13/7/25

Δεν είμαι ποιητής σημαίνει...

 

Δεν είμαι ποιητής σημαίνει


κλαίω κρυφά,


σφίγγω την καρδιά μου,


μ' αφήνουν αδιάφορο


τα ηλιοβασιλέματα.




 

12/7/25

Spiro και spero. Αλλά τι spero;

 



Γιατί όταν γερνάς, τα βαριέσαι όλα;

 

Διότι η φύση δεν σε χρειάζεται πλέον και σου αφαιρεί σταδιακά τις ορμές σου. Ευγενέστατη πάντως. Σου τις αφαιρεί σταδιακά και γλυκά γλυκά για να μη σε μαραζώσει μέσα σε μια νύχτα και ξυπνήσεις την άλλη μέρα και πάθεις συγκοπή μ’ αυτό που έχεις γίνει.

 

Πρώτα βλέπεις μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά σου. Μία είναι και μοναδική.

 

-Καλημέρα, μόλις έφθασα, σου λέει.

-Μήπως ήρθες πολύ νωρίς;

-Μπα, νομίζω ότι ήρθα την κατάλληλη στιγμή.

-Κάνεις λάθος. Είμαι στην ακμή μου τώρα, μόλις ξεκίνησα την καριέρα μου.

-Τι λέξη είναι αυτή, δεν τη γνωρίζω.

-Ναι, σωστά, εσύ γνωρίζεις μόνο τα γεννοβολήματα.

-Δεν βλέπω όμως παιδιά.

-Ούτε και θα δεις.

 

Την πιάνεις και την ξεριζώνεις. Ωραία! Τώρα τα μαλλιά σου είναι όλα μαύρα και στιλπνά.

 

Σε λίγο καιρό βλέπεις δυο άσπρες τρίχες.

 

-Χαίρετε, έφερα και μια φίλη μου.

 

Τις κοιτάζεις και τις δυο, τις στέλνεις σιωπηλά στο διάολο και αδιαφορείς. Ε, δεν θα μαδήσεις όλο το κεφάλι σου, ας κάτσουν εκεί κι ας φέρουν κι άλλες φιλενάδες τους να κάνουν όλες μαζί παρέα.

 

Εννοείται ότι αυτό κάνουν.

 

Αργότερα παρατηρείς ότι η οξεία σου όραση κάτι έπαθε και δεν βλέπεις καλά τα γράμματα.

 

-Πρεσβυωπία! Αναγγέλλει ο οφθαλμίατρος θριαμβευτικά και γράφει στο τεφτέρι του τι γυαλιά πρέπει να φορέσεις.

 

Είσαι τώρα στην έδρα και φοράς κάτι γυαλιά με μισό φακό κρεμασμένα στη μύτη σου, ώστε να βλέπεις τους μαθητές με τα μάτια σου και το κείμενο με τα γυαλιά σου. Θυμάσαι τις ταινίες όπου έβλεπες παρόμοιες σκηνές και νιώθεις κάπως γελοία. Το καταπίνεις ωστόσο κι αυτό.

 

-Ρυτίδα! Απέχτησα μια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια μου! αναφωνείς ένα πρωί κοιτάζοντας τον καθρέφτη σου.

 

-Καλημέρα, άργησα λίγο, αλλά δεν φταίω εγώ. Είναι που έχεις λιπαρό δέρμα, μου λέει η ρυτίδα. Μας δυσκολεύουν πολύ αυτά τα λιπαρά δέρματα.

-Είναι που έχω αυστηρό βλέμμα και σμίγω τα φρύδια μου στην τάξη. Αλλιώς δεν θα εμφανιζόσουν εσύ τώρα.

-Εντάξει, δεν θα αποχτήσεις ρυτίδες με τέτοιο λιπαρό δέρμα, χασκογέλασε αυτή. Αλλά θα κρεμάσεις! Θα χαλαρώσει το δέρμα σου κάποια στιγμή.

-Θα κάνω λίφτινγκ.

-Χμ, αρνείσαι να γεράσεις, ε; Περίμενε λίγο!

 

Περίμενα αρκετά, οφείλω να το παραδεχτώ.

Μετά άρχισαν κάτι πονάκια στους ώμους, κάτι πονάκια στα ισχία, τέτοια απλά πράγματα και ο γιατρός μού συνέστησε διάφορα και με έστειλε στο καλό. Τι να κάνει κι αυτός, άνθρωπος είναι, μπορεί να τα βάλει με τη φύση;

 

Στον οδοντογιατρό κάθε τόσο. Φτιάχνει το ένα δόντι, χαλά το άλλο. Σε δουλειά να βρισκόμαστε δηλαδή και ο οδοντογιατρός πρέπει κι αυτός να ζήσει, πώς να θρέψει την οικογένειά του, αν όλοι είχαμε γερά δόντια;

 

Να μην τα πολυλογώ, μέσα στις δεκαετίες από τα σαράντα και μετά, όλο και κάτι νέο και δυσάρεστο εμφανιζόταν. Το αντιμετώπιζα ψύχραιμα και το αποδεχόμουν, διότι η ψυχούλα μου δεν το έβαζε κάτω.

 

Ζωηρή ζωηρή αυτή η ψυχούλα δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Ωραία ρούχα, ωραία παπούτσια, μπιζού, καλλυντικά, κραγιόν, πούδρες, μολύβια, όλα έτοιμα να με μεταμορφώσουν  σε καλλονή.

 

-Καλή είσαι, εντάξει, μου έλεγε συγκαταβατικά το είδωλό μου στον καθρέφτη.

 

Αλλά «κατά τον ρουν τον γεγονότων» άρχισε και η ψυχούλα μου να βαριέται τα πολλά πολλά. Και όχι μόνο αυτό. Άρχισε να βαριέται και τις εξόδους και τα θεάματα και τους αντίστοιχους θορύβους. Προτιμούσε να αράζει στον καναπέ και να βλέπει τηλεόραση.

 

Και εδώ ήταν το τέρμα της παρατεταμένης νεότητάς μου. Δεν με ενδιέφερε πια τίποτε.

 

«Τα ξέρω όλα», είπα κάποια στιγμή.

 

Κατά κάποιο τρόπο είχα δίκιο. Ό,τι διάβαζα, το είχα ξαναδιαβάσει σε άλλο βιβλίο ή το είχα σκεφτεί. Οι δημόσιες εκδηλώσεις παντός τύπου μού ήταν πια αφόρητα οικείες. Οι άνθρωποι όμοιοι ή παρόμοιοι. Καμιά έκπληξη για τίποτα.

 

Τώρα το μόνο που με ενδιαφέρει είναι η υγεία μου, το φαγητό και το τσιγάρο μου που κοντράρεται με την υγεία μου.

 

Η φύση με ανέχεται, αλλά δεν μου δίνει σημασία. Ούτε κι εγώ της δίνω. Συνυπάρχουμε σιωπηλές, αν και αυτή πότε πότε μου ρίχνει καμιά κεντιά για να μου θυμίσει τα χρόνια μου.

 

Για εκείνη είμαι πλέον ένα άχρηστο ον που καταλαμβάνω τον χώρο της. Αλλά κι εγώ γι’ αυτήν δεν έχω την καλύτερη γνώμη.

 

Στο κάτω κάτω “dum spiro spero” που έλεγαν και οι Λατίνοι. Τι  spero;

 

Δεν ξέρω. Ούτε και η φύση ξέρει.

 

10/7/25

Τα όντα

 

 



 

Η πρώτη τους επίσκεψη έγινε πριν ένα χρόνο περίπου. Τα υποδέχτηκα με τη χειρότερη των διαθέσεων.

 

Διότι η πρώτη Αρχή στα του οίκου μου είναι: κανένα άλλο ζωντανό πλάσμα δεν θα κατοικεί εδώ πλην εμού. Εγώ ειμι ο θεός του.

 

Αυτά αγνοώντας την επιθυμία μου ήρθαν θρασύτατα στην κουζίνα μου. Το λάθος τους ήταν ότι έψαχναν, άρα δηλαδή κινούνταν. Διότι, αν έμεναν ακίνητα, δεν θα τα πρόσεχε το άγριο μάτι μου. Αλλά ήταν τόσο μικρά όσο μια τελεία που βάζουμε σε μια πρόταση που γράφουμε. Μια τόσο μικροσκοπική παρουσία ακίνητη ξεγελά το μάτι του διώκτη. Αυτά όμως δεν ήρθαν εδώ για να κάθονται ακίνητα ως ευγενικοί επισκέπτες. Περπατούσαν δραστήρια δώθε κείθε ψάχνοντας για τροφή.

 

Πρώτα ήρθαν τρία-τέσσερα ως πιονιέροι, να ελέγξουν την περιοχή και να ενημερώσουν τα πλήθη που περίμεναν αόρατα κάπου, ποιος ξέρει πού.

 

Πρόλαβα και ζούληξα με το δάχτυλο τα δύο. Ήταν τόσο μικροσκοπικά που δεν έμεινε ούτε το ίχνος τους στο δάχτυλό μου. Τα υπόλοιπα ξέφυγαν, κρύφτηκαν και αργότερα ενημέρωσαν τον λαό τους:

 

-Εκεί πέρα έχει ψωμί. Αλλά έχει και ένα δάχτυλο που μας σκοτώνει. Χάσαμε δυο συντρόφους μας. Προσοχή λοιπόν.

 

Την άλλη μέρα είδα μερικές πολύ τολμηρές τελείες να περιτρέχουν τον πάγκο της κουζίνας μου. Εξόντωσα τις περισσότερες με δακτυλικό θάνατο, αλλά μου ξέφυγαν μερικές.

 

Από τότε κάθε μέρα είχα επισκέψεις κι εγώ είχα μεταμορφωθεί σε κατά συρροήν δολοφόνο.

 

Αναγκάστηκα να εξαφανίσω από την κουζίνα οτιδήποτε ήταν βρώσιμο. Μπήκαν όλα στο ψυγείο. Οι τελείες έκαναν ερευνητικές περιοδείες, πολλές δια δακτυλικού θανάτου άφηναν αυτό τον κόσμο τον ανεξήγητο, αλλά πάντα μερικές μού ξέφευγαν και τρύπωναν σε απίθανες χαραμάδες.

 

Τι θα κάνετε, κάποτε θα απογοητευτείτε, τους είπα, αλλά δεν ξέρω, αν άκουσαν τη φωνή του θεού που ζούσε σ’ αυτό το σπίτι.

 

Κάποια στιγμή πράγματι απογοητεύτηκαν και εξαφανίστηκαν.

 

Χαλάρωσα κι εγώ και τις ξέχασα. Μια μέρα βρήκα μια τελεία στο μπάνιο μου. Τι στην οργή, θα μου φάνε και το σαπούνι τώρα; σκέφτηκα και αμέσως της αφαίρεσα την πολύτιμη ζωή της. Βρήκα και δυο τρεις να περιφέροντα γύρω από τα χάπια μου της χοληστερίνης. Κύριε ελέησον, λιγουρεύονται και τα φάρμακά μου; Τις εκτέλεσα επί τόπου.

 

Έκανα όμως το λάθος να επαναφέρω στο τραπέζι της κουζίνας τα σνακ που φύλαγα στο ψυγείο. Δεν πέρασε λίγος καιρός και να τες πάλι ανεπιθύμητες – μην πω και μισητές – παρουσίες στη ζωή μου. Ξαναέγινα εξολοθρευτής. Έβαλα πίσω στο ψυγείο τα σνακ και εξόντωσα ικανό αριθμό τελειών, ώσπου το πήραν απόφαση και εξαφανίστηκαν πάλι.

 

Κάπου ενεδρεύουν όμως αυτά τα όντα, κάπου εδώ κοντά. Φαντάστηκα να έχουν ανοίξει σκοτεινά, δαιδαλώδη σπήλαια στους τοίχους του σπιτιού μου, όπου θα συνωστίζονται τα πλήθη τους περιμένοντας ειδήσεις από τους κατασκόπους τους. Ανατρίχιασα.

 

Θα βαρεθούν και θα φύγουν, σκέφτηκα καθησυχάζοντας τον εαυτό μου.

 

Πράγματι, όσο η κουζίνα μου είναι άδεια από τροφή, τα όντα είναι άφαντα. Έτσι και ξεχάσω όμως κάτι, μια φέτα ψωμί παραδείγματος χάριν ή κανένα κουτί με μπισκότα, την άλλη μέρα έχω επισκέψεις και ακολουθούν αρκετές εκτελέσεις. Αλλά πάντα κάποια όντα μού ξεφεύγουν και ενημερώνουν τα πλήθη που περιμένουν στις σκοτεινές σπηλιές τους.

 

Έχω αρχίσει και τα λυπάμαι. Πρέπει να πεινούν πολύ, σκέφτηκα. Αλλά πάλι πώς να αφήσω την κουζίνα μου έκθετη στις λεηλασίες τους; Ο μόνος τρόπος είναι να τη διατηρώ άδεια από τρόφιμα, μέχρι να το πάρουν απόφαση και να μετοικήσουν σε άλλα διαμερίσματα. Στο κάτω κάτω πολλοί νεαροί φοιτητές μένουν στην πολυκατοικία που σίγουρα θα έχουν κουζίνες με διάσπαρτη τροφή. Να πάνε εκεί και να περάσουν μπέικα, ζωή χαρισάμενη.

 

Αυτό κάνω τώρα.

Πού και πού συλλαμβάνω κάποιον κατάσκοπό τους και τον εκτελώ. Τα πλήθη τον περιμένουν κι αυτός δεν επιστρέφει. Καταλαβαίνουν ποια ήταν η τύχη του.

 

Θα φύγουν εντελώς κάποια στιγμή. Θα γίνει κανονική μετοικεσία στο διαμέρισμα κάποιου φοιτητή. Ως τότε κάνω υπομονή.

 

Με στενοχωρεί όμως η σκέψη ότι πεινάνε. Μετά φαντάζομαι κάτω από τα πόδια μου τα σκοτεινά σπήλαια με τα πλήθη που συνωστίζονται εκεί μέσα και αγριεύομαι.

 

Παλιοζωή, άδικη που είσαι! 

Με έκανες δολοφόνο, ενώ οι τελείες πεινούν.



9/7/25

Αναβάλλονται όλα

 

Αναβάλλονται όλα


για καλύτερες μέρες,


κύριε Μπέκετ.



7/7/25

Συνεχίζουμε

 



Και έφτασε η μέρα που δεν έχω τίποτε άλλο να πω.

 

Με πάνω από 1800 αναρτήσεις στο μπλογκ μου εδώ και 15 χρόνια τα είπα όλα. Όλα όσα με απασχολούσαν, κοινωνικά, πολιτικά, ψυχολογικά, προσωπικές στιγμές, φανταστικές ιστορίες με κάποιο μήνυμα μέσα τους, χιουμοριστικές ιστορίες, ποιήματα, κάποιους στίχους τραγουδιών, κάποιες έμμετρες μεταφράσεις μου  αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων ποιητών, αποσπάσματα από τα μικρά μου μυθιστορήματα ή τις συλλογές διηγημάτων μου που έχω εκδώσει.

 

Τώρα δεν έχω τίποτα νέο για να το αναρτήσω. Τα είπα όλα.

 

Από δω και πέρα ό,τι καινούριο ανεβάσω θα είναι μια διασκευή κάποιου παλιού κειμένου. Ίδιες ιδέες δηλαδή με άλλο φόρεμα.

 

Σε συντεχνίες, παρεάκια και λοιπές ομοειδείς συναναστροφές δεν θέλησα να μπω. Ως εκ τούτου η επαφή μου με τον κόσμο των αναγνωστών περιορίστηκε στο μπλογκ μου και στο φέις μπουκ.  

 

Δεν μπορώ να ξέρω πόσοι με διάβασαν και με διαβάζουν στο φέις μπουκ. Το μπλογκ μου όμως με πληροφορεί ότι αυτά τα 15 χρόνια με επισκέφθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο αναγνώστες και τον Ιούνιο που μας πέρασε 7.919.

 

Πρέπει επομένως να είμαι ευχαριστημένη.

Και είμαι.

 

Συνεχίζουμε.

Όλο και κάτι θα μας βάλει στον πειρασμό να το δημοσιεύσουμε.

 

4/7/25

Αφήστε την ποίηση να ανθίσει μόνη της

 





Αφήστε την ποίηση να ανθίσει μόνη της


μακριά από τους ανθρώπους.


Να περιπλανηθούν οι στίχοι της


πάνω από τα λαγκάδια και τις βουνοκορφές,


πάνω από θάλασσες


παρέα με τους ανέμους,


με δάκρυα που θα τα παίρνει η βροχή


και θα ποτίζουν τη φρυγανισμένη γη,


στους κάμπους που θα ανθίζουν μες στη μοναξιά τους


τα λουλούδια,


ένας αετός θα υπερίπταται ακολουθώντας την,


θα κελαηδεί ένα αηδόνι,


μια άρπα θα αφήνει νότες μόνη της


σε κάποια έρημη ακτή.


 Όλα θα είναι μαγικά.



Μόνο μην πλησιάσουν οι άνθρωποι


κι αρχίσουν τα κοάσματα.




3/7/25

Τρελή νεότης

 

 


 


Αφού είχα μετέλθει όλους τους τρόπους για να απαλλαγώ από έναν έρωτα απελπισμένο και είχα αποτύχει, αποφάσισα να καταφύγω σε έναν ψυχαναλυτή.

 

Ήταν η εποχή που οι ψυχαναλυτές ήταν 4-5 όλοι κι όλοι στην Αθήνα, ο περισσότερος κόσμος δεν ήξερε καν τι ήταν αυτό. Βρήκα εκεί πέρα ένα τηλέφωνο και έκλεισα ραντεβού.

 

Το θέμα ήταν ότι έπρεπε να δείξω στον ψυχαναλυτή ότι δεν είμαι καμιά τρελή και επίσης να διαπιστώσω ότι ούτε αυτός ήταν κανένας παρανοϊκός – διότι είναι γνωστό ότι όσοι ασχολούνται με τα βάσανα της ψυχής των άλλων έχουν και οι ίδιοι τα δικά τους κρυφά βάσανα.

 

Πήγα λοιπόν στο ιατρείο του και περίμενα κάπου δέκα λεπτά, μέχρι να με δεχτεί. Άναψα ένα τσιγάρο για να περάσει η ώρα – εκείνη την εποχή όλη η Ελλάδα κάπνιζε σε όλα τα μέρη, ουδέν μεμπτόν επομένως.

 

Ο νεαρός κύριος άνοιξε τη συρόμενη πόρτα και μου είπε να περάσω.

 

Προσοχή! Έπρεπε να δείχνω φυσιολογική. Απλά ήθελα να απαλλαγώ από έναν καταδικασμένο σε αποτυχία έρωτα και ήθελα τη βοήθειά του. Κατά τα άλλα ήμουν ένα πολύ νορμάλ άτομο. Ήταν απαραίτητο να του το δείξω αυτό και να το καταλάβει.

 

Και πάλι προσοχή! Ο άνθρωπος αυτός μού ήταν άγνωστος, επομένως τίποτε δεν απέκλειε την πιθανότητα να είναι ένας βλαμμένος που έβρισκε παρηγοριά στα βίτσια του σπουδάζοντας την επιστήμη των ψυχών. Έπρεπε να έχω τον νου μου.

 

Σηκώθηκα από τη θέση μου και μπήκα αεράτη στο γραφείο του κρατώντας το αναμμένο μου τσιγάρο. «Δείχνε φυσιολογική!» έλεγα στον εαυτό μου.

 

Αλλά μπαίνοντας στο γραφείο του μπερδεύτηκα κάπως. Έβλεπα δυο πολυθρόνες και ανάμεσά τους το τραπέζι που χώριζε τον γιατρό από τον ασθενή.

 

-Καθίστε, μου είπε ευγενικά αυτός.

 

Ναι, αλλά πού, σε ποια πολυθρόνα; Στη δεξιά ή στην αριστερή; Ποια ήταν η θέση του γιατρού και ποια η δική μου; Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω. Τελικά κάθισα στην αριστερή, βρήκα ότι αυτή ήταν η θέση του ασθενή.

 

Ο ψυχαναλυτής με κοίταξε χαμογελαστός:

 

-Προτιμάτε να καθίσετε εκεί; Εντάξει, δεν υπάρχει θέμα.

 

Να το! Είναι ανισόρροπος, λέει ασυναρτησίες, σκέφτηκα ανήσυχη.

 

Ο άλλος κάθισε απέναντί μου.

 

-Σας ακούω, είπε.

 

Πήγα να ανοίξω το στόμα μου, αλλά προηγουμένως έψαξα να βρω ένα σταχτοδοχείο για να σβήσω το τσιγάρο μου. Κοίταξα προσεχτικά το τραπέζι. Όλα ήταν γυρισμένα προς το μέρος μου. Χαρτιά, τηλέφωνα, τασάκια, μολύβια, στιλό.

 

Σαν να λούστηκα έναν κουβά καυτό νερό. Είχα καθίσει στη θέση του ψυχαναλυτή. Ε, ναι, τα είχα καταφέρει να με περάσει για θεότρελη.

 

Αλλάξαμε θέσεις, εγώ ζεματισμένη.

 

Δεν έχει σημασία τι είπαμε. Σημασία είχε ότι τη στάμπα της τρελής την είχα αποχτήσει από το πρώτο λεπτό.

 

Δεν ξαναπήγα στο ιατρείο του. Εξάλλου ο αθεράπευτος έρωτάς μου έσβησε κάποια στιγμή και ησύχασα.

 

Κάποια χρόνια αργότερα έμαθα ότι έσβησε και ησύχασε για πάντα και αυτός που είχα ερωτευτεί. Από αθεράπευτη αρρώστια.