Αύγουστος
μήνας,
μήνας
προδοτικός,
η
πόλη είναι ένα άδειο κέλυφος,
στους
δρόμους
πού
και πού
περνούν
παρέες τουριστών,
στα
λεωφορεία
φλυαρούν
αλλοδαποί,
τα
μαγαζιά κλειστά,
φυσά
κι ένας χλιαρός αέρας.
Η ώρα είναι πέντε το απόγευμα
και
ο ήλιος καίει ακόμα,
μέσα
εδώ είναι όμως όλα σκιερά
και
κάπως αποπνικτικά,
ωστόσο
οι
αντοχές καλές.
Ξέρεις
πως
τέτοιες μέρες
η
πόλη λαχταρά την παρουσία σου,
το
σιωπηλό βηματισμό σου,
έχεις
το χρέος
να
της συμπαρασταθείς,
να
περπατήσεις
στις
έρημες πλατείες της,
το
βλέμμα σου να περιπλανηθεί
στα
κτήρια που εγκαταλείφθηκαν,
να
εισχωρήσεις στην καρδιά της,
να
ακούσεις τον αδύναμο παλμό της,
να
ενωθείς μαζί της
τώρα
που οι άλλοι έφυγαν.
Η ώρα πήγε εφτά
και
ξαφνικά
οι
αντοχές κατακρημνίζονται,
δε
γίνεται να είσαι μόνο εσύ
ολόκληρη
η ψυχή της πόλης,
μια
τέτοια ευθύνη είναι τρομερή,
αρνούμαι,
λες,
να
παίξω άλλο αυτό το ρόλο,
κουράστηκα,
απόψε
η πόλη μου
θα
μείνει μοναχή.
Έξω
εκείνη περιμένει
αλλά
μάταια,
την
εγκατέλειψες κι εσύ
το
πιο πιστό παιδί της.