25/6/10
Τριήμερος καύσωνας, 1979
Ο πρώτος καύσωνας του καλοκαιριού μάς βρήκε απροετοίμαστους και μας ξετίναξε.
Μερικοί πέθαναν, όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι ζωντανοί κλειστήκαμε πανικόβλητοι στα σπίτια μας, όπου με τρόμο ανακαλύψαμε ότι το νερό έτρεχε από τις βρύσες αδυνατισμένο και μετά από λίγες ώρες σταμάτησε εντελώς. Αρχίσαμε τότε να πίνουμε κόκα κόλες και άλλα αναψυκτικά. Τα μπουκάλια τα πετούσαμε με μίσος από τα μπαλκόνια κι αυτά στοιβάζονταν μαζί με τους σωρούς των σκουπιδιών στα πεζοδρόμια.
Η πόλη έπεσε καταγής αφυδατωμένη και πνευστιώσα, σε λίγες μέρες θα πέθαινε ολόκληρη.
«Δεν έχει νόημα να διαμαρτυρηθείς, αυτοί ξέρουν», είπε η Μιμή στον εαυτό της και γδύθηκε εντελώς.
Ξάπλωσε στον καναπέ παρέα με τα αναψυκτικά κι έπινε κάθε τόσο από μια γουλιά. Η τηλεόραση διασκέδαζε τα πλήθη με ασπρόμαυρες εικόνες .
«Νερό», βόγκηξε ξαφνικά η Μιμή, «θέλω επειγόντως νερό!»
Οι βρύσες σιωπηλές.
Ένα ρυάκι ιδρώτα κατέβαινε από το λαιμό της και προχωρούσε στο στομάχι και την κοιλιά, από όπου διακλαδιζόταν κατόπιν σε άλλα μικρότερα αυλάκια. Η Μιμή τα κοίταξε επίμονα. Κάποτε πρέπει να σταματήσουν, σκέφτηκε. Αλλά τα ρυάκια κατέβαιναν συνεχώς.
«Νερό!» ξαναφώναξε, «θα ξεραθώ, στο τέλος θα κονιορτοποιηθώ!»
Τα μπουκάλια με τα αναψυκτικά άδειαζαν συνέχεια, οι βρύσες βουβές, η τηλεόραση αδιάφορη για το δράμα. Στην πόλη είχε πέσει μια παράξενη σιγή.
Υπάρχουν άραγε οι άνθρωποι, αναρωτήθηκε η Μιμή ανοίγοντας την τρίτη πορτοκαλάδα, ή μήπως κάτι έγινε και εξαφανίστηκαν; Μήπως άρχισαν οι πιο αδύναμοι να εξαερώνονται; Μήπως οι πιο προνοητικοί έσκαψαν λαγούμια βαθιά στη γη και χώθηκαν;
Σιγή.
Μόνο οι κάθετες κακές ακτίνες του ήλιου κυριαρχούσαν στον κόσμο ως αναπότρεπτο γεγονός.
«Θα γίνουμε όλοι μια ωραία ζελατίνα και θα χυθούμε όπως το σιρόπι στην πλησιέστερη θάλασσα», μονολόγησε η Μιμή και πέταξε το άδειο μπουκάλι από το μπαλκόνι.
Κατά το βραδάκι ακούστηκαν μερικοί ήχοι μέσα στην απόλυτη άπνοια. Σερνάμενες καρέκλες, κάτι πνιχτά βηξίματα, τα ρολά που ανέβαιναν. Στα μπαλκόνια ξεπρόβαλαν εξαθλιωμένες σιλουέτες γυναικών με κομπινεζόν και μεγάλα αγωνιώδη μάτια, οι άντρες με σορτς ή ίσως σώβρακα, τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί. Οι τηλεοράσεις φώναζαν και τραγουδούσαν εντελώς άσχετα, οι βρύσες πεισματωμένες και κιτρινιάρες, στεγνές.
Ερχόταν μια άγρια νύχτα, όλοι ξέραμε τι μας περίμενε.
Η Μιμή φόρεσε το νυχτικάκι της και βγήκε στο μπαλκόνι.
Το γκαράζ από κάτω εγκαταλειμμένο, όπως μετά από επιδρομή.
Πού ήταν άραγε κρυμμένοι οι γκαραζιέρηδες και γιατί κανένα αυτοκίνητο δεν κόρναρε πια;
Οι πολυκατοικίες απέναντι ένα ανοιχτό θέατρο, όλα στη φόρα μαζί με τη δυστυχία που περιπλανιέται τέτοιες ώρες μέσα στα μικροσκοπικά δωμάτια.
Ο τόπος γενικά ξερός.
Και τότε σαν μήνυμα από ένα κόσμο μακρινό και ξένο, χτυπά ξαφνικά το τηλέφωνο.
Η Μιμή τρέχει με όσο κουράγιο διαθέτει, ενώ στη διαδρομή, περνώντας από την τραπεζαρία, το σαλόνι και το χολ, κάνει αστραπιαία χιλιάδες σκέψεις: ποιος να είναι, ίσως κάποια εμπλοκή, ίσως λάθος, ίσως κανένας ενοχλητικός συγγενής, ίσως από την εταιρία υδάτων – μα τι λέω, αυτό θα ήταν εντελώς παράλογο – «εμπρός;» λέει ανιχνευτικά και είναι ο ωραίος Αλέκος.
-Πάμε στη θάλασσα, Μιμή;
-Τέτοια ώρα;
-Τι έχει η ώρα;
-Είναι πλέον νύχτα.
-Ε, και;
-Έχεις δίκιο, δεν έχει σχέση η νύχτα.
Η Μιμή ξεχνά όλη την τραγωδία και ετοιμάζεται εν ριπή οφθαλμού.
Ο Αλέκος φορά γυαλιά, οδηγεί ένα ανοιχτό σπορ αυτοκίνητο και είναι από τους αριστοκράτες του είδους των ελληνικών ταινιών. Μένει κάπου στα πολύ βόρεια προάστια , έχει καλούς τρόπους και λεπτό χιούμορ. Κάτι σαν Αλέκος Αλεξανδράκης δηλαδή.
Η Μιμή δεν ξέρει τι να κάνει τα ανόητα χέρια της και δεν μπορεί να συγκρατήσει το ανόητο στόμα της να μη λέει βλακείες. Η Μιμή έχει πάψει από ώρα να είναι η Μιμή, τώρα είναι μια στάρλετ του ελληνικού σινεμά που ετοιμάζεται να αποκαλύψει τις καμπύλες της στις επικείμενες θάλασσες, όπου απελπισμένοι αστοί βουτούν κατά χιλιάδες και βοούν.
Εδώ βρίσκονται λοιπόν οι χαμένοι άνθρωποι, κάτω από ένα φεγγάρι κίτρινο σαν τον κρόκο του αυγού. Η θάλασσα είναι χλιαρή σαν χαμομήλι και ο ωραίος Αλέκος είναι πολύ σίγουρος για τον εαυτό του.
Η Μιμή εξακολουθεί να λέει βλακείες.
Στις δύο το πρωί επιστρέφουν και βρίσκουν μια πόλη ξάγρυπνη, ακουμπισμένη με απόγνωση στα μπαλκόνια και στις ταράτσες. Κανείς αναίσθητος δεν κοιμάται και όλοι λένε και ξαναλένε τα ίδια κουρασμένα πράγματα.
Η Μιμή κατεβάζει τα ρολά και αγκαλιάζει τον Αλέκο.
Ο ιδρώτας, όπως πάντα, τρέχει σχηματίζοντας νέους συνδυασμούς ρυακιών, οι βρύσες βγάζουν κάτι περίεργα κρωξίματα, στα νοσοκομεία οι γεροντότεροι αφήνουν περίπου τους ίδιους ήχους. Η πόλη ολόκληρη αγκομαχάει, αλλά η Μιμή αγκαλιάζει τον Αλέκο και τα ξεχνά όλα, ούτε τη ζέστη θυμάται πια.
Στις τέσσερις ο Αλέκος σκουπίζει τον ιδρώτα του με ένα χαρτομάντιλο, σηκώνεται και φορά το παντελόνι του. Η Μιμή τον κοιτάζει και δεν καταλαβαίνει.
Αυτός καθαρίζει το λαιμό του.
-Πρέπει δυστυχώς να φύγω, λέει. Έχω υποσχεθεί στη μητέρα μου να την πάω αύριο πρωί-πρωί στο Ξυλόκαστρο.
Η Μιμή μένει άφωνη σαν βρύση.
Αυτός κουμπώνει με αργές κινήσεις το πουκάμισο, παίρνει έπειτα τα γυαλιά του και τα φορά.
-Λοιπόν, θα τηλεφωνηθούμε, της λέει.
-Βεβαίως, του απαντά η Μιμή και βράζει από θυμό.
Ο Αλέκος φεύγει καθαρίζοντας επίμονα το λαιμό του.
Ξαφνικά η Μιμή θυμάται τη ζέστη και ορμά στις πόρτες και τα παράθυρα. Το ξημέρωμα τη βρίσκει να κοιτάζει ηλίθια τους απέναντι.
Τη δεύτερη μέρα ο καύσωνας ήταν το ίδιο φοβερός, μπορεί και φοβερότερος. Στις ειδήσεις μετρούσαμε τους νεκρούς. Τα σκουπίδια στα πεζοδρόμια έζεχναν, μπορούσες με λίγη διεισδυτικότητα να δεις τα διαφανή κύματα αποφοράς που ανέβαιναν σαν θυμίαμα πάνω από τους σωρούς. Στη γωνία ένα ψόφιο περιστέρι.
Το νερό πάντως ήρθε και ξέπλυνε τα γλιτσιασμένα κορμιά μας από όλους τους ρύπους.
Η Μιμή ξύπνησε κατά τις τρεις μ’ ένα στόμα πικρό και ξερό και με γενικώς κακή διάθεση. Θυμήθηκε τον Αλέκο και ξαναθύμωσε, πριν καλά- καλά νιώσει πως κολυμπούσε στον ιδρώτα της. Έπειτα την τύλιξε ο καύσωνας και την εξουθένωσε σε δευτερόλεπτα.
Σηκώθηκε με βαριά, κουτά βήματα και ξάπλωσε στον καναπέ. Έμεινε εκεί κάμποση ώρα κοιτάζοντας χωρίς νόημα τα αντικείμενα. Καμιά σκέψη δεν κινιόταν μέσα στο κεφάλι της και καμιά επιθυμία δεν γεννιόταν. Τέλος έφτιαξε καφέ και κάθισε να τον πιει στην κουζίνα.
Η πόλη ήταν μια έρημη πόλη.
Ο ήλιος υπήρχε εκεί έξω αποτρόπαιος και καταλύτης, η ζωή με ένα τέτοιον ήλιο ήταν μια κτηνώδης υπόθεση.
Πήγε και ξαναξάπλωσε. Έπειτα σηκώθηκε κι άναψε τσιγάρο. Έπειτα ξαναξάπλωσε. Σε λίγο σηκώθηκε, άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε μια πορτοκαλάδα, την άνοιξε και ξαναξάπλωσε. Άρχισε να πίνει γουλιές-γουλιές. Έπειτα μπήκε στο μπάνιο κι έκανε ένα ντους.
Βγήκε γυμνή και βρεγμένη και πήγε στην τραπεζαρία. Από τα κατεβασμένα ρολά είδε απέναντι άλλα κατεβασμένα ρολά. Εκεί μέσα οι άνθρωποι –ποντίκια βαριανάσαιναν και κυκλοφορούσαν από σκοτάδι σε σκοτάδι σαν τις σκιές του κάτω κόσμου.
Η πόλη ήταν γεμάτη αόρατους ανθρώπους.
Η πόλη είχε γίνει φρόνιμη.
Η πόλη είχε μεταμορφωθεί σε στρείδι με το ψαχνό της κρυμμένο καλά μέσα στα σκοτεινά δωμάτια.
Η Μιμή θυμώνει με την απαράδεκτη ζέστη και τη μισεί όσο περίπου και τον Αλέκο. Ξαπλώνει στον καναπέ και μένει ακίνητη για ώρα πολλή.
Και τότε ξαναχτυπά το τηλέφωνο.
Δύο τηλεφωνήματα μέσα δύο μέρες – αυτό είναι εναντίον κάθε λογικής και στατιστικής.
Η Μιμή επανέρχεται με δυσκολία στον εαυτό της , τον συγκεντρώνει όσο πιο νοικοκυρεμένα μπορεί και κατευθύνεται προς το τηλέφωνο, ενώ μερικά κομμάτια της αιωρούνται ακόμη στη ζεστή ατμόσφαιρα σαν εκτοπλάσματα.
-Εμπρός, λέει.
Αυτή τη φορά είναι ο κύριος Σπύρος από το Αίγιο.
Είναι όμως κι αυτή η φοβερή ζέστη και η απέραντη πλήξη και η ακατοίκητη πόλη με τους ποντικούς. Είναι επίσης ο απαράδεκτος Αλέκος που σηκώθηκε κι έφυγε τα ξημερώματα. Είναι και άλλα πολλά πράγματα, μεγάλα, μικρά, ορατά και αόρατα που υπάρχουν και προσδιορίζουν τη Μιμή.
-Εν τάξει, λέει στον κύριο Σπύρο και αρχίζει να ετοιμάζεται.
Ο κύριος Σπύρος οδηγεί μια παλιά Τογιότα, έχει μακρύ νύχι στο μικρό του δαχτυλάκι και λέει τις μισές λέξεις λάθος. Είναι ο λαϊκός τύπος που τα σπάει στα σκυλάδικα και εκμεταλλεύεται τη Τζένη Καρέζη που δεν τον αγαπά. Φέρνει κάτι σε Διονύση Παπαγιαννόπουλο ή Σπύρο Καλογήρου, στο πιο αδύνατο.
Η Μιμή απόψε είναι Τζένη Καρέζη, μιλά λίγο και ακατάδεχτα και ξέρει πολύ καλά τι να κάνει τα ντελικάτα χέρια της.
Στο σκυλάδικο όμως αποκλίνει κάπως από το ρόλο της και αυτοσχεδιάζει, πίνει μέχρι αναισθησίας και μετά ανεβαίνει στην πίστα και χορεύει τσιφτετέλι. Ο κόσμος ενθουσιάζεται, ο κύριος Σπύρος σπάει πιάτα και όλοι διασκεδάζουν όμορφα.
Κανείς δεν ζεσταίνεται.
Τα ξημερώματα η Μιμή κατεβάζει ξανά τα ρολά και αγκαλιάζει τον κύριο Σπύρο. Στα μπαλκόνια τα φαντάσματα λένε ακριβώς τα ίδια που έλεγαν και την προηγούμενη νύχτα και η Μιμή κάνει ακριβώς τα ίδια που έκανε και χθες με τον Αλέκο.
Μόνο που ο κύριος Σπύρος δεν φεύγει, κοιμάται μαζί της πάνω στα υγρά σεντόνια. Το άλλο πρωί την αποχαιρετά κι αφήνει κάτι πάνω στο τραπέζι.
Η Μιμή ξαναπέφτει στο κρεβάτι και συνεχίζει τον ύπνο ως τις δώδεκα.
Την τρίτη μέρα του καύσωνα μπήκαμε κι εμείς για λίγο στην ιστορία της Μιμής. Μας τηλεφώνησε μεσημεριάτικα και μας κάλεσε σε συμβούλιο.
