10/2/25

Καλλίμαχος 183


 

 

Ορκίστηκε στην Ιωνίδα ο Καλλίγνωτος


ότι ποτέ δεν θα έχει φίλη ή φίλο καλύτερους από εκείνη.


Το ορκίστηκε. Αλλά αλήθεια λένε πως οι όρκοι οι ερωτικοί


να μπουν στα αφτιά των αθανάτων δεν μπορούν.


Τώρα αυτός καίγεται από αρσενική φωτιά.


Αλλά για το άτυχο κορίτσι όπως οι Μεγαρείς


ούτε κουβέντα ούτε θύμηση.




 (Μεταφορά στα νέα ελληνικά: Καίτη Βασιλάκου)



 

 

μοσε Καλλίγνωτος ωνίδι μήποτ κείνης


ξειν μήτε φίλον κρέσσονα μήτε φίλην.


μοσεν· λλ λέγουσιν ληθέα τος ν ρωτι


ρκους μ δύνειν οατ ς θανάτων.


νν δ μν ρσενικ θέρεται πυρί, τς δ ταλαίνης


νύμφης ς Μεγαρέων ο λόγος οδ ριθμός.



 Ο τελευταίος στίχος παραπέμπει στο χρησμό που δόθηκε στους Μεγαρείς, όταν κάποτε, θεωρώντας ότι ήσαν οι καλύτεροι των Ελλήνων, ρώτησαν το μαντείο των Δελφών τίνες κρείττονες τυγχάνοιεν (ποιοι είναι οι καλύτεροι). Η απάντηση του μαντείου, αφού προηγουμένως απαριθμούσε διάφορους άλλους, κατέληγε ως εξής: ὑμεῖς δ᾽, ὦ Μεγαρεῖς, οὔτε τρίτοι οὔτε τέταρτοι / οὔτε δυωδέκατοι οὔτ᾽ ἐν λόγῳ οὔτ᾽ ἐν ἀριθμῷ.


https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=453

7/2/25

"Αγάπα με"

 


 


 

Γιατί να σ’ αγαπήσω;

Τι έκανες εσύ για μένα;

Ούτε καν καταδέχτηκες να εμφανιστείς μια μέρα μπροστά μου, να μου πεις «εγώ είμαι και θέλω να μ’ αγαπάς».

 

Και τι να αγαπήσω δηλαδή;

Τον μπλε ουρανό, τον αέρα, τη θάλασσα, τους σεισμούς, τις βροχές, τα ηφαίστεια;

 

Μορφή δεν έχεις εσύ;

Ή μήπως θέλεις να αγαπήσω τις ζωγραφιές σου στις εκκλησίες;

 

Και γιατί να σ’ αγαπήσω;

Πες μου ένα λόγο.

Το ότι μ’ έφερες σ’ ένα κόσμο θνητό για να πεθάνω, αφού πρώτα θρηνήσω αυτούς που αγάπησα και πέθαναν;

 

Γιατί να σ’ αγαπήσω;

Υπάρχει περίπτωση να έρθει κάποιος μπροστά μου και να μου πει «αγάπα με» κι εγώ να τον αγαπήσω; Γιατί εσύ κάτι τέτοιο ζητάς.

 

Και τι εννοείς με το «αγάπα με»; Να κάνω αυτό που θέλεις εσύ; Κι αν εγώ θέλω κάτι άλλο, να σφίξω την καρδιά μου και να μην το κάνω, γιατί εσένα δεν σου αρέσει;

 

Τι πάει να πει «αγάπα με»; Αγάπα με για να σ’ αγαπώ, αλλιώς δεν σ’ αγαπώ;

 

Και που μ’ αγαπάς, τι κατάλαβα δηλαδή; Μήπως έκανες τη ζωή μου εύκολη; Της αφαίρεσες τον  πόνο, το δάκρυ, την αγωνία, την αρρώστια, την πείνα, την αδικία;

 

Αγάπα με για να σε βασανίζω, αυτό θέλεις.

 

Κι εγώ μιλώ στον αέρα σαν παρανοϊκή.


1/2/25

Μακάρι να γερνούσαν όλες σαν τη Βανέσα

 


 




Ε, ναι, άμα είσαι η Βανέσα Ρεντγκρέιβ και η φύση αποφάσισε για σένα να γεράσεις γλυκά και όμορφα, ποιος ο λόγος να βάλεις μαχαίρι στο πρόσωπό σου, να το πετσοκόψεις, να περάσεις όλον αυτόν τον τάραχο για να δείχνεις φρέσκια και ωραία;

 

Ρώτα όμως κι εκείνες τις ντίβες του θεάματος που μεγαλώνοντας κοιτάζουν στον καθρέφτη και βλέπουν μια φάτσα κρεμασμένη και ρυτιδιασμένη, ενώ ακόμα το κοινό τους ορκίζεται στο όνομά τους.

 

Και πώς να αντέξουν τα σχόλια του κόσμου: Πώς γέρασε έτσι αυτή, κακογέρασε η κακομοίρα, πάει, τελείωσαν οι δόξες της.

 

Δεν αντέχεται αυτό. Και τότε η μόνη λύση είναι το μαχαίρι.

 

Μακάρι να γερνούσαν όλες σαν τη Βανέσα.



 

31/1/25

Προνομιούχα

 

 




Έχω εξασκηθεί στη δυστυχία


-εσείς δεν το καταλαβαίνετε,


σας έδωσε ο Θεός μια δυστυχία


και μετά σας ξέχασε-


εμένα με ξεχώρισε,


σαν κάπως εκλεκτή του νιώθω.



Πάρε αυτήν, μου είπε,


όταν ακόμα ήμουνα παιδί,


θυμάμαι πόσο έκλαιγα,


μετά συνήθισα,


πάρε και τούτη,


μου είπε λίγο αργότερα,


έκλαιγα πάλι,


αλλά στο τέλος τη συνήθισα,


πάρε άλλη μία,


κι άλλη μια τέταρτη


κι άλλη μια πέμπτη


και μην κλαις,


σκέψου πόσοι πεινούν


στον κόσμο τούτο,


πόσοι πενθούν,


πόσοι αγωνίζονται να επιβιώσουν,


είσαι προνομιούχα εσύ,


πάρε και μια έκτη.


 

Και έτσι τέλος πάντων


κύλησε  η ζωή μου


κι εγώ εξασκήθηκα καλά,


ούτε δάκρυα πια


ούτε παράπονα


μόνο ευχαριστίες


που δεν πείνασα ποτέ


και που αντέχω όρθια


να με φυσούν οι άνεμοι


απ’ όλες τις κατευθύνσεις.



30/1/25

Ψείρες

 

 



Είναι φανερό ότι το Σύμπαν δεν φτιάχτηκε, δεν προέκυψε για να δώσει ζωή. Αλλιώς θα ήταν γεμάτο από πλανήτες που θα έσφυζαν από ζωή.

 

Αντ’ αυτού έχουμε ένα ανυπολόγιστα απέραντο χάος γεμάτο ήλιους που καίνε τα καύσιμά τους ολομόναχοι, μέχρι να σβήσουν, και πού και πού κάτι ξερούς πλανήτες, έρημους, εχθρικούς προς κάθε μορφή ζωής, βράχια στην ουσία ή αέρια δηλητηριώδη, δηλαδή τίποτα.

 

Μπορούμε επομένως με σιγουριά να πούμε ότι η Γη είναι μια εξαίρεση, όπως ίσως και κάποιοι άλλοι πλανήτες μετρημένοι στα δάχτυλα των χεριών μας, που περιφέρονται στο Σύμπαν, μια μάλλον ενοχλητική εξαίρεση μέσα στην απέραντη σιωπή και ξεραΐλα που είναι ο κανόνας.

 

Το Σύμπαν είναι νεκρό, έτσι αποφάσισαν οι φυσικοί (φυσικοί;) νόμοι. Φτιάχτηκε για να είναι νεκρό.

 

Η Γη μας είναι μια παραφωνία. Εμείς παράφωνοι. Στην ουσία εξοβελιστέοι. Ενοχλητικές ψείρες σ’ ένα απέραντο νεκρό σώμα.

 

Γιατί καμαρώνουμε, ήθελα να’ ξερα.



28/1/25

Επίλογος

 

Μόλις συνήλθα, ήθελα το τσιγαράκι μου.

Με πήγε ο ξάδερφος στις ανδρικές τουαλέτες, ερημιά, κάπνισα μισό τσιγάρο.

 

-Γιώργο, ζαλίζομαι!

 

Μου έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο, συνήλθα.

 

Σύντομα κατάλαβα ότι όλοι κάπνιζαν στις βεράντες. Το προσωπικό έκανε τα στραβά μάτια. Σοφοί άνθρωποι.

 

Βράδυ κι ακούω έξω στη βεράντα κάποιον να ανάβει τσιγάρο. Βγαίνω έξω, παγωνιά. Ένας άνδρας κουκουλωμένος καπνίζει. Του κάνω νόημα, μου δίνει ένα πουράκι, μου το ανάβει.

 

Την άλλη μέρα τον αναγνωρίζω. Μένει στον διπλανό θάλαμο και κάνει βόλτες στον διάδρομο με μπανταρισμένο το δεξί του χέρι.

 

Τον έχετε δει όλοι στις ταινίες του Χόλιγουντ. Είναι ο μαφιόζος που συνοδεύει τον αρχηγό του μαζί με άλλους ομοίους του στις ύποπτες δουλειές του. Κουρεμένος και με ρώσικα χαρακτηριστικά. Χμμμ… Νόστιμος.

 

Το απόγευμα βγαίνω στη βεράντα. Είναι εκεί και καπνίζει. Τον καλησπερίζω και κάθομαι απέναντί του. Έχω τα δικά μου τσιγάρα τώρα. Ανάβω ένα και του χαμογελώ. Μου χαμογελά κι αυτός. Κάπως δειλά.

 

Δεν είναι Ρώσος, είναι Ουκρανός που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα. Μιλά καλά ελληνικά και είναι λίγο ντροπαλός. Τεχνίτης σε μια εταιρία. Κάπου ακούμπησε απρόσεχτα, έκανε μια αμυχή, η αμυχή φούσκωσε σιγά σιγά, πρήστηκε όλο του το χέρι. Δεν είναι μαφιόζος. Κρίμα…

 

Τον ξανθό θεό που είδα τις προάλλες τον έχασα. Δε βαριέσαι…

 

Μου έμεινε παρέα μια προβληματική στον ίδιο θάλαμο με μένα. Ευγενέστατη και θρησκόληπτη. Δεν λέμε πολλά. Μόνο μια φορά ήρθε κοντά μου και άρχισε να μου μιλά με χειμαρρώδη λόγο για τον Χριστό. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά.

 

«Οι Άγιοι όλοι πέθαναν, είναι νεκροί», μου είπε, «μόνο ο Χριστός αναστήθηκε, μόνο αυτός γύρισε από τον θάνατο στη ζωή».

 

«Είστε Ορθόδοξη;» ρώτησα κάποια στιγμή.

«Αποστολική Εκκλησία», είπε βιαστικά και συνέχισε το λογύδριό της.

 

Μάλιστα. Τι να της πω τώρα, ότι εγώ ανήκω στους αγνωστικιστές; Και μήπως ξέρει τι σημαίνει αυτή η λέξη; Την άφησα να λέει, να της φύγει ο καημός.

 

Της έφυγε ο καημός και μαζί του έφυγε και ο κορονοϊός και με ταχτοποίησε. Δεν κατάλαβα τίποτα, μέχρι που γύρισα στο σπίτι και άρχισε ο βήχας. Ούτε στο νοσοκομείο κατάλαβαν τίποτα. Μου έδιναν Augmentin κι αυτό κράτησε τον κορονοϊό φρόνιμο. Κόλλησα τη γυναίκα που με περιποιείται, την ανιψιά μου και τον ξάδερφό μου. Το ξεπέρασαν σε δυο μέρες. Εγώ βήχω ακόμα.

 

Δεν μου έφταναν δηλαδή όλα τα άλλα, τέλος πάντων.

 

Τι λέγαμε;

 

Για Ουκρανούς που μοιάζουν με μαφιόζους στα στούντιο του Χόλιγουντ. Μια στάλα δροσιάς ο Αντρέι. Πού να’ ξερε ο νεαρός τις μολυσμένες μου σκέψεις.

 

Ο Μενέλαος είναι παρόμοια περίπτωση. Χάιδεψε μια γατούλα, αυτή δεν είχε κέφια εκείνη τη στιγμή, του πάτησε μια δαγκωνιά.  Πρήστηκε το χέρι του, έγινε τούμπανο. Καπνίζουμε στη βεράντα και αγνοούμε την παγωνιά.

 

Περπατώ στον διάδρομο κι ακούω χειροκροτήματα από τους θαλάμους και βλέπω γελαστά πρόσωπα. Όλοι ξέρουν πως κόντεψα να πεθάνω και μάλλον έχουν ακούσει και τις κραυγές μου, τότε που ακόμα ήμουν υπό διάλυση. Τώρα με βλέπουν να περπατώ και μου χαμογελούν φιλικά. Είμαι σαν κι αυτούς, ζωντανή, ανήκω στους ζωντανούς.

 

Πάνε κι έρχονται οι νοσηλεύτριες, γελαστές, ευγενικές, ελέγχουν την κατάστασή μας, μας δίνουν τα φάρμακά μας, κρύβουν τα βάσανά τους τα χρυσά αυτά κορίτσια.

 

Πώς σε λένε; Με ρωτά μία. Της λέω. Πόσων χρονών είσαι; Της λέω. Ποιος είναι αυτός; Ο ξάδερφός μου, της λέω. Πώς τον λένε; Της λέω. Πόσων χρονών είναι; Της λέω.

 

-Καλέ αυτή είναι μια χαρά! Γυρίζει και λέει σε μια άλλη νοσηλεύτρια.

 

Ποιος ξέρει τι εικόνα είχα δώσει, όταν μου έκαναν εισαγωγή. Δεν ρωτώ, δεν θέλω να ξέρω.

 

Αυτό που εγώ θέλω είναι να φύγω, να πάω στο σπίτι μου. Αναβάλλεται δυο φορές το εξιτήριο, γιατί πρέπει να κάνω ακόμα δυο εξετάσεις. Φύλλο και φτερό με έχουν κάνει. Τέτοιο τσεκ απ ούτε στα όνειρά μου.

 

Έρχεται τέλος η πολυπόθητη μέρα. Δυο γιατροί με στήνουν όρθια στον διάδρομο και μου κάνουν ερωτήσεις. Απορούν και οι δύο που είμαι ζωντανή.

 

Μου δίνουν ένα χοντρό φάκελο με όλες τις εξετάσεις μέσα, εκεί αναφέρεται πώς με βρήκαν την πρώτη μέρα, δίνουν οδηγίες τι να κάνω, τώρα που θα πάω σπίτι μου.

 

Το ασθενοφόρο με φέρνει σπίτι μου. Ζωντανή και με σώας τας φρένας.

 

Ποιον να πρωτοευχαριστήσω;

 

Την Έφη, τον ανιψιό μου τον Νίκο, τους δύο αστυνομικούς που με έβγαλαν από την κόλαση, τον Γιώργο τον εξάδελφό μου, τα ανίψια μου που ήρθαν από την Κρήτη, το ΚΑΤ, τους γιατρούς και τους νοσηλευτές του. Όλοι έβαλαν το χεράκι τους για να μείνω ζωντανή, να είμαι πάλι εδώ, στο σπίτι μου και στην καθημερινότητά μου.

 

Να είμαστε όλοι καλά.



 

27/1/25

Και τώρα ξέρω

 

Έρχονται,


μπαίνουν, βγαίνουν οι νοσοκόμες,


όμορφα κορίτσια, γελαστά,


μου δίνουν χάπια,


με τρυπούν και παίρνουν αίμα,


μετρούν την πίεσή μου,


τη θερμοκρασία μου,


το οξυγόνο μου.


 

Μπαίνω σιγά σιγά


στον γνώριμο κόσμο μου,


γεμίζει ζωή το αίμα μου,


γεμίζουν ζωή η καρδιά και το μυαλό μου,


όλα μου τα όργανα.


Είμαι γεμάτη ζωή.


 

Και τότε


τον βλέπω,


είναι ψηλός και αδύνατος,


μαλλιά ξανθά σε αλογοουρά,


και νιώθω ξαφνικά μια θηριώδη επιθυμία,


μια άγρια επιθυμία


να τον κρατήσω γυμνό


ανάμεσα στα σκέλια μου,


τίποτα δεν με συγκρατεί,


τον κοιτάζω με θράσος,


του χαμογελώ,


εκείνος δέχεται το βλέμμα μου,


φτιάχνει την αλογοουρά του


στον καθρέφτη του ασανσέρ,


διασταυρώνονται οι ματιές μας στον καθρέφτη.


 

Μια θηριώδης επιθυμία.


Τον θέλω άγρια, ανείπωτα,


τον θέλω πέρα από κάθε λογική,


όλα τα άλλα έχουν σβήσει.


Τον θέλω.


Γυρίζω αναστατωμένη στο κρεβάτι μου.


 

Και τώρα ξέρω:


Νίκησε η ζωή,


πάτησε τον θάνατο,


τον πάτησε.



26/1/25

Περνούν οι μέρες

 

 

Περνούν οι μέρες,


δυο μεγάλες απαίσιες πληγές στα γόνατα


συρρικνώνονται αργά,


το υπόλοιπο κορμί μου είναι διάστικτο


από άλλες μικρότερες,


 απ’ το πρόσωπό μου


τα σημάδια έφυγαν.


Σηκώνομαι προσεχτικά από την καρέκλα


και περπατώ αστεία,


σαν πάπια ή σαν νήπιο.


 

Μόνο η ψυχή μου καλοκάθισε


στο σπίτι της και δείχνει ευχαριστημένη,


τίποτα δεν θυμάται.


Εκτός αν δει βρεγμένο το μωσαϊκό.


Τότε αγριεύεται,


κλείνεται στο καβούκι της,


κάθεται στο σκοτάδι


και μένει βουβή.


 

Νομίζω ότι κλαίει πού και πού.