Μία
τη νύχτα.
Θα
κοιμάσαι μάλλον.
Ονειρέψου
με.
«Τόσο η Ουάσιγκτον
όσο και η Μόσχα αρνήθηκαν σήμερα την ευθύνη για την πιθανολογούμενη δολιοφθορά που
προκάλεσε τρεις διαρροές στους αγωγούς Nord Stream 1 και 2» (Η Καθημερινή).
Ποιος έκανε το σαμποτάζ;
Μιλιά. Κανείς δεν ακουμπά αυτό το θέμα που ζεματάει.
Ποιος έκανε το σαμποτάζ;
Οι ηλίθιοι Ρώσοι προφανώς που ήθελαν να βγάλουν τα μάτια τους
και τιμώρησαν τη Δύση.
Ή οι ηλίθιοι Ευρωπαίοι επίσης προφανώς που θα παγώσουν τώρα
τον χειμώνα, οι τιμές σε όλα τα είδη θα ανέβουν κατακορύφως, αλλά έβγαλαν κι
αυτοί τα μάτια τους τιμωρώντας τη Ρωσία.
Οι μόνοι που δεν είναι ηλίθιοι και δεν το έκαναν είναι επομένως
οι Αμερικανοί.
Πάλι
χθες
σκέψεις
θανάτου με κυκλώσανε.
«Βοήθεια,
αδελφή!»
είπα
στον εαυτό μου.
Και
ήρθε αυτή
στεγνή,
αγέλαστη και κυνική
και
με απογύμνωσε.
Μου
έδειξε
πόσο
ψεύτικα ήθελα να πεθάνω
και
πόσο ήταν τιποτένια
η
αιτία της θλίψης μου.
Στην
άκρη αφού έβαλε και τόξα και λαμπάδα,
βουκέντρα
πήρε ο σγουρομάλλης Έρωτας,
έριξε
και στον ώμο το δισάκι του,
έβαλε
στο ζυγό τον τράχηλο ταύρων καρτερικών
κι
έσπειρε της θεάς Δήμητρας αυλάκια σιτοφόρα.
Και
είπε ψηλά κοιτάζοντας στον Δία:
«Ρίξε
νερό στη γη,
να
μη σε βάλω στο άροτρο εσένα,
τον
ταύρο της Ευρώπης».
Εις Έρωτα αροτριώντα
------------------------------
οὖλος Ἔρως, πήρην δ᾽ εἶχε κατωμαδίην,
καὶ ζεύξας ταλαεργὸν ὑπὸ ζυγὸν αὐχένα ταύρων
ἔσπειρεν Δηοῦς αὔλακα πυροφόρον·
εἶπε δ᾽ ἄνω βλέψας αὐτῷ Διί, «πλῆσον ἀρούρας
μή
σε τὸν Εὐρώπης βοῦν ὑπ᾽ ἄροτρα βάλω».
Μόσχος
ο Συρακούσιος, 2ος αιώνας π.Χ.
Μεταφορά στα νέα ελληνικά: Καίτη Βασιλάκου
Αγαπώ την Τέχνη, όταν στέκεται διακριτικά στην άκρη και
περιμένει το βλέμμα μου χωρίς κουνήματα και λυγίσματα. Πολλές φορές την
προσπερνώ, γιατί βαριέμαι, γιατί είναι άλλη η διάθεσή μου ή γιατί νιώθω
μπουχτισμένη και δεν αντέχω περισσότερη τέχνη.
Δεν τη θέλω συνέχεια στα πόδια μου, με κουράζει. Δεν τη θέλω
ζητιάνα, «καλέ, κυρία, έλα από δω, έλα, καλέ, κυρία, κοίταξέ με!». Δεν τη θέλω
φωνακλού κι ας είναι όμορφη. Δεν τη θέλω ναρκισσίστρια.
Τη θέλω αυτόνομη, αγέρωχη και με το βλέμμα στραμμένο αλλού. Εκείνη
ξέρει. Θα γυρίσω κάποια στιγμή και θα την κοιτάξω στα μάτια. Θα μου στείλει τότε
ένα σιωπηλό ευχαριστώ.
Είναι
όμορφος, όμως εσύ
δεν
ερωτεύτηκες την ομορφιά του,
κάτι
άλλο ερωτεύτηκες
πίσω
από το ωραίο του πρόσωπο,
μια
ξεσκισμένη ψυχή ερωτεύτηκες,
μια
κρυφή τρέλα που κάνει βόλτες μέσα του,
τις
επιθυμίες του ερωτεύτηκες
που
είναι επιθυμίες που δεν λέγονται,
τον
τρόμο του, το αίμα του ερωτεύτηκες,
τα
τείχη του που τον κρατούν φυλακισμένο.
Μια
μαύρη ψυχή ερωτεύτηκες.
Ο
Σεπτέμβριος είναι
μια
χαμηλότονη υπόσχεση,
ένας
μικρός ψιθυρισμός παρηγοριάς,
καθώς
ο ήλιος και η κραταιά του βασιλεία
κάθε
μέρα αποσύρονται όλο και πιο νωρίς,
καθώς
εισέρχονται στις αναμνήσεις μας
οι
φοβερές ώρες του θέρους,
σκιές
πια αδύναμες να μας εξουθενώσουν
και
οι νύχτες δροσερές μάς συνοδεύουν
στους
περιπάτους μας,
στον
ύπνο μας.
Μια
υπόσχεση είναι αυτός ο μήνας
και
μια μικρή χαρά,
γαληνεύει
επί τέλους η ψυχή μας
κι
ό,τι τρομαχτικό ήταν να γίνει
ολοκληρώθηκε
και πια δεν επιστρέφει,
ό,τι
βάρβαρο μάς πλήγωσε
κρύβεται
τώρα στο καβούκι του
κι
έχουμε αρκετό καιρό μπροστά μας
μέχρι
τον νέο, τον αναπόφευκτο όλεθρο.
Θα
τα ξεχάσουμε όλα.
Μας
το υπόσχεται ο Σεπτέμβριος
με
το ευγενικό του φως.
Μελετώντας ξανά τα Λατινικά μετά από διακοπή περίπου πενήντα
χρόνων – απέφευγα να τα διδάξω στο σχολείο, γιατί φοβόμουν ότι θα τα μπέρδευα
με τις άλλες γλώσσες που ήξερα - και με
την ωριμότητα που έχω ενδιάμεσα αποχτήσει, παρατήρησα με έκπληξη πόσες
αμέτρητες λατινικές λέξεις ενυπάρχουν στην αγγλική γλώσσα είτε φανερά είτε σε
λανθάνουσα μορφή.
Είδα
τον εαυτό μου με τα μάτια σου.
Τώρα
ξέρω,
δεν
θα μ’ αγαπήσεις ποτέ.
Είμαι
ήσυχη,
ξεκουράζομαι
τώρα
μετά
από τόση αγωνία.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθα στο σπίτι μιας συνταξιούχου δασκάλας
που ενίσχυε την πενιχρή της σύνταξη διδάσκοντας τα παιδάκια της γειτονιάς ή βοηθώντας
τα αργότερα, όταν αυτά πήγαιναν στο δημοτικό.
Εκείνα τα χρόνια μπορούσε άνετα να παρακαμφθεί ο νόμος ή ίσως δεν υπήρχε καν σχετικός νόμος, πάντως η μητέρα μου, όταν ήρθε η ώρα να πάω στο δημοτικό – το θυμάμαι πολύ καλά αυτό το περιστατικό – με πήρε και πήγαμε κατ’ ευθείαν στο γραφείο του διευθυντή.
Μες στα χιλιάδες χρόνια που η ποίηση
συντροφεύει τη ζωή μας, αμέτρητα είναι τα ποιήματα που οι ποιητές αφιέρωσαν
στις αγαπημένες τους.
Η ποίηση, ανδρικό προνόμιο αρχαιόθεν, ύμνησε τη γυναίκα, την ερωμένη, την παλλακίδα, την αμαρτωλή και την παρθένα, τη σεμνή, τη χαμηλοβλεπούσα, την αγέρωχη, τη σαδίστρια, την όμορφη και τη νέα, τη σοβαρή, την παρδαλή, όλες τις όψεις της τις ύμνησε με πάθος και με οίστρο, με θλίψη, με χαρά, με πόνο και με νοσταλγία, με μαζοχισμό αλλά και με υπεροψία και εγωισμό.
Αντιλαμβανόμαστε μόνο ό,τι είναι απαραίτητο για την επιβίωσή
μας. Γύρω μας βοά ένας άγνωστος κόσμος, απρόσιτος στις αισθήσεις μας. Είναι σαν
να μας λέει η Δημιουργία: "Αυτό δεν σας αφορά".
Εδώ η τρομαχτική φωνή της - την ξετρυπώσαμε:
https://www.youtube.com/watch?v=aDlIh5hcRFg
Αν
ξαναγυρνούσα στη ζωή,
θα
έκανα τα ίδια λάθη
-όλοι
το ξέρουμε αυτό.
Αν
ξαναγυρνούσα στη ζωή
με
το μυαλό που έχω τώρα
και
με το σώμα που είχα τότε,
πάλι
τα ίδια λάθη θα έκανα
-είναι
βέβαιο αυτό.
Αν
ξαναγυρνούσα στη ζωή
με
το μυαλό που είχα τότε
ή και με το μυαλό που έχω τώρα
όμως
με ένα άλλο σώμα,
διαφορετικό,
θα
έκανα άλλα λάθη,
διαφορετικά.
Κανείς
δεν ξέρει ποια.
Παίζουν στο χωράφι τα παιδιά,
έβγαλαν
τα ρούχα τους κι έμειναν γυμνά,
κρύβονται
στις φυλλωσιές
και
παράξενες αφήνουν κραυγές.
Τι
παιχνίδι κι αυτό
κάπως
τρομαχτικό
που
δεν εννοούν,
μόνο
υπακούν
στην
αρχαία εντός τους φωνή
που
τα σπρώχνει σε μια ηδονή,
σε
μια γλύκα κρυφή.
Και
μετά στο τραπέζι το βράδυ
οι
μεγάλοι μιλούν,
τα
παιδιά σιωπούν,
μυστικά
αναζητούν
ένα
χάδι.
Τι είναι Μοίρα;
Μοίρα είναι αυτό που σου δίνεται, χωρίς να το έχεις επιλέξει, και που θα καθορίσει ολόκληρη τη ζωή σου. Από τα γονίδια που κληρονομείς στους γονείς που σε υποδέχονται στον κόσμο, στο σώμα που θα εγκατοικήσεις, στις πρώτες - και δεύτερες και τρίτες - εμπειρίες που θα αποχτήσεις, στον τόπο που θα ζήσεις, στην κοινωνία που θα μεγαλώσεις, στις δυνατότητες του μυαλού σου, στα ταλέντα σου, αν σου τα έχει παραχωρήσει η φύση, στις τυχαίες συναντήσεις σου που μπορεί να αποβούν μοιραίες, στις επιλογές σου που μπορεί να σε αναδείξουν ή να σε καταστρέψουν, στην υγεία σου που δεν την ορίζεις, στον έρωτα που δεν τον ορίζεις, στο αυτοκίνητο που ήρθε κατά πάνω σου και σε σκότωσε ή σε σακάτεψε ή τελικά πέρασε ξυστά και δεν σε άγγιξε... σε εκατομμύρια μικρές λεπτομέρειες που καθημερινά συμπλέκονται στη ζωή σου και σου ανοίγουν ή σου κλείνουν δρόμους για καλό σου ή και για κακό σου.
Μοίρα είναι αυτό που σε καθορίζει κι εσύ δεν μπορείς να το
ελέγξεις, αν και συνήθως έχεις την ψευδαίσθηση ότι εσύ ορίζεις τη ζωή σου.
Ορίζεις μόνο ό,τι είναι ορισμένο ήδη και δεν το ξέρεις. Πιστεύεις ότι επιλέγεις
ελεύθερα αυτό που ήδη έχει επιλεγεί στο βάθος του μυαλού σου. Αλλά το μυαλό που
έχεις το έχει διαμορφώσει η Μοίρα σου.
Αν είναι, φίλε μου, να πούμε,
να
πούμε και να κάνουμε,
να
κάνουμε και να τελειώσουμε
κι
αφού τελειώσουμε,
ξανά
να πούμε και να κάνουμε
και
να τελειώσουμε,
κι
απ’ την αρχή ξανά,
να
πούμε και να κάνουμε
και
να τελειώσουμε
κι
αυτό να γίνει και να ξαναγίνει
είκοσι,
πενήντα κι εκατό φορές
-και
η πλήξη εν τω μεταξύ
σε
ερείπια να μας έχει μεταβάλει -
και
ύστερα να πούμε αντίο
και
αυτό ήταν όλο,
φίλε,
αν
είναι
ό,τι
οι άλλοι κάνουν,
να
το μιμηθούμε,
αν
δεν πρωτοτυπήσουμε,
δεν
αυτοσχεδιάσουμε
κατά πώς
ονειρεύεται η ψυχή μας ,
αν
το παιχνίδι των ερώτων
δεν
έχει τη σφραγίδα μας,
την
αυστηρή απαγόρευση κάθε αντιγραφής,
αν
στο παιχνίδι της φωτιάς
μείνουμε
σώοι και αβλαβείς,
ακέραιοι,
λογικοί,
μακριά
από χαράδρες και γκρεμούς,
χωρίς
ιλίγγους,
χωρίς
λόγια από άλλες διαστάσεις
όχι,
τον
κόπο δεν αξίζει.
Καλύτερα
είναι να μ’ αφήσεις
να
σε ονειρεύομαι.
Δεν μας βλέπω καθόλου καλά.
Ήρθε ο κορονοϊός και στρογγυλοκάθισε στον πλανήτη, μας
έκλεισε μέσα στα σπίτια μας, μας τρέλανε με τις μάσκες, τις αποστάσεις, τις
απολυμάνσεις, πέθανε κόσμος, άλλαξαν οι συνήθειές μας, γίναμε επιφυλακτικοί και
καχύποπτοι κι εμείς της τρίτης ηλικίας τρέμουμε και τη σκιά μας.