Λίγο πριν ξεψυχήσει η Ελεονόρα, χρόνια φαγωμένη από την αρρώστια και σκιά του παλιού εαυτού της, ήρθε ο Άγγελος του Θανάτου και στάθηκε από πάνω της.
-Κουράγιο, Ελεονόρα, της είπε, σε λίγο θα σε πάρω αποδώ.
Οι άλλοι που παράστεκαν γύρω γύρω δεν είδαν φυσικά τίποτα και νόμισαν ότι η άρρωστη παραμιλούσε. Αλλά η Ελεονόρα μιλούσε με τον Άγγελο.
-Πού θα με πας; τον ρώτησε.
-Θα σε πάω στο τίποτα, είπε ο Άγγελος.
Τότε εκείνη άρχισε να κλαίει και να λέει :
-Σ’ όλη μου τη ζωή έζησα τίμια και υπέφερα πολλά. Νόμιζα λοιπόν πως τώρα που ήρθε η ώρα μου, θα πήγαινα στις αγκάλες του Κυρίου.
Ο Άγγελος τής απάντησε :
-Ελεονόρα, μη γίνεσαι αχάριστη. Τόσα χρόνια ήσουν στις αγκάλες του Κυρίου. Δεν μπορείς όμως να μείνεις αιώνια εκεί. Είναι κι άλλοι που περιμένουν τη σειρά τους.
-Και ο Παράδεισος, η Κόλαση; ρώτησε αυτή. Ψέματα ήταν όσα μας έμαθαν οι παλαιότεροι;
Τότε ο Άγγελος χαμογέλασε και είπε:
-Ελεονόρα, σ’ όλη σου τη ζωή υπήρξες τυφλή. Τώρα πεθαίνεις από τη φριχτή αρρώστια σου κι ακόμα δεν κατάλαβες ποιος είναι ο Κύριος, στο βασίλειο του οποίου καταναλώθηκες.
Η Ελεονόρα άνοιξε διάπλατα τα μάτια και κοίταξε με τρόμο τον Άγγελο.
-Ναι, είπε αυτός, σωστά μάντεψες. Αλλά μη φοβάσαι, γιατί έφτασες πια στο τέλος.
Σήκωσε τη ρομφαία του και με μια γρήγορη σπαθιά έκοψε την ψυχή της και την πήρε μαζί του στην ανυπαρξία.