Σελίδες

31/3/24

Ωραίες γυναίκες

 





Τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τον έπαιρνε τελικά ο ύπνος τα ξημερώματα. Ξυπνούσε το μεσημέρι. Η μάνα του τον κοίταζε μοχθηρά. Ο πατέρας του αδιάφορος.

 

«Θα βγω μια βόλτα», έλεγε. Αυτοί ούτε που γύριζαν να τον κοιτάξουν.

 

Έβγαινε στους δρόμους, περπατούσε, καθόταν στα παγκάκια κι έβλεπε τον κόσμο που πηγαινοερχόταν. Γύριζε ύστερα στο σπίτι και κλεινόταν στο δωμάτιό του.

 

Ξάπλωνε, έκλεινε τα μάτια του.

 

«Ωραίες γυναίκες», σκεφτόταν, «ωραίες γυναίκες…»

 

Χανόταν μέσα στις εικόνες τους.



(Μικρές ιστορίες.)

 

30/3/24

Σημωνίδης ο Αμοργίνος, απ.2 West


 

Τον πεθαμένο,


αν είχαμε μυαλό,


δεν θα τον θυμόμασταν


πάνω από μια μέρα.



 ***

 

το μν θανόντος οκ ν νθυμοίμεθα,


ε τι φρονομεν, πλεον μέρης μις.



Μεταφορά στα νέα ελληνικά: Καίτη Βασιλάκου.




29/3/24

Σόλων, απ. 6 West

 



 

 

Έτσι ο λαός μπορεί να ακολουθήσει 


με τον πιο σωστό τρόπο τους κυβερνήτες του,


όταν δεν χαλαρώνει υπερβολικά


ούτε όταν καταπιέζεται.


Γιατί ο κορεσμός γεννά την ύβρη,


αν πολύς πλούτος πέφτει στα χέρια ανθρώπων


που το μυαλό τους είναι λίγο.



 ***


 

δμος δ δ ν ριστα σν γεμόνεσσιν ποιτο,


μήτε λίην νεθες μήτε βιαζόμενος·


τίκτει γρ κόρος βριν, ταν πολς λβος πηται


νθρώποις π̣όσοις μ νόος ρτιος ι.



Μεταφορά στα νέα ελληνικά: Καίτη Βασιλάκου



28/3/24

21. Στην Περδικόβρυση ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

 

Τα καλοκαίρια πάμε και οι τρεις στην Περδικόβρυση, στο χωριό του μπαμπά. Μπαίνουμε στο πλοίο και ταξιδεύουμε όλη τη νύχτα και το πρωί φτάνουμε στον Πειραιά. Μετά παίρνουμε το λεωφορείο και ταξιδεύουμε μισή μέρα και φτάνουμε στην Τρίπολη. Αποκεί παίρνουμε άλλο λεωφορείο και φτάνουμε το απόγευμα στο Καστρί που είναι μια κωμόπολη, δηλαδή κάτι σαν μεγάλο χωριό.

 

Στο Καστρί μάς περιμένει ο ξάδερφος του μπαμπά, ο θείος Βασίλης, που έχει έρθει από το χωριό με τα μουλάρια, γιατί δεν πάει αυτοκίνητο εκεί πέρα. Ανεβαίνουμε στα μουλάρια που έχουν από ένα κουδουνάκι και κουδουνίζουν πολύ όμορφα και φτάνουμε στην Περδικόβρυση, όταν έχει πια βραδιάσει. Εκεί μας υποδέχονται τα αδέλφια του μπαμπά και κλαίνε όλοι, μας αγκαλιάζουν και μας φιλούν και μας έχουν έτοιμο στρωμένο τραπέζι να φάμε.

 

Είναι πολύ χαρούμενοι που μας έχουν κοντά τους και κάθε τόσο κλαίνε κι εμένα μου κάνουν όλα τα χατίρια και κανείς δεν με μαλώνει. Ο παππούς και η γιαγιά είναι γέροι και ήσυχοι, κάθονται στην άκρη και δεν μιλούν πολύ.



Στο χωριό δεν έχει ηλεκτρικό και άμα νυχτώνει, ανάβουν λάμπες. Αλλά ο αδελφός του μπαμπά ανάβει το λουξ και φωτίζεται όλο το δωμάτιο. Ούτε νερό έχουν στα σπίτια. Στη μέση του χωριού είναι κάτι μεγάλες βρύσες και τρέχουν μέρα νύχτα τα νερά με ορμή και όλοι πάνε εκεί με τα μουλάρια τους και γεμίζουν κάτι μικρά βαρελάκια που τα λένε βαγένια και τα φέρνουν στο σπίτι.


     Μονή Προδρόμου, αγκιστρωμένη στο βουνό απέναντι από την Περδικόβρυση.

 


Όλες τις μέρες που είμαστε εκεί εγώ παίζω με τα ξαδέρφια μου και περνώ ωραία. Αλλά πέρυσι που πήγαμε πέρασα άσχημα, γιατί γλίστρησα βγαίνοντας από το πλοίο και χτύπησα στον αγκώνα και οι γονείς μου με πήγαν στον γιατρό κι αυτός μου έδεσε το χέρι και το κρατούσα κρεμασμένο με ένα πανί από το λαιμό μου.

 

Μετά στο χωριό οι γονείς μου έβγαλαν το πανί, αλλά εγώ φοβόμουν να ισιώσω το χέρι μου και το είχα συνέχεια λυγισμένο. Αυτοί μου φώναζαν ότι θα πάθω αγκύλωση, αλλά εγώ δεν το ίσιωνα, γιατί φοβόμουν πως θα πονέσω. Και μια μέρα ήρθε μια γειτόνισσα που γιατρεύει τους αρρώστους του χωριού και ήταν συνεννοημένοι όλοι και με άρπαξαν και με κράτησαν ακίνητη και η γειτόνισσα έπιασε το χέρι μου και το ίσιωσε με το ζόρι. Εγώ ούρλιαζα και με άκουσε όλο το χωριό. Μετά με πήγαν στο κρεβάτι και με καλόπιαναν, αλλά εγώ έκλαιγα και  μια κοπέλα από ένα διπλανό σπίτι που είχε έρθει με κοίταζε και με λυπόταν κι αυτό εμένα δεν μου άρεσε, γιατί δεν θέλω να με λυπούνται.

 

Όταν φεύγουμε από το χωριό, σηκωνόμαστε ξημερώματα και ο θείος Βασίλης έχει έτοιμα τα μουλάρια με τα κουδουνάκια τους. Πάλι κλαίνε όλοι, οι θείες και οι θείοι, και μας αγκαλιάζουν ξανά και ξανά και δεν μας αφήνουν να φύγουμε. Τέλος πάντων, ανεβαίνουμε κάποια στιγμή στα μουλάρια και φεύγουμε. Φτάνουμε στο Καστρί, αποκεί παίρνουμε το λεωφορείο για την Τρίπολη κι αποκεί άλλο λεωφορείο για την Αθήνα. Στην Αθήνα μένουμε μερικές μέρες. 

 

Ω, μα τι θαύμα που είναι αυτή η πόλη! 


(Συνεχίζεται)


***

 

Η φωτογραφία από: https://www.argolikeseidhseis.gr/2011/11/blog-post_5685.html



26/3/24

Ακριβό δώρο

 

Απάγγειλε κλαίγοντας


το ποίημα ενός αρχαίου ποιητή.



Το πιο ακριβό δώρο


για την ψυχή του


που αιώνες τώρα


περιπλανιέται στα σκοτάδια


ήταν τα δάκρυα εκείνα.



22/3/24

Επιτύμβιο

 





Ενθάδε κείται


μία


που περίμενε να ζήσει,


ώσπου πέθανε.


Τα όνειρά της


διασκορπίστηκαν


και υλοποιήθηκαν


σε άγνωστους ανθρώπους.



19/3/24

20. Με τον μπαμπά ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά)

 

 



 

 

Περνάω πολύ ωραία με τον μπαμπά, όταν είμαστε οι δυο μας. Η μαμά φεύγει μερικές φορές και πάει στα ιαματικά λουτρά κι εγώ μένω με τον μπαμπά στο σπίτι. Πάμε έξω και τρώμε στο εστιατόριο «Νάιλον» κι εγώ παραγγέλνω ό,τι φαγητό μου αρέσει, ενώ στο σπίτι πρέπει να φάω το φαγητό που έχει μαγειρέψει η μαμά, μ’ αρέσει δεν μ’ αρέσει.

 

Εγώ, ας πούμε,  το κοτόπουλο το αηδιάζω, μπορεί και να ξεράσω, αλλά η μαμά με βάζει να το φάω με το ζόρι. Και την κολοκύθα που εκείνης της αρέσει πολύ, εγώ τη σιχαίνομαι, αλλά αν δεν τη φάω, μένω νηστική. Ούτε και το γάλα μ’ αρέσει, αλλά ευτυχώς η μαμά δεν επιμένει, μου φτιάχνει τσάι το πρωί και ρίχνει μέσα και μια κουταλιά φρέσκο βούτυρο. Και όταν φτιάχνει ταχινόσουπα, πάλι θέλω να ξεράσω, αλλά την τρώω, δεν γίνεται αλλιώς, η μαμά αγριεύει, άμα δεν θέλω να φάω το φαΐ που φτιάχνει.

 

Με τον μπαμπά είναι πιο πονηρή όμως. Ο μπαμπάς δεν θέλει καθόλου τα κατεψυγμένα ψάρια και, όταν τα πρωτοέφεραν στην πόλη μας και τα δοκίμασε, είπε πως είναι εντελώς άνοστα. Η μαμά όμως αγοράζει κατεψυγμένο ψάρι, επειδή είναι πιο φτηνό, και δεν του το λέει. Και όταν ο μπαμπάς το φάει,  τον ρωτά: «Σου άρεσε το ψάρι;» «Καλό ήταν», λέει ο μπαμπάς κι αυτή σκάει στα γέλια και του λέει «Κατεψυγμένο ήταν!» κι ο μπαμπάς μουτρώνει.

 

Όταν όμως είμαστε ο μπαμπάς κι εγώ μόνοι μας  είναι πολύ ωραία, ο μπαμπάς δεν μου χαλά χατίρι, πάμε στο εστιατόριο και τρώμε ό,τι θέλουμε και μου δίνει να πιω και μπίρα που μου αρέσει πολύ. Μετά μου λέει διάφορα, όπως ότι εμείς οι Έλληνες έχουμε μικρά ονόματα και μεγάλα επίθετα, ενώ οι ξένοι τα έχουν αντίθετα, όπως ας πούμε Γκρέγκορι Πεκ, Μοντγκόμερι Κλιφτ, Τζέιμς Ντιν και πως taylor στα αγγλικά σημαίνει ράφτης και η Ελίζαμπεθ Ταίηλορ θα λεγόταν στα ελληνικά Ελισάβετ Ράπτη. Μετά αρχίζει να μου λέει αρχαίες λέξεις, το νερό το λένε στα αρχαία «ύδωρ» και στη γενική δεν κάνει «ύδωρος» αλλά «ύδατος», ο άνδρας λέγεται «ανήρ» και στη γενική κάνει «ανδρός» και όχι «ανέρος», μου λέει πολλές τέτοιες δύσκολες λέξεις που θα τις μάθω, όταν θα πάω στο γυμνάσιο κι εγώ σκέφτομαι ότι όλα αυτά είναι δύσκολα πράγματα και πώς θα τα μάθω. Μετά κάνουμε βόλτα στην πόλη κι εγώ χαίρομαι πολύ που είμαι με τον μπαμπά μου και δεν αναζητώ καθόλου τη μαμά, μακάρι να έφευγε πιο συχνά από το σπίτι και να ήμασταν μόνο  οι δυο μας, ο μπαμπάς μου κι εγώ. Ο μπαμπάς δεν με μαλώνει ποτέ. Μόνο συμβουλές μού δίνει.

 

Ο μπαμπάς, αντίθετα από τη μαμά, ποτέ δεν θυμώνει, είναι πάντα ήρεμος και ευγενικός και η λέξη «τενεκές» είναι η μόνη άσχημη λέξη που λέει. Όταν κάποιος είναι κακός άνθρωπος, λέει «αυτός είναι τενεκές» και το λέει ήρεμα και χωρίς θυμό.  


Μερικές φορές, όταν γυρίζει από το γραφείο, μου φέρνει μια σοκολάτα και μια μέρα μού χάρισε δυο όμορφα δαχτυλιδάκια.

 

(Συνεχίζεται)

 

18/3/24

Λουξώριος, 81. "Το άγαλμα που ιδρώνει"

 





Στη μέση του Ιλίου φτιαγμένοι από μάρμαρο της Πάρου

στέκονται ο Φρύγιος Έκτορας και ο Αχιλλέας ο Έλληνας,

ο ένας απέναντι στον άλλον.

Του Πριαμίδη όμως το άγαλμα το περιλούζει αληθινός ιδρώτας,

τον ψεύτικο Αχιλλέα ο φτιαχτός Έκτορας φοβάται.

Δεν ξέρω τι θαύματα τα Τάρταρα έφεραν στην εποχή μας.

Πιστεύω πως είτε οι θεοί γυρίζουν πίσω τις ψυχές, αφού έχουν πεθάνει,

είτε μια τέχνη αξιοθαύμαστη μπορεί να μεταλλάξει το νόμο της αβύσσου.

Όμως, αν δεν συμβαίνει τίποτε από αυτά,

σίγουρα στέκεται  μαρμάρινος ο Έκτορας

και μαρτυρεί το θάνατό του με δέος ζωντανό.

 

 

Ilion in medium Pario de marmore facti

stant contra Phrygius Hector vel Graius Achilles.

Priamidis statuam sed verus sudor inundat

et falsum fictus Hector formidat Achillem.

Nescio quid mirum gesserunt Tartara saeclo.

Credo quod aut superi animas post funera reddunt

aut ars mira potest legem mutare barathri.

Sed si horum nihil est, certus stat marmoris Hector

testaturque suam viva formidine mortem.


Μετάφραση στα ελληνικά: Καίτη Βασιλάκου.

 

 

16/3/24

Υλικό για όνειρα

 





Να σ’ αγαπήσω δεν μπορώ.


Όμως μπορώ


να σε ονειρεύομαι,


να κάνω σχέδια για το μέλλον,


να πέφτω σε ωραία έκσταση.


 

Δεν το κατάλαβες ακόμα;


Είσαι το υλικό


για τα όνειρά μου.


Τίποτε περισσότερο


δεν μπορείς να γίνεις.





14/3/24

19. Ραδιόφωνο, ειδήσεις και προπαίδεια ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

Όλα τα τραγούδια που ακούω στα κέντρα τα ξέρω, τα έχω μάθει από το ραδιόφωνό μας. Ακούω και ξένα τραγούδια και μου αρέσουν πολύ, αλλά δεν καταλαβαίνω τι λένε, τα τραγουδώ όπως ακούω να λένε τις λέξεις, αλλά δεν ξέρω τι λέω.

 

Καμιά φορά το παθαίνω αυτό και με τα ελληνικά τραγούδια, όπως ένα τραγούδι που λέει «αγάπη που’ γινες δίκοπο μαχαίρι» και πιο κάτω λέει «δεν βρίσκω άκρη, δεν βρίσκω για Τροιά».  Τι θέλει να πει δεν καταλαβαίνω και γιατί την Τροία τη λέει Τροιά,  είμαι μικρή γι’ αυτό, όταν μεγαλώσω θα καταλαβαίνω καλύτερα. Κι ένα άλλο τραγούδι που λέει «και μπατίρη στο φινάλε μ’ απαράτησες», δεν ξέρω τι είναι το μπατίρη και τι το φινάλε και καμιά φορά, όταν τραγουδώ, τα λέω ανάποδα «και φινάλε στο μπατίρη μ’ απαράτησες» και γελάνε οι μεγάλοι. 


Τα βράδια ο μπαμπάς ακούει τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο, αυτές τις βαριέμαι, μιλάνε στην καθαρεύουσα και λένε πράγματα που δεν με ενδιαφέρουν. Όλο για την Κύπρο μιλάνε που θέλει την ελευθερία της και δεν την αφήνουν οι Άγγλοι, για τον Καραολή και τον Δημητρίου που τους σκότωσαν οι Άγγλοι και για τον Μακάριο και για την ΕΟΚΑ και τον Διγενή και έναν κακό Άγγλο που τον λένε Χάρντιγκ,  τα έχω μάθει όλα αυτά, αφού τα ακούω συνέχεια στο ραδιόφωνο και τα συζητά και ο μπαμπάς μου με τους άλλους μεγάλους. Έτσι έμαθα και μια παράξενη νέα λέξη, Σεϋχέλλες. Οι Σεϋχέλλες είναι ένα πολύ μακρινό νησί που εκεί εξόρισαν τον Μακάριο οι Άγγλοι. 

 

Άλλοτε ο μπαμπάς κάθεται στο ραδιόφωνο και ψάχνει ξένους σταθμούς από τις γύρω χώρες και ακούει κάτι ξένες μουσικές αλλιώτικες. Αυτές οι μουσικές είναι λυπητερές και με μελαγχολούν, αλλά αρέσουν στον μπαμπά.

 

«Με το δεξί χέρι είπαμε», μου λέει κάθε φορά που πιάνω το μολύβι με το αριστερό. «Πάντα με το δεξί χέρι γράφουμε, όχι με το αριστερό!». Δυσκολεύομαι λιγάκι και δεν κάνω ωραία γράμματα και ο μπαμπάς μού δείχνει πώς να τα γράφω ένα ένα , ώστε να είναι ωραία. Αλλά δεν τα καταφέρνω. Και κάθε τόσο μου λέει: «Την προπαίδεια! Μάθε την προπαίδεια!» Η προπαίδεια είναι γραμμένη στο τελευταίο φύλλο σε όλα τα τετράδια. Τη διαβάζω και την έχω μάθει καλά μέχρι το 6 και το 7. Μετά μπερδεύομαι.

 

Πόσο κάνει 7 επί 8; Χμ, προσπαθώ να θυμηθώ, αλλά δυσκολεύομαι.

Πόσο κάνει 8 επί 9; Ιδέα δεν έχω.

 

«Μάθε την προπαίδεια!» επιμένει ο μπαμπάς.


***


Στη φωτογραφία: το ραδιόφωνό μας. Τώρα ως αντίκα βρίσκεται σε σπίτι συγγενών.


(Συνεχίζεται)



13/3/24

Πηνελόπη

 






Πόσο ακόμα να σε περιμένει η Πηνελόπη,


Οδυσσέα,


που έχεις ξεχαστεί σε ξένες αγκαλιές,


πόσο ακόμα το κορμί της στερημένο να κρατά,


όταν μες στο παλάτι τριγυρίζουν


άντρες γεμάτοι οίστρο


που, όταν περνά από μπροστά τους,


την κοιτάζουν άπληστα,


που τυχαία  τάχα αγγίζουν τα γυμνά της μπράτσα,


άντρες ορμητικοί  και ρωμαλέοι


που αποπνέουν οσμή μεθυστικά αρσενική,


πόσο καιρό νομίζεις,


Οδυσσέα,


πως θα σταθεί πιστή η γυναίκα σου,


ενώ εσύ, άπιστος και μοιχός,


θα κολυμπάς στις ηδονές


μαζί με τις θεές και με τις μάγισσες;


 

Όταν με το καλό θα επιστρέψεις στην Ιθάκη,


η μεσόκοπη γυναίκα σου


θα έχει πολλά να κρύψει από σένα


μυστικά.




 

12/3/24

Αρχίλοχος, απ. 134 West

 


Ήθος δεν έχει όποιος χλευάζει άντρες νεκρούς.



***


ο γρ σθλ κατθανοσι κερτομεν π νδράσιν.



Μεταφορά στα νέα ελληνικά: Καίτη Βασιλάκου.



11/3/24

Σαπφώ, απ. 105c Lobel-Page

 



σαν τον υάκινθο στα όρη που οι βοσκοί ποδοπατούν


και χάμω κείτεται το πορφυρό λουλούδι...




***



οαν τν άκινθον ν ρεσι ποίμενες νδρες


πόσσι καταστείβοισι, χάμαι δέ τε πόρφυρον νθος ...




Μεταφορά στα νέα ελληνικά: Καίτη Βασιλάκου.


10/3/24

Διάσημοι νεκροί

 




Διαβάζω λόγια διάσημων νεκρών.


Νεκροί που ακόμα επιμένουν


να παρεμβάλλονται ανάμεσά μας,


πιο ζωντανοί εν τέλει από μας,



Είναι πολιτισμός αυτός,


καταλαβαίνω,


μια αγωνία δηλαδή


να μείνουμε όλοι μαζί,


νεκροί και ζωντανοί,


τίποτα, αν είναι δυνατό,


να μη χαθεί.




 

9/3/24

Χωρίς τίτλο

Αν έζησες χαρούμενα τη νιότη σου,


τα γηρατειά σου θα είναι μελαγχολικά.


Αν όμως μελαγχολικά την έζησες,


θα έχεις αναπαυτικά γεράματα.




8/3/24

18. Ο μπαλνταφάς ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 


Εκτός από αυτές τις γιορτές των μεγάλων η μαμά με πάει και στον μπαλνταφά που είναι αποκριάτικη γιορτή για τα παιδιά και πάμε εκεί τα παιδιά μασκαρεμένα. Εμένα δεν μου αρέσει καθόλου να πηγαίνω στον μπαλνταφά, γιατί δεν ξέρω κανένα παιδί και κάθομαι μόνη μου και βαριέμαι. Οι μαμάδες κάθονται πιο πέρα όλες μαζί στα τραπέζια κι εμείς τα παιδιά στεκόμαστε στην πίστα και καμαρώνουμε με τις στολές μας.

 

Τη δική μου στολή την έβγαλε η μαμά μου από το μυαλό της, πήγαμε στη μοδίστρα και της έδωσε οδηγίες πώς να τη ράψει. Είναι από κόκκινο ταφτά και έχει και λίγο κίτρινο φρου-φρου. Και μου φτιάξανε και καπελάκι από ταφτά με κόκκινες και κίτρινες κορδέλες. Μετά η μαμά μού έβαλε κόκκινο κραγιόν στα χείλια και μου φόρεσε σκουλαρίκια και παρίστανα τη μπαλαρίνα. 


Αλλά εμένα δεν μου άρεσε η στολή, κανείς δεν καταλάβαινε πως ήμουν μπαλαρίνα, ενώ τα άλλα κορίτσια που ήταν ντυμένα παπάκια και καλαθάκια με λουλούδια και χιονάτες τα καταλάβαιναν αμέσως. Δεν μου αρέσει καθόλου ο μπαλνταφάς, αλλά η μαμά δεν μου δίνει σημασία που φωνάζω πως δεν θέλω να πάω,  με πηγαίνει εκεί με το ζόρι και δεν περνώ καλά.


***

Μπαλνταφάς: "Ball d' enfant" στην καθομιλούμενη της εποχής.



(Συνεχίζεται)


7/3/24

Οβιδίου Μεταμορφώσεις Χ. 104-142. Πώς ο ωραίος Κυπάρισσος έγινε κυπαρίσσι

 



 

Ανάμεσά τους ήταν και το κυπαρίσσι


που έμοιαζε όπως ο κώνος


στη στροφή του ιπποδρόμου,


τώρα δέντρο,


αλλά παλιότερα αγόρι


αγαπημένο από εκείνον τον θεό


που παίζει της κιθάρας τις χορδές


και τις χορδές του τόξου.


 

Υπήρξε κάποτε λοιπόν


ένα ιερό πελώριο ελάφι στην Καρθαία,


τόπο που κατοικούν οι νύμφες,


που σκόρπιζε τριγύρω


με τα μεγάλα κέρατα  που είχε στο κεφάλι


πλατιές, ψηλές σκιές.


Άστραφταν απ’ το χρυσό τα κέρατά του


και περιδέραια λιθοκόλλητα κρέμονταν στους ώμους του,


ριγμένα γύρω από τον απαλό λαιμό του.


Ένα στολίδι ασημένιο, δεμένο με λουράκια,


είχε στο μέτωπό του


κι έλαμπαν στα δυο του αφτιά


χοροπηδώντας στον αέρα


σκουλαρίκια από χαλκό.


 

Δίχως φόβο,


απαλλαγμένο από το  σκιάξιμο των φυσικών πλασμάτων


τριγύριζε στα σπίτια


και τον λαιμό του πρόσφερε για χάδια


ακόμα και σε χέρια αγνώστων.


Μα πιο πολύ απ’ όλους


εσύ, Κυπάρισσε,


που ήσουν ο πιο όμορφος


από όσους έμεναν στην Κέω,


ήσουν ο εκλεκτός του.


 

Εσύ το ελάφι σε νέα βοσκοτόπια οδηγούσες,


εσύ και σε πηγές με γάργαρο νερό,


εσύ μονάχα έπλεκες στα κέρατά του


κάθε λογής λουλούδια


και ιππεύοντας στην πλάτη του χαρούμενος


εδώ κι εκεί το πήγαινες


και μ’ ένα πορφυρό καπίστρι στο τρυφερό του στόμα


το χαλιναγωγούσες.


 

Και ένα μεσημέρι  με μεγάλη κάψα


που οι ακτίνες του ήλιου έκαιγαν τα πάντα,


το ελάφι κουρασμένο ξάπλωσε στη χλόη


και ζήτησε δροσιά κάτω από τη σκιά των δέντρων.


Αλλά ο απρόσεχτος Κυπάρισσος με κοφτερό ακόντιο


το κάρφωσε.


Κι όταν το είδε να πεθαίνει απ’ το βαρύ του τραύμα,


τον εαυτό του καταδίκασε


και θέλησε κι ο ίδιος να πεθάνει.


 

Μα ο Φοίβος τέτοιου είδους ανακούφιση τού αρνήθηκε


και τον συμβούλεψε να υπομείνει ό,τι έγινε


χωρίς τόσο μεγάλο πόνο.


Όμως εκείνος αναστέναξε


κι αυτό το τελευταίο δώρο ζήτησε από τους θεούς:


για πάντα να θρηνεί.


 

Και να που από το ατέλειωτό του κλάμα


εστέρεψε το αίμα του


και άρχισαν τα μέλη του να πρασινίζουν


και τα μαλλιά  που στο χλομό του μέτωπο έπεφταν


άγριες τρίχες έγιναν και σκλήρυναν


σε μια λεπτή κορφή


που ατένιζε τον ουρανό με τα άστρα.


 

Θλιμμένος αναστέναξε ο θεός και είπε:


«Εγώ εσένα θα θρηνώ,


άλλους εσύ θα θρηνείς,


εσύ παρών θα είσαι


σε όσους υποφέρουν».


 



***


 Μετάφραση στα νέα ελληνικά: Καίτη Βασιλάκου.


 

 ***

 

 



Adfuit huic turbae metas imitata Cupressus


nunc  arbor, puer ante deo dilectus ab illo,


qui citharam nervis et nervis temperat arcum.


namque  sacer nymphis Carthaea tenentibus arva


ingens cervus erat, lateque patentibus altas


ipse suo capiti praebebat cornibus umbras.


cornua fulgebant auro, demissaque in armos


pendebant terete gemmate monilia collo.


bulla super frontem parvis argentea loris


vincta movebatur; parilesque ex aere nitebant


auribus e geminis circum cava tempora bacae;


isque metu vacuus naturalique pavore


deposito celebrare domos mulcendaque colla


quamlibet ignotis manibus praebere solebat.


sed tamen ante alios, Ceae pulcherrime gentis,


gratus erat, Cyparisse, tibi; tu pabula cervum


ad nova, tu liquidi ducebas fontis ad undam,


tu modo texebas varios per cornua flores,


nunc eques in tergo residens huc laetus et illuc


mollia purpureis frenabas ora capistris.


 

Aestus erat mediusque dies, solisque vapore


concava litorei fervebant bracchia Cancri:


fessus in herbosa posuit sua corpora terra


cervus et arborea frigus ducebat ab umbra.


hunc puer inprudens iaculo Cyparissus acuto


fixit et, ut saevo morientem vulnere vidit,


velle mori statuit. Quae non solacia Phoebus


dixit et, ut leviter pro materiaque doleret,


admonuit! gemuit ille tamen munusque supremum


hoc petit a superis, ut tempore lugeat omni.


iamque  per inmenso egesto sanguinis fletus


in viridem verti coeperunt membra colorem,


et, modo qui nivea pendebant fronte capilli,


horrida caesaries fieri sumptoque rigore


sidereum gracili spectare cacumine caelum.


ingemuit tristisque deus “lugebere nobis


lugebisque alios aderisque dolentibus” inquit.