Σελίδες

19/3/21

Οι φίλοι

 

 


 

Τη βραδιά της επιστράτευσης, εκείνο τον Ιούλιο του 1974, μου τηλεφώνησε ο φίλος μου ο Οδυσσέας, ο ζωγράφος.

 

Ήταν μόνος του - εκείνο τον καιρό είχε ξεμείνει από φιλενάδα και η μαμά του έλειπε στο νησί. Είχε πολύ αναστατωθεί με τα γεγονότα και στον στρατό δεν τον είχαν πάρει, επειδή τον είχαν βγάλει ανίκανο. Αλήθεια ήταν, είχε δει στον τοίχο κάποτε ένα ζωύφιο και με φώναξε να το σκοτώσω, γιατί το φοβόταν.

 

Ήταν μια βραδιά σκοτεινή και μεταφυσική. Καθίσαμε στο μπαλκόνι και φιλοσοφούσαμε κι ένα ελικόπτερο έκοβε βόλτες στον ουρανό και μας έφερνε μαύρες σκέψεις. Από κάτω το γκαράζ έρημο όπως μετά από επιδρομή. Ξαφνικά ακούσαμε να χτυπά το τηλέφωνο του γκαράζ , ένα κόκκινο, παρατημένο έξω, στο υπόστεγο. Χτυπούσε πολλή ώρα. Δεν κουνήθηκε ούτε σκιά.  Κάποτε το τηλέφωνο σταμάτησε και ακολούθησε πάλι η μεταφυσική σιωπή. Κάποια στιγμή φάνηκαν στο δρόμο δυο ανδρικές σιλουέτες, χτύπησαν ένα κουδούνι στην απέναντι πολυκατοικία, η πόρτα άνοιξε και οι σιλουέτες χάθηκαν.

 

Κατά τα ξημερώματα πήγαμε να κοιμηθούμε. Την άλλη μέρα ο Οδυσσέας έφυγε. Είχε έρθει η μαμά του από το νησί και του έκανε παρέα να μη φοβάται. Δεν μου ξανατηλεφώνησε.

 

Ήμουν ολομόναχη, αλλά δεν με πείραζε. Τουλάχιστον στην αρχή. Εξάλλου τώρα είχαμε συνταρακτικά γεγονότα.  Το βράδυ που ήρθε ο Καραμανλής και γινόταν χαλασμός στο αεροδρόμιο, εγώ τα είδα όλα στην τηλεόραση. 

 

Αξέχαστο καλοκαίρι. Το ένα γεγονός διαδεχόταν το άλλο. Οι εφημερίδες πολλαπλασιάστηκαν εν μια νυκτί που λένε. Έπαιρνα από όλες τις κατηγορίες για να έχω μια σφαιρική εικόνα και τις ξεκοκάλιζα καθημερινά. Δεν άφηνα δελτίο για δελτίο ειδήσεων. Επί πλέον μόλις είχα αγοράσει ένα ηλεκτρόφωνο και τώρα αποχτούσα και τη δισκοθήκη μου.

 

Ώστε το ημερήσιο πρόγραμμά μου είχε ως εξής:

 

Πρωινό ξύπνημα σχετικά αργά. Καφές.  Λίγες βόλτες άσκοπες στο σπίτι μέσα έξω για να περάσει η ώρα. Κάποια ψιλοδουλειά, όπως πχ πλύσιμο πιάτων. Μικρή έξοδος για την αγορά των απαραίτητων: τσιγάρα, εφημερίδες, υποτυπώδης τροφή. Επιστροφή στο σπίτι και κατανυκτική ανάγνωση των εφημερίδων. Γεύμα. Ακόμα λίγες βόλτες άσκοπες μέσα στο σπίτι. Απογευματινό δελτίο ειδήσεων. Μουσική από το ηλεκτρόφωνο. Τηλεόραση ως αργά μετά δείπνου. Ύπνος.

 

Αυτό κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Το καλοκαίρι περνούσε γρήγορα και μαζί και οι διακοπές μου. Είχα ξεχάσει τι χρώμα είχε ο δρόμος λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου.

 

Αναζητούσα πότε- πότε λίγη συντροφιά για να σχολιάσω τέλος πάντων τα συνταρακτικά γεγονότα.

 

Τηλεφώνησα στον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας ήταν πνιγμένος στις ασχολίες: ζωγράφιζε μανιωδώς και είχε βρει καινούργια φιλενάδα. Μου υποσχέθηκε ότι θα μου τηλεφωνούσε για να τα πούμε από κοντά, αλλά δεν τηλεφώνησε. Μετά τηλεφώνησα στη Νίκη που είχε χαθεί εντελώς κι αυτή. Η Νίκη έμενε στην άλλη άκρη της πόλης μαζί με το μπαμπά της, τη μαμά της και την αδελφή της και δεν ευκαιρούσε να μου κάνει ένα τηλεφώνημα, διότι ήταν κι αυτή πολύ απασχολημένη με το μπαμπά της, τη μαμά της και την αδελφή της. Ήταν ομιλητική στο τηλέφωνο και πολύ πρόσχαρη και μου υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε να συναντηθούμε οπωσδήποτε για να συζητήσουμε τα συνταρακτικά νέα. Δεν με πήρε ποτέ. Ασφαλώς περνούσε καλά με το μπαμπά της, τη μαμά της και την αδελφή της, διότι, αν δεν περνούσε, θα μου τηλεφωνούσε και θα με πίεζε να βρεθούμε για να μου αναλύσει με την ακατάσχετη φλυαρία της το τρέχον πρόβλημά της. Η άλλη μου φίλη, η Σταυρούλα, λόγω θερινών διακοπών είχε κατέβει στα Χανιά, στο πατρικό της, και εκεί θα έμενε άφαντη  μέχρι την επιστροφή της στην Αθήνα, οπότε εγώ θα είχα φύγει για τα βουνά της επαρχίας Αρκαδίας, στην κωμόπολη όπου δίδασκα.

 

Τον Δεκαπενταύγουστο τα πράγματα ήταν πλέον εμφανώς άσχημα. Είχα μάθει απέξω όλα τα τραγούδια των δίσκων μου και είχα γίνει εξπέρ στα ελληνικά και τα διεθνή πολιτικά προβλήματα.

 

Φυσικά δεν ξανατηλεφώνησα σε κανέναν.

 

Στα αυτιά μου έφταναν συζητήσεις από όλη την Ελλάδα  - οι Έλληνες μιλούσαν πολύ εκείνο το καλοκαίρι. Εγώ μιλούσα με την τηλεόραση και το ηλεκτρόφωνο. Τις εφημερίδες είπα να τις φυλάξω για ανάμνηση, αλλά ήταν πολλές. Κράτησα τελικά μία.

 

Μετά τον Δεκαπενταύγουστο άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Σχεδόν βιαζόμουν να γυρίσω στα ψηλά βουνά της Αρκαδίας να ανταλλάξω καμιά κουβέντα με τους συναδέλφους μου. Το τηλέφωνο σιωπηλό. Οι νύχτες χωρίς ύπνο. Μια πλήξη άνευ προηγούμενου μέσα σε μια Ελλάδα που έβραζε από γεγονότα.

 

Ήρθε και η Σταυρούλα από τα Χανιά και μιλήσαμε μια φορά στο τηλέφωνο, αλλά ήταν κι αυτή πολύ απασχολημένη. Δεν την είδα από κοντά.

 

Την παραμονή που θα έφευγα για τα βουνά σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στους φίλους μου και να τους αποχαιρετήσω, αλλά μετά  άλλαξα γνώμη. Θα διέκοπτα την ομαλή ροή της προσωπικής τους ζωής και δεν ήθελα. Εξάλλου τους φίλους μου τους έβλεπα μόνο, όταν η ροή αυτή έχανε για κάποιο λόγο την κανονικότητά της. Τότε προσέτρεχαν σε μένα για υποστήριξη και παρηγορία.

 

Πολύ ψύχραιμα σκέφτηκα ως εξής:

 

Αν οι φίλοι σου δεν θέλουν να σε δουν, πάει να πει ότι δεν θέλουν να σε δουν.


Επειδή εσύ τους παρηγόρησες στα δύσκολα, δεν σημαίνει ότι αυτοί νιώθουν την ανάγκη να σου το ανταποδώσουν.


Επειδή δεν αρέσει σε σένα να προσπέφτεις στους φίλους σου, αυτό δεν σημαίνει ότι στους φίλους σου δεν αρέσει να προσπέφτουν σε σένα.


Είσαι φίλη τους, δηλαδή είσαι η λύση τους. Θα τους ακούσεις, θα τους συμβουλέψεις, θα τους διασκεδάσεις, αν χρειαστεί. Ακόμα, αν σου το ζητήσουν, θα τους πεις τα προβλήματά σου. Αν δεν σου το ζητήσουν, σημαίνει ότι δεν θέλουν να ασχοληθούν μαζί σου κι εσύ πρέπει αυτό να το σεβαστείς.


Επίσης πρέπει να σεβαστείς τις επιλογές τους, αν πχ προτιμούν να δουν κανένα άλλο φίλο τους αντί για σένα.


Όμως συμβαίνει καμιά φορά να μην πάει καλά το πρόγραμμά τους ή να νιώθουν μόνοι και μελαγχολικοί. Θα σε αναζητήσουν τότε κι εσύ θα αφήσεις κατά μέρος τις άλλες ασχολίες σου για να τους συναντήσεις. Ξέρεις πόσο φορτικοί γίνονται, όταν θέλουν να σε συναντήσουν, ενώ εσύ δεν μπορείς. Σε παρακαλούν , επιμένουν, σου δίνουν υποσχέσεις, επικαλούνται τη φιλία σου. Κι εσύ που είσαι φίλη τους, υποχωρείς, τους συναντάς και τους διασκεδάζεις.


Συμβαίνει ωστόσο πότε-πότε να τους έχεις κι εσύ ανάγκη. Αν είσαι τυχερή και δεν έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν, τότε έχει καλώς. Διαφορετικά, επειδή ακριβώς είσαι φίλη, υποχωρείς διακριτικά και τους αφήνεις στην ησυχία τους.

 

Και στο κάτω-κάτω δεν γουστάρουν να σε δουν αυτό τον καιρό, βρε αδερφέ!

 

Με τέτοιες σκέψεις εγκατέλειψα την Αθήνα, χωρίς να αποχαιρετήσω τους φίλους μου, και επέστρεψα στα αρκαδικά βουνά.

 

Μερικά χρόνια αργότερα, ο Οδυσσέας, η Νίκη και η Σταυρούλα αποφάσισαν να βγουν από τη ζωή μου. Έκαναν πολύ καλά.

 

Σήμερα στην τεράστια έγχρωμη τηλεόρασή μου βλέπω πότε-πότε κάτι ασπρόμαυρα φιλμ που δείχνουν τις ενθουσιώδεις συναυλίες της μακρινής εκείνης εποχής. Τα τραγούδια είναι επαναστατικά και πολύ όμορφα και ο κόσμος στις κερκίδες των σταδίων παραληρεί ξεσηκωμένος.

 

Θυμάμαι πόσο ξεσηκωμένη ήμουν κι εγώ τότε  και πώς παραληρούσα ακούγοντας κάθε μέρα τούς δίσκους μου στο ηλεκτρόφωνο.

 

Γιατί δεν ήμουν εκεί στις κερκίδες μαζί με τους άλλους, αναρωτιέμαι μερικές φορές.

 

Αλλά η απάντηση που δίνω σήμερα στον εαυτό μου δεν μου αρέσει καθόλου.



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου