27/2/12

Ένας δειλός άνθρωπος (και οι γκάφες του)





Είμαι ένα δειλό άτομο. Θα έλεγα ένα δειλό υποκείμενο, αλλά ας μην υποτιμήσω τόσο πολύ τον εαυτό μου.
Για να αποφεύγω τυχόν προστριβές με τους άλλους, προστριβές  που θα με έφερναν σε πολύ δύσκολη θέση, προτιμώ να είμαι αφανής, δηλαδή να υπάρχω σε ένα χώρο τόσο διακριτικά, ώστε σχεδόν να γίνομαι αόρατος.  Παρ’ όλα αυτά κάποιοι με βλέπουν και αυτό μού προκαλεί μεγάλη ταραχή.  Προσπαθώ να φαίνομαι άνετος, όμως όσο προσπαθώ, τόσο χειρότερα κάνω τα πράγματα. Παίρνω μια αφύσικη έκφραση, μια αφύσικη στάση και τελικά αυτοί που με κοιτάζουν αδιάφορα, καρφώνουν πάνω μου το βλέμμα τους και με παρατηρούν προσεχτικά.  Είναι μια δύσκολη στιγμή αυτή. Ευτυχώς περνά σύντομα, γιατί μπορεί να δείχνω αφύσικος, δείχνω όμως συγχρόνως και ασήμαντος.

Αν κατά τύχη κάποιος μού απευθύνει το λόγο, στρεσάρομαι αυτόματα στην προσπάθειά μου να δείξω ευγενικός και ετοιμόλογος. Αλλά συνήθως τα κάνω θάλασσα. Μπερδεύονται τα λόγια μου και λέω άλλα αντ’ άλλων. Είναι που έχω στο μυαλό μου πολλές παραλλαγές απαντήσεων και στην αγωνία μου να βρω την καλύτερη,  καταλήγω να πω μια φράση που είναι μίγμα δύο ή τριών απαντήσεων. Εννοείται ότι είναι μια απάντηση αλλοπρόσαλλη που δεν βγάζει νόημα.

Τις προάλλες βρέθηκα στο σπίτι ενός μακρινού ξάδερφου που έκανε αποκριάτικη γιορτή και επέμενε πολύ να πάω. Τις γιορτές γενικά  τις αποφεύγω, αλλά αυτή τη φορά υπέκυψα στην επιμονή του ξάδερφου και πήγα. Ήταν κόσμος εκεί μαζεμένος, όλοι άγνωστοι σε μένα. Πήρα ένα ποτήρι κρασί και κάθισα σεμνά σε μιαν άκρη παρατηρώντας τους άλλους. Σε λίγο ήρθε και κάθισε δίπλα μου ένας κύριος και μου έπιασε την κουβέντα. Αυτό ήταν καλό, γιατί έτσι δεν φαινόμουν ένα ξεκάρφωτο πράγμα μέσα σε τόσες φωνές και γέλια. Αποδείχθηκε όμως ότι ήταν ένας πολύ φλύαρος κύριος που δεν έβαζε γλώσσα  μέσα. Τον άκουγα ωστόσο υπομονετικά προσέχοντας να έχω τη σωστή έκφραση ανθρώπου που παρακολουθεί με ενδιαφέρον τον άλλον, αν και αυτά που έλεγε μου ήταν εντελώς αδιάφορα..
-Κι εσείς, με ρώτησε κάποια στιγμή, είστε φίλος του Θάνου;
-Είμαστε ξαδέρφια, είπα.
Ο τύπος σήκωσε τα φρύδια και με παρατήρησε με έκπληξη.
-Ξαδέρφια, ε; Το ξέρετε ότι με το Θάνο γνωριζόμαστε από μικρά παιδιά; Θα κρατά η φιλία μας πάνω από τριάντα χρόνια!
Εμένα καθόλου δεν με εντυπωσίασε αυτή η πληροφορία, όφειλα όμως να δείξω θαυμασμό για την τριαντάχρονη αυτή φιλία και αστραπιαία αναρωτήθηκα τι θα ήταν σωστότερο να πω. Να πω «μπράβο!» επικροτώντας τη μακρόβια αυτή σχέση ή μήπως να έλεγα καλύτερα «μπα;» δείχνοντας πόσο ευχάριστα είχα εκπλαγεί. Και τα δύο καλά ήταν κι έτσι στη βιασύνη μου να δείξω ότι εντυπωσιάστηκα, άφησα να μου φύγει ένας ακατάληπτος ήχος «μπρα;» που ήταν μια ανεπιτυχής μείξη του «μπα;» και του «μπράβο!» :
Ο άλλος έμεινε για λίγο μετέωρος προσπαθώντας να καταλάβει τι είχα πει. Μετά συνέχισε:
-Βέβαια! Στην ίδια γειτονιά μεγαλώσαμε! Και λοιπόν που λέτε, αγαπητέ,...
Νέος ακατάσχετος χείμαρρος πολυλογίας με κατέκλυσε. Καθόμουν και τον άκουγα πίνοντας πού και πού καμιά γουλιά από το κρασί μου, ενώ παράλληλα παρηγορούσα τον εαυτό μου με τη σκέψη ότι τέλος πάντων δεν καθόμουν σαν άγαλμα, βουβός και άχαρος στην καρέκλα κι ότι μ’ αυτό το φλύαρο απέναντί μου φαινόταν να συμμετέχω ενεργά στη γιορτή.
Αυτός, αφού μου εξιστόρησε πολλές και ποικίλες σκανταλιές που έκανε ως παιδί μαζί με τον ξάδερφο, αναστέναξε νοσταλγικά και κατέληξε:
-Α! Τι εποχές αλήθεια αυτές, τι εποχές!
Και σώπασε απότομα. Αμέσως σκέφτηκα ότι έπρεπε κάτι να πω κι εγώ, γιατί θα ήταν αφύσικο να μείνω βουβός μετά από τόση φλυαρία. Διάφορες κλισέ φράσεις πέρασαν με ταχύτητα από το μυαλό μου: «Πράγματι, ήταν ωραίες εποχές», «Έχετε δίκιο, τότε ήταν όμορφα», «Δεν βαριέστε, κάθε εποχή έχει και τη χάρη της», «Όταν είσαι παιδί, τα βλέπεις αλλιώς τα πράγματα», «Η αλήθεια είναι ότι έχουμε την τάση να ωραιοποιούμε το παρελθόν».  Τελικά τις είπα όλες μαζί  συνεπτυγμένες σε μία:
-Δεν βαριέστε, έχετε πράγματι δίκιο, όταν είσαι παιδί, το βλέπεις αλλιώς το παρελθόν.
Ο άλλος με κοίταξε πάλι με απορία προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς είπα.  Ντράπηκα και έκανα μια προσπάθεια να γίνω πιο σαφής:
-Θέλω να πω ότι, όταν κανείς είναι παιδί, ωραιοποιεί τις εποχές.  Το παρελθόν ήταν όμορφα τα πράγματα.
Ο άλλος με παρατήρησε αρκετή ώρα βουβός και μετά είπε:
-Χμ! Γιατί όχι;
Ύστερα σηκώθηκε κι άλλαξε θέση.


Έμεινα μόνος με το ποτήρι μου στο χέρι. Το στριφογύρισα αμήχανα, ήπια μερικές γουλιές ακόμα, μετά σκέφτηκα να σηκωθώ και να ανανεώσω το κρασί μου. Αυτό δεν ήταν πολύ εύκολο με το συνωστισμό που επικρατούσε στο σαλόνι. Άλλοι κάθονταν στους καναπέδες, άλλοι στέκονταν όρθιοι και όλοι μαζί μιλούσαν εύθυμα και δυνατά.  Τρύπωσα ανάμεσά τους μοιράζοντας  συγγνώμες αποδώ κι αποκεί κι έφτασα επιτέλους στο μπαρ. Εκεί βρήκα το Θάνο.
-Πώς πάει, ξάδερφε; Φώναξε αυτός μες την καλή χαρά και μου έδωσε μια φιλική σπρωξιά.
-Ωραία, ωραία! Απάντησα χαμογελώντας υποχρεωτικά.
-Τι πίνεις;
-Κόκκινο κρασί.
Ο ξάδερφος με σέρβιρε. Ύστερα μου έδωσε άλλη μια σπρωξιά.
-Χαθήκαμε, βρε παιδί μου!  Τι συγγενείς είμαστε εμείς, να βλεπόμαστε στη χάση και στη φέξη! Κι έχουμε και το ίδιο όνομα που να πάρει...
-Καλά λες, απάντησα, αλλά βλέπεις...
Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου, γιατί μια ξανθιά κυρία όρμησε κατά πάνω μας, άρπαξε τον ξάδερφο από το μανίκι και του φώναξε:
-Θάνο, για έλα μια στιγμή που θέλει να σε ρωτήσει κάτι ο άντρας μου!
Έμεινα πάλι μόνος μέσα στην οχλοβοή. Ήπια μια ακόμη γουλιά κρασί, ενώ διάφοροι που περνούσαν από μπροστά μου μού έδιναν συνέχεια σκουντιές λόγω στενότητας του χώρου.
Τελικά όλοι διασκέδαζαν εκτός από μένα. Αποφάσισα να πάω στην τουαλέτα, όχι πως το είχα ανάγκη, αλλά για να κάνω κάτι. Κλείστηκα εκεί μέσα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Μου φάνηκε πως ήμουν ακόμα πιο αδύνατος απ’ όσο ήξερα, ακόμα πιο σκούρος , στο λαιμό μου το μήλο του Αδάμ παραήταν μεγάλο και τα χείλια μου παραήταν λεπτά. Πολύ άσχημος με λίγα λόγια. Βγήκα από την τουαλέτα αποθαρρυμένος.


Οι άλλοι είχαν αρχίσει να σερβίρονται από τον μπουφέ. Μπήκα στη σειρά και περίμενα υπομονετικά να σερβιριστούν οι πρώτοι. Η αλήθεια ήταν ότι δεν πεινούσα καθόλου και το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω αποκεί μέσα και να γυρίσω στο σπίτι μου. Μια κυρία από πίσω μου εγκωμίαζε τα φαγητά. Της χαμογέλασα, αλλά απέφυγα να πω το οτιδήποτε για να μην τα κάνω πάλι θάλασσα. Έβαλα στο πιάτο μου κάτι λίγα μεζεδάκια και για καλή μου τύχη (έτσι νόμιζα δηλαδή) βρήκα μια κενή θέση στο μεγάλο τραπέζι. Κάθισα κι άρχισα να τρώω διακριτικά, δηλαδή εντελώς μουγγός με μια ηλίθια έκφραση ευγένειας στο πρόσωπό μου. Οι συνδαιτυμόνες μου φλυαρούσαν περί ανέμων και υδάτων. Κανείς δεν φαινόταν να μου δίνει σημασία..
-Κρασάκι; Με ρώτησε κάποια στιγμή ο απέναντί μου παίρνοντας το μπουκάλι.
-Ευχαριστώ, είπα.
-Είστε ξάδερφος του Θάνου;
-Ναι, οι πατεράδες μας ήταν πρώτα ξαδέρφια. Εμείς είμαστε δεύτερα.
-Δεν σας έχω ξαναδεί πάντως.
Πάλι συνωστίστηκαν διάφορες απαντήσεις στο μυαλό μου. «Ναι, δεν βλεπόμαστε πολύ τελευταία», «Οι δουλειές, βλέπετε», «Μένουμε μακριά ο ένας από τον άλλον», «Παρ’ όλα αυτά είμαστε αγαπημένα ξαδέρφια».
-Είναι οι δουλειές πολύ τελευταία, είπα. Παρ’ όλα αυτά μένουμε μακριά και είμαστε αγαπημένοι.
-Μάλιστα, είπε ο άλλος προβληματισμένος.
Έσκυψα στο πιάτο μου βρίζοντας σιωπηλά τον εαυτό μου - σε άψογα ελληνικά αυτή τη φορά. Μετά το φαγητό ο ευγενικός αυτός άνθρωπος μού πρόσφερε τσιγάρο. Είχε πέσει και μια ξαφνική ησυχία στο τραπέζι, μάλλον είχαν όλοι παραφάει και προσπαθούσαν τώρα να χωνέψουν. Αν και δεν είμαι τακτικός καπνιστής, πήρα το τσιγάρο σε ανταπόδοση της φιλικής χειρονομίας του και το κράτησα με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού μου, ενώ εκείνος έβγαλε τον αναπτήρα από την τσέπη του και μου πρόσφερε φωτιά.
Και τότε έκανα αυτό που με καταρράκωσε τελείως, μια πράξη που δεν πρέπει να την έχει κάνει κανείς άλλος στον κόσμο από την εποχή που ανακαλύφθηκε ο καπνός.
Έσκυψα το κεφάλι μου πάνω από τον αναπτήρα, κοιτάζοντας τη φλόγα και περιμένοντας δεν ξέρω τι, ενώ το χέρι μου που κρατούσε το τσιγάρο αναπαυόταν αμέριμνο πάνω στο τραπέζι. Μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα νεκρικής σιγής. Εγώ κοίταζα τη φλόγα και σκεφτόμουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Οι άλλοι κοίταζαν εμένα που κοίταζα τη φλόγα και αναρωτιούνταν τι στην οργή έκανα σκυμμένος από πάνω της. Αυτός που κρατούσε τον αναπτήρα τα έχασε, αλλά συνέχιζε να τον κρατά μπροστά στη μύτη μου προσπαθώντας να καταλάβει, γιατί έκανα έλεγχο στη φλόγα. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα συνειδητοποίησα τι έκανα. Έβαλα το τσιγάρο βιαστικά στα χείλη μου και το άναψα, ενώ οι συνδαιτυμόνες μου αντάλλαξαν μεταξύ τους διακριτικά χαμόγελα.



Μετά από αυτό δεν είχα πλέον καμιά θέση εκεί μέσα. Κάπνισα το τσιγάρο μου μηχανικά, ενώ  μια προσωρινή κώφωση λόγω της ντροπής μου δεν μου επέτρεπε να καταλάβω τι έλεγαν οι άλλοι γύρω μου. Μετά σηκώθηκα και πήγα να αποχαιρετήσω τον ξάδερφο.
-Φεύγεις κιόλας, ξάδερφε; Φώναξε αυτός.
-Ναι, δυστυχώς. Πρέπει αύριο να ξυπνήσω νωρίς, είπα ψέματα.
-Και πού θα πας Καθαρή Δευτέρα πρωί-πρωί;
Νέος χείμαρρος φράσεων στριμώχτηκε στο μυαλό μου.
-Θα πάω μια φίλη από την Ιταλία και θέλει την Ακρόπολη, είπα.
Ο ξάδερφος πήρε τη γνωστή έκφραση που παίρνουν όλοι, όταν ακούν την αλλόκοτη ομιλία μου.
-Εντάξει, ρε ξάδερφε, αλλά να μη χαθούμε πάλι!
Ξανά μια σπρωξιά.
-Όχι, να μη χαθούμε πάλι και του χρόνου! απάντησα.
Άνοιξα δρόμο μέσα στο πλήθος και βγήκα έξω. Ανακουφισμένος πήρα μερικές βαθιές αναπνοές. Τι ήταν πάλι αυτό που έπαθα απόψε...Αυτό ήταν χειρότερο από κάθε άλλη φορά. Αντί να συνδυάσω τις κινήσεις μου, να βάλω στα χείλη μου το τσιγάρο και να σκύψω πάνω από τον αναπτήρα, τις ξεχώρισα και τις διαίρεσα. Αλλού ήταν το χέρι μου με το τσιγάρο και αλλού τα χείλη μου κι ο αναπτήρας. Έκανα δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από αυτό που κάνω, όταν μιλώ. Το αποτέλεσμα ήταν η καταβαράθρωση της αξιοπρέπειάς μου.
Εκείνη τη στιγμή πέρασε ένα ταξί και το σταμάτησα.
-Πού πάμε; Ρώτησε ο οδηγός.
Πριν μιλήσω, σκέφτηκα τι ακριβώς έπρεπε να πω.
-Πού πάμε, κύριε; Ξαναρώτησε ανυπόμονα ο ταξιτζής.
-Πλατεία Κυψέλης, απάντησα σε σωστά ελληνικά.
-Προτιμάτε να πάμε από την Αττική Οδό ή να συνεχίσουμε τη λεωφόρο Μεσογείων;
-Από την Οδό Μεσογείων, είπα ψιλομπερδεύοντας πάλι τα λόγια μου.
-Λεωφόρο Μεσογείων, με διόρθωσε ο ταξιτζής.
-Σωστά, συμφώνησα.
Τουλάχιστον αυτός με είχε περάσει απλώς για αγράμματο.




8 σχόλια:

cs είπε...

άει..ειι..χάσου..μυρμηηγκάκι..

Ανώνυμος είπε...

αυτος ο ανθρωπος προφανως ειχε προβλημα μονο με την ομιλια η οποια επηρεαζε και την κοινωνικοτητα του.. Σιγουρα ενας πσυχολογος θα του εδειχνε γρηγορα μια κατεθυνση για να γινει καλυτερος. Τι να πουν αλλοι ομως που το προβλημα τους επεκτεινεται και σε μερη του σωματος και (π.χ. δεν περπατουν καλα οταν βλεπουν κοσμο, η αρχιζουν και συμπεριφερονται τελειως αλλοκοτα).???!!!

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Το καημένο το μυρμήγκι...

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Ανώνυμε, σ' αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητη η βοήθεια από τους ειδικούς. Μόνοι τους αυτοί οι άνθρωποι όχι να συνέλθουν δεν μπορούν, αλλά θα γίνονται χειρότερα, όσο περνά ο καιρός.

Marina είπε...

Ελλειψη αυτοπεποίθησης, αγοραφοβία. Απαραίτητη η βοήθεια απο κάποιο ειδικό. Επίσης λίγο έως πολύ σέξ, έστω και αγοραίο, θα βοηθούσε

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Μαρίνα, σωστά, ο κύριος αυτός χρειάζεται βοήθεια για να ξεπεράσει το πρόβλημά του. Δεν έχει όμως αγοραφοβία, αλλά κοινωνική φοβία.

πελαγία Σ. κουκίδου είπε...

Υπάρχουν τέτοια πλάσματα ...
Είναι ευαίσθητα με μια δειλία θα έλεγα
εκ γενετής, που πιθανόν να έχει τα αίτια
της, στο οικογενειακό περιβάλλον ...
Πιστεύω πως χρειάζεται την υποστήριξη
ψυχολόγου, εκεί βέβαια πιο εύκολα πείθονται
να πάνε οι γυναίκες, παρά οι άνδρες ...
Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα ...

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Κι όμως, antikleidi, οι άνδρες χρειάζονται την υποστήριξη περισσότερο από τις γυναίκες. Στις γυναίκες η κοινωνική φοβία μπορεί να εκληφθεί ως συστολή, γυναικεία ευαισθησία κλπ, ιδιότητες που δεν αναγνωρίζονται στους άνδρες.