Τα καλοκαίρια πάμε και οι τρεις
στην Περδικόβρυση, στο χωριό του μπαμπά. Μπαίνουμε στο πλοίο και ταξιδεύουμε
όλη τη νύχτα και το πρωί φτάνουμε στον Πειραιά. Μετά παίρνουμε το λεωφορείο και
ταξιδεύουμε μισή μέρα και φτάνουμε στην Τρίπολη. Αποκεί παίρνουμε άλλο
λεωφορείο και φτάνουμε το απόγευμα στο Καστρί που είναι μια κωμόπολη, δηλαδή
κάτι σαν μεγάλο χωριό.
Στο Καστρί μάς περιμένει ο
ξάδερφος του μπαμπά, ο θείος Βασίλης, που έχει έρθει από το χωριό με τα
μουλάρια, γιατί δεν πάει αυτοκίνητο εκεί πέρα. Ανεβαίνουμε στα μουλάρια που
έχουν από ένα κουδουνάκι και κουδουνίζουν πολύ όμορφα και φτάνουμε στην
Περδικόβρυση, όταν έχει πια βραδιάσει. Εκεί μας υποδέχονται τα αδέλφια του μπαμπά
και κλαίνε όλοι, μας αγκαλιάζουν και μας φιλούν και μας έχουν έτοιμο στρωμένο
τραπέζι να φάμε.
Είναι πολύ χαρούμενοι που μας
έχουν κοντά τους και κάθε τόσο κλαίνε κι εμένα μου κάνουν όλα τα χατίρια και
κανείς δεν με μαλώνει. Ο παππούς και η γιαγιά είναι γέροι και ήσυχοι, κάθονται
στην άκρη και δεν μιλούν πολύ.
Στο χωριό δεν έχει ηλεκτρικό και
άμα νυχτώνει, ανάβουν λάμπες. Αλλά ο αδελφός του μπαμπά ανάβει το λουξ και
φωτίζεται όλο το δωμάτιο. Ούτε νερό έχουν στα σπίτια. Στη μέση του χωριού είναι
κάτι μεγάλες βρύσες και τρέχουν μέρα νύχτα τα νερά με ορμή και όλοι πάνε εκεί
με τα μουλάρια τους και γεμίζουν κάτι μικρά βαρελάκια που τα λένε βαγένια και
τα φέρνουν στο σπίτι.
Όλες τις μέρες που είμαστε εκεί εγώ
παίζω με τα ξαδέρφια μου και περνώ ωραία. Αλλά πέρυσι που πήγαμε πέρασα άσχημα,
γιατί γλίστρησα βγαίνοντας από το πλοίο και χτύπησα στον αγκώνα και οι γονείς
μου με πήγαν στον γιατρό κι αυτός μου έδεσε το χέρι και το κρατούσα κρεμασμένο
με ένα πανί από το λαιμό μου.
Μετά στο χωριό οι γονείς μου
έβγαλαν το πανί, αλλά εγώ φοβόμουν να ισιώσω το χέρι μου και το είχα συνέχεια
λυγισμένο. Αυτοί μου φώναζαν ότι θα πάθω αγκύλωση, αλλά εγώ δεν το ίσιωνα,
γιατί φοβόμουν πως θα πονέσω. Και μια μέρα ήρθε μια γειτόνισσα που γιατρεύει
τους αρρώστους του χωριού και ήταν συνεννοημένοι όλοι και με άρπαξαν και με
κράτησαν ακίνητη και η γειτόνισσα έπιασε το χέρι μου και το ίσιωσε με το ζόρι.
Εγώ ούρλιαζα και με άκουσε όλο το χωριό. Μετά με πήγαν στο κρεβάτι και με καλόπιαναν,
αλλά εγώ έκλαιγα και μια κοπέλα από ένα
διπλανό σπίτι που είχε έρθει με κοίταζε και με λυπόταν κι αυτό εμένα δεν μου άρεσε,
γιατί δεν θέλω να με λυπούνται.
Όταν φεύγουμε από το χωριό, σηκωνόμαστε
ξημερώματα και ο θείος Βασίλης έχει έτοιμα τα μουλάρια με τα κουδουνάκια τους.
Πάλι κλαίνε όλοι, οι θείες και οι θείοι, και μας αγκαλιάζουν ξανά και ξανά και
δεν μας αφήνουν να φύγουμε. Τέλος πάντων, ανεβαίνουμε κάποια στιγμή στα
μουλάρια και φεύγουμε. Φτάνουμε στο Καστρί, αποκεί παίρνουμε το λεωφορείο για
την Τρίπολη κι αποκεί άλλο λεωφορείο για την Αθήνα. Στην Αθήνα μένουμε μερικές
μέρες.
Ω, μα τι θαύμα που είναι αυτή η πόλη!
(Συνεχίζεται)
***
Η φωτογραφία από: https://www.argolikeseidhseis.gr/2011/11/blog-post_5685.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου