19/11/23

Νάρκισσος

 




 

Βγήκε γυμνός και βρεγμένος από το μπάνιο και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Τα μαλλιά του έσταζαν ακόμα, δυο τρεις σταγόνες κύλησαν αργά στο μέτωπό του. Τις σκούπισε μηχανικά με την πετσέτα. Έμεινε αρκετή ώρα στην ίδια θέση κοιτάζοντας το είδωλό του. Μια διάχυτη, ακαθόριστη διάθεση τον κατέλαβε, κάτι που πάντα ένιωθε, όποτε κοιταζόταν στον καθρέφτη.

 

Ξεκόλλησε με κάποια δυσκολία από το είδωλό του και ετοιμάστηκε. Απλό ντύσιμο, να μην παρασύρεται το μάτι από τα ρούχα, να επικεντρώνεται στη φυσική ομορφιά του. Γκρι παντελόνι, λευκό πουκάμισο, λίγο ανοιχτό στο στήθος, μαλακά παπούτσια δερμάτινα ακριβά. Κανένα κόσμημα, κανένα δαχτυλίδι ή αλυσίδα στο λαιμό ή οτιδήποτε που θα αποσπούσε την προσοχή από τη μορφή του. Ένα ακριβό ρολόι στο δεξί του χέρι, δώρο κάποιου θαυμαστή. Και ο μικρός, δυσδιάκριτος χρυσός κρίκος στο αυτί του. Χτένισε τα μαλλιά του, μισοβρεγμένα ακόμα, προς τα πίσω για να αναδειχθεί το ωραίο του  μέτωπο.

 

Έπειτα βγήκε έξω. Δεν είχε κανένα πρόγραμμα απόψε, γενικά δεν έχει πρόγραμμα, βγαίνει, όποτε του κάνει κέφι και βολτάρει και όποια στιγμή το θελήσει, βρίσκεται με παρέα, έτσι γίνεται πάντα.

 

Στο δρόμο η ίδια πάντα αναστάτωση στο πέρασμά του. Οι γυναίκες τον κοίταζαν, οι άνδρες τον κοίταζαν, έχει συνηθίσει πια και δεν δίνει σημασία.

 

Όταν ήταν αγόρι, ένιωθε παράξενα με αυτά τα αδιάκριτα βλέμματα. Πολλές φορές ντρεπόταν, ήθελε να κρυφτεί, να μην τον βλέπει κανείς. Μετά ανακάλυψε ότι ήταν όμορφος. Πανέμορφος. Θεός. Από τότε συνήθισε τα βλέμματα των άλλων, δεν του έκαναν εντύπωση.

 

Ανέβηκε τη λεωφόρο με ανάλαφρο βήμα, βγήκε στη διασταύρωση, σκέφτηκε προς τα πού να κατευθυνθεί, τελικά αποφάσισε να στρίψει δεξιά και να κατηφορίσει προς την πλατεία. Κόσμος πολύς εδώ, κάθονταν όλοι στα τραπεζάκια και φλυαρούσαν.

 

Βρήκε ένα άδειο τραπέζι και κάθισε. Η σερβιτόρα κατέφθασε αμέσως. Της παράγγειλε καφέ αγνοώντας το επίμονο βλέμμα της. Οι άλλοι από τα διπλανά τραπέζια τον κοίταζαν ήδη με ενδιαφέρον. Σταύρωσε τα πόδια και ασχολήθηκε με τον κόσμο που περνούσε από το πεζοδρόμιο μπροστά του. Συγχρόνως ένιωθε πάνω του καρφωμένα τα βλέμματα όλων, αλλά το είχε συνηθίσει, δεν τον ενδιέφερε.

 

Ούτε και είχε αλαζονεία με τόση ομορφιά. Ήταν όμορφος, αυτό ήταν ένα γεγονός, τίποτα περισσότερο. Τον κοίταζαν, επειδή ήταν όμορφος. Κι αυτό επίσης ήταν κάτι φυσικό, το ίδιο θα έκανε κι αυτός, αν έβλεπε κάποιον ομορφότερό του. Αλλά δεν είχε συναντήσει ποτέ του κανέναν.

 

Παλιότερα, πριν αρχίσει αυτή την επίμονη αναζήτηση εκείνου που θα ήταν ωραιότερος από αυτόν ή έστω ίσος του, κοίταζε τις όμορφες γυναίκες. Ήταν τόσο εύκολο να βρεθεί στο κρεβάτι μαζί τους που σύντομα έχασε το ερωτικό ενδιαφέρον του. Εξακολουθούσε όμως να τις παρατηρεί με το ζωηρό ενδιαφέρον ενός εστέτ που λατρεύει τα αντικείμενα τέχνης.

 

Οι όμορφες γυναίκες φάνταζαν στα μάτια του σαν εξαίρετα καλλιτεχνήματα ή σαν κοσμήματα φτιαγμένα από σπάνιους πολύτιμους λίθους ή μερικές φορές σαν εξωτικά πουλιά με παραδείσιο φτέρωμα. Μπορούσε να μένει εκστατικός με τις ώρες να τις παρατηρεί και να γεμίζει με ομορφιά όλη του η ύπαρξη. Όταν όμως ερχόταν η ώρα του κρεβατιού κι αυτές αφαιρούσαν από πάνω τους όλα εκείνα τα αστραφτερά στολίδια που τόνιζαν την ομορφιά τους, όταν αποκάλυπταν το αρμονικό τους σώμα με τις τέλειες αναλογίες, μια ανεξήγητη απογοήτευση τον καταλάμβανε. Δεν ένιωθε κανένα πόθο γι’ αυτές, το σώμα του παρέμενε αδρανές.

 

Κάπως του φαινόταν ότι η γυναικεία ομορφιά δεν μπορούσε να ενωθεί με τη δική του, σαν να επρόκειτο για δυο στοιχεία της φύσης που δεν μπορούν να αναμιχθούν και στέκουν ξέχωρα. Έφερνε στο μυαλό του διάφορα παραδείγματα, όπως παραδείγματος χάριν το λάδι και το νερό, δυο υγρά που αρνούνται να ενωθούν και το καθένα θέλει να είναι μόνο του με ξεκαθαρισμένα τα όριά του. Ενώ θα ήταν ωραίο αν λόγου χάριν αυτός ήταν κάτι σαν αλάτι και χυνόταν μέσα στο νερό που θα ήταν η γυναίκα. Το αλάτι θα γινόταν ένα με το νερό και το νερό από γλυκό θα γινόταν αρμυρό.

 

Κάποτε προσπάθησε να το εξηγήσει αυτό σε μια ερωμένη του, αλλά εκείνη τον άκουγε, χωρίς να καλοκαταλαβαίνει, ενώ ένα ελαφρό τρέμουλο στο σώμα της δεν έκρυβε την ανυπομονησία της να ενωθεί μαζί του. Δυσκολεύτηκε πολύ να την ικανοποιήσει έπειτα και από τότε είχε μια σειρά αποτυχημένων επαφών με πανέμορφες γυναίκες.

 

Κατέληξε έτσι κάποτε στο συμπέρασμα ότι η γυναικεία ομορφιά ήταν γι’ αυτόν κάτι ξένο, σχεδόν αλλόκοτο, κάτι που δεν μπορούσε να μετρηθεί, να συγκριθεί με τη δική του αρσενική ομορφιά. Ήταν μια αλλότρια ομορφιά. Μπορούσε να τη θαυμάζει ατελείωτες ώρες, αλλά δεν μπορούσε να την ερωτευτεί. Έτσι παραιτήθηκε από τους γυναικείους έρωτες. Δεν τον ενδιέφεραν πια.

 

Στράφηκε τότε στους άνδρες. Μαζί τους ένιωθε κατά κάποιο τρόπο πιο οικεία, εδώ το μέτρο σύγκρισης ήταν το ίδιο. Ένα ανδρικό σώμα όμοιο με το δικό του, με τις ίδιες προδιαγραφές, επέτρεπε την εξοικείωση και παράλληλα προκαλούσε για αναμέτρηση. Ήθελε να δει ίσως την ομορφιά του διπλασιασμένη ή ίσως ένιωθε πως ένας άλλος άνδρας θα εκτιμούσε με μεγαλύτερη ακρίβεια το φυσικό του κάλλος. Ή μπορεί όλα αυτά να ήταν απλώς δικαιολογίες και το μόνο που επιθυμούσε ήταν να συνευρεθεί ερωτικά με ένα άλλο όμορφο σώμα.

 

Με τον ίδιο ζήλο, με τον ίδιο ερωτικό πόθο, όπως παλιότερα με τις γυναίκες, έψαξε να βρει όμορφους άνδρες για το κρεβάτι του. Βρήκε αρκετούς, αλλά κανένας δεν ήταν σαν κι αυτόν. Στην αρχή το παρέβλεπε αυτό. Ήταν ο ενθουσιασμός του για τις νέες ηδονές που ανοίγονταν μπροστά του που τον έκανε να μη δίνει σημασία σε κάποιες λεπτομέρειες, όπως σε μια μύτη λίγο πιο μεγάλη από όσο επέτρεπαν οι κανόνες της αρμονίας ή σε μια φωνή που έβγαινε από ένα μάλλον ελαττωματικό λαρύγγι ή σε ένα βλέμμα που έκρυβε ανεπιτυχώς μια δόση χυδαιότητας. Ίσως ήταν τώρα  πιο αυστηρός στις επιλογές του, επειδή απέναντί του δεν είχε το αλλότριο αλλά το οικείο, κάτι που γνώριζε πολύ καλά και μπορούσε να το ζυγίσει και να το μετρήσει με μαθηματική ακρίβεια.

 

Παρ’ όλα αυτά στην αρχή δεν έδινε σημασία σε ασήμαντα και σχεδόν αόρατα ελαττώματα. Χαιρόταν την ομορφιά που είχε απέναντί του και ήθελε να την απολαύσει ερωτικά με την ίδια ένταση που είχε απολαύσει τη γυναικεία ομορφιά.

 

Όμως με τον καιρό πάλι ο ενθουσιασμός του έπεσε. Αλλάζοντας συνέχεια συντρόφους έλπιζε ότι κάποια στιγμή θα έβρισκε τον τέλειο για να ενωθεί μαζί του, όπως τέλειος ήταν ο ίδιος. Δεν τον βρήκε ποτέ. Η ξεχωριστή ομορφιά του είχε αρχίσει να σκάβει μια βαθιά τάφρο ανάμεσα σε εκείνον και τους άλλους, έδειχνε να θέλει να τον κρατήσει πέρα και μακριά από αυτούς.

 

Συχνά είχε την αίσθηση ότι ξέπεφτε κατά κάποιο τρόπο σ’ αυτά τα κρεβάτια όπου ενωνόταν με εραστές κατώτερους, ότι μίαινε το τέλειο σώμα του, ότι έδινε τα άγια τοις κυσί. Οι τελευταίοι του εραστές ξύπνησαν μάλιστα μέσα του μιαν αναπάντεχη και αναίτια  βιαιότητα. Κάποιους από αυτούς τους χτύπησε με μανία και το περίεργο είναι ότι εκείνοι συνέχισαν να σέρνονται από πίσω του και να τον παρακαλούν για την εύνοιά του. Και μόνο αυτό, η εκούσια ταπείνωσή τους δηλαδή, ήταν αρκετή για να τους απορρίψει και να τους εγκαταλείψει για πάντα. Επειδή με αυτό τον τρόπο αποδείκνυαν τη διαφορά και την ανισότητα ανάμεσά τους. Εκείνος ήταν πάντα ο καλύτερος.

 

Η σερβιτόρα έφερε τον καφέ και τον ακούμπησε στο τραπεζάκι. Στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη κοιτάζοντάς τον, μετά απομακρύνθηκε. Κάποιος από απέναντι είχε καρφώσει εδώ και ώρα τα μάτια επάνω του. Δεν του έδωσε σημασία, ανήκε στην κατηγορία εκείνων με τους οποίους δεν θα πήγαινε ποτέ. Ήπιε μια γουλιά καφέ και συνέχισε να κοιτάζει αφηρημένα τους περαστικούς.

 

Υπάρχει μια αίσθηση μοναξιάς, όταν ξεχωρίζεις από τους άλλους. Και ο θαυμασμός τους είναι κάτι σαν παρηγοριά, σαν ανταμοιβή γι’ αυτή τη μοναξιά που βιώνεις αναγκαστικά. Συχνά μάλιστα ο θαυμασμός αυτός σε παρασύρει σε μια εξωστρεφή αλαζονεία, περιφρονείς τους άλλους και δεν διστάζεις να τους το δείξεις. Παλιότερα είχε κι αυτός παρασυρθεί από μια τέτοια φτηνή αλαζονεία και είχε προσβάλει πολλούς. Τώρα πια δεν το κάνει. Τώρα υποφέρει από μια σιωπηλή αλαζονεία που έχει πολλή μοναξιά μέσα της. Εξωτερικά δείχνει απλός και ανεπιτήδευτος. Ασκήθηκε πολύ μέχρι να το πετύχει αυτό. Ίσως τον βοήθησε λιγάκι και η ίδια η ζωή που δεν του έφερε τον εραστή που ονειρευόταν. Αναρωτιόταν τελευταία  πώς θα τον ήθελε αυτό τον εραστή, με τι σώμα, με τι χαρακτηριστικά. Κάθε φορά που το σκεφτόταν αυτό, ερχόταν στο μυαλό του η δική του μορφή.

 

Του άρεσε να στέκεται στον καθρέφτη και να κοιτάζεται, να χαϊδεύει τα μαλλιά του, το σώμα του, Παράλογες εικόνες περνούσαν τότε από το μυαλό του. Φανταζόταν να είναι στο κρεβάτι με ένα αντίγραφό του και να κάνει μαζί του έρωτα, έναν έρωτα άλλοτε χαλαρό και γλυκό και άλλοτε βίαιο, γεμάτο πάθος. Όταν συνερχόταν, σκεφτόταν απογοητευμένος ότι ποτέ δεν θα έβρισκε το αντίγραφό του ή έστω κάποιον που να του μοιάζει τόσο πολύ. Θα ξόδευε την ομορφιά του και το ερωτικό του πάθος με εραστές που θα δέχονταν την εύνοιά του με ευγνωμοσύνη, με εραστές πάντα κατώτερους που θα του άφηναν στο τέλος μια γεύση ανικανοποίητου και μια αίσθηση αποτυχίας.

 

Τέλειωσε τον καφέ του και σηκώθηκε. Ο άλλος απέναντι ανακάθισε στην καρέκλα και προσπάθησε να μαντέψει τις διαθέσεις του. Του γύρισε την πλάτη και κατηφόρισε προς στο κάτω μέρος της πλατείας. Βλέμματα από παντού, βλέμματα αδηφάγα, βλέμματα θαυμασμού, περιέργειας, απορίας, ερωτικά βλέμματα. Ένιωσε τη μοναξιά του μεγαλύτερη. Βγήκε στη λεωφόρο, περπάτησε, έφτασε στην επόμενη πλατεία, τη διέσχισε, κάπου κοντοστάθηκε, δεν ήξερε ποια κατεύθυνση να πάρει. Η διάθεσή του γινόταν ολοένα πιο σκοτεινή.

 

Τελικά πήρε ένα ταξί και γύρισε σπίτι του. Γδύθηκε, ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έκλεισε τα μάτια. Απέξω ερχόταν μουσική, κάποιοι διασκέδαζαν.

 

Δεν ήταν ακριβώς κακή η διάθεσή του, ήταν μάλλον θολή, κάτι αδιευκρίνιστο γυρόφερνε στο μυαλό του. Θα μπορούσε φυσικά, αν το ήθελε, να μην ήταν απόψε μόνος. Φαντάστηκε τον εαυτό του με κάποιον δίπλα του και, χωρίς να το καταλάβει, αυτός ο κάποιος πήρε τα δικά του χαρακτηριστικά.

Γύρισε στο πλευρό κι έφερε στο μυαλό του τους τελευταίους εραστές του. Καλοκαμωμένοι άντρες, τίποτε περισσότερο από αυτό. Μια αίσθηση βαρεμάρας τού χάλασε κι άλλο τη διάθεση. Γύρισε πάλι ανάσκελα κι έστειλε τη σκέψη του σε όμορφες γυναίκες. Κάτι ψυχρό και ξένο τον τύλιξε.

 

Τίποτα λοιπόν. Δεν υπήρχε ένα πλάσμα στον κόσμο αυτόν που θα μπορούσε να τον συγκινήσει. Το σώμα του από καιρό είχε πάψει να αντιδρά στα ερωτικά καλέσματα του ενός και του άλλου.

 

Σηκώθηκε, άναψε το φως και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Το είδωλό του τον κοίταξε με την ίδια ανεξιχνίαστη διάθεση, ίσως λίγο πιο αινιγματικό, λίγο πιο σκοτεινό. Ασυναίσθητα τίναξε πίσω τα μαλλιά του και θαύμασε το φωτεινό, ωραίο του πρόσωπο.

 

Έπρεπε να το πάρει απόφαση, δεν θα έβρισκε ποτέ τον όμοιό του. Το σκέφτηκε αυτό ήρεμα και μια ιδέα μελαγχολικά. Δεν θα έβρισκε τελικά ποτέ τον εραστή που ονειρευόταν. Η ομορφιά του θα σπαταλιόταν πάντα σε ακατάλληλα κρεβάτια με εραστές και ερωμένες που θα σέρνονταν πάνω στο κορμί του και λαίμαργα θα ζητούσαν να κάνουν δική τους την ομορφιά που αυτός τους χάριζε άσκεφτα. Αλλά αυτή η ομορφιά ήταν δική του, δεν ανήκε σε κανέναν άλλον. Αυτή την ομορφιά κανείς δεν ήταν άξιος να τη χαρεί.

 

Κοίταξε το είδωλό του ήσυχα, έγλειψε τα χείλια του και μετά χάιδεψε το κορμί του. Το κορμί του ανταποκρίθηκε στα χάδια του, μια γλυκιά ερωτική επιθυμία τον κατέκλυσε. Αφέθηκε ερεθισμένος στην παρόρμησή του και έκανε έρωτα με το ωραίο του είδωλο, έναν έρωτα παθιασμένο που του έδωσε μια πρωτόγνωρη ηδονή, ενώ απέξω η μουσική είχε δυναμώσει και κάποιοι γελούσαν ασταμάτητα. Γύρισε έπειτα στο κρεβάτι του και ξάπλωσε. Έκλεισε τα μάτια κι ένας γλυκός ύπνος χύθηκε στα μέλη του.

 

Από κείνο το βράδυ κανείς άνδρας και καμιά γυναίκα δεν τον χάρηκαν πια. Μόνο αυτός μπορούσε να χαρεί την τέλεια ομορφιά που του είχε δώσει η φύση.

 

Αυτός, ο ιδιοκτήτης της.



Δεν υπάρχουν σχόλια: