Δρόμοι παλιοί
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα
ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να
περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η
πόλη νεκρή.
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε
γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο
του πόθου μου κι εγώ.
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις
υγρές μου παλάμες.
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να
γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας με γνώριζε.
Θα έλεγα, ξεκινώντας να μιλήσω γι’ αυτό το ποίημα του Μανόλη
Αναγνωστάκη, ότι εδώ έχουμε την ευτυχή συγκυρία να
αποχτήσει ακόμα περισσότερη ομορφιά το ποίημα μέσα από τη
μουσική, με την οποία το έντυσε ο Μίκης Θεοδωράκης.