Περιμέναμε πρώτα να πέσει ο ήλιος και μετά ξεμυτίσαμε προσεχτικά.
Αεράκι δεν φυσούσε ούτε κατ’ υπόνοια.
Μερικοί περιπατητές είχαν πάρει ένα περίεργο, πεπλατυσμένο σχήμα, λες και είχε αυξηθεί απότομα η βαρύτητα και τους τραβούσε προς τα κάτω. Κοιταχτήκαμε ανήσυχες. Μήπως άρχιζε έτσι η αλλοίωση; Σε μας πάντως η μόνη φανερή αλλοίωση ήταν τα ιδρωμένα, λιγδωμένα μαλλιά μας.
Χτυπήσαμε το κουδούνι της Μιμής και περιμέναμε εξαντλημένες να μας ανοίξει.
Η Μιμή μάς περίμενε με το νυχτικάκι της, μας έβγαλε στο μπαλκόνι και μας κέρασε αναψυκτικά. Απέναντι το θέατρο μόλις είχε ξεκινήσει - τα παιδιά απόντα, πού τέλος πάντων είχαν πάει τα παιδιά; Δεν γίνεται μια ολόκληρη πολυκατοικία να είναι χωρίς παιδιά.
Ένας κύριος που δεν ήταν πια κύριος με αυτό το ελεεινό κοντό παντελονάκι και τις σαγιονάρες, καθόταν μελαγχολικά και παρακολουθούσε τα νέα από την τηλεόραση. Η γυναίκα του περιφερόταν αναμαλλιασμένη. Στα άλλα διαμερίσματα η ίδια πάνω κάτω εικόνα εγκατάλειψης.
Η Μιμή μάς αφηγήθηκε τα καθέκαστα, μετά έφερε από μέσα το χιλιάρικο και μας το έδειξε. Χαμογελούσε περίεργα.
-Και γιατί άφησε αυτό το χιλιάρικο, Μιμή;
Σ’ αυτό δεν υπήρχε απάντηση.
-Μήπως σε πέρασε για ιερόδουλη;
-Μα τι λέτε τώρα, ο άνθρωπος ξέρει πως είμαι φοιτήτρια.
-Και ο Αλέκος;
Η Μιμή μάς κοιτάζει με θυμό, σφίγγει τα χείλια και αρνείται να απαντήσει.
-Κοίτα μη χάσεις τον Αλέκο, Μιμή. Άσε το χοντρέμπορο, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά.
Η Μιμή παίρνει μια έκφραση παιδιού που δεν καταλαβαίνει τις πολύπλοκες σκέψεις των μεγάλων. Πίσω της σχηματίζονται πολλές άλλες Μιμές που χοροπηδούν με συνοδεία πρωτόγονων τυμπάνων. Εκείνη δεν μπορεί να δει τους πολλαπλούς άυλους εαυτούς της, λέει μόνο θυμωμένα:
-Ο Αλέκος έσβησε για πάντα.
Καμιά συμβουλή μας δεν φάνηκε να την επηρεάζει.
Το συμβούλιο έληξε με την αρχική απόφαση της Μιμής, εμείς παίξαμε απλώς διακοσμητικό ρόλο. Φύγαμε μετά το τελευταίο δελτίο καιρού με μια μικρή ελπίδα στην καρδιά μας. Αύριο θα φυσούσε, είπαν, ένα υποτυπώδες αεράκι.
Όταν έμεινε μόνη η Μιμή, πήρε ξανά το χιλιάρικο και το μελέτησε. Ήταν ένα χιλιάρικο ακριβώς το ίδιο με όλα τα άλλα, ένα περισσεύον χιλιάρικο, με το οποίο δεν ήξερε τι να αγοράσει. Ένα γοητευτικό χιλιάρικο φορτωμένο μοιχεία και πρόστυχο σεξ. Το πήρε μαζί της στο κρεβάτι και το κοίταζε στο μισοσκόταδο, ώσπου την πήρε ο ύπνος.
Την άλλη μέρα ο καιρός άλλαξε, το προβλεφθέν αεράκι φύσηξε και σηκώθηκε η αποφορά της πολιτείας ως τα ουράνια. Στα νοσοκομεία πέθαναν και τα τελευταία θύματα του καύσωνα, κάτι γέροντες.
Οι υπάλληλοι του δήμου που όλον αυτό τον καιρό είχαν λουφάξει σε άγνωστα, απρόσιτα υπόγεια, πέρασαν τελικά με τα απορριμματοφόρα και μάζεψαν τα σκουπίδια.
Οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν πιο δυνατά και στους δρόμους ακούστηκαν οι πρώτες βρισιές των οδηγών. Η πόλη ξανάπαιρνε τη γνώριμη όψη της και ο Αλέκος γύρισε από το Ξυλόκαστρο.
Η Μιμή εκείνη την ώρα ξύριζε τα πόδια της.
-Ήρθα, της είπε στο τηλέφωνο.
-Ο καύσωνας όμως έφυγε, του είπε αυτή.
-Θέλω να επανορθώσω για προχθές.
-Τι έγινε προχθές, δεν πρόσεξα, είπε η Μιμή που δεν ήταν πια η Μιμή, αλλά η Μαίρη Χρονοπούλου που παίζει τους άντρες σαν κομπολόι με τις χάντρες.
Ο Αλέκος κατέβασε το ακουστικό, μπήκε το σπορ ανοιχτό αμάξι του, πάτησε το γκάζι μέχρι τέρμα και εξαφανίστηκε από τη ζωή της Μιμής.
Η Μιμή χαμογέλασε αδιάφορα.
Δεν ήταν ποτέ ο τύπος μου, εξήγησε στη Μιμή.
Η Μιμή τής απάντησε ότι ο Αλέκος είχε όλα τα προσόντα για μια ωραία σχέση που μπορεί να κατέληγε κάποτε σε ένα επιτυχημένο γάμο.
Η Μιμή της ανταπάντησε ότι ο άνδρας αυτός είχε κάνει το μοιραίο λάθος να την προσβάλει.
Τότε της είπε η Μιμή ότι ο κύριος Σπύρος την είχε προσβάλει ακόμα περισσότερο με κείνο το ποταπό χιλιάρικο.
Η Μιμή θύμωσε πολύ και της πέταξε την ξυριστική μηχανή στα μούτρα.
Με τη σειρά της η Μιμή τής πέταξε όλα τα επιστημονικά συγγράμματα κάτω κατηγορώντας την ότι δεν ήταν άξια για τίποτα σοβαρό.
Η Μιμή τότε έγινε έξαλλη και την αποκάλεσε ηλίθια και χαζοχαρούμενη που δεν ξέρει τι να κάνει τα χέρια της.
Και τότε η Μιμή που της το φύλαγε από καιρό την είπε τσούλα, καμπαρετζού και γυναίκα των καταγωγίων.
Η Μιμή άκουσε τις ύβρεις με εκπληκτική ψυχραιμία.
Έπιασε ύστερα τη Μιμή από το λαιμό και την έπνιξε. Πήρε το πτώμα της κατόπιν και το πέταξε από το μπαλκόνι στο δρόμο. Εκείνη τη στιγμή περνούσε από κάτω το απορριμματοφόρο του δήμου.
-Έπαθε ασφυξία από τη ζέστη, φώναξε στους ανθρώπους που κοίταζαν απορημένοι το πτώμα.
Τα σκουπίδια ανακατεύτηκαν με το κορμί της Μιμής και χάθηκαν όλα μαζί με θόρυβο μέσα από μια τρύπα.
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, η Μιμή ήταν έτοιμη, μακιγιαρισμένη και ανάλογα με το ρόλο της ντυμένη.
-Κατεβαίνω, είπε στον κύριο Σπύρο.
Επί τέλους απόψε η βραδιά ήταν δροσερή.
-Πού γουστάρεις να πάμε; Ρώτησε ο κύριος Σπύρος.
Η ξανθιά δίπλα του χαμογέλασε αινιγματικά.
Ετικέτες
καύσωνας,
σεξ,
σκυλάδικο,
σπορ αυτοκίνητο,
στάρλετ
21/6/10
Ο διπλανός σου χόμο σάπιενς από ποια εποχή προέρχεται;
Στις κοινωνίες μας κυκλοφορούν πολλές παραλλαγές του homo sapiens, από τον άνθρωπο των σπηλαίων ως το σημερινό άνθρωπο με διάφορες ενδιάμεσες αποχρώσεις και προσμίξεις.
Φυσικά είμαστε όλοι μας πολιτισμένοι, εφόσον χρησιμοποιούμε γλώσσα και ενίοτε γραφή, καλύπτουμε το σώμα μας με διάφορα υλικά που σκοπό έχουν να το προφυλάξουν από τις αυξομειώσεις της θερμοκρασίας και να το στολίσουν, βάφουμε το πρόσωπό μας για να το κάνουμε πιο ενδιαφέρον και κατασκευάζουμε πράγματα χρήσιμα ή διακοσμητικά, όπως π.χ. ακόντια και πυρηνικές κεφαλές, κολιέ από χρωματιστά πετραδάκια και εξπρεσιονιστικούς πίνακες.
Κατά κανόνα τα μέλη μιας κοινωνίας είναι λίγο πολύ όμοια μεταξύ τους, έτσι όσοι χρησιμοποιούν ακόντια, δεν γνωρίζουν τη χρησιμότητα των πυρηνικών κεφαλών και όσοι απολαμβάνουν τους εξπρεσιονιστικούς πίνακες, περιφρονούν τα πετραδάκια. Αυτό συνέβαινε τουλάχιστον μέχρι προ τινος. Διότι σήμερα στις προχωρημένες κοινωνίες μας βρίσκονται αναμεμιγμένοι εκπρόσωποι του homo sapiens από όλες τις εποχές και δεν είναι καθόλου παράξενο να πίνεις το ποτό σου σε ένα μπαρ και παραδίπλα να κάθεται ένας προϊστορικός συνάνθρωπός σου.
Πώς θα τον αναγνωρίσεις;
Δεν είναι εύκολο.
Έχει μάθει να προσαρμόζεται στις σημερινές συνθήκες και ξέρει να κρύβει την ακατέργαστη φύση του κάτω από σύγχρονο ντύσιμο. Δεν φορά δυστυχώς περιδέραια από πέτρες ούτε σείει κανένα ακόντιο. Οδηγεί αυτοκίνητο, γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, συνήθως έχει απολυτήριο λυκείου και συχνά και πανεπιστημίου και είναι εξοικειωμένος εν γένει με τους κοινωνικούς κανόνες. Αν σου πιάσει την κουβέντα, μπορεί και να μην καταλάβεις τίποτα, θα νομίζεις ότι συζητάς με έναν της εποχής σου.
Υπάρχουν όμως κάποια σημεία-κλειδιά στη συζήτηση, κάποιες καίριες ερωτήσεις που θα σε βοηθήσουν να τον αναγνωρίσεις.
Κατ’ αρχήν μην ψάξεις να μάθεις τι ψηφίζει. Ο προϊστορικός μας συνάνθρωπος βρίσκει σκέπη κάτω από όλες τις πολιτικές ιδεολογίες.
Είναι λίγο περίεργο αυτό, αλλά φαίνεται ότι τα κόμματα προκειμένου να αγρεύσουν ψήφους, διευρύνουν την ιδεολογία τους τόσο πολύ, ώστε τα όριά της γίνονται στο τέλος ασαφή. Σε τέτοια ασαφή εδάφη μπορεί να κινείται ο φίλος μας.
Μην ενδιαφερθείς επίσης να μάθεις, αν διαβάζει και τι διαβάζει. Θα σου θολώσει τα νερά και θα σε μπερδέψει. Σήμερα όλοι λίγο πολύ ισχυρίζονται ότι διαβάζουν. Μερικοί το κάνουν κιόλας. Ωστόσο η απλή ανάγνωση κειμένων δεν εγγυάται και πολλά πράγματα. Επί πλέον όλα τα κείμενα δεν είναι καλά κείμενα. Επομένως μην κάνεις τον κόπο να τον ρωτήσεις περί αυτού.
Ρώτα τον καλύτερα αν του αρέσει το κυνήγι. Αν σου απαντήσει ναι, τότε να αρχίσεις να υποψιάζεσαι. Ρώτησέ τον γιατί του αρέσει να παίρνει το όπλο και να ντουφεκά τα ανυποψίαστα αγρίμια, εφόσον μπορεί να αγοράσει την τροφή του από το γειτονικό σούπερ μάρκετ. Οι απαντήσεις του θα σε προσανατολίσουν οπωσδήποτε προς τη σωστή κατεύθυνση, γιατί θα είναι παράλογες. Μην τον ρωτήσεις, αν έχει σκύλο. Έχει και του επιβάλλεται με αυταρχικό τρόπο, έναν προηγούμενο που είχε τον παράτησε, δεν ήταν καλό κυνηγόσκυλο.
Φέρε τη συζήτηση κατόπιν στο θέμα των μεταναστών.
Αν σου πει ότι πρέπει να τους μαζέψουμε όλους και να τους πετάξουμε στη θάλασσα, τότε να αρχίσεις να ανησυχείς. Πες του ότι θα ήταν καλύτερα να είχε η χώρα μας μια λογική στη μεταναστευτική πολιτική, ώστε να μη φτάναμε στο σημερινό σημείο. Αν εκείνος σε ακούει αφηρημένος και απαντά με μισόλογα, είναι φανερό ότι δεν του αρέσει η λογική.
Μίλησέ του κατόπιν για τη βαθιά ανισότητα που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη μας και ζήτησε τη γνώμη του πώς μπορούμε να λύσουμε αυτό το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα.
Αν αρχίσει να σου αραδιάζει τσιτάτα, καλύτερα να μαζευτείς, ο συνομιλητής σου παπαγαλίζει. Αν σου απαντήσει με αοριστολογίες, σημαίνει ότι ποτέ δεν τον έχει απασχολήσει το θέμα. Αν σε κοιτάξει σαν να είσαι εξωτικό πτηνό, κόψε τη συζήτηση, σε θεωρεί γραφικό.
Μην κάνεις τον κόπο να αναφερθείς στη σύγχρονη υπερκατανάλωση πόρων, πηγών και προϊόντων για να δεις πώς θα αντιδράσει. Ασφαλώς κάτι θα έχει ακούσει και θα είναι προσεχτικός στις απαντήσεις του. Ρώτα τον καλύτερα, αν πηγαίνει στη δουλειά του με τη συγκοινωνία ή με το δικό του αυτοκίνητο. Με την ευκαιρία, μάθε τη μάρκα του αυτοκινήτου του. Είναι μια πολύ κατατοπιστική πληροφορία.
Ρώτησέ τον έπειτα τι άποψη έχει για το ποινικό σύστημα της χώρας.
Μπορεί να μην έχει καθόλου άποψη και αυτό πρέπει να σε προβληματίσει.
Ξαναρώτησέ τον, αν οι παραβάτες του νόμου, βγαίνοντας από τη φυλακή, έχουν κατά τη γνώμη του σωφρονιστεί. Το πιθανότερο είναι ότι θα σου απαντήσει όχι, επειδή αυτό το γνωρίζει εκ πείρας.
Τότε ρώτησέ τον μήπως οι φυλακές πρέπει να καταργηθούν και να αντικατασταθούν από πραγματικά σωφρονιστικά ιδρύματα. Αν σου πει ναι, ρώτησέ τον πώς φαντάζεται ότι πρέπει να λειτουργούν αυτά τα σωφρονιστικά ιδρύματα. Αν δεν ξέρει τι να σου απαντήσει ή αν ξεγλιστρήσει σε περιγραφές ταπείνωσης και σωματικής κακοποίησης, τότε ξέρεις ότι μπροστά σου δεν βρίσκεται ένας σύγχρονος άνθρωπος.
Καπάκι από πάνω ρώτησέ τον ποια άποψη έχει για τη θανατική ποινή.
Αν σου πει ότι πρέπει να επανέλθει στη νομοθεσία μας, είναι βέβαιο ότι έχεις μπροστά σου έναν άνθρωπο από το παρελθόν. Αν σου αρχίσει και τις περιγραφές (να τους κρεμούν στις πλατείες να τους βλέπει ο κόσμος και άλλα ακόμα πιο ανατριχιαστικά), τότε μπορείς να προσδιορίσεις με ακρίβεια την εποχή από την οποία προέρχεται. Προέρχεται από το Μεσαίωνα.
Μην τον ρωτήσεις τι γνώμη έχει για τον πόλεμο.
Θα σου πει ότι είναι εναντίον, επειδή έτσι έχει ακούσει να λένε όλοι γύρω του. Μην τον ρωτήσεις τι γνώμη έχει για τους αμερικανούς. Έχει τη χειρότερη γνώμη, γιατί καταλαβαίνει ότι το αντίθετο θα του δημιουργούσε πρόβλημα με τους συνομιλητές του.
Ρώτα τον καλύτερα τι γνώμη έχει για τους Τούρκους.
Με την ευκαιρία φέρε την κουβέντα στον Πατριάρχη και ρώτησέ τον, αν κάνει καλά που προσπαθεί να συνεννοηθεί με τις άλλες χριστιανικές εκκλησίες της Δύσης. Από τις αντιδράσεις του θα καταλάβεις πολλά πράγματα.
Μια και η κουβέντα σας θα έχει φτάσει ως εκεί, ρώτα τον πώς βλέπει τις άλλες θρησκείες, το μωαμεθανισμό, το βουδισμό, τον ινδουισμό.
Πάλι θα καταλάβεις πολλά πράγματα από τις απαντήσεις του.
Αν έχεις το θάρρος, κάνε του μια ανιχνευτική ερώτηση , αν δηλαδή θεωρεί δικαίωμα του ανθρώπου να δίνει τέλος στη ζωή του σε περίπτωση που πάσχει από επώδυνη και ανίατη ασθένεια. Μην αναφέρεις τη λέξη ευθανασία, γιατί μπορεί να τον ερεθίσεις.
Αν πάλι δεν έχεις τόσο θάρρος, ρώτα τον τουλάχιστον, αν συμφωνεί με την καύση των νεκρών.
Μην τον ρωτήσεις, αν πιστεύει στο Θεό ή όχι.
Ο προϊστορικός συνάνθρωπός μας μπορεί να είναι θρησκευόμενος, μπορεί να είναι και άθεος. Και στις δύο πάντως περιπτώσεις είναι κακός θρησκευόμενος και κακός άθεος.
Καλό επίσης είναι να εξετάσεις τι είναι αυτό που τον κάνει να γελά.
Του προκαλούν το γέλιο παραδείγματος χάριν οι πολύ κοντοί ή οι πολύ χοντροί; Οι γέροντες με άνοια και γενικώς οι γέροντες; Κάποιοι προβληματικοί που τριγυρνούν στους δρόμους μονολογώντας; Οι χωρικοί με τη βαριά προφορά; Οι αναλφάβητοι; Μήπως γελά με τις βωμολοχίες; Με μια γάτα που της έχουν δέσει ένα τενεκεδάκι στην ουρά; Με αυτούς που ψευδίζουν ή τραυλίζουν;
Αν σου πει ναι, σήκω και φύγε αμέσως από κοντά του. Είναι ένας επικίνδυνος προϊστορικός. Αν πάλι σου πει ότι γελά περισσότερο με τον εαυτό του παρά με τους άλλους, μείνε στη θέση σου, υπάρχουν ελπίδες.
Κάνε του άλλη μια ανιχνευτική ερώτηση, αυτή τη φορά σχετικά με την ισότητα των δύο φύλων. Αν αρχίσει να αναμασά τα γνωστά αναμασήματα, «βεβαίως και οι γυναίκες έχουν δικαιώματα» κλπ, κάνε του μια πιο προσωπική ερώτηση:
Πώς θα του φαινόταν παραδείγματος χάριν, αν αυτός καθόταν μόνιμα στη θέση του συνοδηγού και η γυναίκα του πάντα στη θέση του οδηγού;
Ή: θα τον ενοχλούσε, αν η γυναίκα του είχε ανώτερη μόρφωση, υψηλότερες αποδοχές και μεγαλύτερη κοινωνική αναγνώριση;
Ή: θα ήθελε ο ίδιος να ασχοληθεί με τα οικιακά και τη φροντίδα των παιδιών, ενώ η γυναίκα του θα εργαζόταν για τον επιούσιο;
Ή:θα ένιωθε μειονεκτικά, αν έπαιρναν αυτός και τα παιδιά του το επώνυμο της γυναίκας του;
Αν ο συνομιλητής σου είναι θηλυκού γένους, κάνε ακριβώς τις ίδιες ερωτήσεις. Από τις απαντήσεις που θα πάρεις , θα καταλάβεις αν έχεις μπροστά σου ένα σύγχρονο άνθρωπο ή κάποιον παλαιοτέρας κοπής , μεταμφιεσμένο σε σύγχρονο.
Σε περίπτωση που ο συνομιλητής σου είναι θηλυκού γένους, συνέχισε τις ερωτήσεις. Ρώτα την γιατί οι ομόφυλές της κρύβουν την ηλικία τους, γιατί κυκλοφορούν μισόγυμνες μέσα στο κρύο, γιατί βάφουν ξανθά τα γκρίζα μαλλιά τους και γιατί, όταν ταξιδεύουν εκτός Ελλάδος, καταναλώνουν όλο το χρόνο τους στα μαγαζιά αγοράζοντας πανάκια, αντί να δουν τη χώρα και τον πολιτισμό της. Αν σου απαντήσει ότι αυτή είναι η φύση των γυναικών, εξήγησέ της ότι με τέτοια τερτίπια δεν πρόκειται ποτέ να εξισωθούν με τους άνδρες. Αν σηκώσει τους ώμους αδιάφορα ή αν θυμώσει υπερβολικά με την παρατήρησή σου, τότε πρόκειται για μια προϊστορική κυρία που αρνείται να ξεβολευτεί και να αναλάβει το νέο ρόλο που της προτείνει η κοινωνία.
Τέλος, αν ακόμα δεν έχεις καταφέρει να προσδιορίσεις τι ακριβώς έχεις απέναντί σου, ρώτησέ το συνομιλητή σου τι είναι προτιμότερο για μια φτωχή χώρα: να έχουν τα παιδιά της ψωμί να φάνε ή να μάθουν ανάγνωση και γραφή; Αν σου απαντήσει ότι είναι καλύτερο το δεύτερο, ρώτησέ τον σε τι θα τους χρησιμεύσουν τα κολλυβογράμματα που θα μάθουν σε μια χώρα όπου οι άνθρωποί της πεθαίνουν της πείνας. Εξήγησέ του ότι αυτό λέγεται πρωθύστερο σχήμα, διότι πρώτα
εξαλείφεται η πείνα και κατόπιν δημιουργούνται θέσεις εργασίας για εγγράμματους. Εξήγησέ του επίσης ότι ένα υποσιτισμένο παιδί καλύτερα έχει να φάει ένα πιάτο φαγητό παρά να γράφει με τρεμάμενο χεράκι «εγώ τρώω, εσύ τρως, αυτός τρώει».
Αν εκείνος συνεχίσει και σου πει ότι δεν αγοράζει ποτέ προϊόντα παιδικής εργασίας, ρώτησέ τον, τι θα απογίνουν αυτά τα παιδιά, όταν θα βρεθούν στους δρόμους χωρίς εργασία. Εξήγησέ του ότι η χώρα στην οποία ανήκουν, δεν σκοπεύει να μεριμνήσει γι αυτά.
Μήπως έχει σκεφτεί κάποια εναλλακτική λύση;
Ποια;
Αν δείξει ιδιαίτερα ευαίσθητος στο θέμα των παιδιών, αυτό είναι καλό σημάδι, αλλά εσύ μην επαναπαυθείς. Ρώτα τον αν γνωρίζει ότι παιδιά δεν διακινούνται μόνο με σκοπό την πορνεία ή την αφαίρεση οργάνων, αλλά με σκοπό τη θανάτωσή τους μπροστά στις οθόνες του υπολογιστή προς ευχαρίστηση άρρωστων ψυχικά ενήλικων θεατών.
Αν τον δεις επιτέλους να χάνει την αταραξία του και να εξεγείρεται, τότε μάλλον έχεις μπροστά σου ένα σύγχρονο άνθρωπο, με τον οποίο μπορείς να συνεννοηθείς.
Για καλό και για κακό κάνε του και ένα τελευταίο τεστ:
Ρώτησέ τον, αν έχει πάει ποτέ σε σφαγείο ή έστω αν έχει αναρωτηθεί τι γίνεται σε κείνους τους κρυμμένους από τους υπόλοιπους ανθρώπους τόπους, για τους οποίους κανείς ποτέ δεν μιλά.
Από την απάντησή του θα βγάλεις το τελικό σου συμπέρασμα.
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, στους enet διαλόγους).
7/6/10
Γεροντικό οιδιπόδειο
Στην κηδεία της εκατόχρονης μητέρας του ο κύριος Τάκης, εβδομήντα πέντε ετών, έκλαιγε γοερά κι αφύσικα.
Συγκινηθήκαμε με το θέαμα κι εμείς κι ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε τον κοπετό μαζί του, όταν μας πρόλαβε η νύφη της νεκρής, η σύζυγος του γιου, μια γραία γύρω στα ογδόντα πέντε.
-Έλα, Τάκη, ησύχασε! είπε αυστηρά στον άντρα της.
Κι ο κύριος Τάκης πέφτοντας στην αγκαλιά της με λυγμούς παρηγορήθηκε γλυκά, όπως παρηγοριόταν άλλωστε εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)