Πες μου
τι να γράψω.
Δεν γίνεται
να στέκομαι
στη μέση
του κόσμου
σαστισμένη,
χωρίς
ελπίδα,
άδεια
από καθετί
και συ
να μου λες: ζήσε!
Πώς να
ζήσω με τα χέρια αδειανά;
Πες μου
τι να γράψω.
Δεν γίνεται
να στέκομαι
στη μέση
του κόσμου
σαστισμένη,
χωρίς
ελπίδα,
άδεια
από καθετί
και συ
να μου λες: ζήσε!
Πώς να
ζήσω με τα χέρια αδειανά;
Πέθανε το αγγελάκι.
Το διάβασα προχθές στις εφημερίδες.
Είχαν και μια φωτογραφία του, μεγάλης γυναίκας, τίποτε δεν έδειχνε από τα λαμπερά
του χρώματα, τότε που ήταν δέκα τριών χρονών.
Πέθανε στα 78 της χρόνια μετά από μια
μάλλον αδιάφορη καριέρα στο πανεπιστήμιο, στον τομέα της φιλοσοφίας.
Το αγγελάκι είχε έρθει στο σχολείο μας,
ήταν μια τάξη πάνω από μας, αλλά όλες την ξέραμε. Δεν βλέπεις κάθε μέρα
αγγελάκια. Αυτό λες και είχε κατέβει από τον ουρανό. Είχε τόσο φωτεινά χρώματα,
πάλλευκο δέρμα με λίγο ροζ στα μάγουλα, καταγάλανα μάτια και πλούσια κόκκινα
μαλλιά, ένας σπάνιος συνδυασμός για μας εδώ τις μεσογειακές.
Όταν τη βλέπαμε στα διαλείμματα, μου
φώναζε η Σόνια: «Τέτη, Τέτη, το αγγελάκι!». Το ίδιο έκανα κι εγώ: «Σόνια,
Σόνια, το αγγελάκι!» Στεκόμαστε έκθαμβες και την κοιτάζαμε, ενώ αυτή πάντα
χαρούμενη, πάντα γελαστή μιλούσε με τις φίλες της. Εμάς εννοείται μας αγνοούσε,
αλλά δεν είχαμε την απαίτηση να ρίξει τη ματιά της πάνω μας, ένας άγγελος
κοιτάζει άλλα πράγματα.
Το αγγελάκι ξεχώριζε σε όλο το σχολείο.
Ήταν από καλό σπίτι, καλή μαθήτρια και ασφαλώς θα μάθαινε και ξένες γλώσσες. Το
αγγελάκι ήταν η χαρά των ματιών μας.
Τέλειωσε το σχολείο, σκορπιστήκαμε.
Τυχαία διάβασα κάποτε στην εφημερίδα ότι διέπρεπε στο Παρίσι, στο πλάι ενός
διάσημου φιλόσοφου της εποχής. Μια τέτοια κούκλα δεν μπορούσε να περάσει
απαρατήρητη.
Αργότερα έμαθα ότι εργαζόταν σε ένα
ελληνικό πανεπιστήμιο. Αυτά και τελειώσαμε.
Ή μάλλον όχι. Τελειώσαμε προχθές, όταν
έμαθα ότι πέθανε.
Γιατί πεθαίνουν και τα αγγελάκια. Με τα
χρόνια η χάρη τους λιγοστεύει, τα χρώματά τους ξεθωριάζουν, η ζωή τα
περιποιείται δεόντως.
Το χαρούμενο γελαστό αγγελάκι δεν ζει
πια ανάμεσά μας.
Μένει όμως ζωντανό στις αναμνήσεις μας.
Πήγε
εντεκάμισι η ώρα
και η
νύχτα έξω
έχει
απλωμένες τις φτερούγες της.
Ξεκίνησε
πριν λίγο
κι έχει
μπροστά της
πολλές
ώρες ακόμα,
πολλές
ώρες ακόμα
για να
χαράζει με τα γαμψά της νύχια
την ψυχή
σου.
Στάσου
στο ύψος σου,
αδιαφόρησε,
κανένα
βογκητό μην ακουστεί,
κανένας
στεναγμός.
Μια
νύχτα είναι
όπως όλες,
θα
περάσει.
Μην τη
φοβάσαι.
Θέλω τη ζωή μου,
αυτή την άχαρη ζωή,
τη μοναχική,
με τις καθημερινές μου συνήθειες,
με τα τραγούδια μου,
τις σκέψεις μου,
τα βραχύχρονα σχέδιά μου,
τα καθημερινά μου αντικείμενα
πάντα ακίνητα στη θέση τους.
Την θέλω αυτή τη ζωή,
είναι δική μου,
δεν μοιάζει με άλλη καμιά.
Έχει ένα γλυκόπικρο άρωμα
κι ένα σαρκαστικό χαμόγελο
πίσω απ' το σοβαρό μου πρόσωπο,
έχει μια περιφρόνηση οικεία
εμένα προς εμένα
που τόσο έχω συνηθίσει.
Την αγαπώ αυτή τη ζωή,
είναι μοναδική,
είναι όμορφη
μες στα κουρέλια της,
έχει μια γοητεία μυστική.
Συχώρεσέ με, αγάπη μου,
που τόσα χρόνια
σε είχα πεταμένη στη γωνιά.
Πας για μια εξέταση ρουτίνας και σου λέει
ο γιατρός "ο αριστερός σας πνεύμονας είναι γεμάτος νερό". Λες από μέσα σου "τώρα δεν τη γλιτώνω, ας κάνω όσο πιο γρήγορα γίνεται".
"Τώρα" λες, "τώρα αφαιρέστε το νερό και χωρίς αναβολή."
Σου κάνουν παρακέντηση, βγάζουν το
υγρό. "Ναι, αλλά θα μείνετε μια μέρα μέσα". "Να μείνω" λες. Και μένεις πέντε
μέρες. Εντάξει, είναι ιδιωτική κλινική, οι άνθρωποι θέλουν τα λεφτά σου.
Εγώ εν τω μεταξύ αρνάκι του Θεού. Ό,τι
μου λένε το κάνω.
"Α, είναι πολύ επιθετική", λένε οι
αρμόδιοι στους δικούς μου. "Δεν μας αφήνει να κάνουμε τη δουλειά μας".
Και τότε μπαίνει μπροστά το βαρύ
πυροβολικό: δυνατά ψυχοφάρμακα. "Για να κάτσει ήσυχη", λένε οι αρμόδιοι.
Πέντε μέρες καθόμουν ήσυχη, κοιμόμουν
συνέχεια. Έρχονταν οι δικοί μου να με δουν, κοιμόμουν. Πότε πότε άνοιγα τα
μάτια, μετά τα ξανάκλεινα και έπεφτα σε βαθύ ύπνο.
Εγώ το αρνί του Θεού. Και να περνούν οι
μέρες. Και αύριο θα φύγεις. Και ξανά: αύριο θα φύγεις. Και ξανά. Και ξανά.
Το κρεβάτι παιδικό, στενό. Κάγκελα γύρω
γύρω και τα πόδια πέντε μέρες λυγισμένα για να χωρέσουν.
Κι εγώ δεν ήμουν πια εκεί. Ήμουν σε ένα
περίεργο δωμάτιο, γεμάτο βαριά, σιδερένια πράγματα, ήταν αδύνατο να πατήσω στο
πάτωμα τα πόδια μου. Εγκλωβισμένη, ακίνητη. Και μόνη. Καμιά φορά εμφανιζόταν
κάποια νοσοκόμα. Της ζητούσα να με βάλει για λίγο να καθίσω σε καρέκλα
τουλάχιστον. "Αυτό απαγορεύεται", μου απαντούσε, "μπορεί να πέσεις και να
χτυπήσεις και δεν θα πληρώσω εγώ είκοσι χρόνια φυλακή για χάρη σου".
Ξαφνικά μέσα στη μαύρη νύχτα άναβαν τα
φώτα και μια νοσοκόμα με γλυκά λογάκια με μπούκωνε με χάπια. Το στόμα μου
θεόπικρο.΄Έπειτα έσβηναν ξανά τα φώτα. Ολομόναχη. Σε ένα δωμάτιο όπου δεν
μπορούσα να κουνηθώ.
Πραγματικότητα και παραίσθηση είχαν γίνει ένα. Πραγματικότητά μου ήταν τώρα η παραίσθηση. Ο παλιός, γνωστός κόσμος είχε χαθεί.
Τι θέλουν από μένα; Αναρωτιόμουν. Οι
απαντήσεις που έδινα στον εαυτό μου ήταν όλες φριχτές: Κάνουν πειράματα, το
διασκεδάζουν, στο τέλος θα με σκοτώσουν.
Προσπαθούσα με το λίγο λογικό μυαλό που μου είχε απομείνει να σκεφτώ λογικά: προφανώς έχω τρελαθεί. Ο κόσμος δεν είναι αυτός που ζω, ο γνωστός μου κόσμος είναι αλλού, εγώ τώρα ζω στον κόσμο ενός τρελού μυαλού κι εδώ θα μείνω για πάντα.
Αυτή ήταν η πιο απελπισμένη σκέψη μου:
θα έμενα για πάντα σε ένα βουβό δωμάτιο, γεμάτο πράγματα, ώστε να μη μπορώ να
αποδράσω, σε ένα παιδικό κρεβάτι με κάγκελα, ώστε να μη μπορώ να σηκωθώ, θα
έρχονταν οι νοσοκόμες και θα με μπούκωναν φάρμακα κι εγώ θα έμενα ακίνητη για
πάντα.
