30/5/24

"Το γιασεμί", παραδοσιακό Κύπρου



Ω, ψυχή μου!


Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου, ήρθα να το κλαδέψω, ω, καλή μου! Και νόμισε η μάνα σου, γιασεμί μου , πως ήρθα να σε κλέψω, ω, ψυχή μου! Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιασεμί μου, π' ανθεί το καλοκαίρι, ω, καλή μου!

Μουσχοβολάει και χαίρονται, γιασεμί μου,

παιδκιοί και νιοι και γέροι , ω, ψυχή μου !


Τραγουδά ο Αλκίνοος Ιωαννίδης.


https://www.youtube.com/watch?v=d1x9i3xFf0w








28/5/24

Αθανασία

 



 Δεν είμαι κατά της αποτέφρωσης.

Αλλά προτιμώ την πολιτική κηδεία και μετά την ταφή.


Γιατί θέλω να μείνει κάτι από μένα σε τούτη τη Γη, σε μιαν ακρούλα της, να μη φύγω, να μην εξαφανιστώ για πάντα. Για να υπάρχω ως απομεινάρι ενός ανθρώπου που κάποτε έζησε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο και γνώρισε τα πάθη του και τις χαρές του.

 

Για να θυμίζω στη Γη που με γέννησε ότι μπορεί να πέθανα, όμως ακόμα υπάρχω, ότι βρίσκομαι σε μια κατάσταση αθανασίας, έστω άψυχης.

 

Για να είμαι ένα μικρό, ελάχιστο βάρος στη συνείδησή της.



27/5/24

Θεϊκή βροχή

 





Άνυδρη γη,


περνούν οι μέρες


δίχως μιας δροσιάς σταγόνα,


δεν πειράζει,


ήρεμα περνούν οι μέρες


κοιτάζοντας τον ουρανό,


θα βρέξει κάποτε,


είμαι σίγουρη γι’ αυτό.


Τις νύχτες ήσυχη κοιμάμαι.


 

Και ένα πρωινό


ανοίγουν ξαφνικά οι ουρανοί


και πέφτει ορμητική η βροχή


και με υγραίνει ολόκληρη,


γίνεται μαλακό, γλυκό το σώμα μου,


γεμίζει από χλόη πυκνή,


κι από πολύχρωμα λουλούδια


κι ένα πουλί στα φύλλα  μιας ροδιάς


κρυμμένο κελαηδεί.


Γίνεται το κορμί μου γη της Εδέμ.


 

Ήρθε ξανά ο Νυμφίος


με τη μορφή


της θεϊκής βροχής.


Ήρθε ξανά ο Νυμφίος.


 

26/5/24

30. Κακοποίηση ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

Με τη Βαρβάρα κάνω παρέα στα διαλείμματα, αλλά προσέχουμε να μη μας βλέπει ο δάσκαλος. Κι όταν καμιά φορά μας βλέπει μαζί, μας κοιτάζει άγρια, αλλά δεν λέει τίποτα. Κι εμείς γελάμε κρυφά και τον κοροϊδεύουμε που είναι πονηρός. Αλλά τον φοβόμαστε κιόλας.

 

Μια μέρα έπιασε τον Άρη να αντιγράφει τις ασκήσεις από το τετράδιο της Ελένης και έγινε πυρ και μανία. Την Ελένη, επειδή ήταν κορίτσι, δεν την έδειρε, μόνο της έβαλε τις φωνές. Αλλά τον Άρη τον έσπασε στο ξύλο. Τον σήκωσε στον πίνακα, πήρε τη βέργα και τον έδερνε, τον έδερνε, τον έδερνε και μετά που σταμάτησε, ο Άρης είχε ζαλιστεί και δεν έβλεπε μπροστά του, πήγαινε και κουτούλαγε στον πίνακα και δεν έβρισκε την πόρτα να βγει έξω. Εμείς στην τάξη παρακολουθούσαμε πετρωμένοι, κιχ δεν ακουγόταν, μόνο οι φωνές του Άρη ακούγονταν.

 

Άλλα παιδιά τα δέρνει ακόμα πιο πολύ και μετά τα βλέπουμε στα διαλείμματα να κάθονται κατάχαμα με ματωμένα πόδια και να τρέμουν και να μη μπορούν να μιλήσουν.

 

Και μια φορά ο Πέτρος κάτι έκανε και ο δάσκαλος θύμωσε και τον άρπαξε και τον τραβούσε να τον βγάλει έξω από το θρανίο. Ο Πέτρος φώναζε «Μια στιγμή, κύριε, έχει μπερδευτεί το πόδι μου στο θρανίο!», αλλά αυτός νόμιζε ότι του έλεγε ψέματα και τον τράβηξε με το ζόρι έξω από το θρανίο και το πόδι του Πέτρου που είχε σκαλώσει, βγήκε από τη θέση του και μετά τον πήγαν στον γιατρό οι γονείς του.

 

 

 

Σημείωση: Πολλά, πολλά χρόνια αργότερα συναντήθηκα με μια δασκάλα που εκείνα τα χρόνια δίδασκε στο ίδιο σχολείο. «Δεν ήταν στα καλά του αυτός ο άνθρωπος», μου είπε. Η αλήθεια είναι ότι κανείς άλλος δάσκαλος δεν μας έδειρε ποτέ.


***

Στη φωτογραφία: Οδός Δημοκρατίας, 1960.


(Συνεχίζεται)



 

24/5/24

Με την ψυχή μαύρη

 





 

Κάθισε ανάμεσά τους. Όλοι νέοι σαν κι αυτόν, φίλοι μεταξύ τους, αυτός ξένος, προσκεκλημένος.

 

Μίλησαν για διάφορα. Μίλησε κι αυτός, χαμογελούσε, προσπαθούσε να δείχνει άνετος, φυσιολογικός.

 

‘Ήξερε όμως ότι όλοι ήξεραν. Τους το είχαν σφυρίξει οι μεγάλοι που κάθονταν στο διπλανό δωμάτιο.

 

Φεύγοντας αναρωτήθηκε, αν είχε τη σωστή, τη φυσιολογική συμπεριφορά.

 

«Προσπάθησα όμως», σκέφτηκε.

 

Δεν έμαθε ποτέ, αν είχε καταφέρει να τους ξεγελάσει, να τους πείσει ότι δεν ήταν ψυχασθενής.


(Μικρές ιστορίες)



***


Στη φωτογραφία: Valentin De Bouglone "Reunion in a Cabaret".



23/5/24

My way (Όπως ήθελα εγώ)

 





Και τώρα που το τέλος πλησιάζει


και στέκομαι μπροστά στην τελευταία αυλαία,


φίλε μου, θα σου το πω ξεκάθαρα,


πώς φέρθηκα  στη ζωή μου


και πόσο είμαι σίγουρος για ό,τι έκανα.


Έζησα μια ζωή γεμάτη,


ταξίδεψα σε όλους τους δρόμους της ζωής


και πιο πολύ, ακόμα πιο πολύ απ’ αυτό:


το έκανα, όπως ήθελα εγώ.

 

 

Μετάνιωσα, ναι, κάποιες φορές,


αλλά και πάλι πολύ λίγες


για να τις αναφέρω.


Έκανα ό,τι έπρεπε να κάνω


και τίποτα δεν εξαίρεσα.


Σχεδίασα με λεπτομέρεια κάθε πορεία μου,


κάθε προσεχτικό μου βήμα στη διαδρομή μου


και πιο πολύ, ακόμα πιο πολύ απ’ αυτό:


το έκανα όπως ήθελα εγώ.


 

Ναι, υπήρξαν φορές, το ξέρεις βέβαια,


που δάγκωσα παραπάνω από ό,τι μπορούσα να μασήσω.


Μα όταν ένιωσα αμφιβολία,


έφαγα τη μπουκιά και ύστερα την έφτυσα.


Τα αντιμετώπισα όλα και στάθηκα στο ύψος μου.


Και το έκανα, όπως ήθελα εγώ.


 

Ερωτεύτηκα, γέλασα κι έκλαψα,


είχα τα κέρδη μου, είχα τη χασούρα μου


και τώρα, καθώς λιγοστεύουν τα δάκρυα,


τα βρίσκω όλα τόσο χαριτωμένα,


να σκέφτομαι πως τα έκανα όλα αυτά


και μάλιστα όχι δειλά και ντροπαλά,


ω, όχι, όχι εγώ!


Εγώ τα  έκανα όπως ήθελα.

 


Γιατί, τι είναι ο άνθρωπος, τι έχει κερδίσει;


Αν όχι τον εαυτό του, τότε δεν έχει τίποτα.


Να λέει τα πράγματα που στ’ αλήθεια νιώθει


κι όχι τα λόγια κάποιου που ζει γονατιστός.


Τα αρχεία μου  δείχνουν πως δέχτηκα τα δύσκολα


και τa έκανα όλα, όπως ήθελα εγώ.


 

Ναι, όπως ήθελα εγώ.



(Μετάφραση: Καίτη Βασιλάκου)



And now, the end is near;
And so I face the final curtain.
My friend, I'll say it clear,
I'll state my case, of which I'm certain.

I've lived a life that's full.
I've traveled each and ev'ry highway;
But more, much more than this,
I did it my way.

Regrets, I've had a few;
But then again, too few to mention.
I did what I had to do
And saw it through without exemption.

I planned each charted course;
Each careful step along the byway,
But more, much more than this,
I did it my way.

