Όχι,
μου λέει η λογική,
μου
λέει ο καθρέφτης μου,
μου λένε οι φίλοι,
μου
λέει τούτη η σιδερένια,
η
άπονη πραγματικότητα.
Ναι,
λέει η φαντασία μου
και
ορμά καβάλα στο άλογό της
και
κυριεύει όλον τον κόσμο
με
το φανταχτερό σπαθί της.
Όχι,
μου λέει η λογική,
μου
λέει ο καθρέφτης μου,
μου λένε οι φίλοι,
μου
λέει τούτη η σιδερένια,
η
άπονη πραγματικότητα.
Ναι,
λέει η φαντασία μου
και
ορμά καβάλα στο άλογό της
και
κυριεύει όλον τον κόσμο
με
το φανταχτερό σπαθί της.
Στα κάγκελα του μπαλκονιού του ξενοδοχείου που διαμένω προσωρινά, προκειμένου να αποφύγω τη θανατηφόρα λαίλαπα του καύσωνα, κρέμεται από ένα πολύ μικρό νήμα της μια αποξηραμένη αράχνη. Όταν φυσά το αεράκι, το στεγνωμένο από χυμούς άψυχο κορμάκι της αιωρείται χαριτωμένα σαν μικρό παιχνίδι για μωρά.
Η δύστυχη νεκρή βγήκε προφανώς, όταν ακόμα ήταν εν ζωή, κι έψαξε την κατάλληλη τοποθεσία για να υφάνει τον ιστό της. Μάλλον όμως βρήκε λάθος μέρος και αγνοώντας τους κινδύνους ετοιμάστηκε να υφάνει τη θανατηφόρα παγίδα της. Δεν πρόλαβε ωστόσο παρά μόνο να φτιάξει ένα απλό και ελάχιστο νήμα, καθώς ο καύσωνας που έχει εγκατασταθεί στην Αττική πέρασε αστραπιαία από πάνω της και ρούφηξε τους χυμούς της.
Το πτώμα της αιωρείται τώρα στα κάγκελα και σε κάνει να
αναρωτιέσαι, αν ο θάνατός της ήταν ένα τυχαίο τραγικό συμβάν από αυτά που συντελούνται καθημερινά στη φύση, όταν ο
κόσμος πλήττεται από ακραία καιρικά φαινόμενα, ή μήπως ήταν μια επιτυχημένη
αυτοκτονία, όταν η μικρή μας αράχνη κατάλαβε ότι δεν είχε μέλλον μέσα σ’ αυτό
το φονικό τοπίο του τρόμου και ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να απαγχονιστεί
με το νήμα της και να αποχωρήσει έτσι αξιοπρεπώς.
Καλή είναι η γκρίνια, η μελαγχολία, η μουρμούρα, η οργή, η
αίσθηση της αδικίας, καλά είναι όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, όταν αυτό που
είναι μέσα στο κεφάλι σου, το πιο πολύτιμο όργανο του σώματός σου, αυτό που σου
λέει «εσύ είσαι ο εαυτός σου» λειτουργεί μέσα στα όρια και έχεις μάθει, έχεις εξοικειωθεί
να δρας και να αντιδράς στον κόσμο τούτο που βρέθηκες με τον τρόπο που σου
υποδεικνύει.
Το πιο πολύτιμο όργανο του σώματός σου, ο εγκέφαλος, αυτός που
εκτός από το σώμα σου ελέγχει και το πνεύμα σου και την ψυχή σου, σου δίνει την
ταυτότητά σου, ξέρεις με σιγουριά ότι είσαι εσύ.
Όμως αυτή η σιγουριά μπορεί κάποια στιγμή να σπάσει και τότε
ανοίγουν οι πόρτες της κόλασης. Για λόγους πολλούς, για αιτίες πολλές και
διάφορες μπορεί κάποια στιγμή ο εγκέφαλός σου να λειτουργήσει με αλλότριο τρόπο
και τότε βρίσκεσαι ναυαγός σε μια αχανή θάλασσα και πουθενά δεν βλέπεις στεριά.
Όλα όσα σού είναι οικεία, όσα αγαπάς, όσα εμπιστεύεσαι στέκονται
τώρα σαν σκιές, σαν χαλασμένο ντεκόρ μιας ψευδαισθητικής παράστασης. Είσαι τώρα
μόνος με έναν εαυτό που δεν αναγνωρίζεις σε ένα κόσμο που ξαφνικά έγινε
απειλητικός, γιατί σου είναι άγνωστος. Και είσαι άδειος, δεν έχεις άμυνες.
Κι αυτό συμβαίνει, γιατί ο μηχανισμός που είναι καλά
οχυρωμένος μέσα στο κεφάλι σου κάτι έπαθε και τώρα όλα όσα αγαπούσες σού είναι
ξένα και ο εαυτός σου πιο ξένος από όλα τα ξένα.
«Ήλλαξεν εντός μου
ο ρυθμός του κόσμου».
Ωραίο να το απαγγέλλεις, φρίκη να το βιώνεις.
Νιώθεις τρόμο με τις δυνατότητες του εγκεφάλου να σε
συντρίψει με αμέτρητους τρόπους. Να ξέρεις πως αυτός είναι ο δρόμος σου, αυτός
είσαι, αυτά θέλεις, αυτά πιστεύεις και ο εγκέφαλός σου να σε παρασύρει σε
άγνωστους δρόμους, σκοτεινούς, εφιαλτικούς, να το βλέπεις και να μην μπορείς να
κάνεις τίποτα, αδύναμος, έρμαιο ενός μηχανισμού μέσα στο κεφάλι σου που δεν τον
ενδιαφέρει η γνώμη σου.
Αν κάποιοι πιστεύουν σε Παράδεισο και Κόλαση και νομίζουν
ότι η Κόλαση είναι φωτιές και καζάνια που βράζουν, κάνουν μεγάλο λάθος. Ένα
στρίψιμο της βίδας αρκεί για να βρεθεί κανείς στην Κόλαση και μεγαλύτερη
τιμωρία από αυτήν δεν υπάρχει: να βλέπεις τον κόσμο χάρτινο, να μη μπορείς να
τον βιώσεις, να παραδέρνεις αβοήθητος σε μια σκοτεινή, άγνωστη θάλασσα.
Λυπηθείτε τους τρελούς, δεν φαντάζεστε πόσο αβάσταχτη είναι
η ζωή που ζουν.
Ναι,
αναμφίβολα
έχουμε
κουραστεί
εμείς
οι αρχαίοι οδοιπόροι,
κυρίως
βαρεθήκαμε
τα
ωραία τοπία
που
επαναλαμβάνονται μονότονα,
τα
ωραία λόγια,
τα
αισθήματα
που
ξεκινούν ολοένα απ’ την αρχή,
ακόμα
και το αίμα βαρεθήκαμε,
ακόμα
και τον θάνατο,
καμιά
πρωτοτυπία,
τίποτα,
ακόμα
και τα δάκρυα στεγνώσανε
που
κάποτε ασταμάτητα ανάβλυζαν.
Αυτός
ο κόσμος
με
τίποτα ν’ αλλάξει δεν μπορεί
κι
έχουμε βαρεθεί.
Μέσα στον τάραχο των εκλογών, θριαμβολογίες από τη μια, θρήνοι και κοπετοί από την άλλη, βρήκε την ώρα να εκδοθεί η νουβέλα μου. Της εύχομαι καλό ταξίδι.