Δευτέρα Λυκείου, μάθημα αρχαία ελληνικά, Σοφοκλέους «Αντιγόνη».
Όλα κυλούσαν ομαλά στην τάξη, η Αντιγόνη τα είχε βάλει με
τον Κρέοντα που δεν την άφηνε να θάψει τα αδέλφια της, τα παιδιά
παρακολουθούσαν και προσπαθούσαν να εξοικειωθούν με την αρχαία γλώσσα, αλλά δυο
αγόρια εκεί πίσω στο τελευταίο θρανίο είχαν ξεκινήσει ψιλή κουβέντα.
Έκανα το μάθημα κανονικά εγώ, αλλά το βλέμμα μου κάθε τόσο
στρεφόταν στα δυο αγόρια. Ήθελα απλώς να με δουν ότι τα είχα εντοπίσει, αυτό
ήταν αρκετό για να σωπάσουν. Αυτά όμως - ποιος ξέρει τι σοβαρό πρόβλημα της ζωής τους έλυναν, όσο η Αντιγόνη αντιμιλούσε
στον θείο της - έμεναν σκυμμένα και συνέχιζαν την κουβέντα.
Έκανα υπομονή μερικά λεπτά, η φωνή μου έρρεε κανονική μέσα
στην αίθουσα, όλοι ήμασταν ήρεμοι, αλλά η ματιά μου πήγαινε στον βρόντο: τα
αγόρια συζητούσαν χαμηλόφωνα και δεν κοίταζαν προς το μέρος μου.
Και ξαφνικά έχασα την υπομονή μου. Κι εκεί που έλεγα:
«Τί δῆτα μέλλεις; ὡς ἐμοὶ τῶν σῶν λόγων ἀρεστὸν οὐδέν, μηδ’ ἀρεσθείη
ποτέ», πατάω μια φωνή: «Εεεεεεεεε!» που αποκλείεται να έβγαινε από τα χείλη της
γενναίας Αντιγόνης. Άλλωστε δεν υπήρχε στο βιβλίο.
Κοκάλωσε η τάξη, τα αγόρια στο τελευταίο θρανίο σήκωσαν εμβρόντητα
το κεφάλι και είδαν το βλέμμα της Μέδουσας και κοκάλωσαν κι αυτά.
Πιο βαριά την πλήρωσε η καλή μαθήτρια της τάξης που καθόταν
στο πρώτο θρανίο. Παρακολουθούσε το χρυσό μου το μάθημα απορροφημένη με τα
παθήματα της Αντιγόνης, όταν άκουσε στα καλά καθούμενα την αγριοφωνάρα μου και
τινάχτηκε λες και τη διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα.
Δεν άντεξα κι έβαλα τα γέλια. Η μικρή συνήλθε αμέσως και
χαμογέλασε κι αυτή, συνήλθαν όμως και τα αγόρια του τελευταίου θρανίου που
έκοψαν μαχαίρι την ιδιωτική τους συζήτηση, την οποία υποθέτω θα συνέχισαν στο
διάλειμμα. Συνήλθαν και τα υπόλοιπα παιδιά και το μάθημα συνεχίστηκε
απρόσκοπτα.
Αυτό το «Εεεεεεεε!» δεν περιείχε θυμό, γι’ αυτό εξάλλου
γέλασα αμέσως. Ήταν απλώς ένας τρόπος να υπενθυμίσω την παρουσία μου στα αγόρια
που δεν κοίταζαν προς το μέρος μου και να τα φέρω πάλι πίσω στα γνωστά πάθια της
Αντιγόνης.