Σελίδες

27/6/21

Ο λειψός στρατιώτης

 


                                 Otto Dix: Ανάπηροι πολέμου


Ο στρατιώτης ήταν ξαπλωμένος έξω από το κτήριο των Διεθνών Συνεδριάσεων. Φορούσε μια πράσινη κουρελιασμένη στολή.

Από μακριά που τον είδα, δεν πρόσεξα τις ελλείψεις. Τις είδα, όταν τον πλησίασα. Ο άντρας δεν είχε χέρια ούτε πόδια. Στάθηκα από πάνω του γεμάτη φρίκη, δεν ήξερα τι να κάνω. Πολλοί περνούσαν από μπροστά μας, άλλοι μπαινόβγαιναν στο πολυώροφο κτήριο, άλλοι βάδιζαν βιαστικοί στη λεωφόρο. Κανείς δεν του έδινε σημασία.

Αυτός γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε απορημένος.

-Με βλέπεις; ρώτησε.

-Φυσικά και σε βλέπω.

Χαμογέλασε:

-Αυτό είναι καλό.

23/6/21

Μπούλινγκ; Τι είναι αυτό;

 

 



 

 

«Πατάτα» με έλεγαν στο Δημοτικό μερικά παιδιά, επειδή ήμουν χοντρούλα.

 

Δεν μου άρεσε βέβαια να το ακούω αυτό, αλλά δεν ένιωθα καθόλου πληγωμένη. Διότι ήμουν πατάτα. Αφού ήμουν πατάτα, καλά να πάθω. Ας μην ήμουν.

 

19/6/21

Ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης εξ ιδίων

 





Το Γραφείον Ποιήσεως και το Culture Book παρουσιάζουν το πρώτο e-book για την σύγχρονη ελληνική ποίηση με τίτλο «Ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης εξ ιδίων», που ανθολόγησαν ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς και ο Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος με τη φροντίδα της Ελευθερίας Θανόγλου. 


Το ανοίγετε εδώ:


https://www.culturebook.gr/grafeion-poihsews/oi-poiites-aftoanthologoyntai/anthologia-sigxronis-ellinikis-poiisis-ex-idion-1-1.html?fbclid=IwAR3wwZd0sUyFnmYauPxj_965CD5A4H77MrU9gYXRI_TD-BMEh3TKunydsnE



Συμπεριλαμβάνονται δύο ποιήματά μου στις σελίδες 53-54:


 

Στιγμές


 

Είναι κάτι στιγμές ασήμαντες τελείως,


δυο φράσεις που ειπώθηκαν


ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτούς,


μια κίνηση αθέλητη


που όμως κανένα αποτέλεσμα δεν είχε,


μια έκφραση απόγνωσης


που μοιραστήκαμε για ένα δευτερόλεπτο,


ένα χαμόγελο που βούλιαξε στο παρελθόν,


ένα στιγμιαίο άγγιγμα,


μια πόζα,


μια τυχαία βρισιά,


χιλιάδες τέτοιες μικρολεπτομέρειες


που μόνο αυτοί κι εγώ γνωρίζαμε.


 

Τώρα που εκείνοι δεν υπάρχουν πια


κι έγινε σκόνη η μνήμη τους,


φυλάω τις στιγμές αυτές με σεβασμό,


επειδή ξέρω 


πως, όταν φύγω,


θα χαθούν για πάντα.


 

Δεν είναι εγγεγραμμένες


στη μνήμη άλλου κανενός.



 

 

Ζωή


 

Μονάχα ένα κλικ χρειάζεται,


λίγο να αλλάξει ο φωτισμός


και η Ζωή αποκαλύπτεται


χάρτινο σκηνικό,


μια ξένη υπόθεση


που δεν μας αφορά.


 

Όσο για τη σκηνοθεσία,


α, αυτή η σκηνοθεσία


πόσο μας ξεγελά


με ένα φωτισμό κατάλληλο!


 

Μα ένα κλικ μόνο χρειάζεται,


λίγο να αλλάξει ο φωτισμός


και η απάτη αποκαλύπτεται,


χάνει το έργο όλη τη μαγεία του.


 

 

16/6/21

"Αρκούδα λευκή"

 






Αρκούδα λευκή,


τρυφερή μητέρα,


κυλιέται στο χιόνι.


Τριγύρω ανέμελα παίζουν


τα δυο της μικρά.

 

Ω, τι ωραία ζωή,


τι ωραίο παιχνίδι


κι η μεγάλη μητέρα


πόσο είναι καλή!


 

Μετά έρχεται η μέρα


που εκείνη σας διώχνει


και τώρα εσύ μοναχός


τριγυρνάς σ’ ένα κόσμο αδειανό,


έγινες ένα θηρίο,


πεινάς


και πρέπει να κατασπαράξεις.


 

Και η μητέρα αρκούδα


αχνή ανάμνηση είναι πια,


ίσως ποτέ να μην υπήρξε.



12/6/21

Rainer Maria Rilke "Ζω τη ζωή μου..."

 


 



 

Ζω τη ζωή μου σε δαχτυλίδια


που όλο μεγαλώνουν


και που τραβούν τα πράγματα κοντά τους.


Το τελευταίο δαχτυλίδι


μπορεί να μην το ολοκληρώσω,


όμως θα προσπαθήσω.


 

Γυρίζω γύρω απ’ τον Θεό,


γύρω από τον πανάρχαιο πύργο


γυρίζω εδώ κι αιώνες


κι ακόμα δεν γνωρίζω:


είμαι γεράκι, είμαι καταιγίδα


ή ένα τεράστιο τραγούδι.




Ich lebe mein leben in wachsenden Ringen die sich über die Dinge ziehn.


Ich werde den letzten vielleicht nicht vollbringen


aber versuche will ich ihn.



Ich kreise um Gott, um den uralten Turm,


und ich kreise jahrtausendelang;


und ich weiss noch nicht:


bin ich ein Falke, ein Sturm


oder ein grosser Gesang.




Εδώ απαγγέλλει υπέροχα το ποίημα ο Ben Becker:


https://www.youtube.com/watch?v=PqzPsb6Be8M



(Μεταφορά από τα γερμανικά: Καίτη Βασιλάκου).



11/6/21

Martialis, IX.10 "Θέλεις να παντρευτείς τον Πρίσκο..."

 





Θέλεις να παντρευτείς τον Πρίσκο:


δεν απορώ. Έχεις μυαλό, Παύλα, εσύ.


Ο Πρίσκος να σε παντρευτεί δεν θέλει:


έχει μυαλό κι εκείνος.


 

 

Nubere vis Prisco: non miror, Paula, sapisti.


Ducere te non vult Priscus: et ille sapit.


 

Martialis, IX.10


(Η μετάφραση στα ελληνικά είναι δική μου).



10/6/21

Εύμαιος και Οδυσσέας - ο χοιροβοσκός κι ο βασιλιάς

 



 

 

Κοντά τρεις χιλιάδες χρόνια μάς χωρίζουν από αυτή την ιστορία που μας αφηγείται ο Όμηρος στο ξ της Οδύσσειας κι από εκείνη την ειδυλλιακή εποχή που, αν και μας μαγεύει με την απλότητά της, δεν παύει να είναι μια σκληρή εποχή.

 

Ο Εύμαιος και ο Οδυσσέας - ζητιάνος είναι χαρακτήρες που μας προκαλούν αμέσως την οικειότητα, επειδή είναι άνθρωποι σαν κι εμάς: ο ζητιάνος είναι ταπεινός και δέχεται με ευγνωμοσύνη τη φιλοξενία. Ο Εύμαιος όμως είναι αυτός που μας κινεί εδώ περισσότερο το ενδιαφέρον. Είναι ο αγαθός και πιστός χοιροβοσκός που θυμώνει και πικραίνεται με την αδικία που γίνεται στο παλάτι, είναι φιλόξενος και προσηνής στον γέροντα ξένο, είναι εργατικός και θρήσκος. Μια συμπαθέστατη φυσιογνωμία που θα μπορούσαμε άνετα να συναντήσουμε και σήμερα στον δικό μας τεχνολογικό κόσμο.

 

7/6/21

"Ευτυχισμένα κύματα"

 





Κι αφού ποτέ δεν θα συναντηθούμε


εμείς που τόσο αγαπιόμαστε,


ευτυχισμένα κύματα θα γίνουμε,


εγώ μπροστά κι εσύ ν’ ακολουθείς,


να προσπαθείς να μ’ αγκαλιάσεις


κι εγώ νερό αρμυρό να σου ξεφεύγω παίζοντας,


μέχρι να φτάσουμε στο ακρογιάλι


κι εκεί εσύ γεμάτος πόθο θα με σκεπάσεις,


θα με αγκαλιάσεις


κι ένα θα γίνουμε οι δυο μας κύμα,


καθώς στην άμμο θα ξαπλώνουμε


με λιγωμένους παφλασμούς.




6/6/21

Τζόνι Κας: "Folsom Prison Blues", σε ελεύθερη μετάφραση

 




Ακούω περνά το τρένο


και στη στροφή κυλά


κι εγώ ήλιο δεν βλέπω


εδώ και χρόνια πια.

 

Στη φυλακή είμαι κολλημένος


και σέρνεται ο καιρός,


μα αυτό το τρένο τρέχει,


φεύγει ολοταχώς.


 

Σαν ήμουν πιτσιρίκι,


μου έλεγε η μαμά,


να’ σαι καλό παιδάκι


κι από όπλα μακριά,


μα σκότωσα εγώ κάποιον,


πώς θα πεθάνει για να δω,


το σφύριγμα όταν ακούω,


με δάκρυ κλαίω πικρό.


 

Σίγουρα oι πλούσιοι τρώνε


σε αίθουσa πριβέ,


πούρα χοντρά καπνίζουν


και πίνουν και καφέ.


Ξέρω καλά τι έκανα,


έξω ποτέ ξανά,


αλλά εκείνοι τριγυρίζουν


κι αυτό με τυραννά.

 

 

Αν μ’ άφηναν ελεύθερο


απ’ αυτή τη φυλακή


κι αν ήτανε δικιά μου


η σιδηρογραμμή,


πιο πέρα θα την πήγαινα


μακριά απ’ το Φόλσομ Πεν


 

κι εκεί που εγώ θα ζούσα


θ’ άκουγα να σφυρίζει


το τρένο μοναχό,


τη θλίψη μου θα σκόρπιζε


μαζί με τον καπνό του


ψηλά στον ουρανό.


-------------------------------------------------------------------



Σε ελεύθερη μετάφραση πάλι, αλλά πιο κοντά στο αρχικό κείμενο:

 

 

Ακούω να έρχεται το τρένο, 


να, τώρα παίρνει τη στροφή


κι εγώ έχω να δω τον ήλιο 


ούτε που ξέρω από πότε.


Εδώ είμαι κολλημένος, 


στη φυλακή του Φόλσομ,


και σέρνεται ο καιρός,


όμως αυτό το τρένο τρέχει, 


πάει στο Σαν Αντόν.


 

Σαν ήμουν πιτσιρίκι, 


μου έλεγε η μάνα μου,


γιε μου, να’ σαι καλό παιδί, 


ποτέ με όπλα να μην παίξεις,


όμως εγώ σκότωσα κάποιον στο Ρένο,


μόνο για να τον δω να πεθαίνει.


Το σφύριγμα όταν ακούω,


σκύβω το κεφάλι μου και κλαίω.


 

Στοίχημα βάζω πως στου τρένου


την ακριβή τραπεζαρία


θα τρώνε κάτι πλούσιοι τύποι,


θα πίνουν καφέ


και χοντρά πούρα θα καπνίζουν.


Εντάξει, ξέρω τι με περιμένει,


ξέρω πως δεν θα είμαι ελεύθερος ποτέ,


μόνο που εκείνοι πάνε κι έρχονται


κι αυτό μού τρώει τα σωθικά.


 

Αν  μ’ άφηναν ελεύθερο από τη φυλακή


κι αν ήτανε δικό μου το τρένο αυτό,


λίγο θα το μετακινούσα παραπέρα


από τις γραμμές του,


 μακριά από τη φυλακή του Φόλσομ


κι εκεί θα ήθελα να πάω να ζήσω.


 

Σίγουρα τότε το μοναχικό του σφύριγμα


θα σκόρπιζε τη θλίψη μου μαζί με τον καπνό του.



Εδώ το τραγούδι με τη φωνή του Χοακίν Φίνιξ.


 https://www.youtube.com/watch?v=nc7u5ESZgFM

 

 

4/6/21

Η Ελένη Σκούρτη Παπαδάκη, φιλόλογος και συγγραφέας, μιλά για τους "Αποκλίνοντες"

 



Με το ευφάνταστο όνομα Σωσίθεος ο ήρωας του μυθιστορήματος της Καίτης Βασιλάκου "Οι αποκλίνοντες" ψάχνει να βρει τη δική του ταυτότητα ,το δικό του γονιό ,το δικό του Θεό.


Σε μια εποχή μεγάλων ταραχών και ανακατατάξεων, στους πρώτους αιώνες μετά το Χριστό, όταν ο χριστιανισμός πάλευε να εδραιωθεί μέσα από αιρέσεις και φιλοσοφικές αναζητήσεις. Σε πόλη μεγάλη, πλούσια και λαμπρή ,την Αντιόχεια.

Ο ήρωάς της θα παλέψει με τις δικές του ανησυχίες, τα δικά του ερωτηματικά, τις δικές του αμφιβολίες για να δώσει απάντηση στο ερώτημα :τι σημαίνει να σε λένε Σωσίθεο; Ή μήπως δεν θα μπορέσει και θα προτιμούσε να έχει ένα όνομα με δεύτερο συνθετικό το δούλος;

Η Καίτη Βασιλάκου έχει μελετήσει σε βάθος τα ιστορικά , φιλοσοφικά και θρησκευτικά δεδομένα της ταραγμένης αλλά σημαντικής εποχής στην οποία αναφέρεται το έργο της και κατορθώνει να αποδώσει με πειστικότητα το κλίμα της.


Εξαιρετικού ενδιαφέροντος οι σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου που λύνουν κάθε απορία για το ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής.

Εκείνο όμως το στοιχείο που εγώ ξεχωρίζω στη γραφή της είναι ο λιτός , απλός , δωρικός λόγος της, ο απαλλαγμένος από λυρικές εξάρσεις και υπερβολικά στολίδια. Η Κ.Β. πετυχαίνει έτσι αμεσότητα και αυτό που περιμένουμε πάντα όταν διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα: δεν με κούρασε.

Όσο για τον τίτλο, αν κρίνω και από τις δημοσιεύσεις της στην ηλεκτρονική της σελίδα, στην Καίτη αρέσει να γράφει για " αποκλίνοντα" θέματα, πάντα με επιτυχία.

2/6/21

R.E.M: "Everybody hurts", σε ελεύθερη μετάφραση

 

 



 

Όταν δεν λέει να τελειώσει η μέρα


και είσαι τις νύχτες ολομόναχος


και όταν είσαι σίγουρος


πως αρκετά


άντεξες σε τούτη τη ζωή,

 

σταμάτα,


μην αφεθείς


και φύγεις,


 

γιατί όλοι μας κάποια στιγμή κλαίμε,


όλοι μας κάποια στιγμή πληγώνουμε.


 

Κάποια στιγμή όλα είναι λάθος στη ζωή μας


και τώρα ήρθε και για σένα ο καιρός


για τούτη τη δοκιμασία.


 

Όταν οι μέρες και οι νύχτες σου


είναι άδειες,


περίμενε.


Αν νιώσεις ότι θες να φύγεις,


περίμενε,


αν νομίζεις ότι άντεξες πολλά


απ’ τη ζωή αυτή,


σταμάτα,


μην το κάνεις,

 


γιατί όλοι μας κάποια στιγμή πληγώνουμε,


μην παραιτηθείς,


όχι,


μην παραιτηθείς.


 

Αν νιώθεις σαν να είσαι μόνος στον κόσμο,


δεν είσαι, 


όχι.

 

Κι αν είναι μακρόσυρτες οι μέρες και οι νύχτες σου,


και αν νομίζεις ότι άντεξες πολλά


σε τούτη τη ζωή,


και νόημα δεν έχει


να μείνεις κι άλλο και να περιμένεις…


 

όλοι μας κάποια στιγμή πληγώνουμε,


όλοι μας κλαίμε κι όλοι μας πληγώνουμε


κάποια στιγμή.


 

Γι’ αυτό,


 

περίμενε,


περίμενε,


περίμενε,


περίμενε,


περίμενε,


περίμενε.


 

Όλοι πληγώνουμε,


όλοι κλαίμε,


δεν είσαι ο μόνος.


 

Περίμενε.



https://www.youtube.com/watch?v=5rOiW_xY-kc