Φτωχαδάκι δεν είμαι, πλούσια δεν είμαι.
Σαν φτωχαδάκι (περίπου) κυκλοφορώ στη
γειτονιά, χρόνια τώρα με το ίδιο μπουφάν, τα ίδια ρούχα από κάτω, σημασία δεν
δίνω.
Έτσι όμως και μου πει ο γιατρός
«εγχείρηση, κυρία μου», τότε ξαφνικά γίνομαι σαν την μακαρίτισσα τη
Βαρδινογιάννη. Ποιος είναι ο καλύτερος γιατρός στην Ελλάδα για την περίπτωσή
μου; Σ’ αυτόν θα πάω.
«Χειρουργώ στο ιδιωτικό νοσοκομείο
Μεγάλη Βρετανία», μου λέει αυτός. (Ονόματα δεν λέμε, διαφήμιση δεν κάνουμε).
«Μάλιστα» του απαντώ.
«Έξι χιλιάδες θέλει η Μεγάλη Βρετανία
για το ένα βράδυ που θα μείνετε εκεί με πληρωμένες όλες τις υπηρεσίες που θα σας
προσφέρει», μου λέει η γραμματέας του.
«Μάλιστα», της λέω εγώ.
«Σε τρίκλινο δωμάτιο», συνεχίζει αυτή.
Εδώ στραβώνω τα μούτρα.
«Μονόκλινο θέλω», της λέω.
«Προσθέστε τότε άλλα χίλια ευρώ».
Τσούζει γμτ, τσούζει! Αλλά στο ίδιο
δωμάτιο με δυο άγνωστες; Εγώ που δεν αντέχω να κοιμηθώ με φίλη και συγγενή στο
ίδιο το σπίτι μου; Και η τουαλέτα; Να την μοιράζομαι με δυο άγνωστες; Αδύνατο!
«Εντάξει, προσθέστε και χίλια ευρώ»,
λέω.
«Ελάτε αύριο για τον προεγχειρητικό
έλεγχο».
Πάω την άλλη μέρα. Πλήθη λαού εκεί
μέσα. Γιατροί, νοσηλευτές, υπάλληλοι και αμέτρητοι, αμέτρητοι πελάτες. Μπορείς
να χαθείς μέσα στον λαβύρινθο των διαδρόμων, των δωματίων, των ασανσέρ, των
εξεταστηρίων. Κι όμως όλα γίνονται με ταχύτητα. Λες το όνομά σου και σε πέντε
λεπτά σε φωνάζουν. Κάνεις την εξέταση. Σε άλλα πέντε λεπτά κάνεις τη δεύτερη
εξέταση. Σε άλλα πέντε την τρίτη. Και ούτω καθεξής. Η οργάνωση τέλεια. Οι
νοσηλευτές ευγενέστατοι και ταχύτατοι. Πριν το καταλάβεις, έχεις κάνει καμιά
δεκαριά εξετάσεις και μπορείς τώρα να φύγεις.
Περνούν μερικές μέρες και έρχεται η
μέρα της εγχείρησης. Νέες εξετάσεις με ταχύτητα, οργάνωση και ευγένεια. Και
πριν το καταλάβεις, βρίσκεσαι στο χειρουργείο.
«Πρώτα θα σας βάλω λίγη Μέθη», μου λέει
η αναισθησιολόγος. Κλείνω τα μάτια και σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου τα ξανανοίγω.
Βλέπω από πάνω μου τον γιατρό: «Τελειώσαμε, όλα πήγαν καλά!»
Βρίσκομαι στο δωμάτιό μου, φορώ το
νυχτικό μου, είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου.
Δυο ώρες και 15 λεπτά απόλυτης
ανυπαρξίας. Περίεργη αίσθηση. Ίσως λίγο επίφοβη. Έτσι θα είναι ο θάνατος; Τέλος
πάντων.
«Σουίτα!» σχολιάζει ο ανιψιός μου.
Όταν συνέρχομαι αρκετά και καθώς δεν
έχω πόνο, σηκώνομαι από το κρεβάτι. Τι μονόκλινο και αηδίες, εγώ βρίσκομαι σε
μια σουίτα στον 7ο όροφο της Μεγάλης Βρετανίας, ένα υπνοδωμάτιο και
ένα σαλόνι με όλες τις ανέσεις, καναπέδες, πολυθρόνες, κομπιούτερ, τηλεοράσεις,
τηλέφωνα και απέραντη υπέροχη θέα έξω στο μπαλκόνι.
Τα κορίτσια οι νοσηλεύτριες με απόλυτη
ευγένεια πηγαινοέρχονται, μου δίνουν κάθε τόσο χάπια, μετρούν την πίεσή μου, τη
θερμοκρασία μου, το οξυγόνο μου, μου φέρνουν φαγητά, μου φέρνουν ό,τι ζητήσω.
Χμ, ώστε έτσι τη βγάζουν οι διάσημοι
πλούσιοι, όταν αρρωσταίνουν. Να το έχουμε υπόψιν αυτό.
Βγαίνω στο μπαλκόνι, πίνω τον καφέ μου
και καπνίζω. Η θέα καταπληκτική κι εγώ, δόξα το Θεό, νιώθω καλά, δεν πονάω, είναι
σαν να κάνω διακοπές.
Μπαίνω έπειτα μέσα, την αράζω στον
καναπέ. Απέναντί μου, δίπλα στην πόρτα της τουαλέτας βλέπω μια μικρή ταμπέλα. Τι
γράφει; Προσπαθώ να διακρίνω:
«Πέντε βήματα για την υγιεινή των νεκρών».
Δεν είμαστε καλά! Εδώ βρήκαν να βάλουν
την ταμπέλα για να καθοδηγήσουν τις νοσηλεύτριες πώς να πλύνουν τον νεκρό που
θα βρουν τέζα στο κρεβάτι του;
Σηκώνομαι και πλησιάζω: «Πέντε βήματα
για την υγιεινή των χεριών». Χαχά, ωραία
περνάμε εδώ πέρα!
Βγαίνω στο μπαλκόνι για ένα τσιγάρο
ακόμα.
Την επόμενη παίρνω το πρωινό μου, οι νοσηλεύτριες
με εξετάζουν για τελευταία φορά, αργότερα έρχεται και το μεσημεριανό μου και μετά μαζεύω τα
μπογαλάκια μου και κατεβαίνω στο ισόγειο.
Είμαι ξανά ένα φτωχαδάκι που φορά ένα
αρχαίο μπουφάν και ένα τζιν της κακιάς ώρας. Στο βρόμικο σακ βουαγιάζ μου έχω
μια νάιλον τσάντα γεμάτη φάρμακα.
Στον γιατρό θα πάω να με δει την
επόμενη εβδομάδα. Θα του καταθέσω και το ποσόν της αμοιβής του.
Πόσο είναι; Δεν σας λέω, γιατί θα σας πέσουν
τα μαλλιά.
Χαλάλι του όμως.
Το αξίζει.