Μετά κοιμόμουν και έβλεπα πάλι το ίδιο
πράγμα, το ίδιο δωμάτιο, το ίδιο κρεβάτι, την ίδια ακινησία, την ίδια μοναξιά
και τις νοσοκόμες που έρχονταν και με γλυκά λογάκια με πότιζαν φαρμάκι.
Πέντε μέρες.
"Θέλω να φύγω", είπα.
"Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω, θέλω να
φύγω".
Το μόνο που έλεγα.
Την παραμονή της πέμπτης μέρας μού
έδωσαν πιο ελαφρά φάρμακα. Το άλλο πρωί ξύπνησα και είδα τον ξάδερφό μου να
μπαίνει στο δωμάτιο. Ο γνωστός, παλιός κόσμος είχε επανέλθει.
"Θέλω να φύγω σήμερα! Όχι άλλη
αναβολή", του είπα.
Μέχρι να ετοιμαστεί το εξιτήριο,
καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Κάτι θα βρουν και θα με κρατήσουν πάλι μέσα,
σκεφτόμουν. Δεν βρήκαν. Το είχαν πάρει απόφαση ότι θα έβγαινα.
Ο κόσμος του Τρόμου χάθηκε.
Είμαι πάλι εδώ μαζί σας.
Θέλετε πιστέψτε το, θέλετε όχι.
Τα ουρλιαχτά της ακούγονταν σε όλη
την πολυκατοικία. Κι έξω από αυτήν.
Πρέπει να την άκουγαν και από την απέναντι πολυκατοικία και από το απέναντι
γκαράζ.
Κάποια στιγμή το πήρε απόφαση. Σηκώθηκε
κι έφυγε, πήγε να ζήσει μόνη της. Κανείς ποτέ δεν άκουσε τη φωνή της στη
νέα γειτονιά.
Όποτε όμως κατέβαινε να τους δει,
άκουγαν όλοι τα ουρλιαχτά της. Την έβλεπαν σαν τέρας, αν και αυτή στον δρόμο
έδειχνε ήσυχη και μιλούσε ευγενικά.
Όταν έφυγαν από τη ζωή, κατέβηκε και
εγκαταστάθηκε στο σπίτι.
Έχουν περάσει από τότε είκοσι χρόνια.
Το πιο αθόρυβο διαμέρισμα είναι το
δικό της. Στον δρόμο, όταν σπάνια βγαίνει, είναι πάντα ήσυχη και ευγενική.
«Άλλο ήταν το τέρας» σκέφτονται τώρα
οι γείτονες.
(Μικρές ιστορίες)
Έρχονται πολλές στιγμές – που όλο
γίνονται και περισσότερες – που νιώθω μια απίστευτη βαρεμάρα με τη μουρμούρα
των λογίων μας που θέλουν να φωτίσουν υπό τη δική τους οπτική γωνία σύγχρονους
και παλιότερους λογοτέχνες.
Αν είναι ζωντανοί λογοτέχνες, δεν
χρειάζεται να διαβάσεις τίποτα. Ξέρεις εκ των προτέρων. Αν είναι μακαρίτες,
μπορεί να διαβάσεις κάποιες ιδέες του γράφοντος λογίου, γνωστές επαναλήψεις αλλά
με άλλα λόγια.
Γιατί γράφουν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιος
τους διαβάζει; Προφανώς οι όμοιοί τους. Ωραία, το θέμα έχει ταχτοποιηθεί, γράφουν
και διαβάζουν ο ένας τον άλλον και η ζωή προχωρεί.
Όχι όμως η κανονική ζωή.
Η κανονική ζωή βρίσκεται τους δρόμους
και είναι γεμάτη κανονικούς ανθρώπους.
Βγήκα χθες ελαφρώς χολωμένη κι έκανα τη
βόλτα μου, κάθισα και ήπια τον καφέ μου και για πρώτη φορά αποφάσισα να κάνω
αυτό που κάνουν οι συγγραφείς: κοίταξα τους ανθρώπους. Και για πρώτη φορά δεν
τους κοίταξα αφηρημένα και αδιάφορα. Και για πρώτη φορά ένιωσα γι’ αυτούς
συμπάθεια.
Κορίτσια, μαμάδες, μεσόκοποι αγνώστου
ταυτότητος περνούσαν από μπροστά μου, τεχνίτες με λερωμένα ρούχα, μετανάστες,
ένας νεαρός κρατούσε μια ανθοδέσμη για την καλή του, ένας μπαμπάς με την κόρη
του πάρκαραν μπροστά μου, σε λίγο τους είδα να επιστρέφουν με λουλούδια και
γλυκά -για τη μαμά βέβαια -ψηλόλιγνοι νεαροί έκαναν βόλτα με τον σκύλο τους.
Απέναντι μαγαζιά, παιχνίδια, δώρα,
μπιζού, ξηροί καρποί, κομμωτήριο, μανικιούρ-πεντικιούρ. Τα αυτοκίνητα
κατέβαιναν αργά.
Πόσο θα’ θελα να τους μοιάσω. Να γίνω
κάποια από αυτούς. Να πετάξω, να αδειάσω το σπίτι μου όχι από τους κλασικούς
συγγραφείς, αλλά από όλους αυτούς που τριγυρίζουν γύρω τους και γράφουν και
ξαναγράφουν και στην ουσία τίποτε δεν γράφουν.
Αλλά βλέπεις η μοίρα αυτή τη θέση μού επιφύλασσε.
Ορκίστηκε στην Ιωνίδα ο Καλλίγνωτος
ότι ποτέ δεν θα έχει φίλη ή φίλο καλύτερους από
εκείνη.
Το ορκίστηκε. Αλλά αλήθεια λένε πως οι όρκοι οι
ερωτικοί
να μπουν στα αφτιά των αθανάτων δεν μπορούν.
Τώρα αυτός καίγεται από αρσενική φωτιά.
Αλλά για το άτυχο κορίτσι όπως οι Μεγαρείς
ούτε κουβέντα ούτε θύμηση.
ὤμοσε Καλλίγνωτος Ἰωνίδι μήποτ᾽ ἐκείνης
ἕξειν μήτε φίλον
κρέσσονα μήτε φίλην.
ὤμοσεν· ἀλλὰ λέγουσιν ἀληθέα τοὺς ἐν ἔρωτι
ὅρκους μὴ δύνειν οὔατ᾽ ἐς ἀθανάτων.
νῦν δ᾽ ὁ μὲν ἀρσενικῷ θέρεται πυρί, τῆς δὲ ταλαίνης
νύμφης ὡς Μεγαρέων οὐ λόγος οὐδ᾽ ἀριθμός.
Ο τελευταίος στίχος παραπέμπει στο χρησμό που
δόθηκε στους Μεγαρείς, όταν κάποτε, θεωρώντας ότι ήσαν οι καλύτεροι των
Ελλήνων, ρώτησαν το μαντείο των Δελφών τίνες κρείττονες τυγχάνοιεν (ποιοι είναι
οι καλύτεροι). Η απάντηση του μαντείου, αφού προηγουμένως απαριθμούσε διάφορους
άλλους, κατέληγε ως εξής: ὑμεῖς δ᾽, ὦ Μεγαρεῖς, οὔτε τρίτοι οὔτε τέταρτοι / οὔτε
δυωδέκατοι οὔτ᾽ ἐν λόγῳ οὔτ᾽ ἐν ἀριθμῷ.
Γιατί να σ’ αγαπήσω;
Τι έκανες εσύ για μένα;
Ούτε καν καταδέχτηκες να εμφανιστείς
μια μέρα μπροστά μου, να μου πεις «εγώ είμαι και θέλω να μ’ αγαπάς».
Και τι να αγαπήσω δηλαδή;
Τον μπλε ουρανό, τον αέρα, τη θάλασσα,
τους σεισμούς, τις βροχές, τα ηφαίστεια;
Μορφή δεν έχεις εσύ;
Ή μήπως θέλεις να αγαπήσω τις ζωγραφιές
σου στις εκκλησίες;
Και γιατί να σ’ αγαπήσω;
Πες μου ένα λόγο.
Το ότι μ’ έφερες σ’ ένα κόσμο θνητό για
να πεθάνω, αφού πρώτα θρηνήσω αυτούς που αγάπησα και πέθαναν;
Γιατί να σ’ αγαπήσω;
Υπάρχει περίπτωση να έρθει κάποιος μπροστά
μου και να μου πει «αγάπα με» κι εγώ να τον αγαπήσω; Γιατί εσύ κάτι τέτοιο
ζητάς.
Και τι εννοείς με το «αγάπα με»; Να
κάνω αυτό που θέλεις εσύ; Κι αν εγώ θέλω κάτι άλλο, να σφίξω την καρδιά μου και
να μην το κάνω, γιατί εσένα δεν σου αρέσει;
Τι πάει να πει «αγάπα με»; Αγάπα με για
να σ’ αγαπώ, αλλιώς δεν σ’ αγαπώ;
Και που μ’ αγαπάς, τι κατάλαβα δηλαδή;
Μήπως έκανες τη ζωή μου εύκολη; Της αφαίρεσες τον πόνο, το δάκρυ, την αγωνία, την αρρώστια, την
πείνα, την αδικία;
Αγάπα με για να σε βασανίζω, αυτό θέλεις.
Κι εγώ μιλώ στον αέρα σαν παρανοϊκή.