται στο θρανίο και κάνει την ωραία. Αλλά είναι κι αυτή φτωχή.

 

Με τα αγόρια δεν έχουμε πολλά-πολλά πάντως, αυτά ή παίζουν μπάλα ή δέρνονται, πέφτουν κάτω και κυλιούνται στο χώμα και παίζουν ξύλο, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι και να μπούμε στην τάξη.

 

Στο δεύτερο διάλειμμα έχουμε το συσσίτιο. Φέρνουν οι δάσκαλοι στη μέση της αυλής ένα καζάνι με γάλα και περνούν τα φτωχά παιδιά και γεμίζουν το τενεκεδάκι τους. Τους δίνουν και λίγο ψωμί και ένα μαλακό κίτρινο τυρί ή άλλοτε τους δίνουν λίγο κίτρινο βούτυρο. Εμείς που δεν παίρνουμε συσσίτιο καθόμαστε γύρω-γύρω και βλέπουμε. Το τυρί και το βούτυρο έχουν μια παράξενη δυνατή μυρωδιά και θέλω πολύ να τα δοκιμάσω, αλλά δεν επιτρέπεται να ζητήσω.

 

Έχουμε πολλά φτωχά παιδιά στο σχολείο και μια μέρα είδα στο διάλειμμα  ένα κορίτσι από άλλη τάξη να φορά ένα παλιό μου φόρεμα. Θα της το είχε δώσει η μαμά μου που κάθε τόσο γεμίζει τσάντες με μακαρόνια, ρύζι, ζάχαρη και λάδι και τα δίνει στις φτωχές οικογένειες της γειτονιάς.

 

Πολύ φτωχός είναι και ο Μάρκος που η μαμά του είναι Ιταλίδα και ο μπαμπάς του την παντρεύτηκε, όταν σπούδαζε στην Ιταλία. Μετά όμως ο μπαμπάς του έπαθε κάτι και δεν μπορεί πια να δουλέψει και δεν έχουν τώρα να φάνε. Ο Μάρκος είναι ήσυχος στην τάξη, δεν μαλώνει με κανένα παιδί και δεν μιλά πολύ. Μια φορά η μαμά μου με έστειλε στο σπίτι του με μια τσάντα τρόφιμα κι εγώ ντρεπόμουν, δεν ήθελα ο Μάρκος να με δει ότι τους κάνουμε ελεημοσύνη. 

Ο Μάρκος όμως ήταν εκεί και με είδε.


***

Η φωτογραφία από το διαδίκτυο.


(Συνεχίζεται)