Σελίδες

19/12/24

Λίλια Τσούβα: "Τα σκαμπρόζικα επιγράμματα του Μαρτιάλη"

 


Μάρκος Βαλέριος Μαρτιάλης «Επιγράμματα», Μετάφραση: Καίτη Βασιλάκου, εκδ. Απόπειρα

 

Η μετάφραση των επιγραμμάτων του Μάρκου Βαλέριου Μαρτιάλη από την ποιήτρια και συγγραφέα Καίτη Βασιλάκου, «Μάρκος Βαλέριος Μαρτιάλης, Επιγράμματα» (Απόπειρα, 2024), λαμπυρίζει ως γεγονός ελκυστικό. Ο ποιητής αγαπήθηκε επί αιώνες για το σκαμπρόζικο και διασκεδαστικό του έργο. Η Βασιλάκου επαναφέρει στη λογοτεχνία μας τον εμβληματικό αυτό δημιουργό, επανασυνδέει με τη λατινική λογοτεχνία και το ιδιαίτερο είδος του επιγράμματος, τα ρωμαϊκά ήθη της εποχής.

Ο Μάρκος Βαλέριος Μαρτιάλης (Marcus Valerius Martialis), ο σπουδαιότερος Λατίνος επιγραμματοποιός, γεννημένος περί το 40 μ. Χ. στην πόλη Bιλβιλίδα (Bilbilis) της ρωμαϊκής επαρχίας Hispania Tarraconensis, μεταβαίνει στη Ρώμη γύρω στο 64 όπου και ασχολείται με την ποίηση αρχικά για λόγους επιβίωσης. Γρήγορα όμως γίνεται γνωστός, αποκτά ονομαστούς φίλους, διακρίνεται με δημόσια αξιώματα, τίτλους. Η σταδιοδρομία του λαμβάνει χώρα κυρίως στην αυλή του αυτοκράτορα Δομιτιανού (Titus Flavius Domitianus, 51-96 μ. Χ.). Το σπουδαιότερο έργο του είναι τα «Επιγράμματα»: έντεκα βιβλία (από το 86 ως το 98 μ. Χ.). Το δωδέκατο το εξέδωσε το 102 στην Ισπανία, όπου και επέστρεψε (το 98). Πέθανε το 104 μ. Χ.

Το επίγραμμα ήταν στην αρχή μια απλή χαραγμένη επιγραφή πληροφοριακού χαρακτήρα και προσωπικού τόνου πάνω σε τάφο ή έργο τέχνης (ελάχιστες λέξεις με το όνομα, τη γενιά, τον τόπο του νεκρού). Με τον καιρό εξελίχθηκε σε έντεχνο, απέκτησε ευρεία θεματική, (επιτύμβιο, ερωτικό, σατιρικό), παιγνιώδη και σκωπτική διάθεση, ελευθεριάζουσα έκφραση.

Ο Μαρτιάλης ενσωματώνει τα στοιχεία του είδους στα επιγράμματά του. Ξεφεύγοντας από την τραγωδία και το έπος, εκφράζεται με συντομία, βιτριολικό αλλά και σκανταλιάρικο χιούμορ, για τα τεκταινόμενα. Η Καίτη Βασιλάκου επιλέγει ποιήματά του κυρίως από το βιβλίο «Ανθολογία Λατινικού Επιγράμματος» του καθηγητή Λεωνίδα Τρομάρα και στηρίζεται στο λατινικό κείμενο του Βρετανού μελετητή D. R. Shackleton Bailey. Το βιβλίο συνοδεύεται από κατατοπιστική εισαγωγή του διδάκτορα της Λατινικής Φιλολογίας Γιώργου Πρέκα.

Ελευθερόστομοι και αισχροεπείς οι στίχοι του Μαρτιάλη σοκάρουν με τον ρεαλισμό τους, καθώς μεταφέρουν τον καθημερινό βίο και τα ήθη της Ρώμης του 1ου μετά Χριστόν αιώνα. Ονομάζει την πόλη αρχόντισσα, όμως σατιρίζει και γελοιοποιεί την πολύπτυχη ζωή της, τους βρόμικους δρόμους, τους οίκους ανοχής, τα δημόσια λουτρά και περιβάλλει με ειρωνεία όσα τεκταίνονται στους κόλπους της. Αντλεί από τις κοινωνικές ελλείψεις (την αντίθεση κυρίως ανάμεσα στην πενία και στον πλούτο), αντλεί από τις φιλοσοφικές και πολιτικές πεποιθήσεις, όμως και από τα ατομικά ελαττώματα, τις εγγενείς ανθρώπινες αδυναμίες. Καγχάζει τις δυσμορφίες, την ασχήμια, την ηλικία, ρίχνει φαρμακερά τα βέλη του σε χαρακτήρες, τους οποίους σκιαγραφεί (τον φιλάργυρο, τον μοιχό, τον γιατρό), σε καταστάσεις, επαγγέλματα.

Ο Μαρτιάλης στοχάζεται και φιλοσοφεί, κυρίως όμως κοροϊδεύει. Ποικίλα ονόματα, επαναλαμβανόμενα ορισμένα, παρελαύνουν από τους στίχους του, ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται και με τους οποίους συνομιλεί ποιητικά λόγω των ρόλων που επιτελούν. Είναι πλαστά, καθώς επιθυμεί να γελοιοποιήσει τις τάσεις, τον ερωτικό οίστρο, τις αμφιφυλοφιλικές διαθέσεις των ανώτερων τάξεων της ρωμαϊκής κοινωνίας. Κάνει αναφορά στον θεό Πρίαπο, το σύμβολο της γονιμότητας με τον υπερμεγέθη φαλλό, εκθέτει τις απόψεις του για τις γυναίκες, την ομορφιά τους, τα πλούτη, την ηλικία.

Ρωτάς, Φλάκκε, πώς θα ’θελα ή πώς δεν θα ’θελα

τη φιλενάδα μου;

Όχι πολύ εύκολη ούτε πολύ δύσκολη τη θέλω.

Εγκρίνω ό, τι βρίσκεται ανάμεσα στα δυο.

Ούτε αυτή που βασανίζει θέλω

ούτε αυτή που με μπουχτίζει θέλω. (Ι. 57, σελ. 39)

 

Με αφορμή τις ρωμαϊκές γιορτές, τα Σατουρνάλια κυρίως, (Κρόνια), που γιορτάζονταν με οινοποσία, ακολασίες, ανταλλαγή δώρων, τυχερά παιχνίδια, υπαίθριες αγορές, αντιστροφή ρόλων ανάμεσα σε αφέντη και δούλο, ψέγει ελαττώματα και ανεπάρκειες, την απουσία εμμέσως ηθικών αξιών. Τα επιγράμματα του Μαρτιάλη αναδεικνύουν τη διάκριση των ερωτικών ρόλων στη Ρώμη, τον 1ο μ. Χ. αιώνα, ενώ κατακρίνουν τις ερωτικές επιθυμίες που αντίκεινται στην κοινωνικά αποδεκτή νόρμα. Πίσω από το σκώμμα διακρίνεται διάθεση για αλλαγή.

Σε δείπνο, Φοίβε, σε καλούν, όλοι οι κίναιδοι.

Όποιον τον τρέφει το καυλί,

δεν είναι άντρας έντιμος, νομίζω. (IX. 63, σελ. 81)

 

Συνομιλεί επίσης ο Μαρτιάλης με τα βιβλία του («βιβλιαράκι μου»), με την ίδια την ποιητική του persona, αναδεικνύοντας τις καλλιτεχνικές του αντιλήψεις, εξαίροντας την ποίηση και την αθανασία που χαρίζει. Οι παρατηρήσεις του μας παραδίδουν τρόπους που σχετίζονται με την παραγωγή (τα βιβλιογραφεία) και τη διακίνηση βιβλίων, τις σχέσεις όσων εμπλέκονται.

 

Εδώ είναι εκείνος που διαβάζεις,

εκείνος που ζητάς, ο Μαρτιάλης,

γνωστός σ’ όλο τον κόσμο

για τα βιβλία του με τα έξυπνα επιγράμματα:

σ’ αυτόν εσύ, πρόθυμε αναγνώστη,

την τιμή που έδωσες,

όσο ακόμα ζει και νιώθει,

λίγοι ποιητές την έχουν αποκτήσει

μετά τον θάνατό τους. (I.1, σελ. 37)

 

Το ύφος των επιγραμμάτων του διακρίνεται από αμεσότητα, ιλαρότητα, ωμό ρεαλισμό. Εκδηλώνεται ωστόσο τρυφερότητα για τη σκυλίτσα ή τη δούλη του που πέθανε έξι χρονών. Ο επικριτικός τόνος δεν στοχεύει στη στηλίτευση των κοινωνικών ελαττωμάτων, αλλά στον προβληματισμό και πρωτίστως στη διασκέδαση, στην πρόκληση γέλιου.

Απορείς Καικιδιανέ,

γιατί δεν πάει για ύπνο ο Άφερ;

Για δες με ποια πλαγιάζει. (Χ.84, σελ. 33)

Ο Μαρτιάλης διαλέγεται ποιητικά με τους αρχαίους ελληνικούς μύθους, με το έργο παλαιότερων ομοτέχνων του (Κάτουλλος, Οράτιος, Οβίδιος), αρχαίων φιλοσόφων. Η διακειμενικότητα χαρακτηρίζει τα ποιήματα.

Συνδυάζοντας τη συντομία και τη σαφήνεια του επιγράμματος με τον ωμό ρεαλισμό και τη διδακτική πρόθεση, ο Μαρτιάλης δημιουργεί στίχους καινοτόμους, με χιούμορ και αθυροστομία. Εισβάλλει στον χώρο του άλλου, ανασκαλεύει τα ελαττώματα, ευφυολογεί και βγάζει γέλιο. Η Βασιλάκου αποδίδει με επιτυχία την αμεσότητα, τον ρυθμό, την ποιητικότητα του επιγράμματος του Μαρτιάλη.

Ποντιλιανέ, ρωτάς, γιατί δεν στέλνω τα βιβλία μου σε σένα;

Για να μη στείλεις τα δικά σου, Ποντιλιανέ, σε μένα. (VII.3, σελ. 43)

 

 

https://www.fractalart.gr/epigrammata-review/


Ευχαριστώ πολύ τη Λίλια Τσούβα, το Fractalart.gr και την Academia.edu


10/12/24

Ο αντίζηλος

 



 

Τον είδε από μακριά.

Τον πλησίασε, εκείνος τη χαιρέτησε εγκάρδια σφίγγοντας δυνατά το χέρι της, μέχρι που πόνεσε. Έπειτα χάθηκε στο πλήθος και σε άλλες χειραψίες.

 

«Θα σε ξαναδώ», του υποσχέθηκε από μέσα της. «Το ξέρεις βέβαια ότι σε έχω ερωτευτεί, το έχεις ζήσει και ξαναζήσει αυτό πολλές φορές. Και μόνη σου καταφυγή για να μη διαλυθείς, ήταν να ερωτευτείς τον Θεό σου".


Τι πειρασμός! Να έχω αντίζηλο έναν Θεό!



***


Στη φωτογραφία: Χριστός Παντοκράτορας στο ημιθόλιο από τον καθεδρικό ναό της Κεφαλού ( ιταλικά : Duomo di Cefalù ), ρωμαιοκαθολική βασιλική στο Cefalù της Σικελίας . Είναι ένα από τα εννέα κτίσματα που περιλαμβάνονται στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, γνωστή ως Αραβο-Νορμανδικό Παλέρμο.





9/12/24

Συνειρμοί

 



 

Νευριασμένη, γιατί αναποδογύρισε ο κουβάς και γέμισε νερό η κουζίνα, άρπαξε τη σκούπα κι άρχισε να διώχνει το νερό προς το μπάνιο μουρμουρίζοντας βρισιές.

 

Ο μικρός στεκόταν στην άκρη και χάζευε. Γύρισε, τον κοίταξε, κάπου έπρεπε να ξεσπάσει, και με μια ξαφνική παρόρμηση του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. Ο μικρός παραπάτησε κι έπιασε κατάπληκτος το μάγουλό του.

 

Δεν έκλαψε. 


Μόνο που έκανε λάθος συνειρμούς. Η μαμά χαϊδεύει, η μαμά δέρνει. Έτσι συμβαίνει αυτό. Δεν υπάρχει αιτία. Έτσι συμβαίνει.

 

Αυτοί οι συνειρμοί συνδυάστηκαν και με άλλους παρόμοιους και τον ακολούθησαν σε όλη τη ζωή του. 


Τη διαστρέβλωσαν.




(Μικρές ιστορίες)

 

 

6/12/24

Η εποχή μου έχει πεθάνει










Η εποχή μου έχει πεθάνει,


ενώ εγώ ακόμα ζω.


Μια τέτοια αντίφαση είναι


δύσκολο να την αντέξω.


Λες και το σώμα μου έχει ξεχάσει


πως το παραμονεύει ο θάνατος


και φέρεται εντελώς παράλογα με τόση υγεία.


 

Από την άλλη πάλι είναι ωραίο να ζεις


-ποιος διαφωνεί;


Αλλά να ζεις με τόσους πεθαμένους


φορτωμένος;



5/12/24

Εκατό ευρώ και όσα σας είπα δωρεάν

 



 

-Αγαπητέ μου κύριε, υπολογίζω ότι σας μένουν μόνο τέσσερις με πέντε μήνες ζωής. Πόσων ετών είστε ακριβώς;

-Εξήντα πέντε.

-Η καλύτερη ηλικία για να πεθάνετε.

-Μα τι λέτε, γιατρέ μου; Με κοροϊδεύετε;

-Καθόλου. Θέλετε να σας πω ψέματα; Να σας πω ότι είστε σε άριστη υγεία και ότι θα πεθάνετε σε βαθιά γεράματα; Αυτό θέλετε να σας πω;

-Όχι, όχι, την αλήθεια θέλω!

-Η αλήθεια είναι ότι μάλλον θα πεθάνετε σε λίγους μήνες. Εξήντα πέντε χρονών είπατε; Ε, δεν θα πεθάνετε και στο άνθος της ηλικίας σας. Καλά ζήσατε ως τώρα. Τα χαρήκατε τα νιάτα σας. Εξήντα πέντε. Ξέρετε τι περιμένει τους εξηντάρηδες και μετά τους εβδομηντάρηδες και μετά τους ογδοντάρηδες;

-Τι τους περιμένει, γιατρέ μου;

-Τίποτα.

-Τίποτα;

-Τίποτα άξιο λόγου. Βλέπω ότι ήδη έχουν πέσει τα μαλλιά σας.

-Ναι, εδώ και καιρό.

-Ένας φαλακρός εξηνταπεντάρης. Τι θλιβερό! Τα δόντια σας τα έχετε τουλάχιστον;

-Ε, χμ, τα μισά.

-Φοράτε μασελίτσα;

-Μασελίτσα πάνω κι ένα μηχανάκι κάτω.

-Πόσα δόντια είναι δηλαδή δικά σας;

-Οχτώ.

-Θα τα χάσετε κι αυτά σύντομα, αν τυχόν μείνετε ζωντανός. Φαλακρός και χωρίς δόντια! Θλιβερό, θλιβερό!

-Δεν με πειράζει καθόλου! Μα αλήθεια μού λέτε ή με δουλεύετε; Θα πεθάνω τόσο σύντομα;

-Αυτή είναι η διάγνωσή μου, αγαπητέ. Αλλά θα έχετε έναν εύκολο θάνατο! Εκεί που θα κάθεστε και θα απολαμβάνετε το χαμόμηλό σας, θα κλείσετε αργά τα μάτια και θα κοιμηθείτε. Για πάντα! Σας το υπογράφω, ότι δεν θα καταλάβετε τίποτα! Είστε πολύ τυχερός.

-Με κοροϊδεύετε, σίγουρα με κοροϊδεύετε!

-Καθόλου, αγαπητέ μου κύριε. Τι θέλετε; Να ζήσετε κι άλλο; Να κάνετε τι; Να χορεύετε έξαλλα, να πίνετε, να κάνετε αχαλίνωτο σεξ; Πάνε αυτά, είστε κοντά εβδομήντα χρονών. Από δω και πέρα θα τρέχετε στους γιατρούς, θα καταπίνετε χάπια, θα μετράτε κάθε τόσο την πίεσή σας και θα κουβεντιάζετε με τους φίλους σας για γεροντικές ασθένειες. Και άντε, έχω πέσει έξω στη διάγνωσή μου κι εσείς καταφέρατε να γίνετε εβδομήντα χρονών. Δεν θα σας βαστάν τα πόδια σας. Θα έχετε διπλασιάσει τα χάπια που παίρνετε. Οι γεροντικές ασθένειες θα σας παραμονεύουν σε κάθε σας βήμα. Καρδιά, νεφρά, συκώτι, εγκέφαλος, όλα σας τα ζωτικά όργανα θα υπολειτουργούν και κάποιο θα χαλάσει και θα πρέπει να αντιμετωπίσετε το μαχαίρι του χειρουργείου. Εννοείται ότι θα χάσετε τις δυνάμεις σας. Ούτε τις κάλτσες σας δεν θα μπορείτε να βάλετε. Και ας μην αναφερθούμε και στην άνοια που χτυπά ένα μεγάλο μέρος των γερόντων.

-Δεν είμαι εβδομήντα χρονών, γιατρέ!

-Θα γίνετε πολύ σύντομα, ούτε που θα το καταλάβετε πότε, αν δεν έχετε εν τω μεταξύ αποβιώσει. Ξέρετε, ο χρόνος για τους ηλικιωμένους τρέχει γρηγορότερα από τους νέους. Αλλά είναι και το άλλο…

-Ποιο άλλο, γιατρέ;

-Κανείς δεν μπορεί να σας εγγυηθεί τι μπορεί να σας συμβεί την επόμενη στιγμή. Βγαίνετε παραδείγματος χάριν από το ιατρείο μου κι ένας μεθυσμένος οδηγός πέφτει πάνω σας και σας σκοτώνει. Ή σας αφήνει ανάπηρο. Στα χρόνια που έρχονται κανείς δεν ξέρει τι συμφορές μπορεί να τον βρουν. Ληστές να τον ληστέψουν και να τον μαχαιρώσουν, εγκεφαλικά που θα τον αφήσουν παράλυτο στο κρεβάτι, απατεώνες που μπορεί να τον ξεγελάσουν και να αρπάξουν την περιουσία του κι αυτός να μείνει στον δρόμο, ένα πέσιμο – την ξέρετε την παροιμία – που θα αποβεί μοιραίο.

-Ναι, αλλά μπορεί να μη συμβεί και τίποτα από όλα αυτά κι εγώ να είμαι μια χαρά.

-Μια χαρά και δυο τρομάρες. Διότι θα φτάσετε τα ογδόντα κι αν ο καλός Θεός σάς έχει ξεχάσει, θα φτάσετε και τα ενενήντα. Θα έχετε καταντήσει ένα ζαρωμένο γεροντάκι, ανήμπορο, που δεν θα μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. Και θα πονάτε παντού. Άλλοι θα πρέπει να σας φροντίζουν και μη νομίζετε ότι θα το κάνουν με αγάπη. Θα σας ψιλοβρίζουν κιόλας, άμα δεν έχουν τα κέφια τους. Θα είστε ένα βάρος της γης. Ένας περιττός άνθρωπος. Γι’ αυτό σας λέω… είστε τυχερός. Ζήσατε καλά τα νιάτα σας;

-Ναι, δεν μπορώ να πω…Ωραία ήταν.

-Επομένως φεύγετε τώρα στην καλύτερη ώρα. Ευχαριστημένος και πριν αρχίσουν τα χοντρά προβλήματα.

-Λέτε, ε;

-Η Φύση, αγαπητέ μου κύριε, φρόντισε να απαλλάσσει τα πλάσματά της από τη φθορά. Εμείς πάλι κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βιώσουμε τη φθορά. Ανόητοι άνθρωποι…

-Χμ, μπορεί να έχετε δίκιο, αλλά εγώ θέλω να ζήσω.

-Κι εγώ θέλω να πάρω το Νόμπελ Ιατρικής. Τι νομίζετε; Πως ό,τι θέλουμε μπορούμε και να το έχουμε; Ταχτοποιείστε για κάθε ενδεχόμενο τις εκκρεμότητές σας, κάντε τη διαθήκη σας, αποφασίστε, αν θέλετε θρησκευτική ή πολιτική κηδεία, ταφή ή αποτέφρωση και γενικώς ετοιμαστείτε για το ωραίο και ανώδυνο τέλος σας. Ανώδυνα και ειρηνικά θα είναι τα τέλη σας μετά από μια ευχάριστη ζωή. Να είστε ευγνώμων, αγαπητέ μου κύριε. Καλά περάσατε εδώ που ήρθατε. Μην είστε άπληστος.

-Ναι, αλλά…

-Δεν έχει αλλά. Εκατό ευρώ παρακαλώ για την εξέταση και όσα σας είπα δωρεάν.



3/12/24

Τόσο ωραίος άντρας!

 






«Τόσο ωραίος άντρας! Ε, όχι, δεν της αξίζει!»

 

Ωραίος ήταν χωρίς αμφιβολία. Και καλό παιδί. Και ήθελε και να την παντρευτεί.

 

Οι φίλες της το μουρμούριζαν πίσω από την πλάτη της. «Τόσο ωραίος άντρας! Του άξιζε μια καλύτερη».

 

Σίγουρα του άξιζε μια καλύτερη. Μια πιο όμορφη, πιο φανταχτερή. Πιο απαιτητική.

 

Αυτή δεν ζητούσε τίποτα. Όχι από ταπεινότητα. Από αδιαφορία. Ήταν στο πρώτο σκαλοπάτι μιας δυστυχίας που θα την ξετίναζε τα επόμενα χρόνια. Ακόμα όμως δεν το είχε καταλάβει.

 

Οχτώ μήνες κράτησε η σχέση. Μετά του είπε:

 

«Ξέρεις κάτι; Βαρέθηκα. Χωρίζουμε».

 

Τη μίσησε βαθιά.

 

Δυο χρόνια αργότερα βρέθηκαν τυχαία σε ένα καφέ. Σε χωριστές παρέες. Αυτός την κοίταζε με μίσος, ακόμα δεν μπορούσε να το χωνέψει.

 

Εκείνη τότε ήταν βυθισμένη στη δυστυχία της. Τον κοίταζε σαν ένα χαμένο όνειρο.


Ήταν τυχερός τελικά που τον εγκατέλειψε, πριν παντρευτούν. 


Αν και ο ίδιος δεν το έμαθε ποτέ.



(Μικρές ιστορίες)