Σελίδες

30/9/24

Η δικαίωση της Ελεονώρας

 

 



Λίγο πριν ξεψυχήσει η Ελεονώρα, χρόνια φαγωμένη από την αρρώστια και σκιά του παλιού εαυτού της, ήρθε ο Άγγελος του Θανάτου και στάθηκε από πάνω της.


-Κουράγιο, Ελεονώρα, της είπε, σε λίγο θα σε πάρω αποδώ.


Οι άλλοι που παράστεκαν γύρω γύρω δεν είδαν φυσικά τίποτα και νόμισαν ότι η άρρωστη παραμιλούσε. Αλλά η Ελεονώρα μιλούσε με τον Άγγελο.


-Πού θα με πας; τον ρώτησε.


-Θα σε πάω στο τίποτα, είπε ο Άγγελος.


Τότε εκείνη άρχισε να κλαίει και να λέει:


-Σ’ όλη μου τη ζωή έζησα τίμια και υπέφερα πολλά. Νόμιζα λοιπόν πως τώρα που ήρθε η ώρα μου, θα πήγαινα στις αγκάλες του Κυρίου.


Ο Άγγελος τής απάντησε:


-Ελεονώρα, μη γίνεσαι αχάριστη. Τόσα χρόνια ήσουν στις αγκάλες του Κυρίου. Δεν μπορείς όμως να μείνεις αιώνια εκεί. Είναι κι άλλοι που περιμένουν τη σειρά τους.


-Και ο Παράδεισος, η Κόλαση; ρώτησε αυτή. Ψέματα ήταν όσα μας έμαθαν οι παλαιότεροι;


Τότε ο Άγγελος χαμογέλασε και είπε:


-Ελεονώρα, σ’ όλη σου τη ζωή υπήρξες τυφλή. Τώρα πεθαίνεις από τη φριχτή αρρώστια σου κι ακόμα δεν κατάλαβες ποιος είναι ο Κύριος, στο βασίλειο του οποίου καταναλώθηκες.


Η Ελεονώρα άνοιξε διάπλατα τα μάτια και κοίταξε με τρόμο τον Άγγελο.


-Ναι, είπε αυτός, σωστά μάντεψες. Αλλά μη φοβάσαι, γιατί έφτασες πια στο τέλος.


Σήκωσε τη ρομφαία του και με μια γρήγορη σπαθιά έκοψε την ψυχή της και την πήρε μαζί του στην ανυπαρξία.


(Μικρές ιστορίες)





29/9/24

Λάθη

 







Με λάθη αμέτρητα


είναι γεμάτη η ζωή μου.


Στραβές κινήσεις έκανα,


λόγια ακατάλληλα είπα,


σε μονοπάτια σκοτεινά


και αλλόκοτα περπάτησα.


 

Κι όλα έγιναν λάθος.


 

Όμως για τίποτα δεν έχω μετανιώσει.


Πάλι αν γεννιόμουν,


πάλι τα ίδια λάθη θα έκανα.


Γιατί αυτή είναι η φύση μου.


 

Και τελικά,


όχι, δεν έκανα κανένα λάθος,


έκανα ό,τι ποθούσε η ψυχή μου.


 

Αν είναι αυτή το λάθος,


δεν ευθύνομαι.



27/9/24

Σαπφώ: "Όταν σε δω" (απ.31 Lobel/Page)

 


 

Ίσος με τους θεούς πως είναι


μου φαίνεται κείνος ο άντρας


που  απέναντί  σου κάθεται


και τη γλυκιά φωνή σου,


τα ερωτικά γελάκια σου


ακούει, έτσι κοντά σου που είναι.


Κι αυτό, αλήθεια σου το λέω,


έχει στο στήθος την καρδιά μου αναστατώσει,


γιατί, όταν σε δω,


σαν σε θηλειά πιασμένη η φωνή μου


πια δεν μπορεί να βγει,


αλλά ένα αγκάθι κάνει τη γλώσσα μου κομμάτια


κι αμέσως μια σιγανή φωτιά απλώνεται κάτω απ’ το δέρμα μου,


τα μάτια μου δεν βλέπουν τίποτα


κι έχω ένα βουητό στ’ αφτιά μου,


κρύος ιδρώτας περιχύνει το κορμί μου


και μ’ έχει πιάσει ολόκληρη ένα τρέμουλο,


πιο κίτρινη κι απ’ το χορτάρι είμαι


και νιώθω πως σχεδόν πεθαίνω.


 

Αλλά θα τα υπομείνω όλα.








Φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν

ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι

ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-

σας ὐπακούει

 

5

καὶ γελαίσ‹ας› ἰμέροεν. τό μ᾽ ἦ μάν

καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν.

ὢς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φώνη-

σ᾽ οὖδεν ἔτ᾽ εἴκει,

 

ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα ἔαγε, λέπτον

10

δ᾽ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμακεν,

ὀππάτεσσι δ᾽ οὖδεν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-

βεισι δ᾽ ἄκουαι,

 

ἀ δέ μ᾽ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δέ

παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας

15

ἔμμι, τεθνάκην δ᾽ ὀλίγω ᾽πιδεύης

φαίνομ᾽ ἔμ᾽ αὔται·

 

ἀλλὰ πᾶν τόλματον





25/9/24

Valerius Aedituus

 

Παμφίλη, όταν προσπαθώ


την έγνοια της καρδιάς μου να σου πω,


τι θα’ θελα από σένα,


σβήνουν τα λόγια από τα χείλη μου


και στάζει ξαφνικά στο στήθος μου ο ιδρώτας:


έτσι βουβός  και φουντωμένος χάνομαι,


γιατί με πιάνουν οι ντροπές.


 

 

Dicere cum conor curam tibi, Pamphila, cordis,


quid mi abs te quaeram, verba labris abeunt,


per pectus manat subito mihi sudor:


sic tacitus, subidus, dum pudeo, pereo.


 

Valerius Aedituus


Ρωμαίος ποιητής του 1ου π.Χ. αιώνα.


 

24/9/24

Στο τηλέφωνο

 




Χρόνια τώρα στα όνειρά της


κρατά ένα τηλέφωνο


και πρέπει οπωσδήποτε


να τηλεφωνηθεί με κάποιον.


Είναι χαμένη σε έναν κόσμο άγνωστο


και έχει ανησυχία,


πρέπει επειγόντως να τηλεφωνήσει,


αλλ' όμως δεν μπορεί,


άλλοτε δεν θυμάται ποιον αριθμό πρέπει να πάρει,


άλλοτε πάλι δεν ξέρει ποια πλήκτρα να πατήσει,


κρατάει το τηλέφωνο


και είναι χαμένη σε έναν κόσμο άφιλο.


Χρόνια κρατά αυτή η ιστορία


με το τηλέφωνο


και με την αγωνία της.


 

Και χθες το βράδυ


επιτέλους τα κατάφερε,


μίλησε με τον πατέρα της.


Κάπου ήταν μακριά αυτός.


«Είδες; Όλα καλά» του είπε,


«τα λένε και οι εφημερίδες».


«Πιο κάτω είναι άσχημα τα πράγματα»,


είπε αυτός με άχρωμη φωνή.


Κοίταξε τις τοπικές εφημερίδες,


κάτι είχε συμβεί εκεί,


αν και δεν καταλάβαινε ακριβώς.


 

Μετά διακόπηκε η σύνδεση.


 

Ξύπνησε με μια αίσθηση ικανοποίησης.


Είχε μιλήσει στο τηλέφωνο,


κάτι είχε ξεμπλοκάρει μέσα της τελικά,


καλό σημάδι αυτό.



Είχε μιλήσει στο τηλέφωνο


με τον πατέρα της,


τριάντα χρόνια τώρα πεθαμένο.



*


Στη φωτογραφία: Alain Amar: "Angel of the Mercy".



 

23/9/24

Ο κατακλυσμός του Νώε - νέα βερσιόν

 




 

Μετά τη θηριώδη κλιματική αλλαγή του 21ου αιώνα επαναλήφθηκε η τραγωδία που έζησε η ανθρωπότητα την εποχή του Νώε.

 

Η Γη σκεπάστηκε ολόκληρη με νερά και μόνο κάτι νησίδες προεξείχαν, όπου συγκεντρώθηκαν όσοι κατάφεραν να σωθούν. Η ζωή τους ήταν φυσικά άθλια, αλλά μπόρεσαν να επιβιώσουν πίνοντας το νερό που συνέχιζε να κατεβαίνει από τους ουρανούς, αν και πολύ πιο λίγο τώρα, και τρώγοντας ψάρια, καθώς εξελίχθηκαν σε τολμηρούς  δύτες.

 

Άλλοι πάλι, όπως στην ταινία «Waterworld”, που δεν πρόλαβαν να πιάσουν μια θέση στις νησίδες, έπλεαν στην απέραντη θάλασσα πάνω σε πλοιάρια, άλλα  παμπάλαια από την εποχή προ του κατακλυσμού και άλλα πρόχειρα φτιαγμένα από τα υλικά που επέπλεαν στις θάλασσες.

 

Οι γενιές διαδέχονταν η μια την άλλη, αλλά τα νερά δεν έλεγαν να αποσυρθούν. Έτσι η ανθρωπότητα που είχε απομείνει έμαθε να ζει με αυτό τον τρόπο και έπαψε να ελπίζει σε καλύτερες μέρες.

 

Καθώς περνούσε ο  καιρός, το νερό έγινε μέρος της ζωής τους. Τις περισσότερες ώρες βρίσκονταν μέσα στη θάλασσα ψάχνοντας για τροφή και έμαθαν να τρώνε και θαλασσινά φυτά που έκαναν καλό στην υγεία τους.

 

Βέβαια πολλοί από αυτούς τους επιδέξιους δύτες έχαναν τη ζωή τους πηγαίνοντας όλο και πιο βαθιά μέσα στο νερό και μην προλαβαίνοντας να ανέβουν μετά στην επιφάνεια και άλλοι κατασπαράζονταν από σαρκοφάγα θαλασσινά θηρία που έψαχναν κι αυτά για τροφή.

 

Αλλά μετά από ένα μακρύ διάστημα χρόνου κάποιοι παρατήρησαν ότι μερικοί δύτες έμεναν πολλή ώρα κάτω από το νερό, χωρίς να πνίγονται. Το φαινόμενο εξηγήθηκε σύντομα, όταν ανακάλυψαν ότι αυτοί οι δύτες είχαν αναπτύξει υποτυπώδη βράγχια που τους επέτρεπαν να παίρνουν λίγο οξυγόνο από το θαλάσσιο νερό.

 

Και καθώς αυτή η μετάλλαξη συνεχιζόταν με την πάροδο των χρόνων, όλο και περισσότεροι δύτες αποχτούσαν βράγχια και όλο και πιο βελτιωμένα ήταν τα βράγχια αυτά. Ακόμα και το σώμα τους άρχισε να παίρνει άλλη μορφή. Τα χέρια τους έμοιαζαν με πτερύγια και τα πόδια τους συρρικνώθηκαν και έγιναν ουρές. Το δέρμα τους σκεπάστηκε με λέπια και η μορφή τους πήρε τη μορφή του ψαριού.

 

Όσοι ζούσαν στις νησίδες και δεν είχαν καταφέρει να γίνουν δεινοί δύτες έβλεπαν αυτή τη μεταμόρφωση ανατριχιασμένοι και το πράγμα έγινε πιο τρομαχτικό, όταν είδαν ότι οι άνθρωποι - ψάρια δυσκολεύονταν πολύ να αναπνεύσουν έξω από το νερό και επί πλέον αντί για αρθρωμένο λόγο άφηναν κάτι περίεργους ρόγχους.

 

Και κάποτε, με το πλήρωμα του χρόνου, οι άνθρωποι-ψάρια εγκατέλειψαν τις νησίδες και τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί και χάθηκαν στους ωκεανούς.

 

Όσοι άνθρωποι έμειναν στις νησίδες άρχισαν να λιμοκτονούν και λίγοι ήταν αυτοί που τολμούσαν να βουτήξουν στη θάλασσα για τροφή. Μέσα σε εκατό τόσα χρόνια δεν έμεινε ζωντανός κανείς τους. Με άλλα λόγια το ανθρώπινο είδος εξαφανίστηκε.

 

Πέρασαν χιλιάδες χρόνια από τότε.

 

Τα νερά εν τω μεταξύ αποσύρθηκαν, ανέτειλε η νέα γη, γόνιμη και καρπερή, γέμισε δέντρα και χορτάρι ο πλανήτης.

 

Και τότε ένα ψάρι με κάτι ελάχιστα γονίδια ανθρώπου σύρθηκε έξω από το νερό και κοίταξε τον κόσμο.



21/9/24

Αφοβία θανάτου


 

Και ξαφνικά ένα βράδυ, καθώς κάπνιζε τα τελευταία του τσιγάρα, πριν πάει για ύπνο, έκανε μια απροσδόκητη ανακάλυψη: δεν φοβόταν τον θάνατο.

Στριφογύρισε αυτή τη σκέψη λίγη ώρα στο μυαλό του, αλλά τίποτε δεν άλλαξε: όχι, δεν φοβόταν τον θάνατο.

Αυτός που εδώ και δεκαετίες σκεφτόταν αυτό το μοιραίο γεγονός με μεταφυσική φρίκη, που αρνιόταν να τον αποδεχτεί, που θύμωνε και οργιζόταν με το αδήριτο γεγονός του τέλους κάθε ζωής, τώρα στεκόταν απέναντί του με μια αφύσικη ηρεμία.

«Θα πεθάνω», σκέφτηκε, «μπορώ να πεθάνω και τούτη εδώ τη στιγμή. Δεν με νοιάζει».

Έτσι με μια κάθετη γραμμή χώρισε τον εαυτό του στα δύο: σε κείνον που αρνιόταν τον θάνατο και σε κείνον που τον δεχόταν.

«Μα πώς συνέβη αυτή η ξαφνική αλλαγή;» αναρωτήθηκε. Δεν άργησε να βρει την απάντηση:

Ήταν εβδομήντα έξι χρονών, η ζωή του ήταν πίσω, δεν περίμενε τίποτε πια από αυτήν εκτός από αρρώστιες, ανημπόρια, πόνους, γιατρούς νοσοκομεία. Ό,τι ήταν να κάνει στη ζωή του, καλό, κακό, το είχε κάνει. Οι μέρες του περνούσαν απαράλλαχτα ίδιες, διάβασμα, τηλεόραση, πληρωμή λογαριασμών, ψώνια. Περπατούσε με δυσκολία και σύντομα ίσως δεν θα μπορούσε να περπατήσει καθόλου. Με τους φίλους του είχε κάποια αραιή τηλεφωνική επικοινωνία, ηλικιωμένοι άνθρωποι κι αυτοί με προβλήματα υγείας.

«Το ξέρεις ότι έχουμε να ιδωθούμε κάμποσα χρόνια;» είπε τις προάλλες στον πιο παλιό του φίλο που γερνούσε κι αυτός αργά στην άλλη άκρη της πόλης. «Έχεις καταλάβει ότι επικοινωνούμε μόνο τηλεφωνικά;» Ο άλλος έμεινε σιωπηλός, δεν περίμενε τέτοιες ερωτήσεις, μάλλον δεν είχε σκεφτεί ποτέ κάτι τέτοιο. «Και κάτι ακόμα», πρόσθεσε αυτός: «Το ξέρεις ότι μπορεί να μην ιδωθούμε ποτέ πια;» 

«Μα γιατί τι λες αυτό;» έκανε αμήχανα ο φίλος του.

«Επειδή γερνάμε. Μένεις μακριά, δεν είναι εύκολο να συναντηθούμε πια για ένα καφέ. Από δω και πέρα θα επικοινωνούμε μόνο με το τηλέφωνο».

Την επόμενη μέρα που ανακάλυψε ότι δεν φοβόταν τον θάνατο βρέθηκε σε ένα ιατρικό κέντρο. Πονούσε η μέση του, πονούσε ο ώμος του, τα πόδια του, όχι τίποτα τρομεροί πόνοι, αλλά πάντως καλό θα ήταν να τον εξέταζε κάποιος ορθοπεδικός.

Καθώς περίμενε τη σειρά του, έβλεπε να περνούν από μπροστά του διάφοροι, μεσόκοποι όλοι και σε καλή κατάσταση. Μετά όμως είδε το φορείο με τη γερόντισσα που κάποιος νοσηλευτής έβγαλε από το ασανσέρ. Φορούσε νυχτικό, είχε κατάλευκα, αχτένιστα μαλλιά και μια έκφραση αδιαφορίας για τα πάντα. Ή καρτερίας; Ή ελπίδας για ανάρρωση; Ανάρρωση όμως για ποιο λόγο; Για μακροημέρευση; Αστεία πράγματα…

Μετά από λίγο ένας άλλος νοσηλευτής πέρασε από μπροστά του με ένα νέο φορείο. Εδώ κειτόταν ένας γέροντας που έδειχνε απόλυτη παραίτηση από όλα. «Θα κάνουν τα πάντα για να τον κρατήσουν στη ζωή», σκέφτηκε. «Σε ποια ζωή όμως;»

Ένιωσε πάλι την αφοβία του θανάτου. «Δεν θέλω να καταντήσω έτσι», σκέφτηκε. «Δεν έχει κανένα νόημα μια τέτοια ζωή. Δεν είναι καν ζωή. Ο Χάρος κάνει βόλτες και οι γιατροί κρατούν με τη βία στη ζωή έναν μισοπεθαμένο άνθρωπο». Βέβαια αυτός μάλλον θα θέλει να ζήσει κι άλλο. Δικαίωμά του. Μπορεί να έχει παιδιά που θα θέλουν να τον έχουν κοντά τους ζωντανό. Πολύ ανθρώπινο.

Αυτός όμως δεν έχει κανέναν. Αν πεθάνει, κάποιοι θα λυπηθούν για μερικές ώρες, ίσως μια δυο μέρες το πολύ, μετά θα τον περάσουν στους νεκρούς φίλους τους. Μικρό το κακό.

Ο γιατρός τού έκανε κάποιες ερωτήσεις, έπειτα τον ξάπλωσε στο κρεβάτι και έπιασε τα χέρια του, μετά τα πόδια του και τα κουνούσε πέρα δώθε. Εδώ πονάω, εδώ όχι, έλεγε αυτός. Στο τέλος τού συνέστησε να κάνει κάποιες εξετάσεις για να έχουν μια ακριβή εικόνα της κατάστασής του.

Θα τις έκανε φυσικά. Δεν είχε κανένα σκοπό να πεθάνει, όσο στεκόταν στα πόδια του και ζούσε την πληκτική ζωή του.

Η αυτοκτονία, σκέφτηκε, όταν γίνεται σε βρασμό ψυχής, είναι λάθος. Περνά ο βρασμός, γίνεσαι ξανά νηφάλιος και συνεχίζεις να ζεις χωρίς μαύρες σκέψεις. Η αυτοκτονία πρέπει να γίνεται, όταν είσαι ψύχραιμος. Όταν τα έχεις υπολογίσει όλα, τα έχεις μετρήσει, τα έχεις ζυγίσει, ξέρεις ποια είναι τα υπέρ και τα κατά. Όταν θα έρθει ο κατάλληλος καιρός, όταν δηλαδή η ζωή έχει γίνει βάρος και ενόχληση, μπορώ να αυτοκτονήσω. Προς το παρόν θα ζήσω.

Βγήκε στο δρόμο, πήρε ένα ταξί και γύρισε σπίτι του. Έφτιαξε καφέ, άναψε το τσιγάρο του και στο νου του ήρθαν οι δυο γέροντες στο φορείο που είχε δει λίγο πιο πριν. Τέτοια γεράματα δεν επρόκειτο να ζήσει ποτέ.

Αφοβία θανάτου, τι απελευθέρωση ήταν αυτή!



20/9/24

Καταφύγιο

 





Τη νύχτα


με τα τελευταία τσιγάρα μου


έρχονται κάτι μαύρες σκέψεις


που την ημέρα κρύβονται


πίσω απ’ το φως,


κάθονται εκεί και περιμένουν


την πιο ωραία ώρα μου,


όταν δεν έχω τίποτα να κάνω,


την πιο ωραία ώρα μου


μου καταστρέφουν.



 

Μου λένε βέβαια την αλήθεια


και  - τι να κάνω τώρα εγώ  -


κουνάω το κεφάλι,


λέω «συμφωνώ»,


λέω «εντάξει»,


λέω «πράγματι έτσι είναι,


σκόνη στη σκόνη, δεν το συζητώ».


 

Ύστερα με βαριά καρδιά


πηγαίνω στο κρεβάτι.


Και τότε έρχονται τα όνειρα


και με ανασταίνουν.




----------


Claude Monet: "Sunrise"





15/9/24

Σε ένα τουρκικό σχολείο

 

 




Είδα προ ημερών στην τηλεόραση την ταινία «Ξερά Χόρτα» του  Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, μια ωραία ταινία, για την οποία δεν σκοπεύω να κάνω κριτική, αλλά να γράψω όσα πρόσεξα ότι συμβαίνουν στα σχολεία της γείτονος χώρας Τουρκίας, μιας χώρας που πολιτιστικά θεωρούμε κατώτερη από μας.

Και προφανώς είναι κατώτερη από μας σε πολλά, αλλά στο θέμα της εκπαίδευσης παρατήρησα μια πρόοδο που με εξέπληξε.

Η ιστορία εξελίσσεται σε μια απομονωμένη πολίχνη της Ανατολίας, πνιγμένη στο χιόνι τον μισό χρόνο, όπου διδάσκουν δάσκαλοι από άλλα μέρη της χώρας διορισμένοι ( πεταμένοι) εκεί. Θα περίμενε κανείς να δει σχολεία ερείπια, παγωμένα παιδιά και γενικά μια καθυστέρηση σε όλα τα επίπεδα.

Αντιθέτως είδα ένα σχολείο σύγχρονο που θερμαίνεται με καλοριφέρ και νεαρούς δασκάλους με προχωρημένες ιδέες. Υπήρχε ακόμα και δάσκαλος καλλιτεχνικών. 

Είδα και κάτι που δεν έχουμε εμείς εδώ: ζεστά ρούχα σε ένα κιβώτιο, από όπου τα άπορα παιδιά μπορούσαν να πάρουν ένα παλτό, μια ζεστή μπλούζα ή παπούτσια και αυτό να γίνεται διακριτικά σε ένα δωμάτιο, όπου έμπαινε κάθε φορά ένα παιδί, χωρίς να το βλέπουν τα άλλα. Μόνο ο δάσκαλος ήταν παρών.

Είδα και κάτι που εμείς εδώ οι μοντέρνοι το έχουμε εγκαταλείψει: τα παιδιά, όταν ο δάσκαλος έμπαινε στην τάξη, σηκώνονταν όρθια και αυτός τους έλεγε να καθίσουν. Παρωχημένο, θα πείτε. Κι όμως, αλλιώς βλέπει τον δάσκαλό του ένας μαθητής, όταν πρέπει να σηκώνεται από το θρανίο του, όταν αυτός μπαίνει στην τάξη.

Είδα και κάτι άλλο εξίσου παρωχημένο: όταν ο δάσκαλός έχει λόγο να θυμώσει για κάτι που συνέβη στην τάξη, φωνάζει. Ναι, φωνάζει, δεν προσπαθεί να χαϊδέψει τα άταχτα κεφαλάκια και να τα συμβουλέψει γλυκά. Φωνάζει! Και η τάξη κάθεται μαρμαρωμένη. Παρωχημένο αλλά πολύ αποτελεσματικό. Κανένα παιδί δεν διανοείται να επιτεθεί στον δάσκαλό του ή να αυθαδιάσει.

Τέλος είδα και κάτι που μου φάνηκε τραβηγμένο: ο δάσκαλος βγάζει από την τάξη μια μαθήτρια που έκανε ένα σοβαρό λάθος, αλλά δεν τη στέλνει στον διευθυντή. Την υποχρεώνει να σταθεί όρθια στον διάδρομο με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο.

Η ταινία, άσχετα από το θέμα της, μας φανερώνει πώς λειτουργεί ένα σχολείο σε μια απομακρυσμένη και καθυστερημένη περιοχή της Τουρκίας. Το σύγχρονο συλλειτουργεί με το παλιό. Ο Ερντογάν προσπαθεί να εκσυγχρονίσει τη χώρα του και φαίνεται ότι τα καταφέρνει. Μπορεί για μας να είναι εχθρός, στους Τούρκους όμως, το καταλαβαίνω πολύ καλά, είναι αγαπητός.

Ένα κοινό σημείο βρήκα με τους δικούς μας εκπαιδευτικούς: κι εκείνοι, όπως και οι δικοί μας, έχουν χαμηλούς μισθούς.



11/9/24

Τα ρολόγια

 




 

Έχω ρολόγια σε όλα τα δωμάτια


που τα κοιτάζω κάθε τόσο


και κάτι σαν διάλογος


ανοίγει μεταξύ μας.


 

Είναι νωρίς ακόμα.


Όντως είναι νωρίς.


Μεσημέριασε,


πείνασα λίγο, ας φάω κάτι.


Και δεν τρως; Κοντεύει τέσσερις.


Εφτά η ώρα κι έξω ο ήλιος καίει την πέτρα,


να βάλω τον κλιματισμό και να χωθώ στον καναπέ,


να δω και λίγη τηλεόραση.


Δέκα η ώρα.


Είδες πότε πέρασε η ώρα;


Θα μείνω ως τις έντεκα,


μετά θα πάω στον υπολογιστή.


Έντεκα και μισή,


σήκω, πάρε τα φάρμακά σου.


Α, ναι, κόντεψα να το ξεχάσω.


Μεσάνυχτα,


μήπως να φας κάτι;


Μπα, δεν πεινώ. Θα φάω μόνο φρούτα.


Μία τη νύχτα.


Σήκω από την καρέκλα, ετοιμάσου.


Ασφαλώς, ώρα για ύπνο τώρα.


Μιάμιση. Ακόμα δεν κοιμήθηκες;


Θα κοιμηθώ, πώς κάνεις έτσι;


 

Σε όλα τα δωμάτια


υπάρχει ένα ρολόι, ένα μάτι


που καθορίζει τις κινήσεις μου.


Όλα με παρακολουθούν, όπου κι αν πάω,


σύντροφοι πιστοί.


 

Πιο αργά, τους λέω καμιά φορά,


δεν γίνεται να πάτε λίγο πιο αργά;


Γλιστρά ο χρόνος γρήγορα,


φεύγει μέσα απ’ τα δάχτυλά μου.


Πότε ξημέρωσε και πότε νύχτωσε,


ούτε που το κατάλαβα.


Λίγο πιο αργά, αν γίνεται, παρακαλώ.


 

Αυτό δεν γίνεται με τίποτα.


Πέσε κοιμήσου τώρα,


μου λένε.




*


Στη φωτογραφία:


Salvador Dali  "Melting Watch".




 

10/9/24

Είμαι ένα λάθος

 




 

Κάθισε κάτω με χαρτί και με μολύβι. Με ένα χάρακα χώρισε το χαρτί στη μέση. Από δω τα συν, από κει τα πλην.

 

Ήξερε βέβαια το αποτέλεσμα, αλλά ήθελε να το δει γραμμένο, να το δουν τα μάτια  του, όχι να κάθεται αόρατο στο μυαλό του.

 

Γέμισε το χαρτί με πλην. Τα συν ελάχιστα.

 

Άφησε κάτω το μολύβι, άναψε τσιγάρο, ήπιε μια γουλιά καφέ.

 

Ξανακοίταξε το χαρτί.

 

«Είμαι ένα τεράστιο λάθος», σκέφτηκε.

 

Πήρε ένα άλλο κομμάτι χαρτί και  κατέγραψε τις αιτίες του λάθους. Ήταν πολλές. Ήταν πολλές…

 

Δεν ένιωσε λύπη, μόνο κούραση.

 

«Φυσικά δεν έχει νόημα. Είμαι γέρος, σε λίγα χρόνια θα πεθάνω».

 

Πέταξε τα χαρτιά στα σκουπίδια.

 

«Εξάλλου έχω συνηθίσει, δεν με πειράζει πια αυτή η ζωή».



(Μικρές ιστορίες)