16/12/25

Πυρετός

 

Και τώρα τι έγινε;


Χωρίς τον πυρετό μου


δεν μπορώ να γράψω.


 

Δεν έχω πυρετό,


κάτι δέκατα ασήμαντα.


 

Σε κατηγορώ,


σε κατηγορώ,


μου στέρησες τον πυρετό μου!


Ποιήματα χωρίς φωτιά


δεν βγαίνουν.

 


Δώσε μου πίσω


τον πυρετό μου!


 

Πώς στέκεις έτσι


αναποφάσιστος…



Ραγδαιότης

 

 



 

Θα βρέχει όλη τη νύχτα,


είπαν οι μετεωρολόγοι,


θα έχει καταστάσεις ραγδαιώδεις


(τι λέξη πάλι κι αυτή,


μ’ αρέσει όμως).


 

Ραγδαιώδης,


ραγδαίος,


ραγδαιότητα.


Πώς να την συνταιριάξω


μ’ αυτό που νιώθω τώρα;


 

Ραγδαία επιθυμία,


ναι, καλό είναι αυτό,


ταιριάζει.


 

Είμαι σε ραγδαιότητα.


Βρέχει ασταμάτητα,


γέμισαν δάκρυα οι δρόμοι,


φούσκωσαν τα ποτάμια,


πέσαν γέφυρες,


άνοιξαν στα δύο οι πλατείες,


η θάλασσα ανακατεύτηκε


με τόσα ραγδαία δάκρυα,


θόλωσε


κι οι βάρκες αναποδογύρισαν.


Όλη τη νύχτα απόψε


θα κυριαρχεί


αυτή η ραγδαιότης των δακρύων.


 

Κι έπειτα πάλι


το πρωί


θα ανοίξει ξάστερος ο ουρανός


και θα αποκαλύψει τα συντρίμμια.


Θα στέκονται όλα τσακισμένα και ήσυχα.


Λες και πριν λίγο


ο κόσμος δεν πνιγόταν,


λες και η ψυχή δεν σπαρταρούσε


μέσα σε λασπωμένο χείμαρρο ονείρων.


 

Ηρεμία.


Όλα είναι τώρα παρελθόν.


Μάτια στεγνά.


Ας το ξεχάσουμε.


 

Μέχρι την επομένη


ραγδαιότητα


που δεν θα αργήσει,


όπως υποπτεύομαι.



15/12/25

Πριν ένα χρόνο

 

Σήμερα, 15/12/2025

 

Σε δέκα μέρες κλείνει ένας χρόνος από το ατύχημά μου.

Νομίζω πως συνέβη χθες.

Βέβαια τώρα είμαι καλά.

Έχω κάτι σημάδια στα γόνατα. Στην αρχή ήταν μεγάλες πληγές. Τώρα είναι μεγάλα σημάδια. Θα σβήσουν ελπίζω κάποτε. Αυτά τα σημάδια είναι τα μόνα που μου έμειναν από εκείνο το ατύχημα.

 

Δεν το θυμάμαι με τρόμο, το θυμάμαι εντυπωσιασμένη. Γι’ αυτό το φέρνω συχνά στο μυαλό μου. Οι γιατροί απορούσαν πώς έμεινα ζωντανή – είμαι και μεγάλη στην ηλικία, μια άλλη στη θέση μου δεν θα είχε επιζήσει, η δοκιμασία ήταν πολύ ζόρικη.

 

Μετά από ώρες ατέλειωτες παλεύοντας με τα νερά - είχε πια νυχτώσει και είχα ανάψει το φως - ήρθε και ένα νέο χτύπημα, αυτή τη φορά από την Κόλαση: τα νερά είχαν διαποτίσει τον πίνακα του ηλεκτρικού και τα φώτα έσβησαν. Είχα μείνει στο σκοτάδι.

 

Θυμάμαι πως άναψα ένα κερί και συνέχισα τον αγώνα. Λίγο αργότερα γλίστρησα πάνω στα νερά κι έπεσα κάτω. Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά γλιστρούσα συνέχεια στα νερά. Προσπάθησα πολύ. Πάντα γλιστρούσα. Άρχισα τότε να σέρνομαι. Για ώρες. Δεν ήταν εύκολο το σούρσιμο. Είχα χάσει τις δυνάμεις μου.

 

Πολλές ώρες. Πόντο πόντο. Κάποια στιγμή θυμήθηκα το κερί που άναβε στην κουζίνα.  Μην πάρω και φωτιά, σκέφτηκα, μετά το ξέχασα.

 

Πόσες ώρες σερνόμουν; Από το παράθυρο θυμάμαι ότι είδα τη μέρα να σβήνει κι εγώ είχα διανύσει τη μισή απόσταση για να φτάσω ως την πόρτα. Πολλές ώρες επομένως.

 

Μετά σκέφτηκα ότι κι αν ποτέ έφτανα ως την πόρτα, δεν θα μπορούσα να σηκωθώ για να την ανοίξω. Επομένως:

 

«Θα πεθάνω», σκέφτηκα.

«Πεθαίνω», σκέφτηκα.

 

Σταμάτησα κάθε προσπάθεια. Ήταν μάταιο.

Ήμουν ήρεμη, καμιά αγωνία.

 

Έχασα τις αισθήσεις μου κι έμεινα έτσι δυο μέρες.

 

Συνολικά είχα μείνει τέσσερις μέρες χωρίς τροφή και νερό, τις δύο πρώτες με συνείδηση, τις άλλες δύο αναίσθητη.

 

Όταν με βρήκαν και με σήκωσαν και με τύλιξαν σε μια κουβέρτα, είχα απλανές βλέμμα και ψιθύριζα λόγια που κανείς δεν μπορούσε να ακούσει.

 

Μετά πάλι αναίσθητη.

 

Ξύπνησα – δεν ξέρω πότε, δεν το έμαθα ποτέ – σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου δεμένη χεροπόδαρα. Είχα πάθει ντελίριο.

 

Ξανά κενό.

 

Μετά ήρθε ο εαυτός μου και με βρήκε.

Επανήλθα σ’ αυτό που λέμε ζωή.

 

Πριν ένα χρόνο όλα αυτά και είναι σαν να έγιναν χθες.



Τα βράδια που φεύγεις

 




Τα βράδια που φεύγεις


νιώθω μόνη,


ένα κουρελάκι


στον απέραντο κόσμο.


Παγώνει η καρδιά μου


κι η μοναξιά μου


στέκεται ασάλευτη από πάνω μου.


Με κοιτάζει με μάτια ψυχρά,


περιμένει αμίλητη


να σηκωθώ,


να κλείσω όλους τους δρόμους


που οδηγούν σε σένα


κι ύστερα βουβή


και πάντα ψυχρή


με οδηγεί στο κρεβάτι μου.


 

Είμαι υπάκουη όμως.


Και ήσυχη.


Πρώτα αποκοιμιούνται


τα οράματά μου,


έπειτα κι εγώ.