29/6/25

Ματθίλδη Κρέιν

 

 

Η Ματθίλδη Κρέιν εκτελέστηκε με ενέσιμο δηλητηριώδες διάλυμα στις 7.05 το πρωί της Τρίτης, 19 Οκτωβρίου του 2005.


Την εκτέλεσή της παρακολούθησαν εκατομμύρια τηλεθεατές σε όλο τον κόσμο και πήραν έτσι ένα καλό μάθημα υπακοής στον Νόμο και συμμόρφωσής τους προς τις επιταγές της Φύσης.


 Λίγες μέρες πριν, στις 10 Οκτωβρίου, η Ματθίλδη Κρέιν είχε φέρει σ’ αυτόν τον κόσμο, τον οποίο υπεράσπιζε με τόση θέρμη η Πολιτεία, ένα υγιέστατο κοριτσάκι, το οποίο παρέλαβαν αμέσως τα στοργικά ιδρύματα της Πολιτείας, μια και ήταν αγνώστου πατρός, η δε μητέρα του ήταν μία κατά συρροήν δολοφόνος που έπρεπε οπωσδήποτε να απαλειφθεί από τη σύγχρονη κοινωνία.


Η Ματθίλδη Κρέιν είχε συλληφθεί εννέα μήνες πριν, όταν ήταν έγκυος δύο ημερών και δεν είχε ιδέα ούτε αυτή αλλά ούτε και η οργανωμένη Πολιτεία, ότι βρισκόταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Κατά τη διάρκεια της δίκης της, η οποία, όπως προέβλεπε η νομοθεσία γι' αυτές τις περιπτώσεις, ξεκίνησε σχεδόν αμέσως, η Ματθίλδη Κρέιν αντελήφθη ότι περίμενε παιδί και λίγο αργότερα το αντελήφθησαν και όλοι οι υπόλοιποι μέσα στο δικαστήριο.


Αυτό χειροτέρεψε τη θέση της, διότι όχι μόνον οι ένορκοι αλλά και οι τακτικοί δικαστές, όσες μέρες κράτησε η δίκη της, την αντιμετώπιζαν εξαιρετικά εχθρικά, ως ένα  τερατώδες ον που θα είχε ασφαλώς δολοφονήσει το έμβρυό της, αν δεν είχαν προλάβει να τη συλλάβουν έγκαιρα.


Η ετυμηγορία πάντως ήταν η αναμενόμενη: Η Ματθίλδη Κρέιν κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε στην εσχάτη των ποινών. Επειδή όμως η Πολιτεία έτρεφε βαθύ σεβασμό προς τη ζωή, αναγκάστηκε να περιμένει , μέχρι να γεννήσει η μελλοθάνατη, και κατόπιν την εκτέλεσε.


Οι δολοφονίες που είχε διαπράξει αυτή η ειδεχθής εγκληματίας ήταν δύο και ανήκαν στο χειρότερο είδος φόνου που μπορούσαν να φανταστούν οι πολίτες αυτής της Πολιτείας. Διότι η Ματθίλδη Κρέιν είχε δολοφονήσει τα παιδιά της, τα οποία ήταν αμφότερα σε κατάσταση εμβρύου, ηλικίας δύο μηνών.


Ο γυναικολόγος που είχε συνεργήσει σ’ αυτά τα εγκλήματα δεν πρόλαβε να συλληφθεί, διότι προτίμησε να αυτοκτονήσει κι έτσι  δεν τιμωρήθηκε δυστυχώς με το γνωστό δηλητηριώδες διάλυμα. Αμαυρώθηκε τουλάχιστον η μνήμη του – κάτι ήταν κι αυτό. Μόνο η Ματθίλδη Κρέιν επομένως πλήρωσε για τις δύο αυτές ακατονόμαστες πράξεις της.


Η Εκκλησία όπως και η Πολιτεία δεν στάθηκαν στο πλευρό της. Το πτώμα της πετάχτηκε σ’ ένα λάκκο και αφέθηκε εκεί να ενωθεί με τη Φύση, την οποία η Ματθίλδη Κρέιν τόσο αναίσχυντα είχε προσβάλει εν ζωή.


 Από τη Ματθίλδη Κρέιν η Φύση έφτιαξε αμέσως κατόπιν  αμέτρητους μικροοργανισμούς, οι οποίοι ως πειθήνια όργανά της αναπαράχθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν εις άπειρο αριθμό. Με τον τρόπο αυτό αποδείχθηκε περίτρανα πως η Φύση κάτι τέτοιες Ματθίλδες Κρέιν τις έχει γραμμένες στα παλαιά της υποδήματα και ότι η αναπαραγωγή συνεχίζεται απρόσκοπτα και αέναα, πράγμα το οποίο επεδίωκε διακαώς και η Πολιτεία, στην οποία ανήκε η εκτελεσθείσα.


 Θα μπορούσε λοιπόν να υποθέσει κανείς ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση Φύση και Πολιτεία συνέπιπταν απολύτως. Ωστόσο μια τέτοια εκτίμηση θα ήταν λαθεμένη. Διότι η Πολιτεία αποδείχθηκε ανώτερη από τη Φύση, εφόσον είχε εφεύρει την δια δηλητηριώδους ενεσίμου διαλύματος ακύρωση της ζωής για όσους καταστρέφουν τη ζωή, κάτι που η Φύση δεν φαινόταν να έχει προβλέψει.


Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο φανερό με την περίπτωση της κόρης της Ματθίλδης Κρέιν, η οποία σε ηλικία δέκα οχτώ ετών προσεβλήθη από μια ανίατη ασθένεια και σε λίγους μήνες μεταβλήθηκε σε αξιοθρήνητο φυτό.


Η νεαρή κοπέλα δεν ήξερε, αν έπρεπε να χαίρεται που η Πολιτεία την είχε σώσει από τον θάνατο, όταν ήταν σε εμβρυώδη κατάσταση, ή να λυπάται που επρόκειτο να περάσει το υπόλοιπο του βίου της σ’ αυτή τη φυτική κατάσταση. Επειδή όμως ήταν ένα μετρημένο και ήσυχο πλάσμα, η Πολιτεία και η Εκκλησία ήταν παρούσες στο μαρτύριό της με τη μορφή των ιατρών και των ιερέων.


«Πρέπει να χαίρεσαι», της είπαν αυτοί οι θεράποντες της ζωής, « διότι σου δόθηκε το δώρο της ζωής, κάτι που στερήθηκαν τα δυο νεκρά σου αδελφάκια, που δεν γεννήθηκαν ποτέ».


Η κόρη της Ματθίλδης Κρέιν ωστόσο μετά από σκέψη μερικών μηνών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν καλύτερα να πάει να συναντήσει τα αδελφάκια της και τη δολοφόνο μητέρα της και ζήτησε επίσημα από την Πολιτεία να της επιτρέψει να θέσει τέρμα στη ζωή της.


Σ’ αυτό το αίτημα όμως τόσο η Πολιτεία όσο και η Εκκλησία στάθηκαν ανένδοτες, διότι η δια της ευθανασίας αφαίρεση της ζωής ήταν απολύτως απαγορευμένη. Έτσι κράτησαν ζωντανό δια της βίας το κορίτσι-φυτό με μηχανήματα της πιο εξελιγμένης τεχνολογίας που παρέτειναν επ’ αόριστον το μαρτύριό του.


Επομένως κατά κανένα τρόπο δεν συμπίπτουν Φύση και Πολιτεία.


Διότι, όπως αποδεικνύεται από αυτή την περίπτωση,  η Πολιτεία είναι κατά πολύ ανώτερη, εφόσον με την τεχνολογία της κρατά στη ζωή όσους η Φύση έχει αποφασίσει να πάρει πίσω.


*

(Από τη συλλογή διηγημάτων μου "Οι Πόρτες". εκδ. Ιωλκός, 2010)

 

26/6/25

Εφηβικά παρωνύμια

 


Ως νεαρές, κορίτσια της εφηβείας, ερωτευόμασταν όποιον βρίσκαμε μπροστά μας και ήταν όμορφος. Αυτή του μόνο την ιδιότητα αναγνωρίζαμε, οι άλλες του ιδιότητες δεν μας ενδιέφεραν καθόλου.

 

Κυκλοφορούσαμε στην πόλη και εντοπίζαμε τους όμορφους. Ποιοι ήταν όμως αυτοί; Πώς τους έλεγαν; Πού έμεναν, τι έκαναν; Λίγο μας ενδιέφερε. Ήταν όμορφοι, αυτό ήταν αρκετό.

 

Δείχναμε η μια στην άλλη τον όμορφο που είχαμε εντοπίσει. Όποια τον εντόπιζε πρώτη, αυτή τον κρατούσε για δικό της. Τον κοιτάζαμε γοητευμένες, αλλά ο άλλος δεν έπαιρνε χαμπάρι. Μα δεν θέλαμε να πάρει χαμπάρι! Μας αρκούσε να τον βλέπουμε στις βόλτες μας στους δρόμους της πόλης.

 

Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ξέραμε πώς τον έλεγαν. Το λύσαμε ωστόσο εύκολα: του δίναμε εμείς ένα όνομα, ώστε να ξέρουν οι φίλες μας για ποιον μιλάμε.

 

Εγώ διάλεγα ονόματα από χαρακτήρες που έπαιζαν στο Θέατρο της Δευτέρας (ή Τετάρτης, δεν θυμάμαι πια) στο κρατικό ραδιόφωνο.

 

Μαρτινέλ, Χάρλαντ, Όσβαλντ και άλλα που τώρα τα έχω ξεχάσει.

 

-Να, να! Ο Χάρλαντ! Έλεγα στις φίλες μου και τους έδειχνα τον νεαρό άνδρα που περνούσε ανύποπτος από το απέναντι πεζοδρόμιο.

 

Είχαν και οι φίλες μου παρόμοια ονόματα για τους δικούς τους που τώρα δεν τα θυμάμαι.

 

Τι ωραίο παιχνίδι!

 

Αργότερα επεκτείναμε αυτά τα παρωνύμια και σε άλλα άτομα που μας προκαλούσαν εντύπωση για κάποιο λόγο. Μια αστεία περίπτωση που θυμάμαι είναι αυτή:

 

Κάποιος νεαρός που ερχόταν από απέναντι περπατούσε λίγο περίεργα. Γύρισα στη φίλη μου και της το ψιθύρισα. Αυτή δεν άκουσε καλά:

 

-Ποιος; Με ρώτησε.

-Αυτός, αυτός εδώ, εδώ ! της είπα.

-Ποιος; Ξαναρώτησε αυτή.

 

Εν τω μεταξύ ο άλλος μας είχε προσπεράσει.

 

-Αυτός εκεί, εκεί! της είπα και γυρίσαμε να τον δούμε.

 

Κι έτσι ο συγκεκριμένος νεαρός απέχτησε το παρανόμι του: Ήταν ο «εδώ, εδώ-εκεί, εκεί».

 

Όποτε τον βλέπαμε στον δρόμο, έλεγε η μια στην άλλη:

 

-Κοίτα! Ο εδώ, εδώ – εκεί, εκεί!

 

Και σκάγαμε στα γέλια. 

 

-Δεν σας θυμίζει αυτός ο φοίνικας τη Μ.Β.; είπα ένα απόγευμα που σεργιανούσαμε κοντά στην πλατεία Δικαστηρίων.

 

Πράγματι η Μ.Β. ήταν ψηλή με φουντωτά μαλλιά.

 

-Ολόιδια είναι!

 

Έτσι η Μ.Β. μετονομάστηκε σε φοίνικα.

 

Μια στο σχολείο που δεν τη χωνεύαμε και που έβαφε τα μαλλιά της ξανθά τη λέγαμε «άσπρα μαλλιά και…» εννοώντας ότι παραήταν ζωηρή περί τα ερωτικά.

 

Τον γυμνασιάρχη μας τον λέγαμε “Barney Bear”, γιατί μας θύμιζε τον σχετικό αρκούδο.

 

Για όλους είχαμε ένα παρωνύμιο που ήταν κάπως σαν κώδικας, μόνο η δική μας παρέα τον αναγνώριζε. 


Δεν αφήσαμε ούτε τον εαυτό μας απέξω. Εμείς ήμασταν το «101», μια και οι άλλες δύο ήταν αδύνατες και ήταν το 1, ενώ εγώ ως πιο αφράτη ήμουν το 0.



24/6/25

Στην οδό Μητροπόλεως

 


Μετά από πολύ καιρό βρέθηκα προχθές Κυριακή στο κέντρο της Αθήνας για να συναντήσω μια φίλη.  Κατέβηκα από το ταξί στην πλατεία Συντάγματος και προχώρησα πεζή την Μητροπόλεως για να περπατήσω λιγάκι.

 

Και ήταν σαν να βρέθηκα σε άλλη γη. Ή σε ένα παράλληλο Σύμπαν.

 

Δεν ήταν αυτή η περιοχή, όπως τη θυμόμουν. Ατελείωτα μαγαζιά, φαγάδικα κυρίως, γεμάτα κόσμο και ατελείωτα λεφούσια περιπατητών που ανεβοκατέβαιναν τον δρόμο. Όλοι τους τουρίστες. Ούτε ένας Έλληνας ανάμεσά τους.

 

Τουρίστες με το βλέμμα του τουρίστα όλοι τους. Ξέρετε. Αυτό που έχουμε κι εμείς, όταν πάμε ως τουρίστες σε ξένη χώρα. Ελαφρώς κακοντυμένοι, ελαφρώς κουρασμένοι από το πολύ περπάτημα, ελαφρώς χαζεμένοι.

 

Κι ούτε ένας Έλληνας.

 

Σε ξένο τόπο βρέθηκα, σκέφτηκα. Δεν ήταν αυτή η Αθήνα που ήξερα. Πάλι καλά που εκείνη η καμπάνα της Μητρόπολης χτυπούσε την ώρα και ο ήχος της μού θύμιζε πως βρισκόμουν στην Ελλάδα.

 

Καλός ο τουρισμός, φέρνουν λεφτά αυτοί οι τύποι, όχι πολλά, αν κρίνω από την εμφάνισή τους, πάντως φέρνουν λεφτά, εντάξει, αλλά αυτό που έβλεπα εγώ ήταν κανονική κατάληψη της πόλης μου.

 

Οι Ισπανοί αγανάκτησαν, από ό,τι μαθαίνω – αυτοί υποφέρουν περισσότερα χρόνια από το φαινόμενο.

 

Εγώ δεν αγανάκτησα. Αλλά απογοητεύτηκα πολύ. Δεν θα ξαναπάω εκεί. Τουλάχιστον, όσο κρατά αυτό το "μαγευτικό" καλοκαίρι του τόπου μας που μας ψήνει και μας ταλαιπωρεί, ενώ οι τουρίστες το λατρεύουν.



 

 

21/6/25

Είσαι δροσερός και όμορφος

 





Είσαι δροσερός και όμορφος


όπως το πρώτο ανοιξιάτικο χορτάρι,


γλυκός σαν μέλι,


ψηλός κι αδύνατος


όπως το νεαρό κυπαρίσσι,


αθώος  όπως οι άγγελοι.


 

Κι εγώ είμαι μια γωνιά στη σκιά


που ξέχασε ο ήλιος να φωτίσει.



18/6/25

Συνέντευξη

 



 

-Ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή σας;

-Δεν ήρθε ακόμη αυτή η στιγμή.

-Μα είστε ήδη μια ηλικιωμένη γυναίκα. Πότε περιμένετε να σας έρθει;

-Δεν ξέρω. Μπορεί να έρθει την επόμενη ώρα, αύριο, σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα, σ’ ένα χρόνο…

-Μάλιστα. Τότε να αντιστρέψω την ερώτηση: Ποια ήταν η πιο δυστυχισμένη στιγμή στη ζωή σας;

-Να σκεφτώ λίγο… Δώστε μου λίγο χρόνο…

-Όσο θέλετε…

…………………………………………...

-Αργείτε όμως. Δεν είχατε δυστυχισμένες στιγμές στη ζωή σας;

-Πώς, πώς…Απλά δεν μπορώ να ξεδιαλέξω μία που να ήταν πράγματι η χειρότερη.

-Εντάξει, πείτε μου μία, όποια σας έρθει στο μυαλό.

-Ένα βράδυ που στάθηκα στο μπαλκόνι και κοίταζα γύρω μου.

-Τι άσχημο είχε αυτή η στιγμή;

-Τίποτα. Όλα ήταν όμορφα, τα φύλλα των δέντρων σάλευαν ελαφρά στο δροσερό αεράκι, υπήρχε ησυχία, κάποια παράθυρα απέναντι είχαν φως, κανείς δεν περνούσε από τον δρόμο, ούτε άνθρωπος ούτε αυτοκίνητο. Ήταν μια πολύ όμορφη βραδιά.

-Δεν καταλαβαίνω. Γιατί εκείνη τη στιγμή εσείς νιώσατε δυστυχισμένη;

-Δεν ξέρω. Ένιωσα μια πολύ βαθιά δυστυχία. Αυτό το θυμάμαι με σιγουριά.

-Μα γιατί;

-Ίσως γιατί ήμουν ολομόναχη μέσα σε ένα όμορφο κόσμο. Ή έστω σε μια στιγμή που ο κόσμος έδειχνε όμορφος. Δεν αντεχόταν αυτό.


(Μικρές ιστορίες)



17/6/25

"εθέλουσι μόρους τ' έχειν"




 

«γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ’ ἔχειν,

καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι.»


Σε πολύ ελεύθερη μετάφραση μια και ο Ηράκλειτος αποκαλείται σκοτεινός. Και είναι πράγματι:

Γεννήθηκαν και ζουν. Και θέλουν να αποχτήσουν μελλοθάνατους. Πεθαίνουν κι αφήνουν πίσω τους παιδιά που θα πεθάνουν κι αυτά κάποια στιγμή.

Κανείς δεν σκέφτεται, όταν αποχτά παιδιά, ότι θα πεθάνουν κάποτε. Χαρές και γέλια για τη νέα ζωή που ήρθε στον κόσμο.

Και που θα γίνει τροφή στον θάνατο.



13/6/25

Εγώ δεν έκανα τίποτα

 




Έτσι ξαφνικά στην Τετάρτη τάξη του εξατάξιου γυμνασίου τότε αποφάσισα να γίνω καλή μαθήτρια. Από το 15 πήγα στο 17 και την άλλη χρονιά στο 18.

 

Γιατί το έκανα; Δεν ξέρω, μου άρεσε η ιδέα.

 

Για το μέλλον μου είχα κάπως θολά σχέδια, οπωσδήποτε πολλή διασκέδαση, έρωτες, ωραία ρούχα, ταξίδια, ξενύχτια, γενικώς καλοπέραση. Για Πανεπιστήμιο και σπουδές καμιά σκέψη. Εγώ ήθελα μια τρελή, ξέφρενη ζωή.

 

Με πίεζαν οι φίλες μου:

-Εσύ, καλή μαθήτρια, και δεν θα δώσεις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο; Εδώ θα δώσουμε εμείς με πιο χαμηλή βαθμολογία και δεν θα δώσεις εσύ;

-Εσείς κάνετε φροντιστήριο τρία χρόνια. Εγώ είμαι άσχετη.

 

Πέρα βρέχει. Να τελειώσω το σχολείο και να ριχτώ στη ζωή, να τη φάω, να την καταβροχθίσω, να ζήσω όλα μου τα όνειρα. Τι σπουδές και πράσιν’ άλογα…

 

Μου λέει ένα απόγευμα ο μπαμπάς:

-Κόρη μου, θέλω να σπουδάσεις. Διάλεξε όποια επιστήμη θέλεις, δεν με ενδιαφέρει αυτό. Αλλά θέλω να σπουδάσεις.

 

Το είπε ο μπαμπάς, ας μην του χαλάσω το χατίρι. Έκανα δυο μήνες ταχύρρυθμο φροντιστήριο, θεωρητικές επιστήμες εννοείται, και ήρθε η ώρα που έπρεπε να πάμε να δηλώσουμε σε ποιες σχολές θέλουμε να μπούμε.

 

Ιδέα δεν είχα. Ρώταγα τα άλλα κορίτσια:

-Εδώ που λέει "Φιλοσοφική σχολή" τι σπουδάζεις;

-Αρχαιολογία, Ιστορία, Φιλολογία, τέτοια.

-Α, μ’ αρέσει αυτό.

 

Έβαλα πρώτη τη Φιλοσοφική Αθηνών.

 

Και σιγά μην περάσω δηλαδή, αλλά, αφού το θέλει ο μπαμπάς, θα του κάνω τη χάρη να δώσω εξετάσεις.

 

Ήρθε ο καιρός των εξετάσεων, όλοι οι υποψήφιοι έτρεμαν, εγώ ατάραχη. Αφού δεν θα περάσω, γιατί να αγχώνομαι; Εντάξει, αυτούς τους δύο τελευταίους μήνες διάβασα λιγάκι, κάπου τρεις ώρες την ημέρα. Τα απογεύματα με μια μισότρελη φίλη μου γυρίζαμε στην Αθήνα και πιάναμε γνωριμίες. Ετοιμαζόμουν για τη μεγάλη ζωή που με περίμενε, φλερτ, διασκέδαση, ποτό, τσιγάρα, ξενύχτια. Εγώ αυτό ήθελα, όχι σπουδές και τέτοια.

 

Αχ, που’ σαι νιότη που’ λεγες πως θα γινόμουν άλλος!

 

Μπήκα στο Πανεπιστήμιο, στη Σχολή που ήθελα και με καλή σειρά μάλιστα.

 

Μπήκα στο Πανεπιστήμιο, άλλαξε ο ψυχισμός μου, αναδύθηκαν τα βασανιστικά ερωτήματα, άλλαξαν οι αξίες μου, άλλαξαν οι ιδέες μου, έγινα ένα μελαγχολικό άτομο και η ξέφρενη ζωή έσβησε από το μυαλό μου.

 

Έτσι πορεύτηκα στη ζωή.

 

Τίποτα δεν επιδίωξα. Με πήρε η ζωή από το χεράκι και μου είπε: "Αυτό τον δρόμο θα ακολουθήσεις". "Μάλιστα", είπα εγώ υπάκουα.

 

 Δεν έκανα τίποτα εγώ. Ήρθαν όλα μόνα τους και με βάλανε στον δρόμο που ακολούθησα. Δεν πέρασα κι άσχημα. Μάλλον πληκτικά. Γιατί εγώ ήμουν ένα αγριοκάτσικο που το έδεσαν για να μη χοροπηδά κι αυτό ησύχασε. Άλλοι μ’ έδεσαν. Εγώ δεν έκανα τίποτα. Η ζωή που έζησα επιλέχτηκε από τυχαίους παράγοντες.

 

Έτσι δεν τραγούδησα ποτέ σε πίστα, όπως ονειρευόμουν.

Ούτε λιάστηκα δίπλα σε πολυτελείς πισίνες.

Ούτε ξενύχτησα με ανέμελες παρέες.

Ούτε φόρεσα όμορφα, μοδάτα ρούχα.

 

Όλα στη ζωή μου έγιναν από μόνα τους.

Εγώ απλά ακολούθησα.





 

12/6/25

Η φωτογραφία


Κοίταξα τη φωτογραφία σου στο διαδίκτυο.


Έμεινα στην αρχή ακίνητη και προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που έβλεπα. Ήσουν εσύ, εντάξει, αυτό το καταλάβαινα. Λιγάκι γερασμένος ίσως, γκρίζοι οι καστανοί σου κρόταφοι, το πρόσωπό σου χαμογελαστό, πάντα φορώντας τα γυαλιά σου, ήσουν εσύ, καμιά αμφιβολία.


Σε κοίταζα λοιπόν κι έλεγα από μέσα μου: Είναι αυτός που κάποτε αγάπησα πολύ, που ακόμα αγαπώ, που πάντα θ’ αγαπώ.


 Κι όμως εσύ δεν ήσουν.


 Άνοιξα την καρδιά μου, σ’ έψαξα, σε βρήκα, σ’ έβαλα δίπλα στη φωτογραφία σου και είπα: αυτή η φωτογραφία στο διαδίκτυο δείχνει ένα άβαταρ, ένα ακριβές αντίγραφο του αγαπημένου μου. Όμως αυτή η φωτογραφία δεν δείχνει εκείνον που αγάπησα.


 Κλείνω τα μάτια και σε βλέπω, κάθεσαι στο γραφείο σου. Θυμάμαι τα πουκάμισά σου, τις γραβάτες σου, τα χέρια σου θυμάμαι, τα δάχτυλά σου που δεν φορούσαν βέρα, τα μάτια σου που, όταν καμιά φορά έβγαζες τα γυαλιά σου, μου φαίνονταν αλλιώτικα, τα χείλια σου.


Θυμάμαι που η ψυχή μου ερχόταν και κολλούσε πάνω σου, ήθελε να τρυπήσει το πουκάμισό σου, να μπει πιο μέσα, να ακουμπήσει το κορμί σου.


Θυμάμαι ακόμα το ρολόι στον τοίχο σου που ήθελες να μου χαρίσεις, τα τηλέφωνά σου που κουδούνιζαν, το λάπτοπ πάντα ανοιχτό μπροστά σου και κείνη την ατμόσφαιρα του ονείρου που αιωρούνταν στο δωμάτιο, τον έρωτά μου που σε τύλιγε απελπισμένα κι ήσουν εσύ μια ευτυχία ανεκπλήρωτη κι ήσουν εσύ το ασύλληπτο όραμά μου.


Τώρα αυτή εδώ η φωτογραφία λέει άλλα. Μου λέει πως είσαι  ένας ξένος μακρινός που κάπου βρέθηκες, σε κάποιο ακροατήριο μίλησες και κάποιος χωρίς αισθήματα σε φωτογράφησε, σε ανέβασε στο διαδίκτυο, χιλιάδες μάτια μπορούν τώρα να σε δουν, μετά να προσπεράσουν, να σε ξεχάσουν, έγινες μια εικόνα δίχως τίποτα από πίσω της.


Όμως αυτός που εγώ αγάπησα, που αγαπώ, που πάντα θα αγαπώ είναι καλά προφυλαγμένος στην καρδιά μου και κάθε τόσο της δίνει ένα φιλί, μια χαρακιά μικρή, ένα χάδι.


Αυτός που αγαπώ εγώ είναι ένας Άλλος.



 

 


11/6/25

Σιγή

 







Το νιώθεις  από την απέραντη σιγή.

 

 Κανένα τρίξιμο


ή βόμβος μακρινός


ή μια φωνή στο βάθος του ορίζοντα,


το νιώθεις


ότι σήμερα είναι μια μέρα


διαφορετική.


 

Κάπου υπάρχουν βέβαια οι άνθρωποι


με τον γνωστό τους θόρυβο,


δεν είναι δύσκολο να φανταστείς


τον σαματά τους,


τα τρανταχτά τους γέλια


και τα ευφυολογήματά τους.



 

Και το ρολόι στον τοίχο


αμείλικτο


μετρά στιγμή με τη στιγμή τον χρόνο,


αδιάφορο για εορτές και πανηγύρεις,


ψυχρό και αμετάκλητο μετρά


μέρες που έρχονται


και μέρες που παρέρχονται,


θορύβους, κρότους και ψιθυρισμούς,


ζωές που φθίνουν


και γιορτές που τελειώνουν.


 

Ο ήλιος έδυσε.


 

Ανέτειλε ο νέος ήλιος


και θρυμματίστηκε η σιγή.


Πάλι, ξανά ο αγώνας


για το μεγάλο Τίποτα.