26/8/14

Ο διασκεδαστής (διήγημα)





Καθόμασταν στην παραλία και συζητούσαμε και όλα ήταν καλά. Στην πόλη είχε ζέστη, αλλά εδώ είχε δροσιά. Τρώγαμε θαλασσινά και πίναμε μπύρες. Μετά βαρεθήκαμε, μπήκαμε στα αυτοκίνητά μας και γυρίσαμε στην πόλη.

Εδώ τώρα το διαμέρισμα είναι σκοτεινό και ζεστό. Τέλειωσαν τώρα εδώ οι παραισθήσεις και οι ψευδαισθήσεις. Ο εαυτός μου με περίμενε ακίνητος, απλωμένος στα σταχτοδοχεία, τα ποτήρια, τα τραπέζια, τις καρέκλες. Δεν του είπα τίποτα, εξάλλου τα ήξερε όλα. Μπήκα μέσα και κλείδωσα έξω τον κόσμο.

Έκανα μπάνιο, έφαγα ένα φρούτο κι άνοιξα την τηλεόραση. Ο κόσμος τρύπωσε στο χώρο μου από άλλο δρόμο. Δεν είχαν νόημα αυτά που έβλεπα. Έκλεισα την τηλεόραση και πήρα την εφημερίδα. Μετά από ένα λεπτό την πέταξα στον καναπέ.

Βαρέθηκα και πήγα και κοιμήθηκα. Τότε ο κόσμος ήρθε στα όνειρά μου παραμορφωμένος και το κακό σ’ αυτή την περίπτωση ήταν ότι δεν μπορούσα να τον διακόψω.

 Την άλλη μέρα ξύπνησα μ’ ένα βαρύ κεφάλι. Έφτιαξα καφέ, άναψα τσιγάρο και κοίταξα το κενό με νυσταγμένα μάτια. Η ζέστη ήταν εξουθενωτική κι ο κόσμος πάντα παρών, επίμονος και ενοχλητικός.

Μετά κοίταξα τα χέρια μου. Γύρισα τις παλάμες προς τα μένα και μελέτησα πολλή ώρα τις φλέβες μου στους καρπούς. Τις είδα κομμένες και το αίμα μου τιναζόταν παντού.

                                         *

-        Και ποια είναι λοιπόν τα πεπραγμένα σου; με ρώτησε η επιτροπή, όταν παρουσιάστηκα μπροστά της.
-        Έκανα λίγο – πολύ ό,τι κάνει όλος ο κόσμος, απάντησα.
-        Έκανες οικογένεια, διαιώνισες το είδος σου;
-        Όχι, είπα, το είδος μου δεν το διαιώνισα.
-        Αυτή είναι μια σοβαρή παράλειψη. Από βιολογικής πλευράς δεν εκπλήρωσες το σκοπό σου.
-        Ακούστε, είπα, έχω άποψη σ’ αυτό το θέμα και μπορώ να σας την αναπτύξω.
-        Η άποψή σου μάς είναι αδιάφορη. Τι άλλο έκανες;
-        Σπούδασα και εργάστηκα ευσυνείδητα. Δηλαδή πρόσφερα στο κοινωνικό σώμα.
-        Τι ακριβώς πρόσφερες;
-        Πρόσφερα γνώση. Δίδασκα εφήβους.
-        Τι ακριβώς τους δίδασκες;
-        Πολλά πράγματα. Κυρίως καταναλώθηκα να τους μάθω να μιλούν και να γράφουν σωστά.
-        Να γράφουν δηλαδή καλές εκθέσεις;
-        Περίπου. Κυρίως να αναπτύσσουν τις ιδέες τους σωστά, χωρίς λάθη και ασυνταξίες.
-        Ποιες ιδέες, τις δικές σου ή της κοινωνίας;
-        Βασικά της κοινωνίας. Τις δικές μου τις έχωνα λαθραία ανάμεσα στις άλλες για να μην προκαλώ.
-        Βγήκαν καλοί άνθρωποι από τα χέρια σου;
-        Υποθέτω πως ναι. Αν και οι εφημερίδες έγραψαν κάποτε για ένα δολοφόνο και για ένα απαγωγέα παιδιού, παλιούς μου μαθητές. Και για έναν απατεώνα επίσης.
-        Εμείς εδώ βλέπουμε, είπε η επιτροπή κοιτάζοντας τα χαρτιά της, ότι οι μαθητές σου έγιναν μέτριοι άνθρωποι κι ότι κανείς τους δεν μπολιάστηκε από μια ευγενική ιδέα. Με λίγα λόγια έγιναν μαζάνθρωποι – αν εξαιρέσουμε τον απατεώνα, το δολοφόνο και τον απαγωγέα. Τι άλλο έκανες στη ζωή σου;
-        Δεν νομίζω να έκανα τίποτε άλλο άξιο λόγου. Υπήρξα όμως καλός άνθρωπος. Δεν έβλαψα κανέναν.
-        Άλλες δραστηριότητες είχες;
-        Βεβαίως. Σκεφτόμουν πολύ και μελετούσα τον κόσμο.

       Η επιτροπή κάγχασε διακριτικά.

-        Και τι  συμπέρασμα έβγαλες;
-        Ότι έπρεπε να κόψω τις φλέβες μου.

       Τότε μια μορφή στεγνή και βλοσυρή μου είπε:

-Με τέτοιο βίο θεωρείσαι ανάξιος να ενωθείς με το Θεό. Δεν διαιώνισες το είδος σου. Δεν έκανες καλύτερες τις νεότερες γενιές. Δεν πρόσφερες εθελοντικά θετικό έργο στην κοινωνία. Και τέλος έκοψες το νήμα της ζωής σου, πράγμα που ήξερες ότι απαγορεύεται. Η θέση σου είναι στην Κόλαση.

          Η επιτροπή έκλεισε τα βιβλία της κι ετοιμάστηκε να με αποπέμψει.

-        Μια στιγμή, φώναξα. Έχω κάτι να προσθέσω ακόμα!

     Με κοίταξαν ελαφρώς ενοχλημένοι.

-        Μπορεί να έχετε δίκιο για όσα με κατηγορείτε, είπα. Υπήρξα ανάξιος και ίσως αρνητικός για το κοινωνικό σώμα, όμως κοιτάξτε σας παρακαλώ καλύτερα το δικό μου ατομικό σώμα.

       Έλυσα το πανί που ήμουν τυλιγμένος και στάθηκα γυμνός μπροστά τους.

-        Είναι αλήθεια, συνέχισα, ότι δεν αγάπησα τους ανθρώπους, όμως λάτρεψα το Θεό. Όλη μου την ικμάδα σ’ αυτόν την αφιέρωσα. Κοιτάξτε σας παρακαλώ το σώμα μου και δείτε με πόση θέρμη τον αγάπησα.

       Η επιτροπή κάρφωσε τα μάτια της πάνω μου. Το βλέμμα τους περιέτρεξε το κορμί μου για αρκετή ώρα. Μια βαριά σιωπή είχε πέσει. Μετά η στεγνή, βλοσυρή μορφή είπε:

-        Όλα αυτά στο σώμα σου τα έκανες για την αγάπη σου στο Θεό;
-        Για την αγάπη μου και για την πίστη μου.  Σ’ όλη μου τη ζωή άκουγα τη φωνή του και υπάκουγα.  Έκανα ό,τι μου ζητούσε.

       Η επιτροπή έμεινε πάλι σιωπηλή κοιτάζοντας τη γυμνή μου σάρκα. Ήταν φανερό πως η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει υπέρ εμού.

-        Αυτή ήταν η αποστολή μου, πρόσθεσα. Καταλαβαίνετε. Οι άλλοι προσφέρουν έργο στην κοινωνία, επειδή αυτή είναι η κλήση του Κυρίου και υπακούν. Εμένα ο Θεός με διάλεξε για διασκεδαστή του. Κάποιοι από μας έχουν αυτή την αποστολή, το ξέρετε ότι έτσι είναι. Έδινα χαρά στον Κύριο, σ’ όλη μου τη ζωή αυτό έκανα.

       Για πρώτη φορά η επιτροπή με κοίταξε με συμπάθεια, με τρυφερότητα θα’ λεγα.

-        Ώστε άκουγες τη φωνή του Κυρίου; ρώτησε η στεγνή μορφή.
-        Ναι. Έμπαινε μέσα στο μυαλό μου και με διέταζε. Κλεινόμουν τότε στο σπίτι μου και καθόμουν μέσα μαζί του. Του έδινα πολλή χαρά, πιστέψτε με. Αυτός είναι ο λόγος που τελικά δεν μπόρεσα να κάνω τίποτ’ άλλο.

       Η επιτροπή έσκυψε στα χαρτιά της κι άρχισαν να σιγομουρμουράνε μεταξύ τους. Έπειτα μίλησε πάλι η στεγνή μορφή:

-        Αν ο Κύριος σε ήθελε για τη διασκέδασή του, εσύ γιατί τον εγκατέλειψες; Γιατί έκοψες τις φλέβες σου;

       Την περίμενα αυτή την ερώτηση.

-        Δεν τον εγκατέλειψα εγώ, αυτός με εγκατέλειψε. Από ένα σημείο και μετά ερχόταν όλο και πιο αραιά και κάποια στιγμή εξαφανίστηκε εντελώς. Μάταια τον περίμενα επί χρόνια. Δεν ξανάρθε ποτέ.

       Η επιτροπή έμεινε σιωπηλή. Ήταν φανερό ότι ζύγιζε τα λόγια μου.

-        Θα μπορούσες όμως να συνεχίσεις τη ζωή σου με την ανάμνησή του, είπε μετά η στεγνή μορφή. Γιατί αυτό που σου είχε συμβεί ήταν κάτι εξαιρετικό. Δεν είναι συνηθισμένο πράγμα να σε έχει επιλέξει ο Κύριος για τη διασκέδασή του.
-        Σωστά, είπα. Όμως από τότε που εκείνος χάθηκε, η ζωή μου άδειασε από νόημα. Είχα πλέον εκπληρώσει την αποστολή μου και δεν υπήρχε λόγος να ζω. Γι αυτό έφυγα.

       Η επιτροπή έκανε πάλι ένα μικρό συμβούλιο μουρμουρητών. Ύστερα είπε η στεγνή μορφή:

-        Λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα που μας παρέθεσες, κρίνουμε ότι η θέση σου είναι στον Παράδεισο. Θα ζήσεις εκεί αιώνια και θα ανήκεις, όπως το δικαιούσαι, στη χορεία των διασκεδαστών του Κυρίου.

Τότε ήταν που με κατέλαβε ο μεγάλος τρόμος.

-        Όχι! φώναξα, σας ικετεύω, μη με στείλετε εκεί!

       Η στεγνή μορφή συνοφρυώθηκε.

-        Αρνείσαι αυτή την τιμή;  Τι θέλεις τέλος πάντων;
-        Θέλω να με εξαφανίσετε, να διαγράψετε την ύπαρξή μου. Δεν θέλω να υπάρχω. Και, αν είναι δυνατόν, να με ξεχάσει ο Κύριος.
-        Είσαι εκλεκτός του Θεού, είσαι όμως και λίγο βλαμμένος, είπε περιφρονητικά η στεγνή μορφή. Αλλά έτσι συμβαίνει με όλους εσάς τους εκλεκτούς. Εν πάση περιπτώσει η απόφαση ελήφθη.

       Και με μια χειρονομία που δεν σήκωνε αντιρρήσεις με ξαπόστειλε στον Παράδεισο.

                                         *

 Καλύτερα να μην κόψω τις φλέβες μου, σκέφτομαι πίνοντας την τελευταία γουλιά από τον καφέ μου. Όσο αργότερα, τόσο καλύτερα. Ποιος ξέρει τι ταλαιπωρίες με περιμένουν πάλι εκεί. Τουλάχιστον αυτός εδώ ο κόσμος μού είναι πια οικείος.

 Πήρα στο τηλέφωνο ένα γνωστό να κανονίσουμε για το βράδυ.

-        Καλημέρα, είπα. Ο Θεόφιλος είμαι.


Από τη συλλογή διηγημάτων «Οι πόρτες», εκδ. Ιωλκός.

Δημοσιεύτηκε στη Βιβλιοθήκη:



2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ωραίο! μου θύμισε μια έννοια του κάποτε που δυστυχώς χάθηκε πια. "Ο ιερός γελωτοποιός"

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Ο ιερός γελωτοποιός:

Sacred clown: ritual or ceremonial figure, in various preliterate and ancient cultures throughout the world, who represents a reversal of the normal order, an opening to the chaos that preceded creation, especially during New Year festivals. The reversal of normality that is the distinguishing mark of the clown relates him to the powerful world that existed before the present one.

In certain traditions clowning is an apotropaic (averting evil) ritual, a way of deflecting demonic attention from serious religious activities. In other contexts it serves as an initiatory ordeal in which the initiate must persevere through the jests and insults hurled at him.

Though some attempts have been made to discover the religious origins of secular clowns, fools, and jesters, it is the elaborate ritual roles of masked clown societies among such groups as the American Indians that have attracted most attention. The most famous of these are the Koyemshi, the dancing clowns of the Pueblo Indians. Their obscene and sacrilegious actions punctuate the most important religious ceremonies and serve as a sign of the presence of the powerful primordial beings and as a means of social control by their satire of the antisocial behaviour of particular individuals.
Ευχαριστώ, Ανώνυμε.