15/9/20

 

Σε μια τάξη με εβδομήντα κορίτσια

 



Πρώτη τάξη Γυμνασίου Θηλέων (τότε).

Εβδομήντα θήλεα στριμωγμένα τρία τρία στα θρανία. Κάποια τυχερά κάθονταν δύο δύο.

 

Εγώ πώς βρέθηκα στο τελευταίο  θρανίο δεν ξέρω. Αριστερά μου ένα θήλυ που μύριζε σκόρδο και κοίταζε απλανώς τον κόσμο. Δεξιά μου ένα άλλο θήλυ που βαριόταν τα γράμματα και είχε μια μάλλον πρόστυχη για την εποχή εκείνη γλώσσα. Στη μέση εγώ.


Στο μπροστινό θρανίο άλλα τρία θήλεα, αδιάφορα κι αυτά για γράμματα. Δικαίωμά τους ήταν ασφαλώς να μην αγαπούν τα γράμματα, αλλά το δικό μου πρόβλημα ήταν τα άδεια κεφάλια τους. Που μου έκρυβαν τη θέα. Δεν έβλεπα τίποτα. Ούτε τον πίνακα ούτε την έδρα ούτε τον καθηγητή. Μόνο τη φωνή του άκουγα.

 

Είδα κι αποείδα και μια μέρα πλησίασα στην έδρα και είπα στη φιλόλογο το πρόβλημά μου: «Δεν βλέπω τίποτα από κει που κάθομαι. Μπορείτε να με βάλετε σε κάποιο άλλο θρανίο πιο μπροστά;» Η φιλόλογος με κοίταξε μάλλον αμήχανη. «Πού να σε βάλω; Είσαι ψηλή εσύ. Δεν μπορώ να σου αλλάξω θέση».

 

Δεν έλεγε αλήθεια. Κοντή δεν ήμουν αλλά ούτε και ιδιαίτερα ψηλή. Απλώς ήταν κι αυτή χαμένη μέσα σε μια τάξη με εβδομήντα μαθήτριες που δεν ήξερε πώς να τις βολέψει. Ε, δεν θα χάλαγε και τη ζαχαρένια της που δεν με έβλεπε ποτέ εκεί που καθόμουν. Ξαναγύρισα στη θέση μου απογοητευμένη.

 

Αφανής και αόρατη άκουγα τους καθηγητές και μάθαινα γράμματα με τη φωνή τους.

 

«Και πώς σου φαίνονται τα αρχαία ελληνικά;» Με ρωτούσαν οι φίλοι των γονιών μου. «Δύσκολα, ε;» « Όχι», έλεγα εγώ, «δεν μου φαίνονται δύσκολα».

 

Στον έλεγχο του πρώτου τριμήνου πήρα στα αρχαία ελληνικά βαθμό δέκα. Μια χαρά βαθμός ήταν για μια αόρατη μαθήτρια που η φιλόλογος δεν έβλεπε ποτέ της. Μετά, στις εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου, έγραψα για δέκα οχτώ.

 

Αλλά ήταν η έκθεση αυτή που μου έδωσε πόντους. Η φιλόλογος έκπληκτη ανακάλυψε ότι εκεί στο τελευταία θρανίο μια αόρατη μαθήτρια έγραφε ωραίες εκθέσεις. Της άρεσαν φαίνεται πολύ, γιατί μερικές τις διάβαζε δυνατά και στο άλλο τμήμα της πρώτης τάξης που έκανε μάθημα.

 

Έτσι άρχισα σιγά σιγά να γίνομαι ορατή.

 

Βέβαια την πρώτη τάξη την έβγαλα στο τελευταίο θρανίο κοιτάζοντας τα κεφάλια των μπροστινών μου και καθισμένη ανάμεσα σε μια βουβή που μύριζε σκόρδο και σε μια άλλη που πέταγε προστυχιές, όποτε έβρισκε ευκαιρία.

 

Την επόμενη χρονιά όμως είχα το νου μου. Φρόντισα να καθίσω σε ένα από τα μπροστινά θρανία με θέα την έδρα και τον πίνακα. Τα πράγματα έκτοτε έγιναν πιο εύκολα.

Και τα γράμματα επίσης.

 

 




 

Δεν υπάρχουν σχόλια: