28/11/24

Αφαίρεση

 

Κανονικά


πρέπει να είμαι όλο χαρά,


διότι επιτέλους


κάτι συμβαίνει στη ζωή μου.


 

Τίποτε συγκλονιστικό


δεν φύλαγαν για μένα


τα χρόνια που περάσαν,


ίδιες οι μέρες,


ίδιες οι νύχτες,


ίδια η βαρεμάρα


και τα γνωστά υπαρξιακά


και ξάφνου


 

βρέθηκα σε νοσοκομεία,


εξετάσεις


και κόντρα εξετάσεις,


με γδύνουν,


με μετρούν,


με ντύνουν,


ξανά με γδύνουν,


τα μηχανήματα γρυλίζουν,


«αφαίρεση» αποφαίνεται


ο μεγαλογιατρός,


«αφαίρεση βεβαίως» επαναλαμβάνω.


 

Έγινε άνω κάτω η ζωή μου,


τρεχάματα,


εκκρεμότητες,


όλα πρέπει να έχουν ταχτοποιηθεί,


όταν θα μπαίνω στο ταξί


που θα με πάει στο μαχαίρι.


 

Τελικά έχει κάποιο ενδιαφέρον


τούτη η ζωή η χαμηλοβλεπούσα,


τούτη η πονηρή ζωή.



20/11/24

Νοσοκομείο "Η Μεγάλη Βρετανία"

 

 


 

 

Φτωχαδάκι δεν είμαι, πλούσια δεν είμαι.

Σαν φτωχαδάκι (περίπου) κυκλοφορώ στη γειτονιά, χρόνια τώρα με το ίδιο μπουφάν, τα ίδια ρούχα από κάτω, σημασία δεν δίνω.

 

Έτσι όμως και μου πει ο γιατρός «εγχείρηση, κυρία μου», τότε ξαφνικά γίνομαι σαν την μακαρίτισσα τη Βαρδινογιάννη. Ποιος είναι ο καλύτερος γιατρός στην Ελλάδα για την περίπτωσή μου; Σ’ αυτόν θα πάω.

 

«Χειρουργώ στο ιδιωτικό νοσοκομείο Μεγάλη Βρετανία», μου λέει αυτός. (Ονόματα δεν λέμε, διαφήμιση δεν κάνουμε).

«Μάλιστα» του απαντώ.

 

«Έξι χιλιάδες θέλει η Μεγάλη Βρετανία για το ένα βράδυ που θα μείνετε εκεί με πληρωμένες όλες τις υπηρεσίες που θα σας προσφέρει», μου λέει η γραμματέας του.

«Μάλιστα», της λέω εγώ.

«Σε τρίκλινο δωμάτιο», συνεχίζει αυτή.

 

Εδώ στραβώνω τα μούτρα.

 

«Μονόκλινο θέλω», της λέω.

«Προσθέστε τότε άλλα χίλια ευρώ».

 

Τσούζει γμτ, τσούζει! Αλλά στο ίδιο δωμάτιο με δυο άγνωστες; Εγώ που δεν αντέχω να κοιμηθώ με φίλη και συγγενή στο ίδιο το σπίτι μου; Και η τουαλέτα; Να την μοιράζομαι με δυο άγνωστες; Αδύνατο!

 

«Εντάξει, προσθέστε και χίλια ευρώ», λέω.

«Ελάτε αύριο για τον προεγχειρητικό έλεγχο».

 

Πάω την άλλη μέρα. Πλήθη λαού εκεί μέσα. Γιατροί, νοσηλευτές, υπάλληλοι και αμέτρητοι, αμέτρητοι πελάτες. Μπορείς να χαθείς μέσα στον λαβύρινθο των διαδρόμων, των δωματίων, των ασανσέρ, των εξεταστηρίων. Κι όμως όλα γίνονται με ταχύτητα. Λες το όνομά σου και σε πέντε λεπτά σε φωνάζουν. Κάνεις την εξέταση. Σε άλλα πέντε λεπτά κάνεις τη δεύτερη εξέταση. Σε άλλα πέντε την τρίτη. Και ούτω καθεξής. Η οργάνωση τέλεια. Οι νοσηλευτές ευγενέστατοι και ταχύτατοι. Πριν το καταλάβεις, έχεις κάνει καμιά δεκαριά εξετάσεις και μπορείς τώρα να φύγεις.

 

Περνούν μερικές μέρες και έρχεται η μέρα της εγχείρησης. Νέες εξετάσεις με ταχύτητα, οργάνωση και ευγένεια. Και πριν το καταλάβεις, βρίσκεσαι στο χειρουργείο.

 

«Πρώτα θα σας βάλω λίγη Μέθη», μου λέει η αναισθησιολόγος. Κλείνω τα μάτια και σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου τα ξανανοίγω. Βλέπω από πάνω μου τον γιατρό: «Τελειώσαμε, όλα πήγαν καλά!»

 

Βρίσκομαι στο δωμάτιό μου, φορώ το νυχτικό μου, είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου.

 

Δυο ώρες και 15 λεπτά απόλυτης ανυπαρξίας. Περίεργη αίσθηση. Ίσως λίγο επίφοβη. Έτσι θα είναι ο θάνατος; Τέλος πάντων.

 

«Σουίτα!» σχολιάζει ο ανιψιός μου.

 

Όταν συνέρχομαι αρκετά και καθώς δεν έχω πόνο, σηκώνομαι από το κρεβάτι. Τι μονόκλινο και αηδίες, εγώ βρίσκομαι σε μια σουίτα στον 7ο όροφο της Μεγάλης Βρετανίας, ένα υπνοδωμάτιο και ένα σαλόνι με όλες τις ανέσεις, καναπέδες, πολυθρόνες, κομπιούτερ, τηλεοράσεις, τηλέφωνα και απέραντη υπέροχη θέα έξω στο μπαλκόνι.

 

Τα κορίτσια οι νοσηλεύτριες με απόλυτη ευγένεια πηγαινοέρχονται, μου δίνουν κάθε τόσο χάπια, μετρούν την πίεσή μου, τη θερμοκρασία μου, το οξυγόνο μου, μου φέρνουν φαγητά, μου φέρνουν ό,τι ζητήσω.

 

Χμ, ώστε έτσι τη βγάζουν οι διάσημοι πλούσιοι, όταν αρρωσταίνουν. Να το έχουμε υπόψιν αυτό.

 

Βγαίνω στο μπαλκόνι, πίνω τον καφέ μου και καπνίζω. Η θέα καταπληκτική κι εγώ, δόξα το Θεό, νιώθω καλά, δεν πονάω, είναι σαν να κάνω διακοπές.

 

Μπαίνω έπειτα μέσα, την αράζω στον καναπέ. Απέναντί μου, δίπλα στην πόρτα της τουαλέτας βλέπω μια μικρή ταμπέλα. Τι γράφει; Προσπαθώ να διακρίνω:

 

«Πέντε βήματα για την υγιεινή των νεκρών».

 

Δεν είμαστε καλά! Εδώ βρήκαν να βάλουν την ταμπέλα για να καθοδηγήσουν τις νοσηλεύτριες πώς να πλύνουν τον νεκρό που θα βρουν τέζα  στο κρεβάτι του;

 

Σηκώνομαι και πλησιάζω: «Πέντε βήματα για την υγιεινή των χεριών». Χαχά,  ωραία περνάμε εδώ πέρα!

 

Βγαίνω στο μπαλκόνι για ένα τσιγάρο ακόμα.

 

Την επόμενη παίρνω το πρωινό μου, οι νοσηλεύτριες με εξετάζουν για τελευταία φορά, αργότερα έρχεται  και το μεσημεριανό μου και μετά μαζεύω τα μπογαλάκια μου και κατεβαίνω στο ισόγειο.

 

Είμαι ξανά ένα φτωχαδάκι που φορά ένα αρχαίο μπουφάν και ένα τζιν της κακιάς ώρας. Στο βρόμικο σακ βουαγιάζ μου έχω μια νάιλον τσάντα γεμάτη φάρμακα.

 

Στον γιατρό θα πάω να με δει την επόμενη εβδομάδα. Θα του καταθέσω και το ποσόν της αμοιβής του.

 

Πόσο είναι; Δεν σας λέω, γιατί θα σας πέσουν τα μαλλιά.

 

Χαλάλι του όμως.

Το αξίζει.


 


16/11/24

Όσο κρατήσει

 



 

Περπατά με δυσκολία.

Τα πόδια της δεν αντέχουν πια το βάρος της. Πονάνε. Περπατά κάπως σκυφτή, σαν να τη διευκολύνει μια ιδέα αυτή η στάση.

 

Νιώθει κουρασμένη από τα πρώτα κιόλας βήματα. Αλλά έχει μάθει τις διαδρομές, τις έχει ελέγξει, ξέρει ότι στη στροφή του ανηφορικού δρόμου υπάρχει ένα πεζούλι. Θα καθίσει εκεί πέντε λεπτά και μετά θα συνεχίσει.

 

Πιο πάνω υπάρχει μια στάση λεωφορείου. Θα καθίσει κι εκεί πέντε λεπτά και μετά θα καταφέρει να φτάσει στον προορισμό της. Σε άλλη διαδρομή έχει εντοπίσει τα παγκάκια. Κάθεται κι εκεί για λίγο και μετά συνεχίζει. Πεζούλια, στάσεις λεωφορείων, παγκάκια, όλα τα έχει εντοπίσει και τα χρησιμοποιεί.

 

Έτσι κι αλλιώς οι διαδρομές της είναι τώρα μετρημένες, όλες γύρω εκεί στη γειτονιά. Αν πρέπει να πάει μακρύτερα, παίρνει ταξί.

 

Μερικές φορές κάθεται σε κάτι υπαίθρια καφέ που τώρα τελευταία έχουν ξεφυτρώσει στη γειτονιά, παίρνει ένα εσπρέσο και καπνίζει δυο τσιγάρα χαζεύοντας γύρω της.

 

Δεν αναπολεί τίποτα από το παρελθόν της. Όταν πάει να το κάνει, μια άλλη φωνή μέσα της πετάγεται και της λέει: «Τότε είχες άλλα βάσανα».

 

Η ζωή είναι πιο ωραία τώρα. Το παρελθόν έτσι κι αλλιώς κείτεται νεκρό. Το παρόν είναι που έχει σημασία. Κι ας δυσκολεύεται στο βάδισμα. Φορά τα σκουλαρίκια της, βάφει τα χείλια της και βγαίνει.

 

«Όσο κρατήσει», σκέφτεται.



(Μικρές ιστορίες)

 

13/11/24

Εκείνοι που ποτέ δεν θα υπάρξουν



Εκείνοι που ποτέ δεν θα υπάρξουν


στέκονται σαν σκιές σε τόπους,


όπου δεν φυσά ο αέρας,


σε τόπους χωρίς φως,


είναι ακίνητοι


χωρίς αισθήματα


και χωρίς σκέψεις,


προ – πλάσματα,


με ένα περίγραμμα ασαφές.


 

Περνούν οι αιώνες


και κάποτε σωριάζονται οι σκιές τους,


κατακρημνίζονται σε βάραθρα,


γίνονται σκόνη,


ύστερα εξαφανίζονται εντελώς.


 

Χάθηκαν έτσι αυτοκράτορες


και στρατηλάτες,


χάθηκαν ποιητές,


άγιοι που δεν αξιώθηκαν τους ουρανούς


και στρατιώτες


που δεν σκοτώθηκαν στο πεδίο της τιμής,


χάθηκαν κλέφτες και κακούργοι,


πόρνες, φονιάδες και ληστές


και πολλοί άνθρωποι ασήμαντοι,


άσχημοι, όμορφοι,


πολλοί κουτοί, πολλοί ευφυείς.


 

Αυτοί που δεν υπήρξαν,


που δεν θα υπάρξουν,


αυτοί που δεν γεννήθηκαν,


που δεν θα γεννηθούν


-το έχετε σκεφτεί;-


δεν είναι σαν κι εμάς


τους μελλοθάνατους.



 










9/11/24

Το κίνημα 4Β

 



 

Το κίνημα αυτό ξεκίνησε αρχικά από τη Νότιο Κορέα ως κίνημα διαμαρτυρίας κατά της επιδημίας spycam, κατά την οποία οι δράστες βιντεοσκοπούσαν γυναίκες κατά τη διάρκεια του σεξ ή ενώ ουρούσαν χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεσή τους.

 

Τέσσερις είναι οι βασικές και αδιαπραγμάτευτες αρχές του 4Β:

 

1. Bihon: Όχι στον γάμο με άνδρες.

2. Bichulsan: Όχι στην τεκνοποίηση.

3. Biyeonae: Όχι στα ραντεβού/φλερτ με άνδρες.

4. Bisekseu: Όχι στις σεξουαλικές σχέσεις με άνδρες.


Το κίνημα 4Β εξαπλώνεται, ως φαίνεται, και σε άλλες χώρες με πρώτη και καλύτερη τις ΗΠΑ. Εννοείται αυτό.

 

Ο Αριστοφάνης στη «Λυσιστράτη» του κάνει την πλάκα του με ένα παρόμοιο θέμα, ώστε να συνετίσει τους συμπολίτες του που είχαν αφηνιάσει με τον πόλεμο, και κάνοντάς τους παράλληλα να σκάσουν από τα γέλια με την απόφαση των γυναικών να απαγορέψουν το σεξ στους συζύγους τους.

 

Μάλλον κι εμείς πρέπει να σκάσουμε στα γέλια από τις σύγχρονες Λυσιστράτες που δεν βρήκαν άλλο τρόπο να εξισωθούν με τους άνδρες παρά μόνο να κάθονται μοναχές, στερημένες, άγαμες, άτεκνες και να τιμωρούν τον εαυτό τους για να μάθουν οι άνδρες να τις σέβονται.

 

Είναι σαν να σου ρίχνει τον φράχτη ο γείτονάς σου κι εσύ για να τον εκδικηθείς ρίχνεις όλο τον φράχτη του σπιτιού σου.

 

Οι άνδρες δεν έχουν πρόβλημα: υπάρχει το σεξ επ’ αμοιβή. Κάποιοι θα γίνουν ομοφυλόφιλοι, ενώ δεν το είχαν σκοπό. Κι αν θέλουν παιδί, υπάρχουν και εκείνες που  θα τους εξυπηρετήσουν πρόθυμα, αν πληρωθούν. Όσο για τις κυρίες του 4Β, ας κάθονται στη μοναξιά τους βράζοντας στο ζουμί τους.

 

Με άλλους τρόπους θα φτάσουμε στην ισότητα των δύο φύλων, κυρίες του 4Β, αλλά δεν έχετε μυαλό να τους σκεφτείτε.

 

Ας γελάσουμε λοιπόν με τα καμώματά σας, όπως γελούσαν οι Αθηναίοι παρακολουθώντας τη φανταστική Λυσιστράτη.

 

8/11/24

Αυτόχειρες ποιητές

 




Οι ποιητές που αυτοκτόνησαν


πονούσαν πολύ,


η ψυχή τους παράδερνε στα βράχια,


ο κόσμος που έβλεπαν τα μάτια τους


ήταν γεμάτος κόκαλα νεκρών.


Δεν είχαν πού να ακουμπήσουν,


στέκονταν χρόνια όρθιοι


σαν δέντρα με ρίζες βαθιές


που ανέβαζαν στο στόμα τους


πικρά φαρμάκια.


 

Πονούσαν πολύ oι αισθήσεις τους


και ήταν και κείνο το άγριο σφύριγμα του ανέμου


που όλα τα τσάκιζε


κι είπαν να φύγουν,


άλλο δεν αντεχόταν τόσος πόνος,


το σώμα εδώ


και η ψυχή τους ξεκολλημένη,


κομματιασμένη πάνω στα βράχια.



 

4/11/24

Μαρτιάλης, Χ.2 "Όταν η Ρώμη σε έδωσε σε μένα"

 


Το ποίημα αυτό του Μαρτιάλη που βρίσκεται στη συλλογή επιγραμμάτων του που εξέδωσα πρόσφατα μου είναι ιδιαίτερα αγαπητό και κάθε φορά που το διαβάζω συγκινούμαι με τους στίχους του.


Απευθύνεται στον άγνωστο αναγνώστη του με μια σύντομη εισαγωγή που εξηγεί, γιατί εκδίδει ξανά το δέκατο βιβλίο του. Και μετά του λέει:

 

…όταν η Ρώμη σε έδωσε σε μένα,

«τίποτα πιο σπουδαίο δεν έχω να σου δώσω», μου είπε.

«Μέσα από αυτόν (εννοεί τον αναγνώστη) θα αποφύγεις της Λήθης

τα πικρά ποτάμια της αχάριστης

και το καλύτερο κομμάτι του εαυτού σου θα επιβιώσει.

 

Αυτό είναι το πιο πολύτιμο δώρο που η Ρώμη χάρισε στον Μαρτιάλη. Πόσο δίκιο είχε ο ποιητής: ο πλούτος του είναι οι αναγνώστες του.



Με έγνοια βιαστική νωρίτερα

γλίστρησε απ’ τα δάχτυλά μου

το δέκατο βιβλίο μου.

Τώρα το ανακαλώ.

Κάποια γνωστά ποιήματα θα δεις,

αλλ’ όμως δουλεμένα με νέο ξυράφι.

Τα πιο πολλά καινούργια είναι.

 

Και για τα δυο δείξε την εύνοιά σου, αναγνώστη,

εσύ που είσαι, αναγνώστη, ο πλούτος μου,

που όταν η Ρώμη σε έδωσε σε μένα,

«τίποτα πιο σπουδαίο δεν έχω να σου δώσω», μου είπε.

«Μέσα από αυτόν θα αποφύγεις της Λήθης

τα πικρά ποτάμια της αχάριστης

και το καλύτερο κομμάτι του εαυτού σου θα επιβιώσει.

Η αγριοσυκιά σπάει τα μάρμαρα στον τάφο του Μεσσάλλα

κι ο μουλαράς γελά με θράσος βλέποντας

τα άλογα του Κρίσπου να έχουν κοπεί στα δυο.

Αλλ’ όμως τα ποιήματα δεν καταστρέφει η κλοπή

κι ο χρόνος τα ωφελεί.

Και τα μνημεία αυτά τα μόνα είναι

που δεν γνωρίζουν θάνατο».

 

 

Festinata prior decimi mihi cura libelli

elapsum manibus nunc revocavit opus.

Nota leges quaedam, sed lima rasa recenti;

pars nova maior erit: lector, utrique fave,

lector, opes nostrae: quem cum mihi Roma dedisset,

“nil tibi quod demus maius habemus”, ait.

“Pigra per hunc fugies ingratae flumina Lethes

et meliore tui parte superstes eris.

Marmora Messalae findit caprificus et audax

dimidios Crispi mulio ridet equos:

at chartis nec furta nocent et saecula prosunt,

solaque non norunt haec monumenta mori”.

 

X.2

2/11/24

Τα μηνύματα

 




 

Της έστελνε μηνύματα με έκφυλο περιεχόμενο, με βαθιά έκφυλο περιεχόμενο.

 

Εκείνη ταλαντεύτηκε, τον ήξερε για σοβαρό και ευαίσθητο άνθρωπο. Ύστερα υπέκυψε στη γοητεία των μηνυμάτων του. Του απάντησε το ίδιο έκφυλα.

 

Αντάλλαξαν πολλά μηνύματα. Προχώρησαν σε εξομολογήσεις, σε ανόσιες φαντασιώσεις.

 

Τα είπαν όλα, όλα όσα στριφογύριζαν δαιμονισμένα στο μυαλό τους, όργια πραγματικά και όργια φανταστικά. Επιθυμίες απαγορευμένες, πόθους, πάθη με όσο πιο πρόστυχα λόγια μπορούσαν.

 

Άδειασαν επιτέλους και ησύχασαν.

 

Τώρα εκείνη ξαναδιαβάζει τα μηνύματα και βλέπει πόσο αθώα είναι, πόσο άκακα. Δυο ψυχές αμόλυντες, απαλλαγμένες από κάθε τι πραγματικά κακό, δυο παιδικές ψυχές μιλούσαν για την ομορφιά της ηδονής.


(Μικρές ιστορίες)