19/5/10
Περαστικοί διαδηλωτές
Από μια μοιραία σύμπτωση ή ίσως από κακό συντονισμό βρέθηκαν προ καιρού σε μια κεντρική λεωφόρο της πόλης μερικές άσχετες μεταξύ τους αλλά πολύ φανατισμένες ομάδες πολιτών.
Είχε μόλις τελειώσει το ματς και οι φίλαθλοι ανεμίζοντας σε κατάσταση αλλοφροσύνης τα χρωματιστά κασκόλ τους είχαν ξεχυθεί αλαλάζοντας στο δρόμο, όταν λίγο πιο κάτω, στη συμβολή της λεωφόρου με ένα κεντρικό δρόμο, συναντήθηκαν με μια άλλη ομάδα πολιτών, που διαδήλωνε κρατώντας πανό και σημαίες στα δικά της χαρακτηριστικά χρώματα. Οι δυο ομάδες αγνόησαν αρχικά η μία την άλλη και πήγαν να προσπεράσουν, αλλά τα μέλη τους μπλέχτηκαν και έχασαν όλοι τον προσανατολισμό τους.
Εκείνη την ώρα μια νέα ομάδα πολιτών με ακαθόριστα συνθήματα φάνηκε να έρχεται από το βάθος της λεωφόρου και η σύγχυση επιτάθηκε τα αμέσως επόμενα λεπτά, όταν ενώθηκε κι αυτή μαζί με τις προηγούμενες δύο σ’ ένα πρωτοφανές κομφούζιο αλαλαγμών, σφυριγμάτων και ιαχών.
-Τι ακριβώς συμβαίνει; άρχισαν να ρωτούν οι περαστικοί και πολλοί μαγαζάτορες άφησαν τη δουλειά τους και βγήκαν να χαζέψουν το περίεργο θέαμα.
-Αν δεν κάνω λάθος, αυτοί εκεί με τα κασκόλ είναι φίλαθλοι, είπε ένας περαστικός μετά από προσεχτική παρατήρηση.
-Καλύτερα να εξαφανιστούμε, πριν μας βρει κανένα κακό, είπε ένας άλλος κι έστριψε βιαστικός στο διπλανό σοκάκι.
Στη λεωφόρο η κυκλοφορία είχε διακοπεί.
Από τα δύο άκρα της, από την πάνω μεριά και από την κάτω, έφταναν οι θυμωμένες τσιριξιές των κλάξον και των μπλοκαρισμένων οδηγών. Εν τω μεταξύ οι τρεις ομάδες πολιτών είχαν εντελώς αναλυθεί στα στοιχεία τους και είχαν μεταβληθεί σε ένα μεγάλο και αλλοπρόσαλλο πλήθος που σβούριζε και στριφογύριζε επί τόπου, όπως περίπου κάνουν μερικά έντομα που ζουν κατά σμήνη.
-Αυτοί εκεί οι ηλικιωμένοι θα πρέπει να διαμαρτύρονται για τις συντάξεις τους, είπε ένας περαστικός στο διπλανό του.
-Έτσι φαίνεται, απάντησε ο άλλος. Αλλά εκείνοι οι νεαροί με τα καδρόνια;
-Μήπως είναι αναρχικοί;
-Ίσως είναι προβοκάτορες.
-Όλα είναι πιθανά, είπε ο πρώτος περαστικός.
-Συμπίπτουν πουθενά οι προβοκάτορες με τους φίλαθλους; ρώτησε μια γυναίκα που κρατούσε από το χέρι ένα αγοράκι.
-Ποιος ξέρει, είπε ένας άλλος περαστικός.
-Τουλάχιστον συμπίπτουν οι συνταξιούχοι με καμιά άλλη ομάδα; Ρώτησε πάλι η γυναίκα.
-Άγνωστο, είπε ο ίδιος περαστικός.
-Τι λένε, μαμά; Ρώτησε το αγοράκι.
Το πλήθος κάτι φώναζε με πολύ πάθος και πείσμα, αλλά κανείς δεν μπορούσε να ξεδιακρίνει τι. Οι περαστικοί έστησαν αυτί.
-Νομίζω ότι ξεχωρίζω κάτι, αλλά είναι ασυνάρτητο, είπε ένας ηλικιωμένος περαστικός.
-Κι εγώ το ίδιο, είπε μια κομμώτρια που στεκόταν έξω από το μαγαζί της. Τι πάει να πει: «Ζήτω ο κάτω τη δικαιοσύνη»;
Οι περαστικοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους απορημένοι.
-Εγώ ακούω άλλο, είπε ο ηλικιωμένος. Νομίζω ότι λένε: «Φασισμαϊκός έξω φυλακή».
-Πώς γίνεται να ακούμε δυο διαφορετικά αλλά το ίδιο παράλογα συνθήματα; ρώτησε η κομμώτρια.
Κανείς δεν απάντησε.
Μια κυρία με ρόλεϊ στα μαλλιά που η κομμώτρια είχε αφήσει στη μέση, πρόβαλε στην πόρτα και ρώτησε:
-Θα πέσει ξύλο;
Κανείς δεν της έδωσε σημασία.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε και η τέταρτη ομάδα πολιτών. Αυτή ερχόταν από το πάνω μέρος της λεωφόρου με κάποια μικρή καθυστέρηση λόγω του μποτιλιαρίσματος. Προχώρησε με ρυθμικό βήμα τραγουδώντας ένα παράξενο τραγούδι και χώθηκε ανάμεσα στους άλλους χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
-Αυτοί πάλι τι είναι; Ρώτησε η κυρία με τα ρόλεϊ.
Ο κόσμος συγκέντρωσε την προσοχή του, αλλά δυσκολεύτηκε πολύ να βγάλει συμπέρασμα, γιατί οι καινούργιοι είχαν μέσα σε δευτερόλεπτα διαλυθεί και ανακατευτεί με τους προηγούμενους.
Όλοι εν τω μεταξύ σβούριζαν και φώναζαν και πάνω από τα κεφάλια τους ανέμιζαν πανιά όλων των χρωμάτων.
-Αυτοί, είπε ένας σπυριάρης νεαρός που στεκόταν δίπλα στην κυρία με το αγοράκι, πρέπει να είναι από θρησκευτική οργάνωση.
-Συμπίπτουν πουθενά με τους άλλους; ρώτησε η κομμώτρια.
Κανείς δεν απάντησε.
-Τι λένε τώρα, μαμά; ρώτησε το αγοράκι.
Οι περαστικοί έστησαν πάλι αυτί.
Ξαφνικά ο ηλικιωμένος κύριος έγινε κατακόκκινος κι έβαλε τις φωνές.
-Αίσχος, είπε έξαλλος, αυτό είναι αίσχος!
-Αυτό το σύνθημα φωνάζουν; ρώτησε η μαμά.
-Χάσαμε πλέον κάθε αίσθημα αιδούς, συνέχισε αυτός εξαγριωμένος.
-Αυτό λένε; Ρώτησε η κομμώτρια.
-Τι λένε; Ρώτησε ένας ψηλός ξερακιανός τύπος που μόλις είχε πλησιάσει.
-«Οι χριστιανοί ζητάνε γκολ», είπε αγανακτισμένος ο ηλικιωμένος και απέφυγε να κοιτάξει προς το μέρος της κομμώτριας.
-Εγώ πάλι ακούω άλλο, είπε ο ξερακιανός τύπος. «Οι πολίτες θέλουν γκολ».
Ο ηλικιωμένος ηρέμησε κάπως.
-Μπορεί να κάνω λάθος, είπε απολογητικά προς την κομμώτρια.
-Θα πέσει ξύλο τελικά; Ξαναρώτησε η κυρία με τα ρόλεϊ.
Το αγοράκι γύρισε και την κοίταξε.
Ένας καινούργιος περαστικός ήρθε βιαστικός και χώθηκε ανάμεσα στους άλλους.
-Έχει φρακάρει όλη η λεωφόρος και τα στενά, είπε ανήσυχος.
Οι άλλοι τον κοίταξαν καχύποπτα.
-Από πού έρχεσαι; τον ρώτησε ο ψηλός ξερακιανός.
-Οι οδηγοί έχουν βγει από τα αυτοκίνητά τους και φωνάζουν συνθήματα, συνέχισε ο καινούργιος, χωρίς να του δώσει σημασία.
-Μήπως είσαι διαδηλωτής; ρώτησε ο ξερακιανός και τον περιεργάστηκε επίμονα.
-Είμαι ένας απλός περαστικός, απάντησε ο άλλος.
-Περαστικός διαδηλωτής; ρώτησε η κυρία με τα ρόλεϊ.
Το αγοράκι γύρισε και την ξανακοίταξε.
-Γιατί δεν διαλύονται επί τέλους; Είπε κάποιος που ως τώρα στεκόταν σιωπηλός έξω από ένα φωτογραφείο.
-Εσείς περαστικός είστε; ρώτησε η μαμά.
-Δεν είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω, είπε ο άλλος εχθρικά.
-Ο φωτογράφος είναι, είπε στη μαμά η κομμώτρια.
Ο φωτογράφος μπήκε στο φωτογραφείο και κατέβασε βιαστικά τα ρολά.
-Γιατί δεν διαλύονται; Ρώτησε η μαμά την κομμώτρια.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι χωρίς νόημα.
-Έρχονται κι άλλοι! φώναξε ξαφνικά με μια περίεργη έξαψη ο σπυριάρης νεαρός, νάτοι, τους βλέπω, τώρα στρίβουν και μπαίνουν στη λεωφόρο, νάτοι, έρχονται από αριστερά!
Έσπρωξε νευρικά τους άλλους και σήκωσε το χέρι να τους δείξει.
Οι περαστικοί γύρισαν αυτόματα τα κεφάλια τους και σπρώχτηκαν να δουν τους νεοφερμένους.
-Θεέ μου! είπε η μαμά.
Το αγοράκι άρχισε να φωνάζει:
-Πού είναι, θέλω να τους δω, μαμά, σήκωσέ με να τους δω.
Η μαμά το σήκωσε με τη βοήθεια της κομμώτριας. Το αγοράκι καβάλησε στους ώμους της μαμάς και κοίταζε.
-Νάτοι, νάτοι! χειρονομούσε ο σπυριάρης νεαρός.
Οι καινούργιοι ντυμένοι παρδαλά και ανεμίζοντας πολύχρωμα λάβαρα προχωρούσαν με δυσκολία ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα. Τελικά έφτασαν τους άλλους διαδηλωτές και με ξαφνική χαρά, τελείως αψυχολόγητη για τις περιστάσεις, όρμησαν και ανακατεύτηκαν μαζί τους ουρλιάζοντας και ξεφωνίζοντας.
Το πλήθος πήρε τώρα να στριφογυρίζει με μεγαλύτερη ταχύτητα και οι φωνές, μπερδεμένες, δυνατές και πεισματάρες επέμεναν πάνω στα ίδια μοτίβα συν ένα ακόμα νέο μοτίβο που έδωσε την ευκαιρία για καινούργιες παραλλαγές.
Ο σπυριάρης νεαρός άρχισε να ουρλιάζει και να χειρονομεί με πάθος και οι άλλοι παραμέρισαν ταραγμένοι και τον κοίταζαν σαν να τον έβλεπαν για πρώτη φορά.
Ο ψηλός ξερακιανός τού φώναξε:
-Με μας είσαι ή με τους διαδηλωτές;
Αυτός σταμάτησε τα ουρλιαχτά και στάθηκε μετέωρος, Έπειτα ξαφνικά έκανε στροφή και χύμηξε προς το μέρος των διαδηλωτών. Χάθηκε αλαλάζοντας μέσα στο πλήθος.
-Προβοκάτσια, είπε ο ξερακιανός κι έφτυσε κάτω.
Η κυρία με τα ρόλεϊ έβγαλε ταραγμένη τα ρόλεϊ και είπε:
-Θα πέσει σίγουρα ξύλο. Καλύτερα να του δίνουμε.
Το αγοράκι φώναξε πάνω από τους ώμους της μαμάς:
-Τι λένε τώρα, μαμά;
Η μαμά δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα, γινόταν πανδαιμόνιο.
-Τι λένε; είπε ο ηλικιωμένος κύριος. Δεν ξεχωρίζω τι λένε.
Ο περαστικός που είχε έρθει προ ολίγου είπε:
-Λένε «απόψε τα αιτήματα στη φυλακή».
-Αποκλείεται να θέλουν να πάνε φυλακή, είπε ο ηλικιωμένος.
Ένας κοντός που είχε σκαρφαλώσει στο διπλανό περίπτερο κατέβηκε και πλησίασε.
-Τι λένε; Τον ρώτησε η κομμώτρια.
Το αγοράκι φώναξε από τους ώμους της μαμάς του:
-Λένε «οι συνταξιούχοι στη φυλακή».
-Έχει νόημα κάτι τέτοιο; ρώτησε η κομμώτρια.
Ο κοντός είπε:
-Αυτό το σύνθημα μ’ αρέσει.
Άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους περαστικούς και πέρασε από τη μεριά των διαδηλωτών.
-Έχουμε διαρροές, είπε η γυναίκα με τα ρόλεϊ.
Ο ξερακιανός ξανάφτυσε κάτω με σιχασιά.
Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε και η αστυνομία.
Οι ένστολοι γλίστρησαν σαν αιλουροειδή ανάμεσα στα φρακαρισμένα αυτοκίνητα και κινήθηκαν προς την κατεύθυνση των περαστικών.
Η μαμά κατέβασε το αγοράκι από τους ώμους της και πήγε να το βάλει στα πόδια. Ένας ένστολος τής έκλεισε το δρόμο.
-Πού πάτε εσείς; τη ρώτησε.
Το αγοράκι έβαλε τα κλάματα και η μαμά ψέλλισε δυο τρεις ακατάληπτες φράσεις.
-Είστε διαδηλώτρια ή περαστική; την ξαναρώτησε αυτός.
-Περαστική, απάντησε πρόθυμα η μαμά.
Ο ένστολος την παρατήρησε καχύποπτος:
-Ανένταχτη δηλαδή.
Η μαμά άνοιξε το στόμα της, αλλά δεν έβγαλε κανένα ήχο.
Οι άλλοι περαστικοί αντάλλαξαν μεταξύ τους χλωμά βλέμματα. Ο ηλικιωμένος κύριος φώναξε στους αστυνομικούς:
-Εγώ είμαι διαδηλωτής, αλλά έχασα την ομάδα μου.
-Ποια είναι η ομάδα σας; τον ρώτησε ένα άλλος ένστολος και πλησίασε.
Ο ηλικιωμένος ταλαντεύτηκε για λίγο.
-Είμαι με τους διαμαρτυρόμενους οικοδόμους, είπε μετά.
-Δεν υπάρχει τέτοιο είδος διαδηλωτών σήμερα.
-Είμαι με τους διαμαρτυρόμενους φίλαθλους , διόρθωσε αυτός.
-Περάστε γρήγορα στη θέση σας και μην ξαναχαθείτε, είπε ο άλλος αυστηρά και του έκανε τόπο να περάσει.
Ο ηλικιωμένος πετάχτηκε σαν ελατήριο και χώθηκε μέσα στο πλήθος.
Η μαμά με το αγοράκι έκλαιγαν εν τω μεταξύ γοερά.
-Λυπάμαι, της είπε ο ένστολος. Αλλά βλέπετε είμαστε υποχρεωμένοι.
Το αγοράκι σταμάτησε απότομα να κλαίει και τον κοίταξε.
-Εσείς τι διαδηλώνετε; τον ρώτησε.
Ο αστυνομικός έγινε άσπρος σαν χαρτί.
-Στην κλούβα! Φώναξε.
Η μαμά και το αγοράκι εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλμού.
Την ίδια στιγμή άλλοι ένστολοι ζητούσαν τα στοιχεία των υπόλοιπων περαστικών. Μερικοί κατάφεραν ύπουλα να διαφύγουν και να περάσουν λαθραία στους διαδηλωτές. Μερικοί άλλοι που θεωρηθήκαν ύποπτοι μεταφέρθηκαν με συνοδεία στις κλούβες που περίμεναν λίγα στενά πιο πίσω.
Η κομμώτρια και η κυρία με τα ρόλεϊ εξήγησαν ότι δεν ήταν ούτε περαστικές ούτε ανένταχτες, αλλά ότι τη συγκεκριμένη αυτή στιγμή ήταν αλλού απασχολημένες. Οι αστυνομικοί κράτησαν τα στοιχεία τους και τις διέταξαν να απομακρυνθούν από την ύποπτη περιοχή.
Η κομμώτρια έκλεισε βιαστικά το μαγαζί της κι έφυγε τρέχοντας μαζί με την κυρία προς την κατεύθυνση των διαδηλωτών.
Ο περαστικός που είχε έρθει τελευταίος, είχε τώρα εξαφανιστεί.
Ο μόνος που απέμενε ήταν ο ψηλός ξερακιανός τύπος.
-Τα στοιχεία σου, είπε συνοφρυωμένος ένας ένστολος.
Ο ξερακιανός έβγαλε αργά την ταυτότητα από την τσέπη του και του την έδωσε.
-Ποια είναι η ομάδα σου; ρώτησε ο αστυνομικός.
-Δεν ανήκω σε καμιά ομάδα, απάντησε αυτός.
Πίσω από τα ρολά του φωτογραφείου φάνηκε μια σκιά και ξαναχάθηκε αμέσως.
-Εννοείς ότι δεν ανήκεις πουθενά;
Δυο τρεις ένστολοι πλησίασαν και τον περικύκλωσαν.
-Μάλιστα, αυτό εννοώ.
-Δεν είσαι φίλαθλος, συνταξιούχος, αναρχικός, κάτι τέλος πάντων;
-Όχι, είπε αυτός.
-Δεν ανήκεις σε καμιά ομάδα, έστω μικρή, συνοικιακή, ενοριακή, προστατευτική, επαρχιακή;
-Όχι.
-Πουθενά;
-Πουθενά.
Ο αστυνομικός τον περιεργάστηκε για λίγο.
-Φίλε μου, την έχεις άσχημα, είπε στο τέλος.
Η σκιά πίσω από τα ρολά του φωτογραφείου ήρθε ξανά και ακινητοποιήθηκε σε μιαν άκρη.
-Πολύ άσχημα, επανέλαβε ο αστυνομικός κι έκανε νόημα στους άλλους να τον οδηγήσουν στην κλούβα.
Ο ξερακιανός χωρίς άλλη συζήτηση ακολούθησε το πεπρωμένο του.
Από τους περαστικούς δεν είχε μείνει πια κανείς.
-Τι θα γίνει με τους οδηγούς; ρώτησε ένας ένστολος τον αστυνομικό.
-Τι θες να γίνει, δεν διαδηλώνουν;
-Μάλιστα, είπε ο ένστολος, διαδηλώνουν κατά της διαδήλωσης. Απαιτούν να διαλυθούν οι διαδηλωτές για να μπορέσουν να περάσουν.
-Εν τάξει τότε. Είναι μέσα στα πλαίσια του νόμου.
Έπειτα γύρισε προς το μέρος των διαδηλωτών.
-Τι λένε τώρα;
-Δεν ακούτε;
-Τι να ακούσω με αυτό το χαλασμό.
Ο ένστολος ξερόβηξε.
-Εγώ κάτι ακούω πάντως.
Ο άλλος έστησε αυτί.
-Τρελαθήκαμε τελείως, μου φαίνεται, είπε μετά. Τι πάει να πει «Απόψε πεθαίνει ο λαός»;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
8 σχόλια:
Τελικά αν δεν φορέσεις ταμπελίτσα που να δηλώνει ότι ανήκεις σε κάποια ομάδα την έχεις άσχημα.
Ανώνυμε, να σου πω μόνο ότι αυτό το έχω γράψει εδώ και περισσότερο από είκοσι χρόνια. Το ξετρύπωσα προχθές και το βρήκα πολύ επίκαιρο.
Καίτη μου, ήμουν πολύ σίγουρη ότι επρόκειτο για κάποιο κείμενο που έχεις γράψει καιρό τώρα παρ' όλα αυτά είναι βασανιστικά επίκαιρο. Μέσα στη βιασύνη μου ξέχασα και να δηλώσω, στο πρώτο μου σχόλιο, ποιά απ' όλους τους ανώνυμους είμαι.
Χριστίνα.
Γεια σου, Χριστίνα.
Σ' ευχαριστώ για το σχόλιο.
Καθώς σε διάβαζα μου ήρθαν αυτόματα στο νου σκόρπιες εικόνες, σκόρπιες αλλά εφιαλτικά έντονες, από την καταπληκτική ταινία του Σουηδού Ρόι Αντερσον: "Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο".
Όλο το παράλογο μιας γυμνής από κοινές αξίες και διεκδικήσεις ανθρώπινης αντίδρασης στους δρόμους, ένα ανθρώπινο κομφούζιο, μια Βαβέλ.
Ουρλιαχτά για το κοινό ψωμί και το κοινό παντεσπάνι δεν πάνε μαζί!
Αλλά εμείς τα κάνουμε να πάνε.
Κι έτσι αυτά πηγαίνουν μόνα τους.
Χωρίς εμάς.
Η απόλυτη απουσία.
Η τρέλα.
AKG,
τουλάχιστον να μπορούσαμε να συνεννοηθούμε για δυο τρία απλά και βασικά πράγματα. Κι αυτό καλό θα ήταν.
Νομίζω ότι υπάρχουν δυο τρία βασικά πράγματα, που μπορούμε όλοι να συνεννοηθούμε και που πρωτογενώς δεν έχουν σχέση με ιδέες, αλλά με την απειλή της βιολογικής ζωής μας, δηλαδή θα βγούμε όλοι στο δρόμο, αν μας αφήσουν να ψοφήσουμε από την πείνα, αν μας πετάξουν έξω από το σπίτι μας (ή ό, τι συμβολικά είναι σαν το σπίτι μας), αν μας βασανίσουν ή αν μας σκοτώσουν κάποιον δικό μας (ή συμβολικά δικό μας, δηλαδή και πάλι αν απειληθούμε οι ίδιοι).
Γι αυτά τα απλά και βασικά πράγματα έχουν γίνει οι μεγαλύτερες επαναστάσεις, αυτές που άλλαξαν σελίδα στην ιστορία.
Για όλα τα άλλα δεν νομίζω ότι συνεννούμαστε, ούτε ότι θα συνεννοηθούμε ποτέ.
Θα βγούμε βέβαια στο δρόμο, θα φάμε τα λυσσιακά μας και μετά θα πάμε να μοιραστούμε λαίμαργα τις λείες μας ο καθένας στη φωλιά του, στο μαντρί του ή στο εργαστήρι του.
Και οι καλές λείες θα αναδείξουν τον επόμενο μονομάχο/χασάπη της αρένας της εξουσίας.
(Διότι, είπαμε, άλλο το ψωμί κι άλλο το παντεσπάνι...)
AKG,
πώς να το κάνουμε, παντεσπάνι δεν έχει για όλους.
Μη μου πειράζετε το παντεσπάνι μου!
Δημοσίευση σχολίου