Ο γατούλης της φίλης μου που έμενε
στο από πάνω πάτωμα ήταν λίγο ιδιόρρυθμος. Ήσυχος, υπάκουος, αθόρυβος, αλλά
πολλά πολλά με ξένους δεν ήθελε. Μόνο στη φίλη μου και στον άντρα της επέτρεπε
να τον αγγίξουν και να τον χαϊδέψουν.
Όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε του στιλ
«Κοιτάτε, αλλά μην αγγίζετε». Αδύνατο ήταν να τον χαϊδέψεις. Έφευγε αμέσως
εκνευρισμένος και χανόταν στα άλλα δωμάτια. Καημό το είχα να τον πάρω στην αγκαλιά
μου μια φορά. Ο γατούλης, μόλις τον πλησίαζα, έπαιρνε δρόμο.
Ένα καλοκαίρι η φίλη μου και ο άντρας
της αποφάσισαν να πάνε λίγες μέρες διακοπές. Μια γειτόνισσα ανέλαβε τη διατροφή
του γατούλη, εμένα όμως με παρακάλεσε να ανεβαίνω και να κάθομαι μαζί του λίγη
ώρα για να μη νιώθει ολομόναχος.
Η γειτόνισσα τον τάιζε λοιπόν και έκανε
απεγνωσμένες προσπάθειες να τον πιάσει και να τον χαϊδέψει. Μάταια. Ο μικρός
ήταν απλησίαστος.
Εγώ ανέβαινα τα απογεύματα και
καθόμουν στον καναπέ, ενώ αυτός με παρακολουθούσε από μακριά. Έπαιρνα ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη
και διάβαζα. Κάθε τόσο σταματούσα και του μιλούσα. Του έλεγα γλυκά λογάκια,
ό,τι μου κατέβαινε εκείνη τη στιγμή:
«Δεν έρχεσαι στον καναπέ να
διαβάσουμε μαζί; Σ’ αρέσει να με κοιτάς από μακριά; Καλά, κάτσε εκεί, εγώ εδώ διαβάζω,
δεν θα σε πειράξω, μείνε μόνος σου, αφού σ’ αρέσει» Και πιο μετά: «Πάμε στη
βεράντα να σου δώσω χορταράκι να μασουλίσεις;»
Έβγαινα στη βεράντα, έκοβα ένα πράσινο
φυλλαράκι και του το έδειχνα. Ερχόταν αυτός και έτρωγε το φυλλαράκι. «Καλό το
φυλλαράκι; Ξέρεις ότι πρέπει να τρως κάθε μέρα κάτι χορταρικό, το χρειάζεται ο
οργανισμός σου» του έλεγα. Αλλά δεν τον άγγιζα. Μετά γυρίζαμε στο καθιστικό,
εγώ διάβαζα, αυτός από απόσταση με έκοβε, εγώ του μιλούσα, αυτός με άκουγε.
Περνούσε η ώρα. Έκλεινα το βιβλίο.
«Ώρα να φύγω, μικρέ. Ωραία δεν
περάσαμε; Θα τα πούμε πάλι αύριο. Πέσε για ύπνο εσύ τώρα».
Την άλλη μέρα τα ίδια. Καναπές,
βιβλίο, χορταράκι, κουβεντούλα με τον γατούλη τηρουμένων πάντα των αποστάσεων.
Πέρασαν έτσι 4-5 μέρες.
Και ένα απόγευμα εκεί που διάβαζα
στον καναπέ, πλησιάζει ο μικρός, δίνει ένα σάλτο και έρχεται κοντά μου. Ξαπλώνει
δίπλα μου κι εγώ αρχίζω τα χάδια κατενθουσιασμένη.
Αυτό ήταν! Ο γατούλης με εμπιστεύθηκε
και από τότε κάθε απόγευμα είχαμε χάδια και χαρές.
Δεν με ξέχασε ποτέ. Ακόμα και όταν
άλλαξα σπίτι και ερχόμουν στη φίλη μου πολύ αραιά πια, ο γατούλης με το που με έβλεπε,
κυλιόταν κάτω όλο χάρη και χαρά περιμένοντας τα χάδια μου. Μετά στον καναπέ,
ερχόταν στην αγκαλιά μου και χορταίναμε χάδια κι οι δυο.
«Εκτός από μένα και τον άντρα μου είσαι
η μόνη που πλησιάζει», μου έλεγε η φίλη μου. «Δεν θέλει κανέναν άλλον».
«Με ενέκρινε», της απαντούσα. «Πέρασα
το τεστ με επιτυχία».