29/5/12

Η Φιλλύλα λέει:


                                                       "Lamia", έργο του Draper                                                   

Είμαι Σπαρτιάτισσα, από τις Αμύκλες. Ο άνδρας μου λέγεται Χάρικλος κι έχω  δυο κόρες, την Κλεόρα και τη Ναννώ, κι ένα γιο, τον Τέλλι. Η Κλεόρα παντρεύτηκε πέρυσι, έχει τώρα ένα μωρό δύο μηνών. Η Ναννώ είναι μικρή, θέλει ακόμα τρία χρόνια για να φτάσει σε ηλικία γάμου. Ο γιος μου ο Τέλλις ήταν οπλίτης στο στόλο του ναύαρχου Μίνδαρου. Γύρισε στη Σπάρτη πριν δώδεκα μέρες.

Ο άνδρας μου  υπηρετεί κι αυτός στο στρατό. Όταν δεν πολεμά, βρίσκεται  στους στρατώνες μαζί με τους  συντρόφους του. Καμιά φορά έρχεται τα βράδια και σμίγουμε στο σκοτάδι, έπειτα φεύγει πάλι, πάει να κοιμηθεί με τους συντρόφους του. Έρχεται πάντα νύχτα και μένει λίγο, έτσι το συνηθίζουμε εμείς εδώ. Κρατιέται ο πόθος δυνατός μ’  αυτό τον τρόπο, δεν βαριέται το ζευγάρι ποτέ. Αν και είναι κάμποσα χρόνια τώρα που δεν μπορώ να πιάσω παιδιά. Κρίμα, ήθελα να δώσω κι άλλα αγόρια στην πατρίδα κι άλλους ήρωες σαν τον Τέλλι.

Τις προάλλες, όταν μαζεύτηκε όλη οικογένεια για να τιμήσουμε το γιο μου, τον είδα επί τέλους το Χάρικλο στο φως της μέρας μετά από πολύ καιρό. Έχει γεράσει αρκετά, πέσανε και τα μαλλιά του. Θα κοντεύει τώρα τα πενήντα πέντε, σε λίγα χρόνια θα αποστρατευθεί. Με κοίταξε με το κλειστό του βλέμμα –όλοι οι άνδρες εδώ αυτό το κλειστό βλέμμα έχουν, δεν μπορείς να μαντέψεις τι σκέφτονται – κι  έκανε να έρθει προς το μέρος μου, αλλά εγώ στεκόμουν αλύγιστη και παγερή κι άλλαξε γνώμη.

  Είκοσι χρονών ήμουν, όταν με είδε να γυμνάζομαι στο γυμναστήριο και με πόθησε. «Φιλλύλα, θέλεις να παντρευτούμε;» με ρώτησε. «Θέλω», του απάντησα. Λίγες μέρες αργότερα με έκλεψε και με παρέδωσε στη γρια- Κυνίσκα, τη νυμφεύτρια. Η Κυνίσκα με κούρεψε σύρριζα, μου φόρεσε αντρικά ρούχα και παπούτσια και μ’ έβαλε να ξαπλώσω πάνω σε μια στοίβα καλάμια. «Άντε με το καλό, κοπελιά, και με γερούς απογόνους», μου ευχήθηκε. Πήρε μαζί της το λυχνάρι και μ’ άφησε στο σκοτάδι. Ο Χάρικλος την ίδια ώρα έτρωγε με τους φίλους του στο στρατώνα και δεχόταν κι εκείνος τις ευχές τους. Αργά το βράδυ ήρθε και με βρήκε. Με σήκωσε από τα καλάμια και με πήγε στο κρεβάτι. «Γερά παιδιά, Φιλλύλα» μου ψιθύρισε την ώρα που έμπαινε μέσα μου. Έμεινε μαζί μου λίγη ώρα και μετά πήγε να κοιμηθεί  με τους συντρόφους του. Εννιά μήνες αργότερα γέννησα την κόρη μου, την Κλεόρα. Μετά γέννησα τον Τέλλι και μετά τη Ναννώ.

Έχω γεννήσει κι άλλα δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, αλλά αυτά δεν είναι δικά μου, ανήκουν στην οικογένεια του Μαχανίδα που μου ζήτησε να κάνω τα παιδιά του. Είμαι γερή και καλοφτιαγμένη γυναίκα και ήταν μεγάλη τιμή  αυτή που μου έγινε. Ο Μαχανίδας έσμιξε μαζί μου μερικές φορές κι εγώ του χάρισα δυο αρτιμελή όμορφα παιδιά.

Οι Σπαρτιάτισσες δεν έχουμε ψευτοντροπές και ζήλιες με τον έρωτα και άλλες τέτοιες αηδίες. Είναι τιμή για μια γυναίκα παντρεμένη να της ζητήσει μια άλλη οικογένεια να γεννήσει το παιδί της. Αυτό οι άλλοι Έλληνες το λένε μοιχεία και το καταδικάζουν. Κι όταν θέλουν ποικιλία στη ζωή τους, έχουν τις πόρνες τους για να διασκεδάσουν. Στη Σπάρτη πορνεία δεν υπάρχει. Ο έρωτας είναι ελεύθερος και ο οίστρος ευνοείται από την Πολιτεία, γιατί όσο μεγαλύτερο πόθο νιώθουμε ο ένας για τον άλλον, τόσο πιο δυνατό θα είναι το σμίξιμο και η καρποφορία έπειτα.

Γενικά σε τίποτα δεν μοιάζουμε με τις άλλες Ελληνίδες. Είμαστε περήφανες γυναίκες εμείς, δεν καταφεύγουμε σε νάζια και καμώματα για να αρέσουμε στους άνδρες, ούτε μυξοκλαίμε, ούτε παριστάνουμε τις ταπεινές. Είμαστε το ίδιο σκληρές όσο και τα αρσενικά της φυλής μας. Τα λούσα δεν μας αρέσουν, τα περιφρονούμε. Δεν βαφόμαστε ποτέ και δεν φοράμε κοσμήματα. Η ομορφιά μας είναι το εύρωστο κορμί μας που δεν ντρεπόμαστε να το δείχνουμε γυμνό. Κι αν οι άνδρες μας είναι τέλειες μηχανές πολέμου, εμείς είμαστε τέλειες μηχανές τεκνοποίησης. Αυτός είναι ο δικός μας ρόλος: να δώσουμε πολλά και γερά παιδιά  στην πατρίδα. Γι αυτό γυμναζόμαστε κι εμείς όπως τα αγόρια. Κυκλοφορούμε  στα γυμναστήρια και εξασκούμε το σώμα μας στο δρόμο, στο ακόντιο, το δίσκο και την πάλη. Αλλά μαθαίνουμε κι άλλα πράγματα, γράμματα, χορό και τραγούδι.

Όταν φτάσουμε είκοσι χρονών, διαλέγουμε αυτόν που θα πάρουμε και τον παντρευόμαστε, χωρίς να περιμένουμε την άδεια των γονιών μας. Ο γάμος είναι υποχρεωτικός. Εμείς πρέπει να παντρευτούμε στα είκοσί μας χρόνια, οι άνδρες στα τριάντα. Αν κανείς μείνει ανύπαντρος, η κοινωνία τον περιγελά και η Πολιτεία τον τιμωρεί με ειδικό πρόστιμο. Γιατί ο αγαμίας περιφρονεί την πατρίδα, αφού αρνείται να της δώσει παιδιά.  Προ καιρού ένας νεαρός στην Απέλλα δεν έδωσε τη θέση του σε ένα τέτοιον. «Γιατί να σηκωθώ; Εσύ δεν έχεις γιο για να μου παραχωρήσει τη θέση του μεθαύριο που θα είμαι κι εγώ σαραντάρης», έτσι του είπε κι αυτός, τι να κάνει, στάθηκε όρθιος και μιλιά δεν έβγαλε (1). Αλλά κι αυτούς που καθυστέρησαν να παντρευτούν, τους οψιγαμίες, δεν τους βλέπουμε με καλό μάτι.

Θέλω να πω πως εδώ στη δική μας κοινωνία ο γάμος είναι ιερή υποχρέωση απέναντι στην πατρίδα. Δεν είναι όπως στις άλλες πόλεις που όποιος θέλει παντρεύεται και όποιος δεν θέλει, κάθεται ανύπαντρος. Η πατρίδα χρειάζεται πολλά παιδιά, γιατί είμαστε λίγοι σχετικά και οι εχθροί έξω από τη Λακεδαίμονα πολλοί. Και μέσα στον τόπο μας έχουμε καθημερινή ανησυχία με τους Είλωτες που είναι πολυάριθμοι. Κάθε χρόνο οι Έφοροι κηρύσσουν  πόλεμο εναντίον τους, για να μπορούν τα αγόρια μας να εξασκούνται σκοτώνοντάς τους, χωρίς να λογίζονται όμως φονιάδες. Κι έτσι λιγοστεύει κάπως και ο πληθυσμός τους.

Τέλος πάντων, αυτό που θέλω να τονίσω είναι πως εμείς οι Σπαρτιάτισσες παντρευόμαστε είκοσι χρονών και παίρνουμε τον άνδρα που θέλουμε. Κι επειδή τον θέλουμε και τον ποθούμε και μας ποθεί κι αυτός, γεννάμε όμορφα παιδιά, όλο υγεία.

Οι άλλες Ελληνίδες κάθονται μες το σπίτι κλειδαμπαρωμένες, να μην τις δει ανθρώπου μάτι και  παντρεύονται νωρίς-νωρίς από τα δεκαπέντε τους αυτόν που θα διαλέξουν οι γονείς τους. Μετά τις φανφάρες του γάμου πάνε και κλειδαμπαρώνονται ξανά στο σπίτι του γαμπρού κι εκεί γεννοβολάνε τα παιδιά τους, γερά, κουτσά, στραβά, ό,τι νάναι. Το πολύ-πολύ, αν δεν τα θέλουν, να πάει να τα αφήσει η δούλα τους στα σκουπίδια, μήπως και τα πάρει καμιά άτεκνη. Και είναι οι πόλεις τους γεμάτες σακάτηδες.

                              Edgar Degas "Young Spartans"

Εδώ στη Σπάρτη είμαστε όλοι αρτιμελείς, εκτός αν κάποιος λαβωθεί στον πόλεμο ή σε κανένα ατύχημα. Η Σπαρτιάτισσα, μόλις γεννήσει, πρέπει να παραδώσει το μωρό της στους Φυλέτες για εξέταση. Αν  βρουν πως έχει ελάττωμα, τότε το μωρό αφήνεται έξω από την πόλη, στους αποθέτες, κι αν είναι τυχερό του να ζήσει, κάποιος βοσκός το βρίσκει και το παίρνει μαζί του. Αλλιώς το τρώνε τα θηρία. Καμιά γυναίκα εδώ στη Σπάρτη δεν έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει το παιδί της, αν δεν πάρει έγκριση από την Πολιτεία.

Υστερία για τους απογόνους μας δεν έχουμε.  Γιατί τα παιδιά που γεννάμε δεν ανήκουν σε μας, ανήκουν στην πατρίδα. Γι αυτό και τα αγαπούμε όλα και τα φροντίζουμε χωρίς διακρίσεις. Κι αν εγώ δω το μικρό μιας άλλης να κάνει αταξίες, μπορώ μια χαρά να του αστράψω ένα χαστούκι και να το συνετίσω. Και το ίδιο θα κάνουν και οι άλλοι για το δικό μου παιδί. Όλοι οι πολίτες είμαστε συνυπεύθυνοι για την αγωγή των νέων.

Όταν ο γιος μας φεύγει για τον πόλεμο, δεν κλεινόμαστε στα σπίτια μας να κλαίμε. Έχει νόημα αυτό το «ή ταν ή επί τας» που του λέμε, όταν του παραδίδουμε την ασπίδα. Δεν το μουρμουράμε για τα μάτια του κόσμου. Το πιστεύουμε. Και είναι τιμή να μας φέρουν πίσω το γιο μας σκοτωμένο στη μάχη και ντροπή να γυρίσει ζωντανός αλλά με το στίγμα του δειλού.

Δεν είναι πολύς καιρός που η Πολιτεία  εκτέλεσε τον Αλεξιππίδη, το γιο του Εμπεδία από την Κόνουρα, που είχε φύγει από τη Σπάρτη, χωρίς να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του. Επέστρεψε μετά από ένα χρόνο και νόμιζε πως  θα τον συγχωρούσαμε. Εκτελέστηκε δημόσια για παραδειγματισμό και κανείς δεν τον λυπήθηκε. Ούτε η ίδια η μάνα του.

Κραιπάλες και καταχρήσεις δεν έχουμε εμείς εδώ, ούτε οι πολυτέλειες μας αρέσουν ούτε συγκινούμαστε με αγαλματάκια και ζωγραφιές και περίτεχνα βαζάκια και ασημένια καθρεφτάκια. Ζούμε λιτά και σκληραγωγημένα. Κι όποιος φεύγει από τη Σπάρτη, σαν τον Αλεξιππίδη, και παραδίνεται σε κάθε λογής ακολασίες στην Κόρινθο ή στην Αθήνα ή και αλλού, καλύτερα να κάτσει εκεί που κάθεται και να μην ξαναγυρίσει στη Λακεδαίμονα. Δεν θέλουμε τέτοιους μαγαρισμένους στον τόπο μας εμείς.

Γι αυτό και η ξενηλασία είναι απαράβατη αρχή εδώ. Πρέπει να έχει σοβαρό λόγο ένας ξένος για να του επιτρέψουμε την είσοδο στην επικράτειά μας. Και πάνω από δυο μέρες δεν μπορεί να μείνει. Δεν χρειάζεται να βλέπει ο κόσμος αυτούς τους μασκαράδες πώς είναι ντυμένοι και πώς φέρονται ούτε και να ακούει έκφυλες ιστορίες για πόρνες και αυλητρίδες και συμπόσια και απατεωνιές κάθε λογής. Από την άλλη αυτοί οι ξένοι δεν ξέρει κανείς τι κουμάσια  είναι, τι πληροφορίες μπορεί να μεταφέρουν στις πόλεις τους για μας και για την άμυνά μας. Καλό είναι να μην ξέρουν πόση στρατιωτική δύναμη διαθέτουμε. Να βλέπουν μόνο πως η Σπάρτη είναι η μοναδική ατείχιστη πόλη στον κόσμο και να παίρνουν το μήνυμά τους.

Και να βλέπουν επίσης πόσο περιφρονούμε τον πλούτο τους. Χρήματα δεν έχουμε, τι να τα κάνουμε; Το νόμισμά μας είναι σιδερένιο και τεράστιο, για να μεταφέρουμε δέκα μνες, πρέπει να χρησιμοποιούμε καροτσάκι. Και να τις πάμε πού, να αγοράσουμε τι; Έτσι κι αλλιώς έξω από τη Λακεδαίμονα αυτό το νόμισμα είναι άχρηστο. Όσο για μας εδώ, δεν μας λείπει τίποτα. Έχουμε τα φειδίτια, τα δημόσια συσσίτια,  για την καθημερινή τροφή μας, και σ’ αυτά συνεισφέρουμε όλοι από την παραγωγή της γης μας. Κάθε Σπαρτιάτης δίνει στην Πολιτεία ένα μέδιμνο κριθάρι, οχτώ χοές κρασιού, πέντε μνες τυρί και  μισή μνα σύκα το μήνα.

Αν κανείς είναι τόσο φτωχός που δεν μπορεί να συνεισφέρει, τότε χάνει τα δικαιώματά του και τα παιδιά του δεν τα δέχονται για εκπαίδευση. Γιατί μπορεί η Πολιτεία να μας αντιμετωπίζει όλους ως ίσους, όμως άλλοι έχουν μεγάλη κτηματική περιουσία και άλλοι μικρή. Αλλά αν η περιουσία κάποιου είναι τόσο μικρή που δεν έχει να συνεισφέρει στα φειδίτια, τότε είναι ανάξιος να λέγεται Σπαρτιάτης. Ας βρει να κάνει καμιά δουλειά καλύτερα, να βγάζει το ψωμί του, όπως κάνουν οι Περίοικοι που δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα και είναι έμποροι, τεχνίτες και αγρότες. Οι Όμοιοι, οι γνήσιοι Σπαρτιάτες δηλαδή,  δεν επιτρέπεται να δουλεύουν. Το χρόνο τους τον περνούν με ασκήσεις, με στρατιωτική εκπαίδευση, με το κυνήγι. Και στις λέσχες, όταν συγκεντρώνονται, δεν σαχλαμαρίζουν για το ένα και το άλλο, αλλά συζητούν σοβαρά θέματα και το κάνουν αυτό με αυτοέλεγχο και αυτοσυγκράτηση, όχι με κραυγές και χειρονομίες, όπως οι φαφλατάδες οι αθηναίοι ρήτορες.

Ο Χάρικλος πάντως έχει μεγάλη περιουσία, μπορεί να συνεισφέρει στα φειδίτια χωρίς πρόβλημα. Κι εγώ επίσης έχω περιουσία που κληρονόμησα από τους γονείς μου και τη διαθέτω όπως μου αρέσει. Οι άλλες Ελληνίδες τέτοια δικαιώματα δεν έχουν, σαν τα πρόβατα τις έχουν και τις περνούν από τη μια οικογένεια στην άλλη. Αλλά οι γυναίκες εδώ είναι οικονομικά ανεξάρτητες και πολλές από μας είναι και ευκατάστατες.

                            Emm. Croise "Wrestling of Spartan Girls"

Τώρα θα σας μιλήσω λίγο παραπάνω για το γιο μου, τον Τέλλι. Είμαστε πολύ περήφανοι γι αυτόν κι εγώ και ο πατέρας του.  Γεροδεμένο παλικάρι, λιγομίλητο, σοβαρό, πειθαρχημένο και με σέβας στους μεγαλύτερους. Όταν ήταν μικρός, πέντε-έξι χρονών, έκανε βέβαια τις αταξίες του και είχε και μια τάση για πολυλογία. Αλλά με κάμποσα χαστούκια και αρκετές ραβδιές στην πλάτη, έμαθε γρήγορα πώς πρέπει να φέρεται, έγινε φρόνιμο και σιωπηλό παιδί.

Ο Τέλλις έφυγε από κοντά μου, όταν έγινε εφτά χρονών. Η πατρίδα ανέλαβε τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του. Του έμαθε λίγα γράμματα για να μην είναι αστοιχείωτος και κυρίως τον σκληραγώγησε. Τον έμαθε να κοιμάται πάνω σε καλάμια, να κυκλοφορεί ξυπόλυτος, με ένα ελαφρό ρουχαλάκι χειμώνα καλοκαίρι και να κάνει γυμναστικές ασκήσεις πολλές ώρες κάθε μέρα. Και φαγητό του έδινε λίγο, να μη συνηθίσει στην καλοφαγία και καταντήσει τεμπέλης και χοντρός.

Αυτά όλα τα έμαθε υπό την επίβλεψη του παιδονόμου Ξενάρη που έχει μεγάλη υπόληψη στη Σπάρτη. Και ο εικοσάχρονος Ισάνωρ μαζί με τους άλλους βοηθούς του Ξενάρη, τους είρενες μαστιγοφόρους, παρακολουθούσαν άγρυπνα τον Τέλλι και τους συντρόφους του και τους τιμωρούσαν, αν κάτι δεν έκαναν καλά. Τα απογεύματα ο Τέλλις και τα άλλα παιδιά πήγαιναν στο σπίτι του Ισάνορα και γίνονταν υπηρέτες του. Έφερναν ξύλα και μάζευαν λαχανικά, αλλά έπρεπε πρώτα να τα κλέψουν κι αν τα έπιαναν επ’ αυτοφώρω, τα περίμενε αυστηρή τιμωρία. Έτσι έμαθε ο Τέλλις να κλέβει, χωρίς να τον παίρνουν μυρωδιά, και έγινε αργότερα πολύ ικανός ιχνηλάτης. Μετά το φαγητό ο Ισάνωρ μάζευε τα παιδιά και τα μάθαινε τραγούδια και συζητούσε μαζί τους θέματα σχετικά με την πολιτική και την ηθική.

Όταν έγινε δώδεκα χρονών, μπήκε κανονικά πια σε στρατώνα. Έμαθε την πολεμική τέχνη, έμαθε μουσική και χορό και επίσης έμαθε να κρατά σφραγισμένο το στόμα του. Αν χρειαζόταν να πει κάτι, έπρεπε να το πει με συντομία και ακρίβεια και μπροστά στους ανωτέρους του έπρεπε να στέκεται βουβός σαν άγαλμα.

Δεκαπέντε χρονών πήρε μέρος για πρώτη φορά σε κρυπτεία και σκότωσε τον  πρώτο του Είλωτα. Είχε ανεβεί με την ομάδα του στο βουνό και έμεινε εκεί για μέρες χωρίς όπλα μέσα στην άγρια φύση. Αν ήθελε να φάει, έπρεπε να κυνηγήσει, αλλιώς θα έμενε νηστικός. Ο Τέλλις παραμόνεψε ένα βράδυ στο σκοτάδι και επιτέθηκε σ’ έναν Είλωτα την ώρα που γύριζε στο χωριό του φορτωμένος ξύλα. Του έσπασε το κεφάλι με μια πέτρα. Από τότε πήρε μέρος και σε άλλες κρυπτείες και σκότωσε αρκετούς Είλωτες.  

Στα δεκαοχτώ του πήρε μέρος στον ευάλκη, στο τελετουργικό δηλαδή μαστίγωμα που γίνεται κάθε χρόνο στο βωμό της Ορθίας Αρτέμιδος. Πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί εκεί, όπως κάθε χρόνο στη γιορτή της θεάς, και παρακολουθούσε. Ο Τέλλις άντεξε το ολοήμερο μαστίγωμα αμίλητος. Το αίμα του πιτσίλιζε το βωμό κι αυτός ανέκφραστος δεχόταν τα χτυπήματα, χωρίς να βγάλει ούτε κιχ. Μερικοί έφηβοι δεν άντεξαν και άφησαν κάποια πνιχτά βογκητά, ο Τέλλις όμως έμεινε βουβός ως το τέλος, ώσπου βράδιασε και έληξε η τελετή. Ένας σύντροφός του, ο Ζευξίδας, πέθανε. Συμβαίνει αυτό πότε-πότε. Ο Τέλλις ανακηρύχθηκε βωμονίκης, μεγάλη τιμή αυτή και για τον ίδιο και για μας τους γονείς του.
Είκοσι χρονών μπήκε οπλίτης στο στόλο μας κάτω από τις διαταγές του Μίνδαρου. Έλειψε δυο χρόνια από την πατρίδα. Πριν δώδεκα μέρες γύρισε στη Σπάρτη.

Τα νέα είχαν φτάσει από την προηγούμενη. Ο στόλος που διοικούσε ο Μίνδαρος καταστράφηκε κοντά στην Κύζικο σε μια ναυμαχία με τους Αθηναίους (2). Μεγάλη θλίψη έπεσε στην πόλη. Οι Έφοροι συνεδρίασαν αμέσως για να πάρουν αποφάσεις και η Ναννώ που γύρισε από το γυμναστήριο μου είπε πως ο κόσμος κυκλοφορούσε στους δρόμους αμίλητος και συνοφρυωμένος.

Ήρθε και η Κλεόρα αργότερα με το μωρό στην αγκαλιά. Κάτι πήγε να πει για τον Τέλλι, αλλά την αγριοκοίταξα και σώπασε. Ο Χάρικλος δεν φάνηκε.

Την άλλη μέρα έφεραν στη Σπάρτη τους νεκρούς.

Το γιο μας τον θάψαμε σε ένα απλό λάκκο, τον τυλίξαμε με τον κόκκινο μανδύα του και βάλαμε στο στήθος του λίγα φύλλα ελιάς. Έντεκα μέρες τον πενθήσαμε, όπως απαιτεί το έθιμο. Σήμερα, δωδέκατη μέρα, μαζευτήκαμε ξανά όλη οικογένεια και κάναμε θυσία στη θεά Δήμητρα.

-Το πένθος μας έληξε, είπε μετά ο Χάρικλος κι έφυγε για το στρατώνα.

Η Ναννώ πήγε στο γυμναστήριο, η  Κλεόρα γύρισε στο σπίτι της, γύρισα κι εγώ στο δικό μου.

Κάθισα κατάχαμα στην αυλή και σκέφτηκα πολύ.
Παράπονο από τους θεούς, όχι, δεν έχω, με αξίωσαν να δώσω στην πατρίδα έναν ήρωα. Αλλ’ όμως δεν μπορώ να πιάσω άλλο παιδί, έμεινα στείρα καθώς φαίνεται. Θα πρέπει να το συζητήσω με το Χάρικλο αυτό. Να του μιλήσω για την Κλεισιθήρα. Ο Τέλλις έκανε βέβαια το χρέος του, αλλά σκοτώθηκε νωρίς, δεν πρόλαβε να παντρευτεί, να φέρει γιους στον κόσμο που τόσο τους χρειάζεται η πατρίδα. Η Κλεισιθήρα, σκέφτομαι,  είναι η πιο κατάλληλη για την περίπτωση. Αγορομάνα, έχει γεννήσει ως τώρα τέσσερα αρσενικά. Ο Χάρικλος θα συμφωνήσει, είμαι σίγουρη. Να πάει να τη ζητήσει από τον άνδρα της.
Πρέπει να δώσω άλλον ένα γιο στη Σπάρτη.
Άλλον ένα τουλάχιστον.
Κι αν είμαι τυχερή, θα τον δω κι αυτόν να πεθαίνει για την πατρίδα.

 (Στην επόμενη ανάρτηση θα μιλήσουμε γι αυτή την παράξενη κοινωνία από την οπτική γωνία του σύγχρονου παρατηρητή).

1.Το περιστατικό είναι αληθινό. Ο σπουδαίος στρατηγός Δερκυλίδας ήταν ανύπαντρος και ένας νεαρός δεν του παραχώρησε τη θέση του λέγοντάς του τα παραπάνω λόγια.
2.Ναυμαχία της Κυζίκου, 410 π Χ.  Ο αντιναύαρχος Ιπποκράτης έστειλε μήνυμα στη Σπάρτη, αλλά οι Αθηναίοι συνέλαβαν τους αγγελιοφόρους και διάβασαν το μήνυμα, το οποίο έλεγε: «Έρρει τα κάλα. Μίνδαρος απεσσύα. Πεινώντι τώνδρες. Απορίομες τι χρη δραν». (Καταστράφηκε  ο στόλος. Ο Μίνδαρος σκοτώθηκε. Οι άνδρες λιμοκτονούν. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε).
Πρόκειται για μνημείο λακωνικής περιεκτικότητας με πλήρη απουσία κάθε προσωπικού συναισθήματος ή προσωπικής άποψης ή κρίσης για την τραγωδία.


4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ἔξοχο!

Διονύσης Κ.

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Καλησπέρα, Διονύση.

Ανώνυμος είπε...

"Κι αν οι άνδρες μας είναι τέλειες μηχανές πολέμου, εμείς είμαστε τέλειες μηχανές τεκνοποίησης"...
Μηχανές, όχι άνθρωποι..
Κάτι παραπάνω από έξοχο το κείμενο!
Καλή σας μέρα...

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Καλημέρα, Ανώνυμε.