Κι όμως
εγώ
οσφραίνομαι
άλλα,
άρρητα
άλλα.
Τυχαίο
δεν είναι
που
άνθισαν μέσα μου
Κι όμως
εγώ
οσφραίνομαι
άλλα,
άρρητα
άλλα.
Τυχαίο
δεν είναι
που
άνθισαν μέσα μου
Ξενυχτώ.
Περνά
αργά η ώρα
και δεν
έχω κι ένα θεό
να τον
παρακαλέσω
να μ’
απαλλάξει από αυτό,
πρέπει
μονάχη μου
να το
παλέψω
και
νιώθω αδύναμη.
Μέσα μου
ένας δαίμονας
τρώει
αθόρυβα τα σπλάχνα μου.
Μη με
αποστρέφεσαι, μου λέει,
είμαι
εγώ που γράφω τους στίχους σου.
Πρέπει
αντίθετα να μ’ αγαπάς.
Πώς να
τον αγαπήσω όμως,
έτσι όπως
είμαι μισοφαγωμένη.
Έρχεται κάθε μήνα συνεπής και πληρώνει τα κοινόχρηστα. Λαϊκός άνθρωπος, συνεσταλμένος.
Όμως
κάτι οσμίζεται.
Τα μάτια της που απότομα σκουραίνουν,
οι ουσίες της που εκκρίνονται εκείνη τη στιγμή, κάτι οσμίζεται και στέκει
αναποφάσιστος για λίγα δευτερόλεπτα.
Φεύγει έπειτα σιωπηλός και αμήχανος.
Εκείνη κλείνει πίσω του την πόρτα
εξουθενωμένη.
Κάθε φορά η ίδια ιστορία: μια
σκοτεινή ορμή που την ταράζει, μια
φευγαλέα αίσθηση ηδυπάθειας, μια ξαφνική εκφυλότητα, μόνο και μόνο επειδή αυτός
ο ξένος μοιάζει με Κείνον.
Με Κείνον τον Άλλον.
(Μικρές ιστορίες)