Βγήκε από την πισίνα και
μιλούσε αδιάκοπα στο τηλέφωνο. Κάτι τον είχε εκνευρίσει. Δεν μπορούσα να
καταλάβω τι έλεγε, έκλεινε το τηλέφωνο και σε λίγο έπαιρνε πάλι κάποιον. Κάθε
τόσο πήγαινα και γέμιζα το ποτήρι του με χυμό από την κανάτα. Κράτησε αυτό ως
το μεσημέρι. Είχα βαρεθεί να πίνω καφέδες και να καπνίζω παράμερα.
Ούτε και περίμενα
περισσότερα. Είχαμε ήδη κάνει σεξ δύο φορές χθες με τον αλλόκοτο τρόπο που του
άρεσε. Επομένως αποδώ και πέρα ήμουν κάπως περιττή.
Με αγνόησε εντελώς, μέχρι
το μεσημέρι που καθίσαμε να φάμε στην τραπεζαρία. Ήρθε φορώντας ένα πρόχειρο
μαύρο μπλουζάκι και ένα τζιν παντελόνι.
-Συμβαίνει κάτι σοβαρό; ρώτησα.
-Όχι, τίποτα που να
αξίζει να σου το αναφέρω.
Δεν ανταλλάξαμε άλλη
λέξη, όσο τρώγαμε. Σηκωθήκαμε βουβοί από το τραπέζι.
-Έλα μαζί μου.
Πήγαμε στο υπνοδωμάτιό
του, αυτός ξάπλωσε, εγώ κάθισα απέναντί του. Είναι πανέμορφος, σκέφτηκα. Δηλαδή
όχι ακριβώς πανέμορφος. Μάλλον σαγηνευτικός. Κανένα χαρακτηριστικό του δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφο εκτός από το
εκτυφλωτικό χρώμα των ματιών του. Κι όμως όλο μαζί το πρόσωπό του ήταν
γοητευτικό. Πώς γινόταν αυτό, δεν ήξερα. Και ήταν κι αυτό το ατελείωτο, αδύνατο
κορμί με τις σωστές αναλογίες, με τη μαραμένη σάρκα του κρυμμένη κάτω από τα
ρούχα.
Κάποια στιγμή γύρισε και
με περιεργάστηκε.
-Ναι, είμαι κι εγώ εδώ,
είπα.
-Έλα κοντά μου.
Σηκώθηκα και στάθηκα
όρθια από πάνω του.
-Κάθισε.
Κάθισα στην άκρη του
κρεβατιού.
-Γιατί φοράς σήμερα
παντελόνι;
-Γιατί κάναμε σεξ δυο
φορές χθες.
-Θα κάνουμε και σήμερα.
-Πήρες χάπι, έτσι δεν
είναι;
-Και;
-Στην ηλικία σου είναι
επικίνδυνο.
Πήρε το χέρι μου στο δικό
του. Αυτή η κίνηση, αυτή η πρωτόγνωρη αίσθηση - παρ’ ολίγο να βάλω τα κλάματα.
Το κράτησε αρκετή ώρα κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, σαν να μην επιδοκίμαζε
αυτό που έκανε, σαν να το αρνιόταν. Μείναμε έτσι σιωπηλοί. Προσπαθούσα να
καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε, γιατί το έκανε αυτό.
-Ίλαμ…Μπορείς να κάνεις
ό,τι θέλεις μαζί μου, ό,τι σου αρέσει.
-Το ξέρω.
Άφησε το χέρι μου και
γύρισε προς τα μένα:
-Θέλεις να μου βγάλεις τα
ρούχα;
-Αυτό δεν ακούγεται σαν
διαταγή.
-Όχι, δεν είναι διαταγή.
Κατέβηκε από το κρεβάτι
και στάθηκε μπροστά μου. Τώρα στεκόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλον, πολύ
κοντά, πολύ κοντά, μια ανάσα μάς χώριζε, πανύψηλος αυτός, έσκυβε να με
κοιτάξει, εμένα με διαπερνούσαν ρίγη προσμονής. Ένα φιλί, Θεέ μου, ένα φιλί του
τώρα, ένα φιλί από εκείνον, και τι δεν θα’ δινα για ένα φιλί του…
-Βγάλε μου τη μπλούζα.
Την τράβηξα με αργές
κινήσεις, εκείνος έσκυψε λίγο, την έβγαλα. Ήθελα τόσο πολύ να αγκαλιάσω αυτή τη
γυμνή σάρκα και να τη γεμίσω φιλιά, όμως δεν τόλμησα να το κάνω.
-Βάρυνε η ανάσα σου,
Κάθυ.
Δεν είπα τίποτα.
-Το παντελόνι τώρα.
Η φωνή του είχε
μαλακώσει, ίσως ο ίδιος να μην το καταλάβαινε, αλλά είχε πέσει κατά ένα τόνο
και είχε μια αδιόρατη, όχι δεν ήταν ζεστασιά, μάλλον οικειότητα ήταν, ναι,
οικειότητα.
Ξεκούμπωσα το παντελόνι
του, το κατέβασα αργά, εκείνος κάθισε στο κρεβάτι κι εγώ το τράβηξα και του το
έβγαλα.
Ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι
και είπε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο:
-Θέλω τώρα να βγάλεις κι
εσύ τα ρούχα σου.
-Δεν μπορώ να το κάνω
αυτό, Ίλαμ.
-Γιατί;
-Δεν ξέρω. Απλώς δεν
μπορώ να το κάνω.
-Άλλα έλεγες χθες.
-Ναι. Όμως τώρα δεν μπορώ
να το κάνω.
-Θέλεις να σε γδύσω εγώ
κι εσύ να αναστενάζεις από προσμονή;
-Μη
με ειρωνεύεσαι, Ίλαμ!
-Τι
θέλεις τότε;
-Θέλω να με φιλήσεις
πρώτα. Αν με φιλήσεις, θα γδυθώ.
-Δεν βάζεις εσύ τους
όρους, Κάθυ.
Στεκόμουν ακίνητη, δεν
έκανα τίποτα, δεν έλεγα τίποτα.
-Θα περιμένω πολλή ώρα; είπε
αυτός κοιτάζοντάς με από πάνω ως κάτω.
-Ένα φιλί, Ίλαμ.
Χαμογέλασε:
-Δεν είναι τόσο απλό αυτό
που μου ζητάς. Ο Ίλαμ δεν χαρίζει εύκολα τα φιλιά του.
-Δεν είμαι πόρνη, Ίλαμ.
-Όχι, δεν είσαι.
Πήγα στο παράθυρο κι
έσυρα τις κουρτίνες. Το δωμάτιο γέμισε με πορτοκαλί φως. Ύστερα άρχισα να βγάζω
ένα ένα τα ρούχα μου. Πρώτα τη μπλούζα μου. Μετά τα σανδάλια μου. Μετά το
παντελόνι μου. Σταμάτησα αναποφάσιστη.
-Όλα, Κάθυ!
Έβγαλα και τα υπόλοιπα
και στάθηκα γυμνή μπροστά του.
-Άναψέ μου τώρα ένα
τσιγάρο.
Του άναψα το τσιγάρο, το
έβαλα στα χείλη του. Κάπνιζε και με κοίταζε.
-Τώρα τι θέλεις; ρώτησα.
Δεν απάντησε. Με κοίταζε
και κάπνιζε.
-Νιώσε άνετα, μου είπε
κάποια στιγμή. Στο κάτω κάτω σ’ έχω πηδήξει αρκετές φορές.
Τι στην οργή έχει στο
μυαλό του, σκέφτηκα. Και την ίδια στιγμή ένιωσα έναν βαθύ, πολύ βαθύ πόθο γι’
αυτόν, ήθελα να πέσω στο κρεβάτι, να τον αγκαλιάσω, να φιλήσω το κορμί του, να
νιώσω τη σάρκα του στα χέρια μου, στα χείλια μου, να νιώσω ότι τον έχω, ότι τον
έχω, τον έχω!
-Σβήσε το τσιγάρο μου.
Το πήρα και το έσβησα.
-Και τώρα ξάπλωσε δίπλα
μου.
-Δίπλα σου;
-Ναι.
Κόπηκε η αναπνοή μου.
-Αργείς, μου είπε.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι και δεν
ήξερα τι να κάνω. Έμεινα ανάσκελα ακίνητη σαν άγαλμα. Αυτός έβγαλε το εσώρουχό
του και ήρθε από πάνω μου.
-Ας κάνουμε λοιπόν αυτό
το κλασικό σεξ που τόσο θέλεις, μου είπε.
-Φίλησέ με, Ίλαμ!
Έσκυψε και με φίλησε στο
στόμα. Ύστερα ανέβασε τα πόδια μου στους ώμους του και μπήκε μέσα μου.
Εγώ είχα ήδη φύγει, ήμουν
αλλού.
*
-Είσαι ευχαριστημένη
τώρα; με ρώτησε, όταν τέλειωσε.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου