Μισή ώρα αργότερα ήρθε η
καμαριέρα:
-Ο κύριος Ίλαμ σάς
περιμένει.
Την ακολούθησα
ταλαντευόμενη πάνω στα ψηλά τακούνια μου. Περάσαμε κάποιους διαδρόμους και
σταθήκαμε μπροστά στην πόρτα του. Η καμαριέρα χτύπησε διακριτικά.
-Η κυρία είναι εδώ, κύριε
Ίλαμ.
-Πες της να περάσει,
άκουσα τη φωνή του από το βάθος.
Μπήκα μέσα και βρήκα άδειο
το δωμάτιο με το τεράστιο κρεβάτι στη μέση. Η πόρτα του λουτρού ήταν ανοιχτή κι
άκουσα το νερό που έτρεχε με ορμή. Ο Ίλαμ στεκόταν γυμνός κάτω από το ντους με
την πλάτη του γυρισμένη προς τα μένα.
-Έρχομαι σε λίγο, είπε.
Κάθισα στο κρεβάτι και
περίμενα. Τόση ταλαιπωρία, ένα ολόκληρο υπερατλαντικό ταξίδι για μια νύχτα μαζί
του. Ήμουν τρελή.
Ήρθε στο δωμάτιο
σκουπίζοντας το κορμί του, ενώ εγώ καθόμουν σαν άγαλμα. Μου έριξε μια ματιά,
μια μόνο ματιά, κι έβαλε ουίσκι σε δυο ποτήρια από το μπουκάλι που βρισκόταν
στο τραπεζάκι. Μου έδωσε το ένα ποτήρι.
-Σε περιποιήθηκαν, όσο
έλειπα;
-Ναι, είπα ξερά.
Ήπιε το ποτό του και
ξάπλωσε φαρδύς πλατύς στο κρεβάτι.
-Κάθισε πάνω μου.
Δίστασα λίγο. Άλλη
υποδοχή περίμενα, αλλά αυτό ήταν δικό μου λάθος. Ο Ίλαμ είναι Ίλαμ. Δεν αλλάζει
χαρακτήρα. Κι εγώ είμαι ένα τίποτα που για χάρη του ξεκίνησα από την άλλη άκρη
του κόσμου, για να περάσω μια νύχτα μαζί του, μια μόνο νύχτα και με τον τρόπο
που ήθελε αυτός.
-Αργείς, μου είπε.
Ανέβηκα στο κρεβάτι και
τότε αυτός με έπιασε από το μπράτσο:
-Ψηλοτάκουνες γόβες; Τι
νομίζεις ότι είσαι;
-Ξέρω’ γω; Εσύ τι
νομίζεις ότι είμαι;
-Πέτα τις γόβες σου, δεν τις
θέλω, σιχάθηκα να βλέπω γόβες.
Τις έβγαλα και τις έριξα
στο πάτωμα.
-Μέχρι να ξεκινήσει η
στύση μου, μπορούμε να κουβεντιάσουμε, είπε. Αν και είμαι αρκετά κουρασμένος.
Μπορεί και να με πάρει ο ύπνος.
Ο διάολος να σε πάρει, Ίλαμ!
Όλοι εσείς οι διάσημοι είστε καθάρματα. Κάθαρμα, Ίλαμ! Πανάθεμά σε!
-Πώς είναι η μέση σου; ρώτησα
ψυχρά.
-Καλά, είμαι καλά τώρα.
Τα χέρια του κρεμασμένα
στο κρεβάτι, ούτε που σκέφτηκε να με αγγίξει. Αυτή τη φορά το σώμα του μου
φάνηκε πιο σφιχτό. Είναι από τον πόθο μου, σκέφτηκα. Ένιωσα την επιθυμία να το
πιάσω, να το χαϊδέψω, να το φιλήσω. Δεν έκανα τίποτα. Καθόμουν απλώς πάνω του
και τον κοίταζα.
-Την άλλη εβδομάδα πετάω
για Βερολίνο. Έχω κάτι γυρίσματα εκεί.
-Και γιατί μ’ έφερες στην
Αμερική τότε; Δεν μπορούσες να περιμένεις μια εβδομάδα; Θα ήταν πολύ πιο εύκολο
για μένα να έρθω στο Βερολίνο.
-Εγώ όμως σε ήθελα τώρα.
Κατέβηκα από το κρεβάτι
έξαλλη. Ήθελα πολύ να τον βρίσω, όμως προτίμησα να κάνω μερικές βόλτες πάνω
κάτω βράζοντας από θυμό. Δεν μπορώ να τον βρίσω, δεν μπορώ να του πω αυτά που
σκέφτομαι, θα τα χαλάσω όλα και δεν θέλω. Είναι ο Ίλαμ. Αυτό πρέπει να μου
είναι αρκετό.
Εκείνος με κοίταζε
ατάραχος και σιωπηλός.
-Δεν είσαι πλαστική
κούκλα εσύ, μου είπε κάποια στιγμή.
-Και τι ακριβώς σημαίνει
αυτό;
-Σημαίνει ότι έχω βαρεθεί
τις πλαστικές κούκλες. Έχω να κάνω σεξ από τότε που το κάναμε στην Αθήνα.
Κοκάλωσα. Τι εξομολόγηση
είναι τώρα αυτή;
-Βάλε μου λίγο ουίσκι
ακόμα και άναψέ μου ένα τσιγάρο.
Έκανα ό,τι μου είπε.
Αυτός με παρατηρούσε σιωπηλός. Πήρε το ποτήρι, ήπιε μια γουλιά, τράβηξε μια
ρουφηξιά καπνό.
-Είμαι μεγάλος πια, Κάθυ.
Οι στύσεις μου δεν είναι πολύ εύκολες στην ηλικία μου.
Οι γυναίκες να λιποθυμούν
για χάρη του κι αυτός να μη μπορεί να έχει μια στύση. Αυτός ο κακομαθημένος
αστέρας που λάμπει ακόμα στα εβδομήντα του είναι στην ουσία ένας κουρασμένος
άντρας με κατεστραμμένη μέση και χωρίς ικανότητα στύσης.
Θυμήθηκα μια σκηνή από
μια παλιά του ταινία, ήταν τότε νέος με σφιχτό κορμί κι έκανε σεξ στο μπάνιο με
την ερωμένη του. Και ήταν τόσο ερωτικός τότε, τόσο ορμητικός. Θυμάμαι πόσο
άπληστα είχα παρακολουθήσει εκείνη τη σκηνή.
Και τώρα εγώ είμαι ό,τι
πρέπει γι’ αυτόν. Είμαι ένα τίποτα που δεν θα τολμήσω ποτέ να αποκαλύψω την
παρακμή του στον κόσμο. Ποιος θα με πίστευε; Άλλη μια αλλοπαρμένη ασήμαντη που
συκοφαντεί τον διάσημο αστέρα. Ούτε μήνυση δεν θα μου έκανε ο αστέρας. Όλοι θα
με αγνοούσαν.
-Θέλεις να γίνω η ερωμένη
σου;
-Είσαι η ερωμένη μου.
Τον κοίταξα έτσι γυμνό,
πανέμορφο μέσα στην αδυναμία του, πανέμορφο μέσα στην άμετρη αλαζονεία του, με
το πανέμορφο κουρασμένο του πρόσωπο, με τα μάτια εκείνα με το μπλε του
κοβάλτιου.
-Έλα στο κρεβάτι, μου
είπε μαλακά, σχεδόν τρυφερά.
*
-Θέλω να κοιμηθώ τώρα,
μου είπε, όταν τελειώσαμε. Αύριο δεν θα σε δω, θα φύγω πολύ νωρίς. Στο
αεροδρόμιο θα σε πάει ο Μπρούνο, ο σωματοφύλακάς μου.
-Θέλω να γλείψω τα πόδια
σου, είπα.
Είχε κιόλας κλείσει τα
μάτια. Γονάτισα στην άκρη του κρεβατιού, έσκυψα και άρχισα να γλείφω τα πόδια
του με μια πρωτόγνωρη αίσθηση ηδονής. Με λατρεία. Με τρέλα.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου