«Βρέθηκα στο δρόμο στα δεκατέσσερα χρόνια μου, όταν χώρισαν οι γονείς μου και ο πατέρας μου με πέταξε έξω από το σπίτι. Τα επόμενα είκοσι χρόνια τα πέρασα στους δρόμους. Όλο αυτό το διάστημα είδα πολλές απρόκλητες επιθέσεις σε άστεγους. Μια φορά είδα δυο άνδρες να πετάνε τσιμεντόλιθους και μπουκάλια σε μια ομάδα άστεγων που το μόνο τους έγκλημα ήταν ότι προσπαθούσαν να κοιμηθούν». (Μαρτυρία ενός πρώην άστεγου στις Ηνωμένες Πολιτείες).
Ένας άστεγος είναι μια παραφωνία στην οργανωμένη δυτική κοινωνία μας. Ο καλός πολίτης εργάζεται, κερδίζει χρήματα, έχει σπίτι και οικογένεια. Πληρώνει τους φόρους του και έχει καθαρό ποινικό μητρώο. Κυκλοφορεί έξω φρεσκοπλυμένος, φρεσκοξυρισμένος, καλοχτενισμένος, αρωματισμένος, φορά ωραία ρούχα, είναι κοινωνικός και έχει καλούς τρόπους. Αν δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις, τότε είναι κακός πολίτης. Ο άστεγος είναι επομένως κακός πολίτης, ένα παράσιτο που ρυπαίνει με την παρουσία του, με τη βρωμιά και τα κουρέλια του τα μαρμάρινα πεζοδρόμια της πόλης, τα πάρκα και τις πλατείες της.