6/9/18

Η επιστολή του Απίωνος







Διαβάστε αυτή την επιστολή που στέλνει στον πατέρα του ένας νεαρός που μόλις έχει καταταγεί στο ναυτικό:

Ἀπίων Ἐπιμάχῳ τῶι πατρὶ καὶ κυρίῳ
( Ο Απίων στον Επίμαχο, τον πατέρα
και κύριό του )πλεῖστα χαίρειν.
πρὸ μὲν πάντων εὔχομαί σε ὑγιαίνειν καὶ διὰ παντὸς
ἐρ<ρ>ωμένον (γερός)  εὐτυχεῖν μετὰ τῆς ἀδελφῆς
μου καὶ τῆς θυγατρὸς αὐτῆς καὶ τοῦ ἀδελφοῦ
μου.
εὐχαριστῶ τῷ κυρίῳ Σεράπιδι ( τον θεό Σέραπι)
ὅτι μου κινδυνεύσαντος εἰς θάλασσαν
ἔσωσε εὐθέως.
ὅτε εἰσῆλθον εἰς Μησηνούς, ἔλαβα βιατικὸν (οδοιπορικά) παρὰ Καίσαρος
χρυσοῦς τρεῖς. καὶ καλῶς μοί ἐστιν.
ἐρωτῶ σε οὖν, κύριέ μου πατήρ,
γράψον μοι ἐπιστόλιον, πρῶτον
μὲν περὶ τῆς σωτηρίας σου, δεύ-
τερον περὶ τῆς τῶν ἀδελφῶν μου,
τρ[ί]τον ἵνα σου προσκυνήσω τὴν
χέραν, ὅτι με ἐπαίδευσας καλῶς
καὶ ἐκ τούτου ἐλπίζω ταχὺ προκό-
σαι τῶν θεῶν θελόντων.

ἄσπασαι (να μου φιλήσεις τον)
Καπίτων[α π]ολλὰ καὶ τοὺς ἀδελφούς
[μ]ου καὶ Σε[ρηνί]λλαν καὶ το[ὺς] φίλους μο[υ].

ἔπεμψά σο[ι εἰ]κόνιν μ[ου] διὰ Εὐκτή-
μονος. ἔσ[τ]ι [δέ] μου ὄνομα Ἀντώνις Μά-
ξιμος. ἐρρῶσθαί σε (να είσαι καλά) εὔχομαι.
κεντυρί(α) (λόχος) Ἀθηνονίκη.

(Στο αριστερό περιθώριο)
ἀσπάζεταί σε (σε χαιρετά) Σερῆνος ὁ (γιος) τοῦ Ἀγαθοῦ Δαίμονος [καὶ . . . .]ς ὁ τοῦ [ . . . -]
ρος καὶ Τούρβων ὁ τοῦ Γαλλωνίου καὶ Δ[. . .]νᾶς ὁ τ[οῦ . . . . . .]σεν[. . .
. . . .] . [. . .] . [
(Διεύθυνση):
ε[ἰς] Φ[ιλ]αδέλφιαν Ἐπιμάχῳ ἀπὸ Ἀπίωνος υἱοῦ.


Είχατε καμιά δυσκολία να καταλάβετε τι έλεγε αυτή η επιστολή; Υποθέτω πως όχι. Τα ελληνικά του Απίωνα μπορεί να είναι αρχαία αλλά όχι δυσνόητα.



Ο νεαρός λοιπόν που γράφει την επιστολή ονομάζεται Απίων και ο πατέρας του ονομάζεται Επίμαχος. Κατάγεται από τη Φιλαδέλφεια, ένα ελληνι(στι)κό χωριό κοντά στο Φαγιούμ της Αιγύπτου που ίδρυσαν οι πρώτοι Πτολεμαίοι. Η Φιλαδέλφεια ήταν σε ακμή τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια. Παρήκμασε και ξεχάστηκε στη στροφή του 5ου αι. μΧ.

Εκεί λοιπόν, κάπου στον 2ο αι. μΧ, ζούσε ο Απίων με την οικογένειά του, τους φίλους και τους συχωριανούς του, μέχρι την ημέρα που στρατολογήθηκε στο ρωμαϊκό ναυτικό. Η Αίγυπτος ανήκε ήδη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Μόλις έφτασε στη βάση του, έγραψε γράμμα στον πατέρα του. Ο πατέρας του το έλαβε, το διάβασε και μετά κάπου το φύλαξε μέσα στο σπίτι. 2000 χρόνια αργότερα οι αρχαιολόγοι το ανακάλυψαν μέσα στα ερείπια του σπιτιού.

Η επιστολή του Απίωνα δεν διαφέρει από κάποια που θα έγραφε σήμερα ένα παιδί στους γονείς του:

Σε χαιρετώ, μπαμπά, και εύχομαι να είστε καλά εσύ και η αδελφή μου με το κοριτσάκι της και ο αδελφός μου. Ευχαριστώ τον θεό που με έσωσε, όταν κινδύνεψα στη θάλασσα. Όταν έφτασα στους Μισηνούς πήρα από τον Καίσαρα τρία χρυσά νομίσματα για τα οδοιπορικά μου. Σε παρακαλώ, πατέρα, γράψε μου, αν είστε καλά, εσύ και τα αδέλφια μου. Θέλω να σου φιλήσω το χέρι, γιατί με έμαθες γράμματα και ελπίζω να προκόψω με τη θέληση του θεού. Πολλά φιλιά στον Καπίτωνα και στα αδέλφια μου και στη Σερηνίλλα και στους φίλους μου.
Σου έστειλα μια εικόνα μου (φωτογραφία θα λέγαμε σήμερα) με τον Ευκτήμονα. Το (ρωμαϊκό) όνομά μου είναι Αντώνιος Μάξιμος. Εύχομαι να είσαι καλά.
Λόχος Αθηνονίκη (το όνομα του λόχου).

Στο αριστερό περιθώριο της επιστολής διαβάζουμε:
Σε χαιρετά ο Σερήνος, ο γιος του Αγαθοδαίμονα και ο Τούρβων, ο γιος του Γαλλώνιου (και κάποιοι άλλοι, των οποίων τα ονόματα έχουν καταστραφεί).

Και η διεύθυνση: Στη Φιλαδέλφεια, στον Επίμαχο από τον γιο του Απίωνα.

Ας προσθέσουμε και κάποιες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες:
Οι Μισηνοί είναι το λατινικό τοπωνύμιο Misenum, στην περιφέρεια του κόλπου της Νάπολης, το σημερινό Miseno.


Ο Απίων δεν ευχαριστεί τυχαία τον πατέρα του που του έδωσε καλή μόρφωση, διότι ως εγγράμματος ελπίζει να βρει μια άνετη θέση γραφείου στο ρωμαϊκό ναυτικό, αντί να παιδεύεται σε κανένα πλοίο. Τέλος να αναφέρουμε ότι οι ναύτες που στρατολογούνταν στο ρωμαϊκό ναυτικό έπαιρναν ρωμαϊκά ονόματα, καθώς προέρχονταν από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας και έφεραν περίεργα για τα ρωμαϊκά αφτιά ονόματα. Έτσι ο Απίων μετονομάστηκε σε Αντώνιο Μάξιμο.

Ο Απίων δεν ήταν ο μόνος από τη Φιλαδέλφεια που υπηρετούσε στο ρωμαϊκό ναυτικό και αυτό φαίνεται από τα ονόματα που αναφέρει στο τέλος της επιστολής του, φίλοι που στέλνουν τους χαιρετισμούς τους στον πατέρα του Επίμαχο.

Το πράγμα ίσως έχει και συνέχεια. Διότι ανακαλύφθηκε και μια δεύτερη επιστολή εκεί στη Φιλαδέλφεια της Αιγύπτου που την έχει στείλει κάποιος Αντώνιος Μάξιμος στην αδελφή του Σαβίνα.

Να είναι άραγε κάποιος άλλος Αντώνιος Μάξιμος αυτός ή μήπως είναι ο γνωστός μας Απίων; Θα έλεγα ότι είναι ο Απίων που τώρα υπογράφει πια ως Αντώνιος Μάξιμος. Έχουν περάσει τα χρόνια και ο νεαρός μας έχει μια χαρά τακτοποιηθεί στο ρωμαϊκό ναυτικό, έχει μάλιστα παντρευτεί μια Ρωμαία, την Αυφιδία και έχει αποχτήσει και τρία παιδιά, την Ελπίδα, τη Φορτουνάτα και τον Μάξιμο. Ζώντας ήδη αρκετά χρόνια σε ρωμαϊκό περιβάλλον, έχει γίνει και λίγο Ρωμαίος. Αλλά δεν ξεχνά την καταγωγή του, το χωριό του και την οικογένειά του, αν και μάλλον δεν έχει ξαναδεί τους δικούς του, από τότε που κατατάχθηκε στο ρωμαϊκό ναυτικό κι έφυγε αποκεί. Γιατί γράφει στην αδελφή του και όχι στον πατέρα του; Επειδή ο πατέρας του έχει μάλλον πεθάνει.

Εύχομαι να έχεις υγεία, της γράφει. Είμαι κι εγώ καλά και προσεύχομαι για σένα στους θεούς. Χάρηκα πολύ με την επιστολή σου που μου έφερε ο συμπολίτης μας Αντωνίνος και είδα ότι είσαι καλά. Με κάθε ευκαιρία φροντίζω να σου γράφω για μένα και για τους δικούς μου. Να μου φιλήσεις τον Μάξιμο και τον Κοπρή. Σου στέλνει φιλιά η σύντροφός μου Αυφιδία και ο γιος μου ο Μάξιμος που θα έχει σε λίγο τα γενέθλιά του, και η Ελπίδα και η Φορτουνάτα. Δώσε χαιρετισμούς στους…

Ο Μάξιμος και ο Κοπρής  υποθέτουμε ότι είναι ο γιος και ο άνδρας της αδελφής του. Στο τέλος της επιστολής του στέλνει χαιρετισμούς και σε κάποιους συχωριανούς του που όμως τα ονόματά τους έχουν κατατραφεί.

Ἀν[τώνι]ος Μάξιμος Σαβίνῃ
τῇ ἀ[δ]ελφῇ πλεῖστα χαίρειν.
πρὸ μὲν πάντων εὔχομαί
σε ὑγιαίνειν, καἰγὼ γὰρ αὐτὸς
ὑγιαίν[ω]. μνί̣αν σου ποιούμε-
νος παρὰ τοῖς [ἐν]θάδε θεοῖς
(σε αναφέρω στην προσευχή μου
στους θεούς εδώ)
ἐκομισάμην (πήρα) [ἓ]ν̣ ἐπι[σ]τόλιον
παρὰ Ἀντωνε[ί]νου τοῦ συν-
πολ[ε]ίτου ἡμῶν, καὶ ἐπιγνούς
σε ἐρρωμένην ( έμαθα πως είσαι καλά και)λίαν ἐχάρην··
καἰγὼ διὰ πᾶσαν ἀφορμὴν
ο[ὐ]χ ὀκνῶ (με κάθε ευκαιρία δεν διστάζω)
σοι γράψαι περὶ
τῆ[ς] σωτηρίας (υγείας) μου καὶ τῶν
ἐμῶν. ἄσπασαι (να μου φιλήσεις) Μάξιμον
πολλὰ καὶ Κοπρὴν τὸν κῦριν
μ[ου. ἀ]σπάζεταί σε ἡ σύμβι-
ός [μου (σου στέλνει φιλιά η σύντροφός μου)Α]ὐφιδία καὶ [Μ]άξιμος
[ὁ υἱὸς μ]ου, [οὗ] ἐστι[ν] τὰ γενέ-
[σια Ἐ]πεὶπ τριακὰς̣ καθʼ Ἕλ-
[ληνα]ς,
(που τα γενέθλιά του είναι τη 13η του
Επείφ, κατά το ελληνικό ημερολόγιο)
καὶ Ἐλπὶς καὶ Φορτου-
[νᾶτ]α. ἄσπ[α]σαι τὸν κύριον
[ ̣ ̣ ̣ ̣] καὶ ̣ ̣ ̣[ ̣] ̣ον Ἁτ[ρῆ]ν · καὶ
[ ̣ ̣ ̣]ε̣[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣] καὶ Αν̣[ ̣ ̣]ν καὶ
[ ̣ ̣ ̣] ̣[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣] ̣ο̣υν τὴν
[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]ρ̣αν καὶ
[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]ι̣αν καὶ
[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]ν.
[ἐρρῶσθαί σε (να είσαι καλά) εὔχο]μαι.
(Προς)
[Σαβίνῃ] ἀ[δε]λφ[ῇ] ἀπ[ὸ] Ἀντ[ω]νίου Μαξίμ[ο]υ ἀδελφ[οῦ].


Άραγε να επέστρεψε ποτέ στη Φιλαδέλφεια ο Απίων- Αντώνιος Μάξιμος; Να είδε ξανά τους δικούς του, τους συγγενείς και τους φίλους που άφησε για να καταταγεί στο ρωμαϊκό ναυτικό; Ή έμεινε για πάντα στα ξένα, μισός Έλληνας και μισός Ρωμαίος, παντρεμένος με Ρωμαία και έχοντας τώρα τη δική του οικογένεια; Και στα παιδιά του έμαθε άραγε ελληνικά, τους μιλούσε για τη Φιλαδέλφεια, το ελληνικό χωριό του, και για τον παππού τους τον Επίμαχο και τη θεία τους τη Σαβίνα και τους άλλους συγγενείς; Τους έδειχνε εικόνες των συγγενών που ζούσαν εκεί κάτω στο Νότο;

Ποιος μπορεί να ξέρει.

 Στην κοσμοπολίτικη μεγάλη αυτοκρατορία των Ρωμαίων ο Απίων μάλλον χάθηκε ανάμεσα σε Ρωμαίους και αλλόφυλους, απορροφήθηκε, πέθανε στην ξενιτιά. Όπως συμβαίνει και σήμερα σε πολλούς που ξεριζώνονται από τον τόπο τους για να βρουν την τύχη τους σε μακρινά, ξένα, αλλόγλωσσα μέρη.

Έχουν βρεθεί αρκετές τέτοιες επιστολές, από τις οποίες παραθέτω δύο ακόμα, χωρίς σχόλια αυτή τη φορά, έτσι, για να μπούμε στο κλίμα εκείνης της εποχής. Μια παρατήρηση μόνο: Και τότε έκαναν ορθογραφικά λάθη οι γράφοντες τα ελληνικά.

Ο Θεωνάς γράφει στη μητέρα του και της εξηγεί ότι δεν της έστειλε γράμμα τόσο καιρό, γιατί ήταν στο στρατόπεδο και όχι γιατί ήταν άρρωστος και να μη στενοχωριέται. Ο ίδιος πολύ στενοχωρήθηκε, όταν άκουσε πως εκείνη άκουσε κάτι τέτοιο και έχει θυμώσει με αυτόν που της το είπε. Ας μη μπαίνει όμως στον κόπο να του στέλνει δώρα. Πήρε τα δώρα της που του τα έφερε ο Ηρακλείδης. Και ο αδελφός του Διονυτάς τού έφερε το δώρο της και την επιστολή της. Να μην επιβαρύνεται όμως και να μην του στέλνει τίποτε.

Θεωνᾶς Τεθεῦτι τῆι μητρὶ καὶ κυρίᾳ πλεῖστα χαί(ρειν).
γεινώσκειν(αντί «γινώσκειν») σ[ε] θέλω ὅτι διὰ τοσούτου χρόνου οὐκ ἀπέσταλκά σοι ἐπιστόλιον διότι ἐν παρεμβολῇ ἠμι κ̣α̣ὶ̣ οὐ διʼ ἀσθένε[ι]αν, ὥστε μὴ λοιπο̣ῦ̣ (αντί «μη λυπού»). λείαν δʼ ἐλοιπήθην̣ (αντί «λίαν ελυπήθην»)
ἀκούσας ὅτι ἤκουσας. οὐ γὰρ δε̣ι̣ν̣ῶς ἠσθένησα. μέμ-
φομαι δὲ τὸν εἴπαντα σοι. μὴ ὀχλοῦ δὲ πέμπειν τι ἡ-
μῖν. ἐκομισάμεθα δὲ τὰ θαλλία παρὰ τοῦ τοῦ (το γράφει δυο φορές) Ἡρακλείδου. Διονυτᾶς δὲ ὁ ἀδελφός μου ἤνεγκέ μοι τὸν θαλλὸν κα[ὶ τὴν] ἐπιστολήν [σου] ἐ̣[κο]μισ̣ά̣[μ]ην. εὐχαριστῶ
τοῖς θεοῖς πάν̣τοτε, ἐ̣πι̣κ  ̣ε̣  ̣  ̣τ̣α
ντ̣α̣ι̣ δηλ̣ῶ̣ ο̣υπ̣  ̣  ̣  ̣α̣υ̣-
-- -- -- -- -- -- -- -- -- --
μὴ ἐπιβαροῦ πέμπειν τι ἡμῖν τω
ἀπὸ̣ Θεωνᾶτος [Τεθεῦτι   ̣  ̣  ̣]




Ο νεοσύλλεκτος Απολλινάρις γράφει στη μητέρα του που ζει στην Κάρανι της Αιγύπτου, κοντά στη Φιλαδέλφεια. Της εύχεται να είναι καλά, όπως κι αυτός είναι καλά και να ξέρει πως πάντα την αναφέρει στις προσευχές του. Την ενημερώνει ότι έφτασε σώος και αβλαβής στη Ρώμη και τοποθετήθηκε στους Μισηνούς, αλλά ακόμα δεν ξέρει σε ποιο λόχο, επειδή της στέλνει αυτό γράμμα, πριν αναχωρήσει για κει. «Μαμά, να προσέχεις και να μη στενοχωριέσαι για μένα, εγώ ήρθα σε ένα ωραίο μέρος», της γράφει τρυφερά. Μετά της ζητά να του γράψει για την υγεία της και για τα αδέρφια του και για όλους τους δικούς της κι αν βρει κι  αυτός κανέναν να πηγαίνει προς τα μέρη τους, θα του δώσει επιστολή να της πάει, δεν θα το αμελήσει. Τέλος στέλνει πολλούς χαιρετισμούς στα αδέλφια του, στον Απολλινάρι (κάποιο συνονόματό του προφανώς) και στα παιδιά του και στον Καραλά και τα παιδιά του. Επίσης στέλνει χαιρετισμούς στον Πτολεμαίο και την Πτολεμαΐδα και τα παιδιά της και στην Ηρακλού και τα παιδιά της. Κι ακόμα χαιρετισμούς σε όλους έναν έναν που αγαπούν τη μητέρα του και της εύχεται να είναι καλά.

Ἀπολινᾶρις Ταήσι(αντί «Ταήσει») τῇ μητρεὶ(αντί «μητρί»)) καὶ κυρίᾳ
πολλὰ χαίρειν. πρὸ μὲν πάντων εὔχομαί σε
ὑγειαίνειν(αντί «υγιαίνειν») κἀγὼ αὐτὸς ὑγειαίνω(«υγιαίνω») καὶ τὸ προσκύνη-
μά σου ποιῶ παρὰ τοῖς ἐνθάδε θεοῖς. γεινώσκειν («γινώσκειν») σε
θέλω, μήτηρ, ὅτι ἐρρωμένος ἐγενόμην εἰς Ῥώμην
Παχὼν μηνὶ κε καὶ ἐκληρώθην εἰς Μισηνούς.
οὔπω δὲ τὴν κετυρίαν(«κεντυρίαν») μου ἔγνων· οὐ γὰρ ἀπε-
ληλύτειν(«απεληλύθειν») εἰς Μισηνοὺς ὅτε σοι τὴν ἐπιστολὴν ταύτην
ἔγραφον. ἐρωτῶ σε οὖν, μήτηρ, σεαυτῇ πρόσεχε,
μηδὲν δίσταζε περὶ ἐμοῦ· ἐγὼ γὰρ εἰς καλὸν τό-
πον ἦλθον. καλῶς δὲ ποιης(«ποιείς») γράψασσά(«γράψασά») μοι ἐπιστο-
λὴν πε[ρ]ὶ τῆς σωτηρίας σου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου καὶ
τῶν σῶν πάντων. καὶ γὼ εἴ τινα ἐὰν εὕρω γράφω
σοι· οὐ μὴ ὀκνήσω σοι γράφιν(«γράφειν»). ἀσπάζομαι τοὺς ἀ-
αδελφούς μου πολλὰ καὶ Ἀπολινᾶριν καὶ τὰ τέ-
κνα αὐτοῦ καὶ Καραλᾶν καὶ τὰ τέκνα αὐτοῦ.
ἀσπάζ[ο]μαι Πτολεμαῖν καὶ Πτολεμαείδα («Πτολεμαίον και Πτολεμαΐδα») καὶ τὰ
τέκν[α] αὐτῆς καὶ Ἡρακλοῦν καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς.
ἀσπάζομαι τοὺς φιλοῦντάς σε πάντας κατʼ ὄνο-
μα.
ἐρρῶσθαί σε εὔχομαι.

ἀπόδ(ος) εἰς Καρανίδα Ταήσι ἀπὸ Ἀπολιναρίου ὑειοῦ(«υιού»)
Μισηνάτου.



Τι κοινό έχουν με μας ο Απίων, ο Θεωνάς και ο Απολλινάρις; Τα πάντα: είναι τρεις νεαροί απόγονοι Ελλήνων που ζουν στη ρωμαϊκή Αίγυπτο, μιλούν ελληνικά, αγαπούν τον τόπο τους, έχουν τρυφερές σχέσεις με τους γονείς και τα αδέλφια τους και τους γράφουν επιστολές με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα τις γράφαμε κι εμείς σήμερα. Ζουν σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, μαθαίνουν να μιλούν λατινικά, όπως σήμερα οι νέοι μας που ζουν στο εξωτερικό μιλούν τα αγγλικά, και ενίοτε παντρεύονται και κάνουν οικογένεια μακριά από την πατρίδα τους.

Η μόνη τους διαφορά από μας είναι ότι δεν είχαν skype.















Δεν υπάρχουν σχόλια: