Με το σχολείο πάμε καμιά φορά
βόλτα στα Πευκάκια που είναι λίγο πιο πάνω και είναι πολύ όμορφα εκεί, ένα
ολόκληρο δάσος από πεύκα έχει εκεί πέρα. Εμείς κρατάμε τα φαγητά μας, τα
απλώνουμε κάτω και τρώμε και περνάμε πολύ όμορφα.
Μια Κυριακή είχαμε μαζευτεί να
πάμε εκδρομή, όχι με το σχολείο αλλά με ένα κατηχητικό που ήταν πιο πάνω και
που πήγαινε η Ελένη. Η μαμά μου με άφησε να πάω, μου ετοίμασε φαγητό, το
πήρα κι έφυγα. Είχαμε μαζευτεί πολλά
παιδιά που δεν τα ήξερα όμως, μόνο την Ελένη ήξερα, και περιμέναμε στην πλατεία
πολλή ώρα. Στο τέλος μας είπαν πως δεν θα γίνει η εκδρομή και να γυρίσουμε στα
σπίτια μας. Απογοητεύτηκα πολύ. Και η Ελένη το ίδιο. «Πάμε στα Πευκάκια;» της
λέω. «Πάμε», μου λέει κι αυτή.
Τα άλλα παιδιά σκόρπισαν, εμείς
όμως ανεβήκαμε στα Πευκάκια, βρήκαμε ένα ωραίο μέρος και ξαπλώσαμε και μετά
βγάλαμε και τα φαγητά μας και τα φάγαμε. Όταν βαρεθήκαμε, μαζέψαμε τα πράγματά μας και κατεβήκαμε στην πόλη. Ήμασταν πολύ ευχαριστημένες με τη βόλτα μας, αλλά
κάποιοι εργάτες που δούλευαν σε μια οικοδομή και μας είδαν να βγαίνουμε από τα
Πευκάκια, άρχισαν να μας βρίζουν και να μας λένε παλιοκόριτσα και άλλες
βρισιές. Εμείς θυμώσαμε πάρα πολύ και τους είπαμε να προσέχουν πώς μιλάνε, δεν
είμαστε όποιες κι όποιες και τους είπαμε τι δουλειά κάνουν οι μπαμπάδες μας και
πώς τους λένε και γι’ αυτό να προσέχουν. Αλλά αυτοί συνέχισαν να μας βρίζουν
και δεν καταλαβαίναμε, γιατί το έκαναν.
Μετά γύρισα στο σπίτι και είπα
της μαμάς μου ότι η εκδρομή δεν έγινε, αλλά εγώ με την Ελένη πήγαμε στα
Πευκάκια και περάσαμε πολύ ωραία. Και τότε θύμωσε πολύ κι αυτή και μου έβαλε
τις φωνές και φώναζε ως το βράδυ που ήρθε ο μπαμπάς. Δεν μπορώ να καταλάβω,
γιατί θύμωσε τόσο. Αφού εκεί πάμε με το σχολείο, τι πείραζε που πήγα με την
Ελένη;
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου