Το Υπερεγώ
μου με ειδοποίησε ότι σκοπεύει να με επισκεφθεί για μια μικρή ανάκριση και να
ετοιμάζομαι.
Τι ετοιμασία να κάνω δηλαδή; Να φορέσω τα καλά μου; Τίποτα δεν έκανα. Κάθισα στο γραφείο μου και διάβαζα γαλλικά. Κάποια στιγμή σήκωσα το κεφάλι και το είδα να κάθεται απέναντί μου. Δηλαδή δεν ήμουν σίγουρη, αν ήταν αυτό. Ένα γέροντα εκατό χρονών είδα, τελείως βιβλική μορφή, τα φρύδια του πέφτανε στα μάτια του και κρατούσε μια μαγκούρα. Πολύ απογοητεύτηκα. Αυτό το Υπερεγώ κουβαλούσα δηλαδή τόσα χρόνια στο κεφάλι μου;
Τι ετοιμασία να κάνω δηλαδή; Να φορέσω τα καλά μου; Τίποτα δεν έκανα. Κάθισα στο γραφείο μου και διάβαζα γαλλικά. Κάποια στιγμή σήκωσα το κεφάλι και το είδα να κάθεται απέναντί μου. Δηλαδή δεν ήμουν σίγουρη, αν ήταν αυτό. Ένα γέροντα εκατό χρονών είδα, τελείως βιβλική μορφή, τα φρύδια του πέφτανε στα μάτια του και κρατούσε μια μαγκούρα. Πολύ απογοητεύτηκα. Αυτό το Υπερεγώ κουβαλούσα δηλαδή τόσα χρόνια στο κεφάλι μου;
Ο γέρος – ποιος ξέρει πόση ώρα καθόταν απέναντί μου – με παρατηρούσε βλοσυρά.
-Τι κάνεις τώρα εσύ εκεί, τι διαβάζεις; Με ρώτησε.
-Διαβάζω γαλλικά, απάντησα επιφυλακτικά.
Δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η γεροντική φάτσα. Ήδη ένιωθα υπόλογη για πολλά πράγματα, αν και δεν ήξερα ακριβώς για ποια.
-Τι γαλλικά και αηδίες στην ηλικία σου. Και το τσιγάρο ντουμάνι, βλέπω. Άσπρισαν τα μαλλιά σου και μυαλό δεν έβαλες.
Χμ, καθόλου καλά δεν ξεκινήσαμε. Είπα ωστόσο όσο πιο ευγενικά μπορούσα:
-Ό,τι μαθαίνει κανείς, καλό είναι. Εξάλλου τι να κάνω να περάσει η ώρα μου;
-Να κάνεις δουλειές! Κάθεσαι εδώ και καπνίζεις σαν φουγάρο και ξεφυλλίζεις βιβλία. Και το σπίτι σου είναι μες τη σκόνη, άπλυτα τα πιάτα στο νεροχύτη και το κρεβάτι σου ξέστρωτο. Είσαι μεγάλη τεμπέλα εσύ!
-Είμαι όντως, παραδέχτηκα. Αλλά το απόγευμα θα έρθει η γυναίκα και θα τα ταχτοποιήσει όλα, δεν υπάρχει πρόβλημα.
-Θα’ ρθει μια γυναίκα να καθαρίσει το σπίτι μιας άλλης γυναίκας. Κι εσύ τι είσαι, ανίκανη;
Για να αποφύγω να απαντήσω, πήρα ένα τσιγάρο από το πακέτο μου. Μετά το ξανασκέφτηκα και το έβαλα πάλι στη θέση του.
-Και γιατί είσαι βαμμένη σαν θεατρίνα; Συνέχισε την επίθεση ο γέρος.
Παρέκαμψα τον κακεντρεχή χαρακτηρισμό.
-Θα βγω έξω σε λίγο. Πώς να βγω, άβαφτη;
-Άβαφτη, βέβαια! Στην ηλικία σου και βάφεσαι έτσι! Σαν αυτές τις αλλοδαπές πόρνες είσαι.
Πολύ το χόντραινε ο γέρος. Αλλά δεν το είχα σκοπό να συγκρουστώ μαζί του, διότι τα ξέρω εγώ αυτά τα δυσκοίλια γερόντια, αν υψώσεις τη φωνή, την υψώνουν κι αυτά και γίνεται το σώσε, δεν βγάζεις άκρη με δαύτα. Καλύτερα να ακολουθήσω τη διπλωματική οδό.
Έμεινα σιωπηλή.
-Και γιατί φοράς αυτά τα πρόστυχα σκουλαρίκια; Συνέχισε την επίθεση αυτός.
-Γιατί είναι πρόστυχα;
-Στην ηλικία σου οι γυναίκες δεν κρεμούν τέτοιες αηδίες στ’ αυτιά τους. Τι θέλεις να δείξεις, ότι είσαι νέα; Δεν είσαι.
-Εν τάξει, δεν είμαι και καμιά γριά!
-Πόσο είσαι;
-Πενήντα εφτά. Το ξεχάσατε;
-Εξήντα χρονών γυναίκα και κυκλοφορείς βαμμένη με μπογιές και με τέτοια πρόστυχα σκουλαρίκια στ’ αυτιά. Άλλες στην ηλικία σου ταχταρίζουν τα εγγόνια τους. Εσύ τι παριστάνεις, την τριαντάρα; Ψάχνεις ακόμα γι άντρα;
Είναι γαϊδούρια ορισμένως αυτοί οι γέροι, ίχνος τακτ δεν έχουν.
-Αν έβρισκα κάποιο σύντροφο, δεν θα με πείραζε, απάντησα καταπίνοντας την προσβολή.
Είδα τη μαγκούρα του να πηγαίνει νευρικά πέρα δώθε.
-Στα εξήντα σου και ψάχνεις γι άντρα. Δεν κοιτάς καλύτερα τα μούτρα σου στον καθρέφτη;
-Τι έχουν τα μούτρα μου; Μια χαρά είναι.
-Μια χαρά για πέταμα είναι. Δεν έχεις συναίσθηση ούτε της ηλικίας σου ούτε της εμφάνισής σου. Και όλο βόλτες είσαι, δεν κάθεσαι στο σπίτι σου να γεράσεις φρόνιμα, όπως κάνουν οι μεσόκοπες. Πότε τρέχεις στους κινηματογράφους, πότε στα θέατρα, τριγυρίζεις και στα μπαρ και δεν ξέρω κι εκεί τι ρόλο παίζεις. Βλέπεις καμιά γριά να κάθεται στα μπαρ;
-Δεν είναι μπαρ, καφετέριες είναι.
-Σιωπή! Και τώρα βρήκες και τα γαλλικά, πας εκεί και συναγελάζεσαι με τα παιδιά σου και παριστάνεις τη νέα.
-Δεν είναι αλήθεια αυτό, έχω συναίσθηση της διαφοράς μας και...
-Μη μου αντιμιλάς εμένα! Βρυχήθηκε ο γέρος και βρόντηξε τη μαγκούρα του στο παρκέ.
Η υπομονή μου πήγαινε να εξαντληθεί. Τελικά είχα ένα πολύ καθυστερημένο και χοντροκέφαλο Υπερεγώ. Με αρτηριοσκλήρωση και αρχόμενη άνοια, δεν το συζητώ. Εν πάση περιπτώσει ήμουν αποφασισμένη να μην απαντήσω στις προκλήσεις του. Ας έλεγε ό,τι είχε σκοπό να πει τέλος πάντων και μετά ας πήγαινε στο διάολο, να μου αδειάσει τη γωνιά. Διότι είχα και πολλές ασκήσεις σήμερα στα γαλλικά και με καθυστερούσε αυτός.
-Και για πες μου τώρα, τι έχεις κάνεις στη ζωή σου μέχρι σήμερα, εξήντα χρονών γυναίκα; Ποια είναι τα χαΐρια σου;
-Ε, πώς! Δεν είμαι και τόσο άχρηστη. Κατ’ αρχήν εργάστηκα ευσυνείδητα επί τριάντα συναπτά έτη. Λίγο είναι;
-Αυτό έλειπε, να έτρωγες σαν κηφήνας τα λεφτά του πατέρα σου. Και η οικογένειά σου πού είναι; Ο άντρας σου πού είναι, μου λες;
Σήκωσα αθώα τους ώμους:
-Δεν έχω ιδέα. Τον άφησα πριν είκοσι χρόνια, μ’ αυτόν θα ασχολούμαι ακόμα;
Η μούρη του γέρου πήρε ένα χρώμα μελιτζανί. Μακάρι να τα κακάρωνε.
-Πώς μιλάς έτσι σαν αλήτισσα;
Αυτό που κυρίως με ανησυχούσε ήταν η μαγκούρα. Όσο την ακουμπούσε στο πάτωμα, εν τάξει. Μόνο μην τη σήκωνε στον αέρα. Παρ’ όλ’ αυτά αποφάσισα να δείξω λίγο θάρρος:
-Ως γνωστόν υπήρξα και αλήτισσα στο παρελθόν. Τώρα όμως όχι. Είμαι μετρημένη και φρόνιμη. Υπόδειγμα θα έλεγα.
Σταμάτησα για μια στιγμή και μετά, δεν ξέρω πώς και γιατί, μια ανεξέλεγκτη παρόρμηση μ’ έσπρωξε να προκαλέσω το γέρο και να τα καταστρέψω όλα:
-Πάντως, αν μου έπεφτε στο δρόμο κανείς νεαρός, δεν θα έλεγα όχι.
Αυτό ήταν. Η μαγκούρα σηκώθηκε στον αέρα και ταλαντεύτηκε με εμφανείς τις προθέσεις της.
-Ανήθικο γύναιο, γι αυτό κατάντησες έτσι, όπως κατάντησες! Μούγκρισε ο γέρος και τα κακά ματάκια του γυάλισαν από οργή. Αλλά θα σε ταχτοποιήσω εγώ, έννοια σου!
Τι εννοούσε; Άγνωστο. Πάντως εγώ είχα πάρει τώρα φόρα.
-Και δεν ξέρετε και το άλλο, συνέχισα ατάραχη.
Η μαγκούρα ακινητοποιήθηκε στον αέρα και ο γέρος με κάρφωσε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο μοχθηρή περιέργεια.
Άφησα ένα κοφτό γελάκι:
-Ή μήπως το ξεχάσατε λόγω ηλικίας;
-Λέγε τι μου κρύβεις, πονηρό γύναιο.
Κοίταξα τη μαγκούρα κι έκανα νοερά τους υπολογισμούς μου. Μετά είπα:
-Φαντασιώνομαι διάφορα.
Ο γέρος φάνηκε να μπερδεύεται.
-Τι κάνεις;
-Ελάτε τώρα που δεν καταλαβαίνετε!
Του έκανα μια άσεμνη χειρονομία:
-Με τους νεαρούς που λέγαμε...οργιάζει η φαντασία μου.
Η μαγκούρα έπεσε με ορμή και βροντήχτηκε στο γραφείο μου. Γλίτωσα την τελευταία στιγμή κάνοντας στην άκρη. Το γαλλικό λεξικό μου όμως έπαθε ανεπανόρθωτη ζημιά. Εν τω μεταξύ η φάτσα του γέρου είχε γίνει ακόμα πιο μελιτζανιά. Έναρξη εγκεφαλικού, δεν είχα καμιά αμφιβολία. Πόσο να άντεχε άραγε ακόμη; Αν πρόσθετα λίγες λεπτομέρειες για να υποβοηθήσω το μοιραίο;
-Μη σας πω τι συμπλέγματα φτιάχνω καθημερινά. Για γυναίκα πάντως εξήντα χρονών, είμαι μια αξιοσημείωτη περίπτωση.
Ο γέρος άφησε ένα περίεργο ήχο, κάτι σαν κόασμα, η γλώσσα του κρεμάστηκε έξω και ψέλλισε μια μπερδεμένη φράση, από την οποία το μόνο που ξεχώρισα ήταν η λέξη «έκφυλη».
Πήρα απαλά τη μαγκούρα και την τοποθέτησα στο πάτωμα, δίπλα μου. Ύστερα περίμενα ήσυχα τις εξελίξεις. Ξαφνικά όμως πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη ότι ένα Υπερεγώ δεν είναι δυνατό να πεθάνει και ν’ αφήσει πίσω το Εγώ του ζωντανό. Άρχισα να ψάχνομαι ανήσυχη. Αλλά, όχι, αισθανόμουν πολύ καλά στην υγεία μου.
Παρατήρησα με προσοχή το γέρο. Αυτός συνέχισε για μερικά ακόμα λεπτά αυτά τα περίεργα κοάσματα και μετά έδειξε να συνέρχεται. Το μελιτζανί χρώμα γύρισε σε απαλό ρόδινο, τα κακά ματάκια του ζωντάνεψαν και η γλώσσα του ξαναμπήκε στο στόμα του. Τελικά τη γλίτωσε το γερόντιο. Κρίμα.
-Πώς αισθάνεσθε; Ρώτησα με υποκριτικό ενδιαφέρον.
Αυτός αγνόησε την ερώτησή μου. Ανακάθισε στην καρέκλα, πήρε επίσημο ύφος και μου ανακοίνωσε:
-Ντρέπομαι βαθύτατα που είμαι το Υπερεγώ μιας τόσο ανήθικης γυναικός.
Κούνησα το κεφάλι μου με κατανόηση.
-Μιας τόσο ανήθικης, πρόστυχης και έκφυλης γυναικός.
-Και τεμπέλας, πρόσθεσα εγώ.
Με κοίταξε με αποτροπιασμό:
-Μια συμβουλή έχω να σου δώσω, αισχρό γύναιο: αν θέλεις να μη χαθείς εντελώς μέσα στις ανομίες σου, αν θέλεις έστω και την τελευταία στιγμή να σώσεις την πωρωμένη σου ψυχή, τότε να μετανοήσεις. Να μετανοήσεις γονατιστή, να προσευχηθείς και να ζητήσεις έλεος και συγγνώμη για τις αμαρτίες σου.
Ποιες αμαρτίες μου; Αναρωτήθηκα. Ωστόσο προτίμησα να μη διακόψω το λογύδριό του, εξάλλου τώρα είχαμε φτάσει στο τέλος της ανάκρισης.
-Φυσικά θα υποστείς το επιτίμιο που σου αναλογεί, αμαρτωλή γυναίκα. Θα το υποστείς με ταπεινότητα και εγκαρτέρηση, γιατί μόνο έτσι θα εξαγνισθείς. Πρέπει να ξέρεις, πρόβατο απολωλός, ότι ο Θεός…
Ωπ! Για ένα λεπτό, τι ήταν αυτό; Ποιος Θεός; Εγώ δεν πιστεύω σε θεούς, ούτε και το Υπερεγώ μου φυσικά. Κάτι δεν πάει καλά εδώ.
-Πιστεύετε στο Θεό; Ρώτησα το γέρο.
-Και βέβαια πιστεύω, πόρνη της Βαβυλώνος! Να γνωρίζεις ότι τις ανομίες σου ο Θεός…
-Συγγνώμη, τίνος το Υπερεγώ είπατε ότι είστε;
Ο γέρος χάζεψε προς στιγμήν. Αναγκάστηκα να επαναλάβω την ερώτηση.
-Ποια είσαι, κυρά μου, εσύ; Ρώτησε και τα ματάκια του έγιναν σαν κουμπότρυπες.
-Εγώ είμαι η Ελευθερία Αγγελάκου. Εσείς;
-Αγγελάκου; Ποια Αγγελάκου;
-Έτσι με λένε. Είστε σίγουρα εσείς το Υπερεγώ μου;
-Αγγελάκου; Όχι Αγγελέτου;
-Αγγελέτου;
Κοιταχτήκαμε σαν ηλίθιοι.
-Δεν είσαι εσύ η Αγγελέτου; Ρώτησε ο γέρος.
-Όχι.
-Ποια είσαι;
-Αγγελάκου, είπαμε! Αγγελάκου!
Ο γέρος άφησε μια βρισιά εντελώς ανάρμοστη για Υπερεγώ και σηκώθηκε πάνω.
-Δώσ’ μου τη μαγκούρα μου, εσύ!
-Δεν θα με βαρέσετε όμως, έτσι;
-Φέρ’ τη μαγκούρα μου, κυρά μου, τι δουλειά έχω εγώ με σένα;
Σήκωσα τη μαγκούρα από κάτω και του την έδωσα τηρώντας μια απόσταση ασφαλείας.
-Συμβαίνουν αυτά με τη γραφειοκρατία, τον παρηγόρησα.
Αυτός άρπαξε τη μαγκούρα του και εξαφανίστηκε. Πάει τώρα στην κακομοίρα την Αγγελέτου. Λαχτάρα που την περιμένει!
Έμεινα μόνη και ανέπνευσα με ανακούφιση. Είπα κι εγώ, να έχω για Υπερεγώ ένα κρονόληρο...άει σιχτίρ! Έσκυψα ξανά στα γαλλικά μου.
-Συγγνώμη για το λάθος που έγινε, κυρία Αγγελάκου. Τα γεροντικά Υπερεγώ υποφέρουν συνήθως από άνοια. Ας του συγχωρήσουμε αυτή τη μικρή αβλεψία.
Σήκωσα απορημένη τα μάτια και είδα ένα ευγενικό κύριο να κάθεται απέναντί μου.
-Είστε το Υπερεγώ μου; Ρώτησα με κάποια αμφιβολία.
Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα.
-Και τώρα σας ακούω. Μπορείτε να απολογηθείτε ελεύθερα.
-Εντελώς ελεύθερα;
-Εντελώς. Πείτε τα όλα.
Τον παρατήρησα με προσοχή και διάφορες ιδέες μού πέρασαν από το μυαλό.
-Ξέρετε, άρχισα να λέω σεμνά, εγώ έχω ένα ελαττωματάκι…
Σταμάτησα απότομα και τον κοίταξα ανήσυχη:
5 σχόλια:
Εμπνευσμένο !
!!!!!!!!!!!!!! θαυμασιο!
KGK, OSTRIA, σας ευχαριστώ.
Χαχα! Ο καθρέφτης τρομακτικός, λέει πάντα την αλήθεια..
Μαρίνα, ο καθρέφτης είναι καμιά φορά παραμορφωτικός.
Δημοσίευση σχολίου