Ανάμεσά
τους ήταν και το κυπαρίσσι
που
έμοιαζε όπως ο κώνος
στη
στροφή του ιπποδρόμου,
τώρα
δέντρο,
αλλά
παλιότερα αγόρι
αγαπημένο
από εκείνον τον θεό
που
παίζει της κιθάρας τις χορδές
και
τις χορδές του τόξου.
Υπήρξε
κάποτε λοιπόν
ένα
ιερό πελώριο ελάφι στην Καρθαία,
τόπο
που κατοικούν οι νύμφες,
που
σκόρπιζε τριγύρω
με
τα μεγάλα κέρατα που είχε στο κεφάλι
πλατιές,
ψηλές σκιές.
Άστραφταν
απ’ το χρυσό τα κέρατά του
και
περιδέραια λιθοκόλλητα κρέμονταν στους ώμους του,
ριγμένα
γύρω από τον απαλό λαιμό του.
Ένα
στολίδι ασημένιο, δεμένο με λουράκια,
είχε
στο μέτωπό του
κι
έλαμπαν στα δυο του αφτιά
χοροπηδώντας
στον αέρα
σκουλαρίκια
από χαλκό.
Δίχως
φόβο,
απαλλαγμένο
από το σκιάξιμο των φυσικών πλασμάτων
τριγύριζε
στα σπίτια
και
τον λαιμό του πρόσφερε για χάδια
ακόμα
και σε χέρια αγνώστων.
Μα
πιο πολύ απ’ όλους
εσύ,
Κυπάρισσε,
που
ήσουν ο πιο όμορφος
από
όσους έμεναν στην Κέω,
ήσουν
ο εκλεκτός του.
Εσύ
το ελάφι σε νέα βοσκοτόπια οδηγούσες,
εσύ
και σε πηγές με γάργαρο νερό,
εσύ
μονάχα έπλεκες στα κέρατά του
κάθε
λογής λουλούδια
και
ιππεύοντας στην πλάτη του χαρούμενος
εδώ
κι εκεί το πήγαινες
και
μ’ ένα πορφυρό καπίστρι στο τρυφερό του στόμα
το
χαλιναγωγούσες.
Και
ένα μεσημέρι με μεγάλη κάψα
που
οι ακτίνες του ήλιου έκαιγαν τα πάντα,
το
ελάφι κουρασμένο ξάπλωσε στη χλόη
και
ζήτησε δροσιά κάτω από τη σκιά των δέντρων.
Αλλά
ο απρόσεχτος Κυπάρισσος με κοφτερό ακόντιο
το
κάρφωσε.
Κι
όταν το είδε να πεθαίνει απ’ το βαρύ του τραύμα,
τον
εαυτό του καταδίκασε
και
θέλησε κι ο ίδιος να πεθάνει.
Μα
ο Φοίβος τέτοιου είδους ανακούφιση τού αρνήθηκε
και
τον συμβούλεψε να υπομείνει ό,τι έγινε
χωρίς
τόσο μεγάλο πόνο.
Όμως
εκείνος αναστέναξε
κι
αυτό το τελευταίο δώρο ζήτησε από τους θεούς:
για
πάντα να θρηνεί.
Και
να που από το ατέλειωτό του κλάμα
εστέρεψε
το αίμα του
και
άρχισαν τα μέλη του να πρασινίζουν
και
τα μαλλιά που στο χλομό του μέτωπο
έπεφταν
άγριες
τρίχες έγιναν και σκλήρυναν
σε
μια λεπτή κορφή
που
ατένιζε τον ουρανό με τα άστρα.
Θλιμμένος
αναστέναξε ο θεός και είπε:
«Εγώ
εσένα θα θρηνώ,
άλλους
εσύ θα θρηνείς,
εσύ
παρών θα είσαι
σε
όσους υποφέρουν».
Adfuit huic turbae metas imitata Cupressus
nunc arbor,
puer ante deo dilectus ab illo,
qui citharam nervis et nervis temperat arcum.
namque sacer
nymphis Carthaea tenentibus arva
ingens cervus erat, lateque patentibus altas
ipse suo capiti praebebat cornibus umbras.
cornua fulgebant auro, demissaque in armos
pendebant terete gemmate monilia collo.
bulla super frontem parvis argentea loris
vincta movebatur; parilesque ex aere nitebant
auribus e geminis circum cava tempora bacae;
isque metu vacuus naturalique pavore
deposito celebrare domos mulcendaque colla
quamlibet ignotis manibus praebere solebat.
sed tamen ante alios, Ceae pulcherrime gentis,
gratus erat, Cyparisse, tibi; tu pabula cervum
ad nova, tu liquidi ducebas fontis ad undam,
tu modo texebas varios per cornua flores,
nunc eques in tergo residens huc laetus et illuc
mollia purpureis frenabas ora capistris.
Aestus erat mediusque dies, solisque vapore
concava litorei fervebant bracchia Cancri:
fessus in herbosa posuit sua corpora terra
cervus et arborea frigus ducebat ab umbra.
hunc puer inprudens iaculo Cyparissus acuto
fixit et, ut saevo morientem vulnere vidit,
velle mori statuit. Quae non solacia Phoebus
dixit et, ut leviter pro materiaque doleret,
admonuit! gemuit ille tamen munusque supremum
hoc petit a superis, ut tempore lugeat omni.
iamque per
inmenso egesto sanguinis fletus
in viridem verti coeperunt membra colorem,
et, modo qui nivea pendebant fronte capilli,
horrida caesaries fieri sumptoque rigore
sidereum gracili spectare cacumine caelum.
ingemuit tristisque deus “lugebere nobis
lugebisque alios aderisque dolentibus” inquit.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου