10/6/14

Έρωτας είναι η αιτία






 Κάθε φορά που ερωτεύομαι, έχω τα ίδια ακριβώς συμπτώματα. Δεν έχει καμιά σημασία ποιος είναι αυτός που ερωτεύομαι - ο εγκέφαλός μου αδιαφορεί τελείως στο θέμα αυτό. Μόλις λάβει το μήνυμα «έρωτας», αρχίζει τις διεργασίες του κι εγώ ξέρω από την πρώτη κιόλας στιγμή τι με περιμένει.

Πρώτον, πέφτω σε μια κατάσταση ευφορίας και τίποτε πια δεν με ενοχλεί. Είμαι παράλογα ευτυχισμένη. Λες και έχω πάρει ναρκωτικά. Ωραία είναι, δε λέω, αλλά στο τέλος καταντώ και κάπως χαζή.


Διότι το δεύτερο σύμπτωμα του έρωτος είναι μια ελαφρά χαζομάρα που αποχτώ απέναντι σε όλα τα θέματα που δεν σχετίζονται με το αντικείμενο του πόθου μου. Αδύνατο μού είναι πια να συγκεντρωθώ και να καταλάβω τι λέει η εφημερίδα ή η τηλεόραση. Αυτά που  μου λέει ο προϊστάμενος στη δουλειά, τα βρίσκω ακατανόητα και μάλλον περιττά, εφόσον ο κόσμος μια χαρά βαδίζει έτσι απλός και όμορφος που είναι, γεμάτος έρωτα. Και με τις φίλες μου έχω πρόβλημα, διότι τις βαριέμαι να μου λένε τα δικά τους. Θέλω να πω εγώ τα δικά μου που είναι όλα σχετικά με εκείνον, πόσο όμορφος είναι, πόσο έξυπνος, πόσο ευαίσθητος, πόσο ερωτικός.


Μια και οι άλλοι δεν μπορούν να συμμετάσχουν ολοκληρωτικά  στην ευδαιμονία μου, προτιμώ να κάθομαι μόνη με τις ώρες και να χάνομαι σε ρεμβασμούς. Και τι δεν σκέφτομαι… Πότε τον είδα για τελευταία φορά, πώς ήταν, τι φορούσε, πώς περπατούσε, πώς καθόταν, πώς κοίταζε. Όταν εξαντλήσω αυτές τις εικόνες, περνώ στη φαντασία. Πού θα βρεθούμε, τι θα του πω, τι θα μου πει,  πώς θα φιληθούμε, πώς θα κάνουμε έρωτα. Προχωρώ κι άλλο, φτιάχνω ωραιότατες ιστορίες όπου οι δυο μας ζούμε μαζί, ταξιδεύουμε, διασκεδάζουμε, περνάμε γενικά υπέροχα. Μετά δεν έχω τι άλλο να σκεφτώ και ξεκινώ πάλι από την αρχή.

Εν τω μεταξύ το τηλέφωνο δεν χτυπά και αρχίζουν οι αγωνίες. Γιατί δεν τηλεφωνεί; Τι συμβαίνει; Μήπως μου κάνει παιχνίδια; Μήπως μου κάνει γυμνάσια; Μήπως δοκιμάζει τον έρωτά μου; Μήπως δεν μ’ αγαπά; Θα μπορούσα βέβαια να του τηλεφωνήσω εγώ, αλλά αυτό είναι ανεπίτρεπτο σε τέτοιες  περιπτώσεις.  Διότι έτσι θα του δώσω την εντύπωση ότι τρέχω από πίσω του και τότε αυτός θα πάψει να ενδιαφέρεται για μένα. Πρέπει να συγκρατηθώ λοιπόν, όσο κι αν καίγομαι.


Πότε-πότε χτυπά το τηλέφωνο και τρέχω σαν τρελή να απαντήσω, αλλά δεν είναι αυτός, είναι όλοι οι άσχετοι του κόσμου, ο διαχειριστής της πολυκατοικίας, ένας μακρινός θείος, κάποιος που πήρε λάθος αριθμό, άντε και καμιά φιλενάδα που θέλει να μάθει τα νεότερα.

-Δεν με έχει πάρει ακόμα, της λέω, και δεν ξέρω τι να κάνω. Να του τηλεφωνήσω εγώ;

-Ποτέ! λέει με έμφαση η φιλενάδα, γιατί να ρίξεις τα μούτρα σου; Να σε πάρει αυτός!

Μιλάμε λίγο στο τηλέφωνο, αλλά βιάζομαι να κλείσω, μήπως τυχόν αυτός μου τηλεφωνήσει και βρει κατειλημμένη τη γραμμή.

Τέλος πάντων κάποια στιγμή με παίρνει ο ευλογημένος τηλέφωνο και κανονίζουμε να βρεθούμε σε δυο ώρες.

Εκεί πια ο εγκέφαλός μου δουλεύει σε ασύλληπτες ταχύτητες και με βάζει να χοροπηδώ κανονικά. Τρέχω να κάνω τα μπάνια μου, τις αποτριχώσεις μου, μανικιούρ, πεντικιούρ, τα μαλλιά μου – αχ, αυτά τα παλιόμαλλα, πώς θα τα συμμαζέψω τώρα τελευταία στιγμή – και τι ρούχα θα φορέσω; Απορρίπτω όλα όσα κρέμονται στη ντουλάπα μου, αλλά κάτι πρέπει να φορέσω, πηγαινοέρχομαι μισόγυμνη και δεν περνά από το νου μου ότι θα πουντιάσω, βάζω, βγάζω τα παλιόρουχα και ψιλοβρίζω, άλλα είναι στενά, άλλα με παχαίνουν, άλλα είναι εντελώς άχαρα κι άλλα ντεμοντέ, εν τω μεταξύ περνά η ώρα και πρέπει να φτιάξω και τα μαλλιά μου που κρέμονται ελεεινά μετά το λούσιμο και μοιάζω με μάγισσα.


Και τώρα ξαφνικά βρήκαν να με θυμηθούν όλοι στο τηλέφωνο, η φίλη μου η Κατίνα που βαριέται μόνη της και θέλει κουβέντα,  η Taste and Diet που μια φορά κι έναν καιρό μού έφερνε φαγητό κι από τότε κάθε τρεις και λίγο μου τηλεφωνεί για να με ξανακάνει πελάτισσα,  κάποιος από κάποια υπηρεσία που κάνει γκάλοπ για κάτι, ούτε κατάλαβα τι, ξανά ο διαχειριστής της πολυκατοικίας – δεν πάτε στο διάολο όλοι, λέω γω;

Οχτώ η ώρα είμαι έτοιμη, σενιαρισμένη, βαμμένη, αρωματισμένη, τα μαλλιά τα μάζεψα σε σινιόν και από ρούχα ψιλοβολεύτηκα με ένα μαύρο παντελόνι – στενό μού είναι αλλά τέλος πάντων – κι ένα πουκάμισο φαρδύ να κρύβει τις ατέλειες, άχαρο κάπως, ας είναι, έβαλα κι ένα φουλάρι εντυπωσιακό που παρασύρει το βλέμμα για να μην προσέχει τα υπόλοιπα κι από πάνω ένα μαύρο παλτό, ουδέτερο τελείως, τέλος πάντων. Α, και τα φανταχτερά μου σκουλαρίκια για λόγους καθαρά τεχνικούς, να τραβούν κι αυτά την προσοχή και να περνούν τα άλλα απαρατήρητα.

Πώς είμαι; Πόζες στον καθρέφτη. Καλή είμαι… ε, και τι να κάνουμε δηλαδή, καλύτερη δεν μπορώ να γίνω.

Πρώτο ραντεβού με τον καλό μου. Πω πω, τι συγκίνηση! Είμαι πανευτυχής, ο εγκέφαλος εκλύει αφειδώς ουσίες κι εγώ είμαι πια κανονικά ντοπαρισμένη, λες κι έχω πάρει κοκαΐνη.

Και γαία πυρί μειχθήτω. Απόψε θα μπω στον παράδεισο.




Καλέ τι έξυπνος άνθρωπος που είμαι! Πού τα βρήκα όλα αυτά τα ωραία που του πέταγα όλο το βράδυ; Μόνο που δεν μπορούσα να χαλιναγωγήσω τη φωνή μου, έβγαινε από το στόμα μου ανεξέλεγκτη, μια άγαρμπη, ξεχειλωμένη φωνή που με νευρίαζε, αλλά δεν μπορούσα να την κοντρολάρω, ό, τι κι αν έκανα. Και γελούσα πολύ. Δεν ξέρω, αν είναι καλό αυτό. Γελούσα πολύ και εύκολα, άνοιγα το στόμα μου διάπλατα και του έδειχνα την οδοντοστοιχία μου, τι μ’ έπιασε και το έκανα αυτό;

Μετά όμως που με φίλησε, το βούλωσα επιτέλους. Τι φιλιά ήταν αυτά, Παναγία μου! Μεθύσι, τρέλα. Και όλα τα παρεπόμενα βεβαίως. Θεϊκή νύχτα, υπέροχη, τέλεια όλα. Κι εγώ μέσα στην ντόπα, ευφορία παραδείσου!

Όλη την επόμενη μέρα ήμουν σε παραλήρημα. Στη δουλειά τα ξεπέταξα όλα μέσα σε λίγη ώρα και ο προϊστάμενος μου έριχνε λοξές ματιές.

-Τι έχεις σήμερα και λάμπεις; Με ρώτησε κάποια στιγμή.

Τι να του πω, ότι αναμασώ σαν μηρυκαστικό τη χθεσινή μου βραδιά; Μετά στο σπίτι τηλεφώνησα σε όλες μου τις φίλες για να τους πω τα νέα. Και μετά ως το βράδυ συνέχισα να μηρυκάζω τα χθεσινά. Μετά στο κρεβάτι συνέχισα να μηρυκάζω. Περνούσε η ώρα και δεν ησύχαζα. Τέλος πάντων κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος, γιατί ήμουν και ξενυχτισμένη την προηγούμενη βραδιά.

Την άλλη μέρα ήμουν συναχωμένη κι έβηχα, καλά να πάθω, κυκλοφορούσα μισόγυμνη μετά τα μπάνιο κι έψαχνα να δω τι θα φορέσω.


Ωστόσο, καλά πήγε ο έρωτας αυτός.

Θέλω να πω, πέρασα από όλα τα στάδια του έρωτος, τις ταχυπαλμίες, τις ανορεξίες, τις μελαγχολίες, τις αμφιβολίες, τους μηρυκασμούς , τις ονειροπολήσεις, τις αγωνίες, αυτό δεν είναι ο έρωτας;

Α, είχα και κάποιες συναντήσεις με το αντικείμενο του πόθου μου. Όχι πολλές, γιατί αυτός ο μυστήριος όλο και  κάπου έπρεπε να πάει, όλο απασχολημένος ήταν, όλο με κάτι ήταν μπερδεμένος, τέλος πάντων, δεν είχε πολύ καιρό για μένα. Αυτό μπορεί να φαίνεται αρνητικό, αλλά δεν είναι. Διότι, αν τον είχα συνέχεια στα πόδια μου, ο έρωτάς μου γι’ αυτόν θα ξεθύμαινε μέσα στις πρώτες δύο εβδομάδες. Ενώ έτσι κράτησε δυο μήνες τουλάχιστον.

Καλά ήταν.

Πώς το λέει ο ποιητής; «Ήλλαξεν εντός μου ο ρυθμός του κόσμου». Αυτό είχε σημασία. Ήλλαξεν ο ρυθμός της καθημερινότητάς μου, έζησα κάτι που δεν μπορεί κανείς να το ζήσει όποτε θέλει, αλλά όποτε αυτό αποφασίσει να έρθει στη ζωή του.


Τώρα ο εγκέφαλός μου δεν λαμβάνει κανένα σχετικό σήμα και έχει ηρεμήσει. Πάνε τα μανικιούρ, τα πεντικιούρ και οι αποτριχώσεις. Και τα ρουχαλάκια μου μια χαρά τα βρίσκω και τα μαλλάκια μου το ίδιο κι ας πέφτουν άχαρα γύρω από το κεφάλι μου και μοιάζω με κακιά μάγισσα.

Επίσης δεν δείχνω χαζή. Καταλαβαίνω αμέσως τι μου λέει ο άλλος. Και η φωνή μου, κυρίως αυτή, έχει επανέλθει στην παλιά της σιγουριά.

Μόνο που δεν έχω ευφορία. Πάει η ντόπα μου, πάει η κοκαΐνη μου. Πηγαινοέρχομαι ανέκφραστη.

Μια στέγνα, βρε παιδί μου…


Δεν υπάρχουν σχόλια: