3/12/25

Δάκρυα

 





Κι εγώ τότε έκλαψα.


Δεν ξέρω γιατί,


έτσι κατέβηκαν


αυθόρμητα τα δάκρυα


και έκλαψα


και ήταν όμορφο


που έκλαιγα,


ήταν απρόσμενο


που έκλαιγα,


δάκρυ γλυκό


κι όπως συμβαίνει πάντα,


με λίγη δυστυχία μέσα του,


λίγη χαρά,


και λίγο από εκείνο το άρρητο


που το φυλάμε στην καρδιά μας


σαν ένα μυστικό ιερό.



2/12/25

Games

 




— Ἀ­ρι­μάν, εἶ­σαι γιὰ ἕ­να παι­χνί­δι; ρω­τᾶ ὁ Ἀ­τάρ.
— Εἶ­μαι, ἀ­παν­τᾶ ὁ Ἀ­ρι­μάν. Ποι­ός θὰ κά­νει τὸν κα­κό;
— Ἐ­γώ. Πά­τα τὸ start.
Ὁ Ἀ­ρι­μὰν πα­τᾶ τὸ start καὶ στὴν ὀ­θό­νη ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ τό­πος τῶν μο­νο­μα­χι­ῶν τους, ἕ­νας γα­λά­ζιος πλα­νή­της ποὺ πε­ρι­στρέ­φε­ται ἀρ­γὰ πε­ρὶ τὸν ἑ­αυ­τό του.
— Πᾶ­με Ἀ­φρι­κή;
— Μπά, βα­ρέ­θη­κα μ’ αὐ­τὴ τὴν Ἀ­φρι­κή. Πᾶ­με κα­λύ­τε­ρα Ἀ­σί­α.
Ὁ Ἀ­ρι­μάν πλη­κτρο­λο­γεῖ μὲ τα­χύ­τη­τα.
— Μια­νμάρ;
— Πά­λι πλημ­μύ­ρες;
— Τί θέ­λεις τό­τε;
— Γιὰ κοί­τα στὴ θά­λασ­σα γιὰ κα­νέ­να πλοῖ­ο.
— Κά­τι βλέ­πω στὸν κόλ­πο τῆς Βεγ­γά­λης.
— Φέ­ρε το πιὸ κον­τά.
Στὴν ὀ­θό­νη δι­α­κρί­νε­ται ἕ­να μι­κρὸ ἐμ­πο­ρι­κὸ πλοῖ­ο ποὺ πλέ­ει ἀ­μέ­ρι­μνο στὴ θά­λασ­σα. Ὁ Ἀ­τὰρ καὶ ὁ Ἀ­ρι­μάν κοι­τά­ζον­ται πο­νη­ρά.
— Ἕ­τοι­μος;
— Ἕτοι­μος.
— Πᾶ­με!
— Βά­ζω φω­τιὰ στὶς μη­χα­νές, λέ­ει ὁ Ἀ­τὰρ καὶ πλη­κτρο­λο­γεῖ.
Τὸ κα­ρά­βι τυ­λί­γε­ται στὶς φλό­γες καὶ κά­ποι­οι ἄν­θρω­ποι τρέ­χουν πά­νω-κά­τω σὲ κα­τά­στα­ση πα­νι­κοῦ.
— Ρί­χνω τὶς βάρ­κες στὴ θά­λασ­σα, λέ­ει ὁ Ἀ­ρι­μάν καὶ πλη­κτρο­λο­γεῖ.
— Πέ­φτουν ἀ­νά­πο­δα στὸ νε­ρό, ἀν­τι­κρού­ει ὁ Ἀ­τάρ.
— Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ μί­α.
Οἱ βάρ­κες πέ­φτουν ἀ­νά­πο­δα στὴ θά­λασ­σα ἐ­κτὸς ἀ­πὸ αὐ­τὴν ποὺ πρό­λα­βε νὰ σώ­σει ὁ Ἀ­ρι­μάν.
— Ρί­χνω τοὺς ἀν­θρώ­πους στὴ θά­λασ­σα μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴ βάρ­κα, λέ­ει ὁ Ἀ­τάρ.
Οἱ ναυα­γοὶ σκορ­πί­ζον­ται στὴ θά­λασ­σα οὐρ­λι­ά­ζον­τας ἀ­πελ­πι­σμέ­να.
— Σώ­ζω ἕ­ναν, ἀν­τε­πι­τί­θε­ται ὁ Ἀ­ρι­μάν.
Ἕ­νας νε­α­ρὸς ἄν­δρας πλη­σιά­ζει κο­λυμ­πών­τας τὴ βάρ­κα κι ἀ­νε­βαί­νει μὲ κό­πο ἐ­πά­νω.
— Ἔκ­πλη­ξη! φω­νά­ζει ὁ Ἀ­τὰρ καὶ πλη­κτρο­λο­γεῖ.
Πά­νω στὴ βάρ­κα βρί­σκε­ται ἤ­δη κά­ποι­ος ἄλ­λος: μιὰ μι­κρὴ λευ­κὴ τί­γρη τῆς Βεγ­γά­λης. Ὁ Ἀ­ρι­μάν στα­μα­τᾶ τὸ παι­χνί­δι θυ­μω­μέ­νος.
— Κλέ­βεις! Τί δου­λειὰ ἔ­χει αὐ­τὸ τὸ θη­ρί­ο στὴ ναυ­α­γο­σω­στι­κὴ λέμ­βο;
— Δὲν κλέ­βω κα­θό­λου. Χρη­σι­μο­ποί­η­σα τὸν ἀ­πρό­βλε­πτο πα­ρά­γον­τα.
— Πές μου τί δου­λειὰ ἒ­χει αὐ­τὴ ἡ τί­γρη μέ­σα στὴ βάρ­κα!
— Θὰ σοῦ ἐ­ξη­γή­σω ἀ­μέ­σως. Τὸ τι­γρά­κι τὸ πή­γαι­ναν σ’ ἕ­να κα­τα­φύ­γιο οἰ­κο­λό­γων στὴ Σρὶ Λάν­κα. Αὐ­τὸς ποὺ τὸ συ­νό­δευ­ε, πρό­λα­βε νὰ τὸ βγά­λει ἀ­πὸ τὸ κλου­βὶ του καὶ νὰ τὸ πε­τά­ξει στὴ βάρ­κα. Ἀλ­λὰ ὁ ἴ­διος πνί­γη­κε. Τί θὰ κά­νεις τώ­ρα;
Ὁ Ἀ­ρι­μὰν στέ­κε­ται ἀ­μή­χα­νος πά­νω ἀ­πὸ τὰ πλῆ­κρα του.
— Βιά­σου, τοῦ λέ­ει ὁ Ἀ­τὰρ. Τὸ ζῶ­ο εἶ­ναι τρο­μαγ­μέ­νο καὶ γι’ αὐ­τὸ πο­λὺ ἐ­πι­κίν­δυ­νο.
— Δι­καί­ω­μα, λέ­ει ὁ Ἀ­ρι­μάν. Θέ­λω πί­στω­ση χρό­νου.
— Σοῦ δί­νω ἕ­να λε­πτό. Με­τὰ ἡ τί­γρη θὰ ἐ­πι­τε­θεῖ στὸν ἄν­δρα.
Ὁ Ἀ­ρι­μὰν σκέ­φτε­ται λί­γο, ἔ­πει­τα πλη­κτρο­λο­γεῖ βι­α­στι­κά.
.
Με­ρι­κὲς ὧ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα ἕ­να πα­ρα­πλέ­ον πλοῖ­ο ποὺ εἶ­χε εἰ­δο­ποι­η­θεῖ γιὰ τὸ ναυά­γιο, ἐν­το­πί­ζει τὴ βάρ­κα μὲ τὴ λευ­κὴ τί­γρη τῆς Βεγ­γά­λης.
Στὸ νε­ρό, δί­πλα στὴ βάρ­κα, κο­λυμ­πᾶ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ἕ­νας ναυα­γὸς μὲ κα­τα­ξε­σκι­σμέ­να τὰ χέ­ρια του ἀ­πὸ τὰ νύ­χια τοῦ ζώ­ου. Ἡ ἀ­σφα­λι­στι­κὴ ἑ­ται­ρεί­α ποὺ ἔ­κα­νε στὴ συ­νέ­χεια τὶς ἔ­ρευ­νες, δὲν κα­τά­φε­ρε νὰ ἀ­νι­χνεύ­σει τὴν αἰ­τί­α τῆς φω­τιᾶς στὸ πλοῖ­ο. Μυ­στή­ριο ἐ­πί­σης πα­ρέ­μει­νε πῶς ἔ­πε­σαν ἀ­νά­πο­δα ὅ­λες οἱ ναυ­α­γο­σω­στι­κὲς λέμ­βοι πλὴν μιᾶς. Ἀλ­λὰ καὶ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ ἕ­ναν, πνί­γη­καν ὅ­λοι οἱ ἐ­πι­βαί­νον­τες, ἐ­νῶ σώ­θη­κε μια τί­γρη, ἦ­ταν τό­σο ἀ­πί­θα­νο, ποὺ τὸ ἀ­νέ­φε­ραν ὅ­λα τὰ εἰ­δη­σε­ο­γρα­φι­κὰ πρα­κτο­ρεῖ­α τοῦ κό­σμου.
Οἱ συ­νέ­πει­ες τοῦ παι­χνι­διοῦ τους ὡ­στό­σο κα­θό­λου δὲν ἐν­δι­α­φέ­ρουν τὸν Ἀ­τὰρ καὶ τὸν Ἀ­ρι­μάν.
— Ὀ­χτώ-ἕ­να! Χά­λια τὰ πῆ­γες αὐ­τὴν τὴ φο­ρά, Ἀ­ρι­μάν, χα­χα­νί­ζει ὁ Ἀ­τάρ.
— Ὀ­χτώ-δύο, λέ­ει ὁ Ἀ­ρι­μάν μου­τρω­μέ­νος. Μὴν ξε­χνᾶς πὼς ἔ­σω­σα καὶ τὴν τί­γρη.
— Ἐν­τά­ξει, ὀ­χτώ-δύο. Εἶ­σαι τώ­ρα γιὰ ἄλ­λο ἕ­να;
— Εἶ­μαι. Τί λὲς νὰ παί­ξου­με;
— Λέ­ω νὰ παί­ξου­με ἕ­ναν κα­λὸ σει­σμὸ αὐ­τὴν τὴ φο­ρά.
— Πά­λι σει­σμό; Πρὶν ἀ­πὸ ἕ­να μή­να δὲν τὸν παί­ξα­με στὴν Ἀ­ϊ­τή;
— Ἄλ­λο στὴν Ἀ­ϊ­τή. Τώ­ρα θὰ πᾶ­με στὴ Χι­λή. Ὀ­χτὼ Ρί­χτερ εἶ­ναι κα­λά;
— Κά­νε τα ἐν­νιά.
— Ὀ­χτὼ κόμ­μα ὀ­χτὼ καὶ ξε­κι­νᾶ­με. Ποι­ὸς θὰ κά­νει τὸν κα­κό;

*

Πρώτη δημοσίευση: Ο Τέταρτος Κλώνος (εκδ. Αίολος)

Δεύτερη δημοσίευση: Λογοτεχνικό περιοδικό Πλανόδιον, Ιστορίες Μπονζάι (στο διαδίκτυο:

Τρίτη δημοσίευση: ελληνικό μικροδιήγημα, επιμέλεια Π. Ένιγουεϊ (εκδ. Άνω Τελεία).




1/12/25

Τη νύχτα είναι δύσκολα

 







Τη νύχτα είναι δύσκολα.


Βαθαίνει αυτό


το πώς το λένε


δεν θυμάμαι.


 

Κάτι βαθαίνει πάντως


και δυσκολεύεται η αναπνοή.


 

Μεγάλες είναι οι νύχτες του χειμώνα


και οι αναπνοές μου λίγες.



30/11/25

Η Χοντρομπαλού

 



Από τον δίσκο του Σταύρου Ξαρχάκου «Κατά Μάρκον»

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Ερμηνεύει η Δέσπω Διαμαντίδου

 

 

Μια Κυριακή στην Κοκκινιά στην παιδική μου γειτονιά

είδα μια γριά χοντρομπαλού που ο νους της έτρεχε αλλού.

Την κοίταξα, με κοίταξε σαν κουκουβάγια σε μπαξέ

και μου’ πε με φωνή θολή που μάνα θύμιζε τρελή:

 

Σε χώμα φύτρωσα ζεστό αιώνες πριν απ' το Χριστό,

ζούσα καλά κι ευχάριστα κι έπαιρνα μόνο άριστα.

 

Μα σαν προχώρησε ο καιρός, έγινε ο κόσμος μοχθηρός

και με βατέψανε που λες αράδα βάρβαρες φυλές.

 

Σελτζούκοι, Σλάβοι, Ενετοί, λες κι ήταν όλοι τους βαλτοί.

Τότε κατάλαβα γιατί καμένο ήμουνα χαρτί

δίχως χαρά, δίχως γιορτή.

 

Σιγά σιγά και ταπεινά μ' αγώνες και με βάσανα

καινούργια έβγαλα φτερά, μα ήρθαν τα χειρότερα.

 

Είδα τα ίδια μου παιδιά να δίνουν σ' άλλους τα κλειδιά

και με χιλιάδες ψέματα, με προδοσίες κι αίματα

να μου σπαράζουν την καρδιά.

 

Γι’ αυτό μια νύχτα σκοτεινή θ' ανέβω στην Καισαριανή

με κουρασμένα βήματα να κλάψω για τα θύματα

στ' αραχνιασμένα μνήματα.

 

Κι εκεί ψηλά στον Υμηττό αντίκρυ στον Λυκαβηττό

μικρό κεράκι θα κρατώ να φέγγει χρόνους εκατό.


*

 

Γράφει ο Σταύρος Ξαρχάκος στο εσωτερικό του δίσκου :

«Σ’ αυτά τα νέα «Αμοργιανά» τραγούδια του, ο Νίκος Γκάτσος, με δέος, οργή και πόνο, βάζει τίτλους σκληρούς και λέει λόγια πικρά για να ξυπνήσει από τη νάρκη τους Συνέλληνες, λίγο πριν από μια ανεπανόρθωτη καταστροφή. Και τα τραγούδια του αυτά δεν έχουν καμιά κομματική σκοπιμότητα ή δεν είναι τραγούδια καμιάς συνηθισμένης πολιτικο-κομματικής τραγουδοποιίας και θεολογίας.»

 

Ακούστε αυτό το τραγούδι με τη θαυμάσια ερμηνεία της Δέσπως Διαμαντίδου.

 

https://www.youtube.com/watch?v=aw5oIGTOEhk&list=RDaw5oIGTOEhk&start_radio=1