Σελίδες

30/12/12

Τι θα συμβεί το 2013



Το 2013 θα συμβούν τα εξής καταπληκτικά πράγματα:

Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία θα τελειώσει, ο Άσαντ θα παραδώσει την εξουσία στο λαό, ο λαός δεν θα τον θανατώσει με λυντσάρισμα και στη χώρα θα επικρατήσει η δημοκρατία, στην οποία οι ισλαμιστές θα αποτελούν ισχνή μειοψηφία.

Στο Ιράν θα καταρρεύσει το καθεστώς χωρίς αιματοχυσία και θα επικρατήσει κι εκεί η δημοκρατία. Οι αγιατολάδες και οι φανατισμένοι οπαδοί τους δεν θα υποστούν την εκδικητική μανία του πλήθους, δεν θα απαγχονιστούν, απλώς θα κλειστούν αποδυναμωμένοι και βουβοί στα σπίτια τους.

27/12/12

Φτώχεια, θρησκευτικός φανατισμός και απαγόρευση των αμβλώσεων πάνε μαζί


Οργή και θύελλα αντιδράσεων έχει προκαλέσει στην Ιρλανδία ο θάνατος μιας γυναίκας 30 ετών από σηψαιμία, επειδή οι γιατροί αρνήθηκαν να προχωρήσουν σε άμβλωση, αν και είχαν διαπιστώσει επιπλοκές στην εγκυμοσύνη. «Εδώ είναι χώρα Καθολικών», της είπαν, ενώ εκείνη τους ζητούσε να τερματίσουν την κύηση.

24/12/12

Η γριά και η γάτα




Η γριά καθόταν στο τζάκι και σκάλιζε τη φωτιά. Έξω χειμώνας, κρύο πολύ.
Η γάτα είχε απλωθεί δίπλα στη ζέστη και ονειρευόταν ένα μεγάλο κομμάτι τυρί.

-Πού να είναι τώρα, μωρή, ο Γιάννης..., είπε η γριά στα γάτα.

Η γάτα άκουσε το «μωρή» και μισάνοιξε το ένα μάτι. «Λες να μου δώσει τίποτα φαγώσιμο;» αναρωτήθηκε.

Η γριά σκάλιζε το τζάκι.

-Από πέρυσι έχω να πάρω νέα του, συνέχισε η γριά. Και αύριο είναι Χριστούγεννα. Τι Χριστούγεννα θα κάνω φέτος ολομόναχη, μωρή;

Η γάτα δεν έκανε τον κόπο να αντιδράσει.

-Τρία παιδιά γέννησα και τα πήρε ο διάολος και τα τρία, φύγανε. Σαν να μην έκανα παιδιά δηλαδή.

Άφησε κάτω τη μασιά και σταύρωσε τα χέρια.

-Κι ό,τι μου έμεινε είναι μια γάτα λαίμαργη και κλέφτρα.

 «Για μένα λέει», σκέφτηκε η γάτα με κλειστά τα μάτια. «Με βρίζει πάλι η παλιόγρια».

-Ο Θανάσης μπήκε στα καράβια και εξαφανίστηκε. Παντρεύτηκε, έμαθα, στην Αμερική. Πάει ο Θανάσης. Η Σταματία σηκώθηκε και πήγε στην Αθήνα και δεν κάνει καλά πράγματα εκεί. Πάει κι η Σταματία... Και καλύτερα, τέτοια που έγινε...

«Για τα παιδιά της λέει πάλι» σκέφτηκε η γάτα κι άλλαξε θέση.

-Μου έμεινε ο μικρός, ο Γιάννης, και είπα, πάλι καλά, έχω ένα παιδί να με νοιαστεί στα γεράματά μου. Πάει κι αυτός, έφυγε κι ούτε μήνυμα ούτε γράμμα. Πού στο διάολο πήγε, πού γυρίζει το παλιόπαιδο και ξέχασε τη μάνα που το γέννησε...

«Για το γέρο της θα πει τίποτα άραγε;» αναρωτήθηκε η γάτα.

-Είπα, έχω τουλάχιστον το γέρο να βγάλουμε μαζί τα δύσκολα χρόνια. Πήγε κι αυτός και ψόφησε σαν το κακό σκυλί, όπως έζησε.

«Δεν θέλω ν’ ακούω για σκυλιά», σκέφτηκε η γάτα.

-Να’ μαι λοιπόν εδώ τώρα ολομόναχη με μια γάτα κλέφτρα και πονηρή. Που κάθεται μαζί μου μόνο για το φαΐ. Ακούς, μωρή; Μόνο γι' αυτό μένεις μαζί μου, επειδή σε ταΐζω.

«Όλο τα ίδια και τα ίδια...», σκέφτηκε η γάτα βαριεστημένη.

-Γιατί δεν πας, μωρή, να κυνηγήσεις ποντίκια; Χορό στήνουν κάθε βράδυ στο ταβάνι. Αλλά εσύ θέλεις το τυρί σου, παλιοτεμπέλα. Απόψε θα σ’ αφήσω νηστική για να μάθεις. Τ’ ακούς, μωρή;

«Μα τι όνομα είναι αυτό που μου έχει δώσει η παλιόγρια... Γιατί δεν με φωνάζει Ζουζού, όπως λέει η γειτόνισσα τη γάτα της;»

-Γιατί δεν μ’ αγαπάς, μωρή; Δεν σε ταΐζω, δεν σ’ έχω τώρα εδώ στο τζάκι να ζεσταίνεσαι; Οι άλλες γάτες είναι έξω στην παγωνιά και ψοφολογάνε. Γιατί, μωρή, δεν μ’ αγαπάς;

«Θα μου βγάλει την ψυχή η παλιόγρια, μέχρι να μου δώσει να φάω τίποτα» σκέφτηκε η γάτα, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση της.

-Από μένα δεν ζεις, μωρή;

«Ε, και;»

-Έξις και ξερός. Αχάριστο πλάσμα.

«Θα σβήσει η φωτιά», σκέφτηκε η γάτα.

-Να σβήσει, να πάει στο διάολο. Τι τη θέλω, για να σε ζεσταίνω, παλιόγατα; Εγώ θα πάω τώρα να κοιμηθώ.

Σηκώθηκε με κόπο από το σκαμνί. Η γάτα άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε.

«Τι θα γίνει με το βραδινό μου;»

Η γριά άνοιξε μια νάιλον σακούλα κι έβγαλε μια φέτα ψωμί.

-Μόνο ψωμί απόψε. Σε βάζω τιμωρία, γιατί δεν είσαι εντάξει.

Πέταξε τη φέτα χάμω. Η γάτα κατέβηκε από το τζάκι και μύρισε το ψωμί ανόρεχτα.

-Φα’ το, μωρή, γιατί θα σου το τρίψω στη μούρη.

«Σκατόγρια» σκέφτηκε η γάτα και δάγκωσε μια μπουκιά.

Η γριά πήρε το μπουκάλι το κρασί από το τραπέζι και ήπιε στα όρθια μερικές γουλιές.

-Δεν είμαι μπεκρού, είπε στη γάτα που την κοίταζε. Κάνει κρύο και κρυώνω.

Ήπιε μερικές γουλιές ακόμα.

Η γάτα την κοίταζε.

-Κι αν είμαι, τι πειράζει;

-Μιάου! Έκανε η γάτα.

-Παλιόγατα! Έκανε η γριά και ήπιε ακόμα λίγο κρασί.

-Μιάου!

-Έτσι σαν και σένα με κοίταζε κι ο Γιάννης μου, όταν ήταν μικρός. Μόνο που αυτός δεν έλεγε μιάου.

Πήρε ένα λουκάνικο από το ντουλάπι και το έκοψε κομματάκια.

«Επιτέλους» σκέφτηκε η γάτα.

-Άντε, μωρή, φάε, Χριστούγεννα έχουμε, είπε η γριά και πέταξε χάμω τα κομμάτια το λουκάνικο.

«Κάθε φορά πρέπει να ακούω την πολυλογία της, μέχρι να φάω κατιτίς» σκέφτηκε η γάτα και καταβρόχθισε το λουκάνικο.

Η γριά ήπιε κι άλλο κρασί. Ύστερα έτριψε το στήθος της.

-Αχ! Ζεστάθηκα για τα καλά!

Πήγε στο κρεβάτι και χώθηκε κάτω από τις κουβέρτες. Η γάτα πήδηξε από πίσω της και στριμώχτηκε στα πόδια της.

-Ύπνο τώρα, μωρή, είπε η γριά κι έκλεισε τα μάτια.

«Ύπνο τώρα, παλιόγρια», σκέφτηκε κι η γάτα κι άρχισε να χουρχουρίζει.

1986





22/12/12

Αφορισμοί περί την ποίηση


Σε σύγκριση με τις άλλες τέχνες η ποίηση έχει νομίζω τους περισσότερους αφορισμούς (ή απόπειρες αφορισμών) που διατυπώνουν οι ίδιοι οι ποιητές μέσα στα ποιήματά τους.

Έτσι πολύ πρόχειρα αναφέρω το στίχο «δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...» του Σαραντάρη και το στίχο «ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου» του Εμπειρίκου και βέβαια, αν κανείς εντρυφήσει στη σύγχρονη ποίηση, θα συναντήσει πολλούς και ποικίλους αφορισμούς ποιητών για την τέχνη τους.

Αυτό το θεωρώ άδικο. Δεν έχω ακούσει πχ τραγούδια να δίνουν τον ορισμό της μουσικής ούτε έχω δει πίνακες που να παριστάνουν τον ορισμό της ζωγραφικής ούτε κανένα μπαλέτο έχει χορέψει τον ορισμό του χορού. Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες τέχνες. Ακόμα και οι συγγραφείς δεν εκδηλώνουν αυτή την εμμονή των ποιητών και στα έργα τους δεν επιμένουν να μας δώσουν τον ορισμό του διηγήματος και του μυθιστορήματος.

21/12/12

Αχ, πόσο μ' αρέσει να τους βλέπω...



Αχ,
πόσο μ’ αρέσει
να τους βλέπω
όλους μαζί,
γονείς,
παιδιά,
εγγόνια,
παππούδες και γιαγιάδες
να κάθονται στο γιορτινό τραπέζι,
να εύχονται,
να αντεύχονται,
να αλληλοασπάζονται,
ύστερα να καταβροχθίζουν με ηδονή
το αρνάκι γάλακτος
που μια κουτή αρνάδα γέννησε
κι ακόμα κλαίει βελάζοντας
αναζητώντας το. 


18/12/12

"Αγαπημένε μου ψυχίατρε" (Απόσπασμα)



Κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία.

"Κάνει πρώιμη αφόρητη ζέστη.

Η ζέστη πειράζει τους τρελούς, είναι γνωστό αυτό.
Κλείνομαι μέσα, δεν θέλω να πάω πουθενά, ο ήλιος με εξοντώνει, ποτέ δεν συμπάθησα αυτό το φλεγόμενο άστρο. Γράφω ατελείωτα κείμενα, καταγράφω τα οράματά μου, τα διαβάζω και μετά τα καίω. Σου εξηγώ ότι το κάνω αυτό για να περάσει ευχάριστα η ώρα  μέσα σε μια πόλη που την καίει αλύπητα ο ήλιος.

Σ’ αυτά τα κείμενα δεν είσαι  εσύ.
Εσύ είσαι στα άλλα, τα αγαπησιάρικα.

«Τι θα κάνετε λοιπόν το καλοκαίρι;»

Με συγκινεί που ενδιαφέρεσαι, μολονότι αν δεν σε πλήρωνα, δεν θα με ρωτούσες.

«Αρχές Ιουλίου θα πάω  μια εβδομάδα στη Σάμο με την Αργυρώ».


Πέρασα καλά στο νησί.
Όταν επιστρέφω, σου δίνω πλήρη αναφορά, τι έκανα, ποιους είδα, τι είπα. Όμως δεν σου λέω για το βράδυ εκείνο που άκουσα ένα τραγούδι στην ταβέρνα και  με πήρε ο σεβντάς σου. Όταν τέλειωσε και άφησα τον τελευταίο μου αναστεναγμό,  κοιταχτήκαμε η Αργυρώ κι εγώ και ξεσπάσαμε  σε βροντερά γέλια.

Σ’ αγαπώ πολύ και γελώ με την κατάντια μου".






17/12/12

Θερσίτης και Σάυλοκ



 Τα μεγάλα καλλιτεχνικά έργα έχουν διαχρονική αξία και οι άνθρωποι τα χαίρονται σε όλες τις εποχές, επειδή λένε κάτι που ισχύει σε όλες τις εποχές και συγκινεί όλες τις εποχές.

Όμως, ένα ποίημα, ένα θεατρικό έργο, ένα μυθιστόρημα  του παρελθόντος μαζί με τις διαχρονικές ιδέες που μεταφέρει, είναι πολύ πιθανό να μεταφέρει και ιδέες που εν τω μεταξύ άλλαξαν και δεν εκφράζουν τους κατοπινούς ανθρώπους. Στην περίπτωση αυτή το κοινό ή προσπερνά με κατανόηση αυτές τις ιδέες ή προσπαθεί να τις μεταποιήσει, ώστε να έλθουν στα μέτρα της εποχής του - κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι πολύ παρακινδυνευμένο.

Μερικές φορές η επέμβασή μας αυτή είναι ολέθρια, γιατί μπορεί να αλλοιώνει εντελώς την πρόθεση του δημιουργού, ο οποίος δυστυχώς δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί αποκεί που βρίσκεται. Κάτι τέτοιο έγινε με την ταινία του Μάικλ Ράντφορντ «Ο Έμπορος της Βενετίας» που βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2005. Εκεί βλέπουμε να καταδικάζεται ο αντισημιτισμός της εποχής του Σαίξπηρ, κάτι που ο ίδιος ο Σαίξπηρ ούτε καν είχε διανοηθεί. Ο αντισημιτισμός είναι ασφαλώς καταδικαστέος στην εποχή μας, δεν ήταν όμως καθόλου καταδικαστέος, όταν ο Σαίξπηρ έγραφε το έργο του.

15/12/12

Εσείς δεν το ακούτε...




Εσείς δεν το ακούτε,
το ακούω εγώ
που κλαίει λυπητερά
και με τα μαύρα νύχια του
σκάβει το χώμα,
πιάνει τη σιδερένια πόρτα,
την τραντάζει,
γυροφέρνει στο κελί,
τραβά τις αλυσίδες του
και τρέχουν δάκρυα 
από τα μάτια του,
όταν μ’ εκλιπαρεί.

Το λυπάμαι ώρες-ώρες.
Ξέρω πως είναι πεινασμένο,
για την ακρίβεια λιμοκτονεί,
αλλά δεν λέει να πεθάνει,
όπως βαθιά το εύχομαι,
μόνο ουρλιάζει θλιβερά,
λυπητερά
και σπαρταρά
μέσα στις αλυσίδες του
και με κοιτάζει
με παράπονο.

Σκίζεται η καρδιά μου,
σας το ορκίζομαι,
έτσι καθώς το ακούω να γρούζει
με τις πληγές του ανοιχτές,
ανήμπορο
να κλαίει
για την κακή του μοίρα.

Όμως το αφήνω εκεί
κλεισμένο,
κλειδαμπαρωμένο,
μοναχό,
το αφήνω εκεί
να τρώει τα κομμάτια του
από την πείνα,
να σκίζει μόνο του
τις σάρκες του,
να κλαίει γοερά,
να ουρλιάζει.
Εκεί το αφήνω.

Γιατί,
αν το ελευθερώσω,
Θεέ μου,
αν το ελευθερώσω,
Θεέ μου,
πώς φοβάμαι να το ελευθερώσω,
Θεέ μου,
τι ανόσιες ηδονές,
τι τυραννία,
τι αμαρτίες μεθυστικές
είναι έτοιμο
να μου χαρίσει.