Μπήκε ο μήνας των ευχών.
Όχι πως οι άλλοι μήνες πάνε πίσω, οι άλλες εβδομάδες, οι
άλλες μέρες, αλλά ο Δεκέμβριος κατέχει τα πρωτεία, χαμός θα γίνει πάλι φέτος από
τις ευχές.
Ξεκινάμε απαλά με τις ονομαστικές εορτές και όσο περνούν οι
μέρες οι ευχές πολλαπλασιάζονται, πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, πλησιάζει η
Πρωτοχρονιά και ο Ιανουάριος κλέβει αρκετές ευχές από τον ψηλομύτη Δεκέμβριο,
διότι αυτός είναι που κατέχει την πρώτη μέρα του χρόνου και επίσης έχει και τα
Φώτα και μετά έχουν πάλι σειρά οι ονομαστικές εορτές και τέλος πάντων για δυο
μήνες θα πνιγούμε πάλι στις ευχές.
Κακές δεν είναι, κάθε άλλο, ευχούλες είναι να ζήσουμε πολλά
χρόνια οι ζωντανοί, να είμαστε γεροί, να μας αγαπούν, να έχουμε πρόοδο κι
επιτυχίες και κακό να μη μας εύρει.
Μόνο που οι περισσότερες από αυτές τις ευχές είναι τυπικές,
στερεοτυπικές, μηχανικές, αυτόματες, εθιμικές. Κάποιες έχουν ουσία, εκείνοι που
τις λένε τις εννοούν, αλλά αυτοί είναι λίγοι. Χριστούγεννα έρχονται, να μην
πεις «Καλά Χριστούγεννα»; Τόσο γαϊδούρι είσαι, τόσο αντικοινωνικός και
απολίτιστος; Καινούργια χρονιά μπαίνει, να μην ευχηθείς «Καλή χρονιά»; Θα ευχηθείς,
γιατί το απαιτεί το έθιμο.
Μόνο που το έχουμε κάπως παρακάνει. Μπαίνει καινούργιος
μήνας; «Καλό μήνα!». Ξεκινά η νέα
εβδομάδα; «Καλή εβδομάδα!». Ξημερώνει η νέα μέρα; «Καλή Τρίτη!», «Καλή
Τετάρτη!», «Καλή Πέμπτη», «Καλό Παρασκευοσαββατοκύριακο!».
Μάλιστα διαιρούμε τη μέρα για να αυξήσουμε τις ευχές μας:
«Καλημέρα!», «Καλό μεσημέρι!», «Καλό απόγευμα!», «Καλησπέρα!», «Καλό βράδυ!»,
«Καληνύχτα!», «Καλό ξημέρωμα!».
Και είπαμε: αυτές οι ευχές είναι μηχανικές οι περισσότερες,
δεν εκφράζουν καμιά βαθύτερη επιθυμία μας να είναι οπωσδήποτε καλά ο άλλος,
ούτε κακία φυσικά εκφράζουν να μην είναι καλά, είναι απλώς αδιάφορες, καμιά
αξία δεν έχουν.
Το αντίθετο εντελώς ισχύει για τις κατάρες. Ευτυχώς αυτές
δεν έχουν εθιμοτυπικό χαρακτήρα κι έτσι σπάνια τις λέμε ή τις ακούμε. Όταν όμως
τις ακούσουμε ή τις πούμε, τότε το εννοούμε.
Βαριές, άσχημες κατάρες που εκτοξεύονται σε στιγμές μεγάλης
οργής ή αδυναμίας να επιτεθούμε σ’ αυτόν που μας έχει πειράξει. Δεν μπορούμε να
τον δείρουμε, να τον καταγγείλουμε, να τον κυνηγήσουμε, να τον τσαλαπατήσουμε
και το μόνο που μας μένει είναι να τον καταραστούμε ελπίζοντας να πιάσει η
κατάρα μας. Αλλά, όπως και οι ευχές έτσι και οι κατάρες είναι λόγια του αέρα και
το μόνο που πετυχαίνουν είναι να εκτονωθεί αυτός που καταριέται, ενώ αυτός, στον οποίο απευθύνεται η κατάρα, δεν παθαίνει τίποτα. Ευτυχώς.
Ήμουν πολύ μικρή και δεν το θυμάμαι, μου το διηγήθηκε όμως
κάποτε η μητέρα μου, όταν πια ήμουν μεγάλη: κάποια ζημιά είχα κάνει κι εκείνη
έγινε έξαλλη (το είχε αυτό η μητέρα μου,
να θυμώνει εύκολα). Θα ήθελε πάρα πολύ να με βρίσει, όμως από την άλλη, πώς να
το κάνει αυτό στη μοναχοκόρη της, δεν το' λεγε η καρδιά της. Έξαλλη καθώς ήταν
μου έδωσε μια ευχή σε μορφή κατάρας:
«Ω, που κακό να μη σ’ εύρει!»
Εγώ από την άλλη, ζόρικο παιδάκι αλλά παιδάκι, δεν πρόσεξα
ότι επρόκειτο περί ευχής. Χτύπησα με το πόδι μου το μωσαϊκό της κουζίνας και
είπα με θυμό:
«Εσένα να μη σ’ εύρει!»
Έτσι μητέρα και κόρη ανταλλάξαμε ευχές με τον μανδύα της
κατάρας και μετά η μητέρα μάζεψε από κάτω τα σπασμένα γυαλιά, τα νερά ή δεν
ξέρω τι άλλο είχα καταστρέψει.