Σελίδες

29/3/23

Τι μπορεί να συμβεί, αν σας αξιολογεί ο Λυκειάρχης σας

 

 



 

Τέλη της δεκαετίας του ’70 και το Λύκειο, στο οποίο δίδασκα, έκανε επίσκεψη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Μια και είχα σπουδάσει Αρχαιολογία – Ιστορία, έδειχνα στα παιδιά ενθουσιασμένη διάφορα εκθέματα και έλεγα και λίγα λόγια σχετικά.

 

Κάποια στιγμή βρεθήκαμε μπροστά στο γνωστό σύμπλεγμα «Αφροδίτη-Πάνας- Έρωτας». Εδώ, είπα στα παιδιά, ο Πάνας πλησιάζει με ερωτικές διαθέσεις την Αφροδίτη, ενώ ο γιος της Έρωτας τον σπρώχνει μακριά της και η θεά κρατά το σανδάλι της έτοιμη να του το κοπανίσει στο κεφάλι.

 

Κι εκεί που τα έλεγα αυτά, αντιλαμβάνομαι τον Λυκειάρχη, έναν θεολόγο παλαιών αρχών, να στέκεται πιο πίσω και να ακούει ή μάλλον να λαθρακούει την περιγραφή που έκανα. Κατάλαβα ότι δεν του άρεσαν όσα έλεγα - γυμνή γυναικεία μορφή, ο τραγοπόδαρος αρσενικός να θέλει να της ορμήξει, τι είναι αυτά; Χάθηκαν τόσα άλλα σεμνά εκθέματα, κολιέ, βραχιόλια, δαχτυλίδια, κόρες ενδεδυμένες κλπ;

Ωστόσο εγώ δεν του έδωσα σημασία.

 

27/3/23

Όταν τρυπούν οι σωλήνες του καλοριφέρ

 



 

 

Θα είναι είκοσι μέρες τώρα που είδα έντρομη στον τοίχο ενός δωματίου μου λεκέδες από βρώμικα νερά που είχαν στεγνώσει. Στο πάτωμα κάτι σοβάδες σκορπισμένοι γύρω από τους σωλήνες του καλοριφέρ που ανεβάζουν το νερό στον επάνω όροφο.

 

23/3/23

Αχ, καυτό κορίτσι της Μάλαγας (Malagueña Salerosa)

 



 

Τι ωραία μάτια που έχεις


κάτω απ’ τα δυο σου φρύδια,


τι ωραία μάτια που έχεις!


 

Θέλουνε να με κοιτάξουν,


μα εσύ δεν τα αφήνεις,


μα εσύ δεν τα αφήνεις


ούτε καν να πεταρίσουν!


 

Αχ, καυτό κορίτσι της Μάλαγας,


πώς θα’ θελα να φιλήσω τα χείλια σου,


πόσο θα το ήθελα,


καυτό κορίτσι της Μάλαγας,


και να σου πω, ομορφιά μου,


πόσο είσαι ωραία, πόσο μαγευτική


σαν το αθώο τριαντάφυλλο.


 

Κι αν με περιφρονείς


που είμαι φτωχός,


εγώ σου δίνω δίκιο…


Δεν σου προσφέρω πλούτη,


την καρδιά μου σου προσφέρω,


αυτήν αντί για πλούτη


σου προσφέρω.


 

Αχ, καυτό κορίτσι της Μάλαγας!



Τραγουδούν οι Chingon. Μια εξαιρετική εκτέλεση.

Οι Chingon είναι ένα συγκρότημα από το Όστιν του Τέξας . Ο ήχος τους επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη μεξικάνικη ροκ , τη μαριάτσι , τη ραντσέρα και τη τεξανική ροκ εν ρολ μουσική.



Μετάφραση από τα ισπανικά: Καίτη Βασιλάκου

 


 https://www.youtube.com/watch?v=YFAi7wMVN94

 



"Malagueña Salerosa"

 

Qué bonitos ojos tienes


Debajo de esas dos cejas


Debajo de esas dos cejas


Qué bonitos ojos tienes


 

Ellos me quieren mirar


Pero si tu no los dejas


Pero si tu no los dejas


Ni siquiera parpadear


 

Malagueña salerosa


Besar tus labios quisiera


Besar tus labios quisiera


Malagueña salerosa


Y decirte niña hermosa


Que eres linda y hechicera


Que eres linda y hechicera


Como el candor de una rosa


 

Si por pobre me desprecias


Yo te concedo razón


Yo te concedo razón


Si por pobre me desprecias

 

Yo no te ofrezco riquezas


Te ofrezco mi corazón


Te ofrezco mi corazón


A cambio de mi pobreza


 

Malagueña salerosa


Besar tus labios quisiera


Besar tus labios quisiera


Malagueña salerosa


Y decirte niña hermosa


 

Que eres linda y hechicera


Que eres linda y hechicera


Como el candor de una rosa


Y decirte niña hermosa.





21/3/23

Ήρθε η Άνοιξη;

 





Ήρθε η Άνοιξη;


Δεν το κατάλαβα.


Το διάβασα,


το άκουσα,


αλήθεια πρέπει να είναι.



Κι αν ήρθε κι αν δεν ήρθε


δεν με αφορά.


Εγώ σε παγωμένους τόπους


τριγυρνώ.




20/3/23

"Quizás" (Ίσως)

 



 

Πάντα, όταν σε ρωτάω

 

πότε και πώς και πού,

 

πάντα εσύ μου λες,

 

ίσως, ίσως, ίσως.

 

Κι έτσι περνούν οι μέρες

 

με μένα απελπισμένο

 

και σένα να απαντάς

 

ίσως, ίσως, ίσως.

 

 

Χάνεις την ώρα σου

 

σε σκέψεις, όλο σε σκέψεις,

 

τι να’ ναι αυτό που θέλεις πιο πολύ.

 

Μα μέχρι πότε, μέχρι πότε…


 

Κι έτσι περνούν οι μέρες

 

με μένα απελπισμένο

 

και σένα να απαντάς

 

ίσως, ίσως, ίσως.

 

 

https://www.youtube.com/watch?v=FW0p6vMKnXk


 

Στίχοι και μουσική του Κουβανού Osvaldo Farres, 1947.


Εδώ τραγουδά ο Νατ Κινγκ Κόουλ.


 

Μετάφραση από τα ισπανικά: Καίτη Βασιλάκου.

 

 

 

Siempre que te pregunto

Que cuándo, cómo y dónde

Tu siempre me respondes

Quizás, quizás, quizás

Y así pasan los días

Y yo desesperando

Y tu, tu contestando

Quizás, quizás, quizás

Estas perdiendo el tiempo

Pensando, pensando

Por lo que mas tu quieras

Hasta cuándo, hasta cuándo

Y así pasan los días (los días)

Y yo desesperando

Y tu, tu contestando

Quizás, quizás, quizás.




18/3/23

Φίλοι

 



 

Ήρθαν, έφυγαν.


Σηκώθηκε ένας άνεμος βαρύς


κι εκείνοι ένας-ένας σκόρπισαν


λες κι ήταν από σκόνη.


 

Δεν ξέρω,


αν μ’ αγάπησαν,


θα έλεγα μάλλον όχι,


βέβαια κάτι θα ένιωσαν,


μια συμπάθεια ίσως,


μια κάποια ταύτιση,


θα είχαν ανάγκη σίγουρα


από συντροφιά,


κάπου να πουν τα βάσανά τους,


να βγουν παρέα ένα απόγευμα,


όμως


δεν με αγάπησαν,


όπως δεν τους αγάπησα ίσως


ούτε εγώ.


 

Αγαπημένες όμως μένουν οι στιγμές


που ζήσαμε μαζί,


πολύτιμα κειμήλια


από ένα παρελθόν


που χάθηκε


μέσα στο βρόντο


και την επέλαση


των επερχόμενων καιρών.



 

9/3/23

Ο Σούζης (A boy named Sue) Τζόνι Κας

 

 


 


Που λέτε, ο μπαμπάς μου έφυγε απ’ το σπίτι, όταν ήμουνα τριών χρονών.


Δεν άφησε και τίποτε σπουδαίο στη μάνα και σε μένα


εξόν ετούτη την παλιά κιθάρα κι ένα μπουκάλι άδειο από αλκοόλ.

 

Εντάξει, δεν τον κατηγορώ που το’ σκασε και κρύφτηκε,


μα το πιο άθλιο πράγμα που έκανε ποτέ του


ήταν που πριν να φύγει, πήγε και μου’ δωσε το όνομα Σούζης.

 

Οκέι, μάλλον σκέφτηκε πως είχε πολλή πλάκα.

 

Και γέλασε μαζί μου κόσμος και κοσμάκης

 

-έπρεπε φαίνεται να το παλεύω σ’ όλη μου τη ζωή,

 

κάποια που θα χαχάνιζε και θα κοκκίνιζα ως τα αφτιά,

 

κάποιος που θα έβαζε τα γέλια και θα του έσπαγα τη γκλάβα.

 

Σας λέω, καθόλου εύκολη δεν είναι η ζωή για ένα αγόρι που το λένε Σούζη.

 

Μα τέλος πάντων γρήγορα μεγάλωσα και βρόμικα μεγάλωσα,

 

σκληρή ήταν η γροθιά μου και το μυαλό πιο κοφτερό.

  

Τριγύριζα από τη μια στην άλλη πόλη κρύβοντας τη ντροπή μου,

 

μα στο φεγγάρι και στα αστέρια  ορκίστηκα

 

πως θα έψαχνα στα καπηλειά, θα έψαχνα στα μπαρ,

 

θα σκότωνα τον άντρα εκείνο που μου’ δωσε αυτό το βρομο-όνομα.

 

Λοιπόν, μέσα του Ιούλη ήταν στο Gatlinburg,

 

σαν αριβάρισα στην πόλη και ο λαιμός μου ήταν ξερός.

 

Είπα να σταματήσω και να πιω μια μπίρα

 

σ’ ένα παλιό σαλούν σε κάποιο δρόμο όλο λάσπες

 

κι εκεί, σ’ ένα τραπέζι παίζοντας χαρτιά,

 

καθόταν το βρωμιάρικο, το ψωραλέο σκυλί που μου έδωσε το όνομα Σούζης.

 

Το ήξερα βέβαια ότι αυτό το φίδι ήταν ο γλυκούλης μου μπαμπάς,

 

το ήξερα από μια  παλιά φωτογραφία που είχε η μάνα μου,

 

ήξερα εκείνο το σημάδι του στο μάγουλο και το σατανικό του μάτι .

 

Ήταν ψηλός, σκυφτός, γκρίζος και γέρος.

 

Τον κοίταξα και πάγωσε το αίμα μου

 

και είπα: «ΜΕ ΛΕΝΕ ΣΟΥΖΗ, ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ;

 

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!», αυτό του είπα, ναι!

 

Και το λοιπόν του ρίχνω μια σκληρή γροθιά ανάμεσα στα μάτια ακριβώς

 

και πέφτει κάτω, αλλά αυτός, εδώ τα έχασα,

 

σηκώνεται, βγάζει μαχαίρι και κόβει ένα κομμάτι από το αφτί μου.

 

Και τότε εγώ του σπάω πάνω στα δόντια μια καρέκλα

 

και βροντηχτήκαμε στους τοίχους και στο δρόμο έξω

 

με κλωτσιές και με μπουνίδια μες στη λάσπη, μες στο αίμα και τη μπίρα.

 

Σας λέω, έχω παλέψει με πιο άγριους άντρες,

 

μα πότε, αλήθεια δεν μπορώ να θυμηθώ.

 

Κλωτσούσε σαν μουλάρι, δάγκωνε σαν κορκόδειλας

 

και, ναι, τον άκουσα που γέλαγε κι έπειτα βλαστημούσε.

 

Πήγε να πιάσει το όπλο του, αλλά έβγαλα πρώτος το δικό μου.

 

Στεκόταν εκεί πέρα και με κοίταζε, τον είδα να χαμογελά

 

και είπε: « Γιε μου, ο κόσμος τούτος είναι άγριος

 

κι αν ένας άντρας  θέλει να τα βγάλει πέρα, πρέπει να είναι ζόρικος.

 

Το’ ξερα πως εγώ δεν θα’ μουν δίπλα σου να σε στηρίξω,

 

γι’ αυτό σου έδωσα αυτό το όνομα και είπα γεια χαρά

 

και ήξερα ένα απ’ τα δυο: ή έπρεπε να γίνεις ζόρικος ή να πεθάνεις.

 

Αυτό το όνομα λοιπόν  σού έδωσε τη βάση για να γίνεις δυνατός»

 

είπε, «και μόλις τώρα πάλεψες ωραία, γαμώ το κέρατό μου.

 

Και ξέρω ότι με μισείς και θα’ χεις δίκιο και να με σκοτώσεις τώρα

 

και δεν θα σε κατηγορούσα, αν το έκανες.

 

Αλλ’ όμως πριν πεθάνω, οφείλεις να μου πεις ευχαριστώ

 

για το χαλίκι που σου έχωσα στα άντερα 


και για τη σούβλα που σου κάρφωσα στο μάτι,


γιατί είμαι σκύλας γιος εγώ που Σούζη σε ονόμασα».

 

Τώρα τι να έκανα, ε; Πείτε μου, τι να έκανα;

 

Το βούλωσα λοιπόν και πέταξα το όπλο μου,

 

μπαμπάκα μου τον είπα κι αυτός με είπε γιο του.

 

Σηκώθηκα και πήρα δρόμο 


και είδα το πράγμα από διαφορετική σκοπιά.

 

Τον φέρνω πότε πότε στο μυαλό μου,


κάθε φορά που κάνω κάτι και βγαίνω κερδισμένος πάντα.


Και αν ποτέ αγόρι αποχτήσω, λέω να το πω


ΜΠΙΛΙ Ή ΤΖΟΡΤΖ ή ό,τι άλλο να’ ναι εκτός από το ΣΟΥΖΗ!


ΜΙΣΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΚΟΜΑ!



Εδώ το τραγούδι:


 https://www.youtube.com/watch?v=NIMgEEASoWQ


 

Το όνομα “Sue” σπάνια χρησιμοποιείται ως ανδρικό. Μια ενδιαφέρουσα εξαίρεση είναι ο νομικός Sue K. Hicks (1895- 1980) που ίσως ενέπνευσε και τους στίχους του τραγουδιού.

 

Στίχοι: Shel Silverstein.

Ο Τζόνι Κας το τραγούδησε για πρώτη φορά το 1969.


(Μετάφραση από τα αγγλικά: Καίτη Βασιλάκου.)



"A Boy Named Sue"

 

My daddy left home when I was three

And he didn't leave much to ma and me

Just this old guitar and an empty bottle of booze.

Now, I don't blame him cause he run and hid

But the meanest thing that he ever did

Was before he left, he went and named me "Sue".

 

Well, he must o' thought that is quite a joke

And it got a lot of laughs from a' lots of folk,

It seems I had to fight my whole life through.

Some gal would giggle and I'd get red

And some guy'd laugh and I'd bust his head,

I tell ya, life ain't easy for a boy named "Sue".

 

Well, I grew up quick and I grew up mean,

My fist got hard and my wits got keen,

I'd roam from town to town to hide my shame.

But I made me a vow to the moon and stars

That I'd search the honky-tonks and bars

And kill that man who gave me that awful name.

 

Well, it was Gatlinburg in mid-July

And I just hit town and my throat was dry,

I thought I'd stop and have myself a brew.

At an old saloon on a street of mud,

There at a table, dealing stud,

Sat the dirty, mangy dog that named me "Sue".

 

Well, I knew that snake was my own sweet dad

From a worn-out picture that my mother'd had,

And I knew that scar on his cheek and his evil eye.

He was big and bent and gray and old,

And I looked at him and my blood ran cold

And I said, "My name is 'Sue'! How do you do!

Now you're gonna die!"

 

Yeah, that's what I told him!

 

Well, I hit him hard right between the eyes

And he went down, but to my surprise,

He come up with a knife and cut off a piece of my ear.

But I busted a chair right across his teeth

And we crashed through the wall and into the street

Kicking and a' gouging in the mud and the blood and the beer.

 

I tell ya, I've fought tougher men

But I really can't remember when,

He kicked like a mule and he bit like a crocodile.

I heard him laugh and then I heard him cuss,

He went for his gun and I pulled mine first,

He stood there lookin' at me and I saw him smile.

 

And he said, "Son, this world is rough

And if a man's gonna make it, he's gotta be tough

And I knew I wouldn't be there to help ya along.

So I give ya that name and I said goodbye

I knew you'd have to get tough or die

And it's the name that helped to make you strong."

 

He said, "Now you just fought one hell of a fight

And I know you hate me, and you got the right

To kill me now, and I wouldn't blame you if you do.

But ya ought to thank me, before I die,

For the gravel in ya guts and the spit in ya eye

Cause I'm the son of a bitch that named you 'Sue'."

 

Well, what could I do, what could I do?

 

I got all choked up and I threw down my gun

And I called him my pa, and he called me his son,

And I came away with a different point of view.

And I think about him, now and then,

Every time I try and every time I win,

And if I ever have a son, I think I'm gonna name him

Bill or George! Anything but Sue! I still hate that name!