Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Καμιά πρόθεση δεν έχω να αναλύσω λογοτεχνικά αυτό το πολύ γνωστό ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη. Αφήνω άλλους αρμοδιότερους να το κάνουν, μολονότι, όταν το κάνουν, συχνά με εντυπωσιάζουν με την περίτεχνη ασάφεια του λόγου τους.
Ο Κώστας Καρυωτάκης, φύση καταθλιπτική και παράλληλα ποιητική, μπόρεσε να μετασχηματίσει σε ποίηση όλα εκείνα τα βαριά συναισθήματα που τον συνέθλιβαν και τελικά τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Αν ζούσε σήμερα και έπαιρνε την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, θα θεραπευόταν από την κατάθλιψή του, δεν θα έφτανε στην αυτοκτονία και δεν θα έγραφε αυτά τα υπέροχα ποιήματα που τον έχουν καταξιώσει στη συνείδησή μας. Η Τέχνη θα έχανε ίσως ένα τέκνο της και θα το κέρδιζε η Ζωή. Τι ήταν προτιμότερο; Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη και δεν έχει πια και σημασία. Ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε, αφού πρώτα πέρασε στα ποιήματά του τη βαθιά μελαγχολία και τον πεσιμισμό του.
Πολλά, σχεδόν όλα, τα ποιήματά του μου αρέσουν. Εντελώς τυχαία ξεχωρίζω από αυτά το συγκεκριμένο ποίημα με τον τίτλο «Είμαστε κάτι...». Ίσως όχι εντελώς τυχαία. Ίσως με γοητεύει ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής μέσα σε ελάχιστους στίχους καταθέτει μια ολόκληρη φιλοσοφική θέση και στάση που ένας φιλόσοφος θα χρειαζόταν να γράψει τόμους για να την υποστηρίξει.
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Δεν θα περιοριστώ στην άποψη ότι εδώ ο ποιητής αναφέρεται στους ποιητές. Είμαστε όλοι «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», πλάσματα που αφήνουν παραμορφωμένες απαντήσεις στο πέρασμά τους, καθώς η ζωή, ο κόσμος, τα γεγονότα μάς αγγίζουν και μας δονούν. Έξω από μας συμβαίνουν πράγματα που μας αναγκάζουν να αντιδράσουμε. Η αντίδρασή μας είναι «παράφωνη», γιατί δεν μπορούμε να κινηθούμε συγχρονισμένα και παράλληλα με αυτό που συμβαίνει εκεί έξω. Αν αυτό για τους ποιητές και τους καλλιτέχνες γενικά είναι ολοφάνερο, όμως ισχύει για όλους μας. Η λογική και ο αρθρωμένος λόγος μας δεν είναι παρά ένας φάλτσος ήχος ως απάντηση στον κόσμο που μας περιβάλλει.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Μπορεί η σκόνη της σκόνης να συλλάβει την έννοια του Απείρου; Να διασχίσει το Χώρο και το Χρόνο, να χαϊδέψει το Χάος; Μπορεί να υποπτευθεί το Ασύλληπτο και το Άρρητο; Να νιώσει τη θεϊκή δόνηση του Σύμπαντος; Μπορεί να ανατριχιάσει από το ανερμήνευτο Μεγαλείο που ενυπάρχει κρυμμένο στα πράγματα; Αυτό το θαύμα συμβαίνει με τον άνθρωπο, τη σκόνη της σκόνης που αιωρείται στο αχανές Διάστημα. Είμαστε αντένες που υψώνονται σαν δάχτυλα στον ουρανό σαρώνοντάς τον, πιάνουμε το σφυγμό του Απείρου για λίγες στιγμές και μετά σωριαζόμαστε στη γη σπασμένες και άχρηστες. Το Άπειρο στέλνει πάντα το σήμα του, εμείς όμως έχουμε σπάσει, έχουμε χαλάσει, δεν εκπέμπουμε και δεν λαμβάνουμε κανένα σήμα.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Εδώ αναγκαστικά θα πρέπει να γυρίσουμε στους ποιητές. Ο Καρυωτάκης που εξαρχής μιλά κυρίως γι αυτούς, τους βλέπει σαν διάχυτες αισθήσεις ή καλύτερα σαν διάχυτες ευαισθησίες που σκορπίζονται στο περιβάλλον χωρίς σχήμα και μορφή, άλογες και σχεδόν ασυνάρτητες. Η φύση, ο κόσμος εισχωρεί μέσα σ’ αυτές, μπερδεύεται μαζί τους σε ένα παράξενο κράμα ευαισθησίας και πραγματικότητας, πόνου και αναμνήσεων. Ο πραγματικός κόσμος είναι για τον ποιητή εχθρικός, το μοναδικό του καταφύγιο είναι ο ιδεατός χώρος της ποίησης, όπου όμως νιώθει αποκομμένος από τους άλλους, «καταδικασμένος» να παράγει ποίηση.
Όμως διάχυτες αισθήσεις είμαστε τελικά όλοι, ποιητές και μη. Ψηλαφίζουμε τη φύση, τον κόσμο, τον εαυτό μας, προσπαθούμε να βρούμε τον κοινό παρανομαστή, ώστε να μπορούμε να δούμε τα πράγματα συγκεντρωμένα, ενωμένα μεταξύ τους με λογική συνέπεια, όμως δεν τα καταφέρνουμε. Διάχυτα φαίνονται όλα, σκόρπια, ατάκτως ερριμμένα. Ζούμε σε ένα κόσμο ακατανόητο. Αυτό που ονομάζουμε γνώση, είναι μικρές νησίδες συνέπειας σε ένα συγκεχυμένο κράμα λογικής και φύσης.
Τελικά είμαστε ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Υποπτευόμαστε την αρμονία του σύμπαντος κόσμου, αλλά δεν μπορούμε να την αναπαράγουμε. Αυτό που βγαίνει από μέσα μας είναι φάλτσο.
13 σχόλια:
οι λέξεις κουβαλάνε μαγεία μέσα τους και ξέρουν να επιβάλλονται στο χώρο τους. H τέχνη γενικότερα μπορεί να αποσπάσει τόσο την προσοχή ώστε να σε προσηλώσει , ανοίγοντας δρόμους ικανούς να αλλάξουν ανθρώπους .
καλό φθινόπωρο
με πολλά πολλά χαμόγελα :))
Nόρα Κενταύρου
Γεια σου, Νόρα, καλό φθινόπωρο.
Οι λέξεις και η Τέχνη περιέχουν μαγεία, αυτό είναι αλήθεια.
«...Αν ζούσε σήμερα και έπαιρνε την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, θα θεραπευόταν από την κατάθλιψή του, δεν θα έφτανε στην αυτοκτονία και δεν θα έγραφε αυτά τα υπέροχα ποιήματα που τον έχουν καταξιώσει στη συνείδησή μας. Η Τέχνη θα έχανε ίσως ένα τέκνο της και θα το κέρδιζε η Ζωή. ...».
- Να δεχτώ ότι, ο άνθρωπος μεγαλουργεί -συχνότερα- σε στιγμές που υποφέρει, παρά σε στιγμές ευχαρίστησης. Ίσως γιατί ευχαριστιέται περισσότερο στις παύσεις του. Μα θεωρώ -συνάμα- πως, όσο ’ψηλά κι’ αν φτάσει κάποιος δημιουργός, πέφτει πολύ χαμηλότερα για ν’ αυτοκτονήσει. Αλλιώς -ίσως- δεν θα τό ’κανε
Μιχάλη, είναι δύσκολο, μάλλον αδύνατο, να μπούμε στην ψυχή κάποιου που αποφασίζει κάτι τέτοιο. Φαντάζομαι ότι η απελπισία του θα είναι αβάσταχτη.
"Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία"
Αξέχαστο προανάκρουσμα!
ΑΚG, τον γυρόφερνε ο αυτοκτονικός ιδεασμός.
Η Τέχνη θα έχανε ίσως ένα τέκνο της και θα το κέρδιζε η Ζωή. Τι ήταν προτιμότερο;
Αν και το ερώτημά σου, Καίτη, είναι ρητορικό, δεν μπορώ παρά να επαναλάβω αυτό που τακτικά λέω, δηλαδή ότι θα ήταν καλύτερα να είχαμε περισσότερους ευτυχισμένους ανθρώπους και λιγότερους ποιητές [έστω κι αν είναι της κλάσης του Καρυωτάκη].
Βίκυ, μ' αρέσει η απάντησή σου. Η Τέχνη μάς παρηγορεί, όταν είμαστε δυστυχείς. Όταν είμαστε ευτυχείς, δεν χρειαζόμαστε τίποτα: είμαστε πλήρεις.
Ακριβώς. Και τέλος πάντων είναι αναλογικά πολλοί οι συγγραφείς (κυρίως στην Ελλάδα). Ας έχουμε περισσότερους ευτυχισμένους κοινούς θνητούς. :-)
Βίκυ, πάλι θα συμφωνήσω μαζί σου. Άραγε τόσοι πολλοί συγγραφείς, σημαίνει τόσοι πολλοί δυστυχισμένοι άνθρωποι; Ή μήπως τόσοι πολλοί ματαιόδοξοι;
Το δεύτερο, Καίτη μου, όπου στη ματαιοδοξία θα προσθέσω και την απερισκεψία. Και μη προς κακοφανισμό των συγγραφέων μας, έτσι;
Όχι βέβαια. Εξάλλου κι εγώ γράφω.
Ναι, αλλά εσύ έχεις σώας τας φρένας και περίτρανο παράδειγμα είναι η κουβέντα που κάνουμε. :-)
Δημοσίευση σχολίου