Πόσο
απλή μπορεί να είναι η ευτυχία
και πόσο
όμως άπιαστη,
πόσο
είναι δυνατή
και πόσο
όμως σύντομη.
Σαν ο
Θεός
να θέλει
να σου δείξει
πώς
είναι ο Παράδεισος
που εσύ
ποτέ
δεν θα
γευτείς.
Πόσο
απλή μπορεί να είναι η ευτυχία
και πόσο
όμως άπιαστη,
πόσο
είναι δυνατή
και πόσο
όμως σύντομη.
Σαν ο
Θεός
να θέλει
να σου δείξει
πώς
είναι ο Παράδεισος
που εσύ
ποτέ
δεν θα
γευτείς.
Το 1989, όταν εμείς ζούσαμε σε μια ψεύτικη ευμάρεια με
δανεισμένα χρήματα, ανύποπτοι για την καταστροφή που μας περίμενε δυο δεκαετίες
μετά, αυτός έβλεπε το μέλλον που ερχόταν καταπάνω μας. Κι εγώ είχα θυμώσει
τότε. Τώρα διαβάζω τους στίχους εκείνου του τραγουδιού του και λιώνει η ψυχή
μου.
Μελαψές φυλές,
κοντοπόδαρες,
Σειλινοί του κράτους
που ξερνάει και να `τους,
τσιφτετέλληνες,
με γονείς ληστές,
των συντρόφων τους θύτες
για αμνηστία αλήτες
τώρα διοικητές.
Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων,
κωλοέλληνες.
Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη
που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό,
στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη
απ`ό, τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.
Κωλοέλληνες,
μασκαρλίκια δες,
στο Άλφα της Αξίας
της Αρχής της Μίας
λουτροκαμπινές.
Τιμωρός καιρός
πέντε αιώνες δύσης
εθνικής θα ζήσεις
από δω και μπρος
με αγγλικές αλφαβήτες,
μαλλιαροί μου Ελλαδίτες,
θλιβερές μου πορδές.
Πνεύμα αλήτικο,
Ελλαδίτικο,
σε μικρά Ασία,
Κύπρο, Λευκωσία,
Βόρειο Ήπειρο.
Δεν ακούει κανείς.
Στο χειρότερο
του Ελληνισμού κομμάτι,
στην Ελλάδα ζεις.
Μια φάουσα καταπίνει τον αέρα,
τη θάλασσα, την πόλη, το ιερό,
πλημμύρισε σκουλήκια η μητέρα,
το ρόδο καταγής βγάζει καπνό.
Σκαλιστές σκιές,
μακρυχέρηδες,
με το φως σπασμένο,
κρατικοποιημένο,
αχ, οι Έλληνες!
Αλλά εκεί στην ξένη
στην οθόνη σκυμμένοι
θεϊκά δεμένοι
με την οικουμένη,
στους απέναντι τόπους
φωτοκολλημένοι
απ`τον εδώ ουρανό τους.
Κι ενώ εδώ θα ζούμε καταρρεύσεις,
ο έξω Ελληνισμός θα προχωρεί
και φως και μουσική μιας άλλης σκέψης
στη μείζονα Ελλάδα θα εκραγεί
στους Πανέλληνες,
στους Πανέλληνες!
https://www.youtube.com/watch?v=hl3JPdmC9os&list=RDhl3JPdmC9os&start_radio=1
Ήρθε ξαφνικά στη μνήμη μου κάποιος που
είχα μαζί του μια σύντομη σχέση πριν – μη τρομάξετε – πενήντα κάπου τόσα χρόνια.
Τι να απέγινε άραγε αυτός, αναρωτήθηκα
προ καιρού. Μετά σκέφτηκα ότι εκείνη την μπερδεμένη εποχή της πρώτης νιότης μου
ήταν βοηθός κάποιου καθηγητή Πανεπιστημίου, 27 χρονών τότε νεαρός.
Έψαξα στο Γκουγκλ.
Το πρώτο που έμαθα ήταν ότι είχε ήδη
πεθάνει πριν τέσσερα χρόνια. Στα ογδόντα τρία του. Μετά είδα τις φωτογραφίες
του. Ένας σεβάσμιος ηλικιωμένος, μάλλον άσχημος, αγνώριστος. Εγώ τον θυμόμουν
πολύ όμορφο.
Μετά διάβασα για την άνοδό του, την
πρόοδό του, καθηγητής πια Πανεπιστημίου με πολλές μελέτες στο αντικείμενό του,
πολυπράγμων, διάσημος στον χώρο του.
Ιδέα δεν είχα για όλα αυτά.
Εγώ
θυμόμουν έναν όμορφο νεαρό άντρα, ήρεμο, ευγενικό και ανεκτικό στις
τρέλες μου. Θυμόμουν μια γκαρσονιέρα ημιυπόγεια στη Σόλωνος και δυο ποιητικές
συλλογές που μου είχε χαρίσει από τις τότε εκδόσεις Γαλαξία: μια με ποιήματα
του Καββαδία «Μαραμπού και Πούσι» και μια του Εμπειρίκου «Υψικάμινος - Ενδοχώρα».
«Επειδή γράφεις ποιήματα», μου είχε
πει.
Χωρίσαμε για τον πιο πεζό λόγο: «Μπήκες
στο Πανεπιστήμιο τώρα», μου είπε. «Δεν επιτρέπεται να έχουμε σχέση, εφόσον
είσαι στη Σχολή που εργάζομαι».
Το βρήκα πολύ φυσικό, αν και τον
σκεφτόμουν για καιρό. Τον συνάντησα κάποτε άλλη μια φορά μετά από δική μου
πρόσκληση στο Πέτρογκραντ νομίζω. Ήταν πάντα πολύ ευγενικός και διακριτικός.
Δεν τον ξαναείδα από τότε.
Για πολλά χρόνια έβλεπα στη βιβλιοθήκη
μου τις δυο ποιητικές συλλογές που μου είχε χαρίσει. Τώρα δεν τις βλέπω πια.
Κάπου θα χάθηκαν στις αλλεπάλληλες από τότε μετακομίσεις μου.