Σελίδες

24/12/12

Η γριά και η γάτα




Η γριά καθόταν στο τζάκι και σκάλιζε τη φωτιά. Έξω χειμώνας, κρύο πολύ.
Η γάτα είχε απλωθεί δίπλα στη ζέστη και ονειρευόταν ένα μεγάλο κομμάτι τυρί.

-Πού να είναι τώρα, μωρή, ο Γιάννης..., είπε η γριά στα γάτα.

Η γάτα άκουσε το «μωρή» και μισάνοιξε το ένα μάτι. «Λες να μου δώσει τίποτα φαγώσιμο;» αναρωτήθηκε.

Η γριά σκάλιζε το τζάκι.

-Από πέρυσι έχω να πάρω νέα του, συνέχισε η γριά. Και αύριο είναι Χριστούγεννα. Τι Χριστούγεννα θα κάνω φέτος ολομόναχη, μωρή;

Η γάτα δεν έκανε τον κόπο να αντιδράσει.

-Τρία παιδιά γέννησα και τα πήρε ο διάολος και τα τρία, φύγανε. Σαν να μην έκανα παιδιά δηλαδή.

Άφησε κάτω τη μασιά και σταύρωσε τα χέρια.

-Κι ό,τι μου έμεινε είναι μια γάτα λαίμαργη και κλέφτρα.

 «Για μένα λέει», σκέφτηκε η γάτα με κλειστά τα μάτια. «Με βρίζει πάλι η παλιόγρια».

-Ο Θανάσης μπήκε στα καράβια και εξαφανίστηκε. Παντρεύτηκε, έμαθα, στην Αμερική. Πάει ο Θανάσης. Η Σταματία σηκώθηκε και πήγε στην Αθήνα και δεν κάνει καλά πράγματα εκεί. Πάει κι η Σταματία... Και καλύτερα, τέτοια που έγινε...

«Για τα παιδιά της λέει πάλι» σκέφτηκε η γάτα κι άλλαξε θέση.

-Μου έμεινε ο μικρός, ο Γιάννης, και είπα, πάλι καλά, έχω ένα παιδί να με νοιαστεί στα γεράματά μου. Πάει κι αυτός, έφυγε κι ούτε μήνυμα ούτε γράμμα. Πού στο διάολο πήγε, πού γυρίζει το παλιόπαιδο και ξέχασε τη μάνα που το γέννησε...

«Για το γέρο της θα πει τίποτα άραγε;» αναρωτήθηκε η γάτα.

-Είπα, έχω τουλάχιστον το γέρο να βγάλουμε μαζί τα δύσκολα χρόνια. Πήγε κι αυτός και ψόφησε σαν το κακό σκυλί, όπως έζησε.

«Δεν θέλω ν’ ακούω για σκυλιά», σκέφτηκε η γάτα.

-Να’ μαι λοιπόν εδώ τώρα ολομόναχη με μια γάτα κλέφτρα και πονηρή. Που κάθεται μαζί μου μόνο για το φαΐ. Ακούς, μωρή; Μόνο γι' αυτό μένεις μαζί μου, επειδή σε ταΐζω.

«Όλο τα ίδια και τα ίδια...», σκέφτηκε η γάτα βαριεστημένη.

-Γιατί δεν πας, μωρή, να κυνηγήσεις ποντίκια; Χορό στήνουν κάθε βράδυ στο ταβάνι. Αλλά εσύ θέλεις το τυρί σου, παλιοτεμπέλα. Απόψε θα σ’ αφήσω νηστική για να μάθεις. Τ’ ακούς, μωρή;

«Μα τι όνομα είναι αυτό που μου έχει δώσει η παλιόγρια... Γιατί δεν με φωνάζει Ζουζού, όπως λέει η γειτόνισσα τη γάτα της;»

-Γιατί δεν μ’ αγαπάς, μωρή; Δεν σε ταΐζω, δεν σ’ έχω τώρα εδώ στο τζάκι να ζεσταίνεσαι; Οι άλλες γάτες είναι έξω στην παγωνιά και ψοφολογάνε. Γιατί, μωρή, δεν μ’ αγαπάς;

«Θα μου βγάλει την ψυχή η παλιόγρια, μέχρι να μου δώσει να φάω τίποτα» σκέφτηκε η γάτα, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση της.

-Από μένα δεν ζεις, μωρή;

«Ε, και;»

-Έξις και ξερός. Αχάριστο πλάσμα.

«Θα σβήσει η φωτιά», σκέφτηκε η γάτα.

-Να σβήσει, να πάει στο διάολο. Τι τη θέλω, για να σε ζεσταίνω, παλιόγατα; Εγώ θα πάω τώρα να κοιμηθώ.

Σηκώθηκε με κόπο από το σκαμνί. Η γάτα άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε.

«Τι θα γίνει με το βραδινό μου;»

Η γριά άνοιξε μια νάιλον σακούλα κι έβγαλε μια φέτα ψωμί.

-Μόνο ψωμί απόψε. Σε βάζω τιμωρία, γιατί δεν είσαι εντάξει.

Πέταξε τη φέτα χάμω. Η γάτα κατέβηκε από το τζάκι και μύρισε το ψωμί ανόρεχτα.

-Φα’ το, μωρή, γιατί θα σου το τρίψω στη μούρη.

«Σκατόγρια» σκέφτηκε η γάτα και δάγκωσε μια μπουκιά.

Η γριά πήρε το μπουκάλι το κρασί από το τραπέζι και ήπιε στα όρθια μερικές γουλιές.

-Δεν είμαι μπεκρού, είπε στη γάτα που την κοίταζε. Κάνει κρύο και κρυώνω.

Ήπιε μερικές γουλιές ακόμα.

Η γάτα την κοίταζε.

-Κι αν είμαι, τι πειράζει;

-Μιάου! Έκανε η γάτα.

-Παλιόγατα! Έκανε η γριά και ήπιε ακόμα λίγο κρασί.

-Μιάου!

-Έτσι σαν και σένα με κοίταζε κι ο Γιάννης μου, όταν ήταν μικρός. Μόνο που αυτός δεν έλεγε μιάου.

Πήρε ένα λουκάνικο από το ντουλάπι και το έκοψε κομματάκια.

«Επιτέλους» σκέφτηκε η γάτα.

-Άντε, μωρή, φάε, Χριστούγεννα έχουμε, είπε η γριά και πέταξε χάμω τα κομμάτια το λουκάνικο.

«Κάθε φορά πρέπει να ακούω την πολυλογία της, μέχρι να φάω κατιτίς» σκέφτηκε η γάτα και καταβρόχθισε το λουκάνικο.

Η γριά ήπιε κι άλλο κρασί. Ύστερα έτριψε το στήθος της.

-Αχ! Ζεστάθηκα για τα καλά!

Πήγε στο κρεβάτι και χώθηκε κάτω από τις κουβέρτες. Η γάτα πήδηξε από πίσω της και στριμώχτηκε στα πόδια της.

-Ύπνο τώρα, μωρή, είπε η γριά κι έκλεισε τα μάτια.

«Ύπνο τώρα, παλιόγρια», σκέφτηκε κι η γάτα κι άρχισε να χουρχουρίζει.

1986





6 σχόλια:

  1. Οσο περνουν τα χρονια τοσο σκεφτομαι τι μας περιμενει με παιδια ή χωρις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ όμορφο, Καίτη.
    Καλά Χριστούγεννα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τα παιδιά είναι για τον εαυτό τους και αλίμονο αν περιμένουμε απο τα παιδιά να μας γηροκομήσουν.Πολύ ωραίο κείμενο...Η γριά θα μπορούσε να είναι η Αριστέα.Αγαπούσε τις γάτες όπως όλα τα αδέλφια άλλωστε..

    ΑπάντησηΔιαγραφή