Ο
πρώτος-πρώτος άνθρωπος ήταν η Εύα.
Τριγύριζε
στον Παράδεισο ολομόναχη κι έβλεπε με πονηρό μάτι τα φίδια. Από την πλήξη
της έφαγε όλα τα μήλα απ’ τις μηλιές και πρήστηκε η κοιλιά της.
-Θεέ μου,
είπε ένα απόγευμα την ώρα που ο ήλιος πήγαινε να δύσει, τι μελαγχολία είναι
αυτή!
Ξάπλωσε κάτω
από μια μαδημένη μηλιά και κοίταζε απλανώς τον κόσμο. Έμεινε εκεί
πολλή ώρα, χωρίς να σκέφτεται τίποτα, μέχρι που το σκοτάδι έπεσε για τα καλά.
Ύστερα κίνησε για τη σπηλιά της κακόκεφη.
Τη νύχτα δεν
έκλεισε μάτι.
Στριφογύριζε
στο χορταρένιο στρώμα της κι αναστέναζε.
-Τι θα ήθελα άραγε
τώρα, τι θα ήθελα, αναρωτιόταν.
Αλλά η
φαντασία της ήταν πολύ περιορισμένη και δεν έβρισκε τι ήθελε.Τέλος άρχισε
πάλι να σκέφτεται τα φίδια. Ήταν βέβαια κακό αυτό και ντρεπόταν. Αλλά όσο
περνούσε η ώρα, τόσο λιγότερο ντρεπόταν.Το ξημέρωμα
τη βρήκε άγρυπνη και ξαναμμένη.
-Και γιατί
τάχα είναι κακό; Είπε φωναχτά. Ποιος νόμος το λέει αυτό;
Σηκώθηκε και
βγήκε από τη σπηλιά.
Στη λιμνούλα
παρακάτω έσκυψε να νιφτεί, είδε το είδωλό της στο νερό και η κακοκεφιά της χειροτέρεψε.
Κοίταξε τις μηλιές για κανένα μήλο, αλλά δεν βρήκε τίποτε.
-Τι πλήξη!
Ξάπλωσε κάτω
από ένα δέντρο κι άρχισε να σκέφτεται τα
φίδια.
Σ’ αυτή τη
θλιβερή κατάσταση τη βρήκε ο Όφις. Σύρθηκε αργά και κουλουριάστηκε δίπλα της.
-Το
ξανασκέφτηκες; Τη ρώτησε.
Η Εύα το σκεφτόταν
όλη τη νύχτα.
-Δεν
πρόκειται να βρεις τίποτα καλύτερο εδώ γύρω, συνέχισε εκείνος.
Όμως αυτή δεν
ήθελε να δείξει ότι είχε πάρει τις αποφάσεις της.
-Λοιπόν; Τη
ρώτησε.
Του έριξε μια
πλάγια ματιά και μετά κοίταξε μακριά στον ουρανό. Φευγαλέες ανατριχίλες
διέτρεξαν το κορμί της. Ευτυχώς ο Όφις δεν κατάλαβε τίποτα.
Στο κάτω-κάτω
δεν ήταν και τόσο αποκρουστικός. Θα μπορούσε μάλιστα να πει ότι είχε μια ιδιότυπη
γοητεία. Κάτι το βαθιά ερωτικό στο βλέμμα του παραδείγματος χάριν. Κάτι το
θρασύ και προκλητικό.
Της άρεσε εν
πάση περιπτώσει.
-Λοιπόν; Την
ξαναρώτησε αυτός.
Δεν της
πήγαινε να του πει έτσι ξερά «ναι». Κάπως αλλιώς ήθελε να έρθει το πράγμα.
-Δεν
κοιμήθηκα όλη τη νύχτα, αναστέναξε.
Ο Όφις την
άγγιξε δήθεν τυχαία με την άκρη της ουράς του.
-Αλήθεια;
Έκανε.
Το άγγιγμα
της ουράς του την έφερε σε μια λιγοθυμική κατάσταση. Τα μάτια της σκοτείνιασαν
και πήρε ξαφνικά μια πολύ σοβαρή έκφραση.
-Έχω τα χάλια
μου, είπε.
-Είσαι πολύ
όμορφη, είπε ο Όφις και άφησε την ουρά του μόνιμα πάνω στο γοφό της.
-Είμαι μόνη
και δυστυχής, συνέχισε αυτή.
Ο Όφις δεν
καταλάβαινε από τέτοια πράγματα, εξάλλου άλλα ήταν αυτά που τον απασχολούσαν.
Αλλά η Εύα ήθελε να κάνει τους κύκλους της και να προκαλέσει την απόφασή της.
Το πράγμα πάντως ήταν τελειωμένο μέσα της.
-Είσαι μόνη
και δυστυχής, επειδή είσαι πεισματάρα, είπε αυτός. Έλα μαζί μου και θα δεις τι
ωραία που θα είναι.
Βλακείες,
σκέφτηκε η Εύα, δεν είναι παρά ένα ερωτύλο φίδι.
Σηκώθηκε τάχα
αδιάφορα.
-Πάω να
κοιμηθώ, είπε.
-Είσαι
πεισματάρα, είπε ο Όφις.
Ξεκίνησαν
μαζί για τη σπηλιά.
-Εξάλλου
είναι θέμα χρόνου, πρόσθεσε.
-Τι είναι
θέμα χρόνου;
-Ξέρεις τι
εννοώ.
-Τι εννοείς;
-Με θέλεις,
είπε ο Όφις.
Αυτή χαχάνισε
από μέσα της.
Ένα φίδι
ερωτύλο και ανόητο. Αλλά αυτό το τελευταίο ήταν άλλο θέμα.
Έφτασαν στη
σπηλιά και μπήκαν μέσα μαζί.
Η Εύα ξάπλωσε
στο στρώμα. Ο Όφις ήρθε κοντά.
Τον κοίταξε
προσπαθώντας να μη δείχνει τι σκέφτεται.
Ο Όφις δεν
ενδιαφερόταν τι σκεφτόταν αυτή. Κουλουριάστηκε αργά γύρω από το κορμί της
προσέχοντας να μην την εκνευρίσει περισσότερο. Εκείνη δεν έφερε αντίσταση.
-Το περίμενα
αυτό, της ψιθύρισε ηδυπαθώς.
«Κι εγώ»,
σκέφτηκε η Εύα.
Λίγο καιρό
αργότερα η Εύα κάνοντας βόλτα στον Κήπο βρήκε κάτω από μια μηλιά τον Αδάμ να
κοιμάται.
Σταμάτησε σε
απόσταση και τον κοίταζε κατάπληκτη.
Είχε λευκό
δέρμα, γερά μπράτσα και πλούσια καστανά
μαλλιά που χύνονταν στους ώμους του. Ένα υπέροχο πλάσμα. Τον κοίταζε
για ώρα, ώσπου κάποια στιγμή ο Αδάμ ξύπνησε.
-Είσαι η Εύα,
έτσι δεν είναι; Τη ρώτησε.
Αυτή έκανε
«ναι» με το κεφάλι και πλησίασε.
-Ο αντικειμενικός
σκοπός μας είναι να παντρευτούμε και να κάνουμε πολλά παιδιά, είπε ο Αδάμ και
σηκώθηκε.
Η Εύα ένιωσε
τέτοιο τρακ που δεν μπόρεσε να πει τίποτα.
-Μ’ αρέσεις,
είπε ο Αδάμ ρίχνοντάς της μια εξεταστική ματιά.
-Χμ, έκανε
αυτή.
-Πάμε μια
βόλτα να μου δείξεις τον Κήπο;
Η Εύα τον
πήρε και τον τριγύρισε στον Κήπο. Του έδειξε τη σπηλιά της, τα ποταμάκια, τα
ρυάκια, τις λιμνούλες, τις μαδημένες μηλιές και τα άλλα δέντρα. Σιγά-σιγά
έβρισκε την αυτοκυριαρχία της.
-Ώστε θα
παντρευτούμε; Τον ρώτησε, όταν ολοκληρώθηκε η ξενάγηση και κάθισαν έξω από τη
σπηλιά να ξεκουραστούν.
-Δεν το
ήξερες; Τη ρώτησε αυτός απορημένος.
-Όχι. Νόμιζα
ότι θα ζούσα ολομόναχη εδώ.
-Πώς σου
πέρασε μια τέτοια ιδέα;
Η Εύα κούνησε
τους ώμους της.
-Λοιπόν, ας
παντρευτούμε, είπε ο Αδάμ και σηκώθηκε.
Αυτή τον
ακολούθησε μουδιασμένη.
Μπήκαν στη
σπηλιά και ξάπλωσαν στο στρώμα.
«Τι όμορφα
μάτια», σκέφτηκε, καθώς ο Αδάμ την αγκάλιαζε.
Μετά αυτός τη
φίλησε κι εκείνη ένιωσε ξαφνικά σαν παγιδευμένο αγρίμι. Θα ήθελε να δώσει μια και να πεταχτεί έξω από τη
σπηλιά.
Δεν το έκανε.
Έμεινε
υποταχτική στην αγκαλιά του μέχρι που συντελέστηκε ο γάμος. Έπειτα ο Αδάμ
κουρασμένος έγειρε στο πλάι και αποκοιμήθηκε.
Η Εύα ανακάθισε
αναμαλλιασμένη και τον κοίταξε. Περίεργες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της, λίγο
τρομαχτικές, λίγο απειλητικές. Γάμος, παιδιά και άλλες καταναγκαστικές καταστάσεις
και ένας ωραίος πλην άνοστος Αδάμ στο πλάι της να της λέει κάθε φορά τι να κάνει.
Κάθισε πολλή
ώρα και τον κοίταζε.
Ύστερα βγήκε
έξω από τη σπηλιά.
«Πού να
βρίσκεται τώρα αυτός ο Όφις», αναρωτήθηκε.
Πήρε το
δρομάκι κι έψαξε να τον βρει.
1 σχόλιο:
Ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα,λένε.Τι είναι πιο ωραίο απο ένα ωραίο,ζουμερό,χυμώδες,με ζωηρά χρώματα,γυαλιστερό,σκληρό μήλο,τραγανό,που άμα το
πλύνεις καλά για ξεπλυθεί απ'τα φυτοφαρμάκα το τρώς μαζί με το φλούδι;Δεν ξέρω άμα τρώγοντας κανείς πολλά παθαίνει το στομάχι του,μήπως έφαγε και το φίδι κανένα;Μήπως αυτό έκαναν μαζί,έτρωγαν τα μήλα;Πάντως είναι ωραίο να πηγαίνει κανείς στην κόλαση
εξαιτίας μιας γυναίκας,απλά δεν ξέρω αν έχει συμβεί και ποτέ.Ίσως πρέπει να δούμε αν έμεινε κανένα μήλο αφάγωτο απ'τους άλλους να το φάμε.Μήπως δεν τα τρώει ούτε τα προσφέρει η Εύα τα μήλα;Αλλά τότε ποιός;ποιός;
Δημοσίευση σχολίου