Yes, there were times, I'm sure you knew
When I bit off more than I could chew.
But through it all, when there was doubt,
I ate it up and spit it out.
I faced it all and I stood tall;
And did it my way.

I've loved, I've laughed and cried.
I've had my fill; my share of losing.
And now, as tears subside,
I find it all so amusing.

To think I did all that;
And may I say - not in a shy way,
"No, oh no not me,
I did it my way".

For what is a man, what has he got?
If not himself, then he has naught.
To say the things he truly feels;
And not the words of one who kneels.
The record shows I took the blows -
And did it my way!

Yes, it was my way.


 

 

22/5/24

Memento mori

 

 



 

Να θυμάσαι ότι θα πεθάνεις.

 

Ποιος το θυμάται; Μόνο κάποια στιγμή ξυπνάμε από τον λήθαργο της ζωής και το θυμόμαστε, όταν πεθάνει κάποιος δικός μας, κάποιος φίλος ή γνωστός μας, κάποιος διάσημος.

 

Περνά ύστερα η στιγμή, ο χρόνος, ο καιρός, το ξεχνάμε. Κλείνουμε τα μάτια και βυθιζόμαστε ξανά στον λήθαργο της ζωής, ζούμε ένα όνειρο που το θεωρούμε αλήθεια, πιο αλήθεια από αυτήν δεν υπάρχει, έτσι νομίζουμε, όλα τα παίρνουμε στα σοβαρά και δεν σκεφτόμαστε ότι όλα αυτά τα σοβαρά θα γίνουν καπνός, όταν το όνειρο τελειώσει.

 

Πώς τέλος πάντων μπορούμε να μείνουμε ξυπνητοί, να μη μας αποβλακώνει αυτό το όνειρο που λέγεται ζωή;

 

Μόνο αν κάποιος μάς ψιθυρίζει συνέχεια στο αφτί: «memento mori, memento mori, memento mori, ηλίθιε!»

 

Μην ξεχνάς πως θα πεθάνεις, μην ξεχνάς πως είσαι μια σκιά, ένα όνειρο, μια φαντασία, ένα τίποτα που ζει πάνω σε ένα τίποτα ανάμεσα σε άλλα τίποτα που περιφέρονται άσκοπα μέσα σε ένα μεγάλο Τίποτα.

 

Κανονικά θα έπρεπε αυτό το memento mori να το βλέπουμε γραμμένο παντού. Σε τεράστιες πινακίδες κρεμασμένες παντού, σε όλες τις πλατείες, σε όλους τους δρόμους. Γραμμένο σε όλα τα λεωφορεία. Να ανοίγουμε την τηλεόραση και το πρώτο που θα βλέπουμε να είναι η φράση memento mori και μετά να ακολουθεί το πρόγραμμα. Και όταν είναι να την κλείσουμε, να τη βλέπουμε ξανά να προβάλλει στην οθόνη μας για λίγα δευτερόλεπτα.

 

Να ανοίγουμε τον υπολογιστή και να μας καλωσορίζει: memento mori. Και όταν τον κλείνουμε, να μας αποχαιρετά: memento mori.


Να βγαίνουμε στον δρόμο και αντί για καλημέρα να λέμε στους φίλους μας, στους συναδέλφους, στον προϊστάμενό μας: memento mori.

 

Να φεύγουμε από το γραφείο: memento mori.

 

Να βγαίνουμε με την παρέα μας και να τους χαιρετάμε: memento mori. Να φεύγουμε από την παρέα μας: memento mori.

 

Στο σχολείο αντί για προσευχή: memento mori.

 

Στο τηλέφωνο: memento mori.

 

Στο σουπερμάρκετ, στον περιπτερά, στα εμπορικά, στα καφέ, στα μπαρ:

 

-Memento mori.

- Μemento mori.

-Τι θα πάρετε;

-Έναν εσπρέσο.

 

- Μemento mori.

- Μemento mori. Τρεις μοσχαρίσιες μπριζόλες, παρακαλώ.

 

- Μemento mori.

- Μemento mori. Θα ήθελα να δοκιμάσω αυτές εκεί τις μαύρες γόβες.

 

- Μemento mori.

- Μemento mori. Θέλω μισό κιλό από αυτά τα κουλουράκια.

 

- Μemento mori.

- Μemento mori. Ήρθα να πληρώσω τον λογαριασμό της ΔΕΗ.

 

- Μemento mori, τέκνα μου.

-Αληθώς, Παναγιότατε. Δεν το ξεχνάμε.

 

Το όνειρο αργά ή γρήγορα – τάχιστα με τα μέτρα του Σύμπαντος – θα τελειώσει κι εμείς θα επιστρέψουμε στην πραγματικότητα.

 

Ποια είναι αυτή;

Το απόλυτο Κενό.


***

Στη φωτογραφία: Μινωικό νεκροταφείο.


19/5/24

Μόλις ξεκινήσατε

 



-Πονάνε τα χέρια μου, γιατρέ. Οι ώμοι μου. Τα γόνατά μου. Τα πρωινά δυσκολεύομαι να σηκωθώ από το κρεβάτι. Δυσκολεύομαι να περπατήσω, κουράζομαι εύκολα.

 

-Α, μάλιστα. Μόλις ξεκινήσατε.

 

-Θα μου δώσετε φάρμακα;

 

-Θέλετε παυσίπονα;

 

-Θέλω να γίνω καλά.

 

-Μια χαρά είστε. Σας είπα, μόλις ξεκινήσατε.

 

-Ξεκίνησα; Και πού πάω;

 

-Χα χα! Μα είστε τόσο αφελής, κυρία μου;

 

18/5/24

29. Και λίγη ασέλγεια ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 

 



 

Αυτός ο διευθυντής είναι πονηρός άνθρωπος. Κάποτε η Βαρβάρα μού είπε πως ήξερε ένα μυστικό και, όταν θα σχολάγαμε, θα μου το έλεγε. Όταν σχολάσαμε, σταθήκαμε έξω από το σχολείο και η Βαρβάρα μου είπε πως άκουσε να λένε γι’ αυτόν πως μια φορά είχε πάρει δυο κορίτσια στο γραφείο και τα χάιδευε.

 

Κι εκεί που μου τα έλεγε αυτά, μας είδε αυτός από απέναντι και μας φώναξε να πάμε πάλι μέσα. Μας κόπηκε το αίμα. «Γιατί δεν πήγατε ακόμα στα σπίτια σας εσείς οι δύο;» μας ρώτησε, «τι λέγατε;» Εμείς από τον φόβο μας είχαμε χάσει τη φωνή μας και δεν μιλούσαμε κι αυτός τότε μας χώρισε, έβαλε την καθεμιά μας σε άλλη αίθουσα και άρχισε την ανάκριση. Πρώτα πήγε στη Βαρβάρα κι εγώ, όση ώρα περίμενα, έτρεμα ολόκληρη, πώς να του έλεγα αυτά τα πονηρά γι’ αυτόν που μου είχε πει η Βαρβάρα.

 

«Η Βαρβάρα μού τα είπε όλα», είπε αυτός, όταν ήρθε. «Πες μου τα τώρα κι εσύ». Αφού τα είχε πει η Βαρβάρα, του τα είπα κι εγώ. Αυτός με άκουσε προσεχτικά. «Και τι άλλο σου είπε;» με ρώτησε, όταν τέλειωσα. «Τίποτε άλλο», είπα. Έμεινε λίγο σκεφτικός και μετά με έβγαλε έξω στην αυλή. Έφερε και τη Βαρβάρα. «Να μη σας ξαναδώ εσάς τις δυο να κάνετε παρέα μεταξύ σας», μας είπε και μας έστειλε στα σπίτια μας.

 

Γύρισα στο σπίτι αναστατωμένη. Ο διευθυντής δεν μας είχε δείρει, αλλά μας είχε πιάσει να λέμε άσχημα πράγματα γι’ αυτόν και ντρεπόμουν. Αλλά, αφού δεν μας τιμώρησε, τότε είναι αλήθεια αυτά που μου είπε η Βαρβάρα. Ο διευθυντής χαϊδεύει τα κορίτσια, είναι πολύ πονηρός δηλαδή.


***

Στη φωτογραφία: κέντρο Χονολουλού. Το πρωί κολύμπι, το βράδυ τραγούδια και χοροί.

(Από Γιάννη Δεσποτάκη)


(Συνεχίζεται)



16/5/24

Η σοφή κεφαλή

 

 





Μαζί μου θα σε πάρω,


μην αντιστέκεσαι και μην επαίρεσαι,


μη νεανίζεις,


μην αποφαίνεσαι και μη λαμποκοπάς.


 

Ό,τι κι αν κάνεις,


σοφή μου κεφαλή εσύ,


θα γείρεις κάποτε  εξαντλημένη.


Θα σου έχω γίνει μέγα βάρος,


από καρέκλα σε καρέκλα  θα με σέρνεις,


θα με ξαπλώνεις με αναστεναγμούς,


θα περιμένεις απ’ τους άλλους


κι οι άλλοι θα αδιαφορούν.


 

Και τότε να σε δω,


σοφή μου κεφαλή,


έξυπνη, μορφωμένη,


ναζιάρα κεφαλή και ζωηρή


πώς αποκαμωμένη θα παραδοθείς.


 

Μαζί μου θα σε πάρω


εκεί που πάω,


εκεί που όλα σβήνουν τελειωτικά.



Εγώ είμαι ο αρχηγός,


εσύ ο ακόλουθός μου


και τόσα χρόνια


δεν το είχες πάρει είδηση.