Σελίδες

17/3/21

"Τα Μικροαστικά" και η απαξίωση των νοικοκυραίων

 


 




Στα νιάτα μου τραγούδησα κι εγώ τα Μικροαστικά (στίχοι Νεγρεπόντη, μουσική Κηλαηδόνη). Όλοι οι νέοι της εποχής τα τραγουδούσαν. Μεγάλη επιτυχία. Μέχρι και στο θέατρο ανέβηκαν αργότερα.

 

Η χούντα των συνταγματαρχών έπνεε τα λοίσθια (1973), ωστόσο τα τραγούδια, αν και λογοκρίθηκαν, επιτράπηκε να κυκλοφορήσουν.

 

Τα τραγουδούσαμε λοιπόν οι νέοι της εποχής και κοροϊδεύαμε τους πατεράδες μας, διότι εμείς, νέα γενιά με ιδέες προχωρημένες, επρόκειτο βεβαίως να φτιάξουμε ένα κόσμο καλύτερο και οπωσδήποτε απαλλαγμένο από τις μικροαστικές συνήθειες της προηγούμενης γενιάς, τις οποίες περιφρονούσαμε βαθύτατα.

 

Από το 1973 ως σήμερα, 2021, κύλησαν 48 χρόνια, η γενιά μας έκανε ό,τι έκανε, μετά ήρθε άλλη γενιά και κάνει ό,τι κάνει κι εγώ αναρωτιέμαι, αν είχαμε τότε δίκιο που σαρκάζαμε τους μικροαστούς, από τους οποίους καταγόμαστε οι περισσότεροι, και αν αλλάξαμε τον κόσμο και τον φέραμε στα μέτρα μας:

 

Οι πρόγονοί μας, των περισσότερων τουλάχιστον, ήταν βέβαια χωρικοί, «κολλήγοι»:


 Κολλήγα γιος του παππού μου ο παππούς,

κολλήγα γιος του παππού μου ο πατέρας

κι ο παππούς μου κολλήγας κι αυτός.

 

Και μονάχα εγώ, του πατέρα μου γιος,

έναν κλήρο είχα, λίγα στρέμματα βιος.

 

Η δουλειά στα χωράφια σκληρή.

Ντελικάτος εγώ, μα ξυπνός

τα χωράφια χτυπάω στο σφυρί

και στην πόλη ό,τι βγει, είμαι αστός.

 

Τα λεφτά απ’ τα χωράφια μια αρχή,

ένας γάμος ως προίκα καλός,

μια χαρά πήγε το μαγαζί,

είμαι πια ένας αστός σεβαστός.

 

Κολλήγα γιος του παππού μου ο παππούς,

κολλήγα γιος του παππού μου ο πατέρας

κι ο παππούς μου κολλήγας κι αυτός.

 

Και μονάχα εγώ, του πατέρα μου γιος,

είμαι πια ένας αστός,

είμαι πια καθεστώς.

 

 

Η λέξη που καίει εδώ είναι η λέξη «κολλήγας». Αν την αφαιρέσουμε, διότι κολλήγες δεν υπήρχαν το 1973, υπήρχαν χωρικοί με μικρές ή μεγαλύτερες περιουσίες που δούλευαν στα κτήματά τους σκληρά, έχουμε μια πραγματικότητα.

 

Έφυγαν τα παιδιά των χωρικών και ήρθαν στην πρωτεύουσα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Τη βρήκαν; Μάλλον ναι, αλλιώς θα ξαναγύριζαν στα χωριά τους. Πάντως, όσοι συγγενείς μου ήρθαν στην πόλη, παντρεύτηκαν τις γυναίκες που αγάπησαν, από χωριά κι αυτές, μαζί δούλευαν, μαζί πρόκοψαν και είχαν μια πολύ καλύτερη ζωή. Έγιναν αστοί; Ναι. Είναι κακό αυτό; Όχι. Για το συγκεκριμένο τραγούδι όμως είναι.

 

Από την άλλη η ύπαιθρος άδειασε σιγά σιγά, ερημώθηκαν τα χωριά, κανείς Έλληνας δεν καταδέχεται να πάει να δουλέψει μεροκάματο στα χωράφια. Αυτό δεν είναι καλό, ωστόσο το σχετικό τραγούδι δεν μπορεί να προβλέψει κάτι τέτοιο.

 

Οι μικροαστοί γονείς μας είχαν μεταξύ άλλων και  μια πολύ κακή συνήθεια: έκαναν οικονομία, δεν ήταν σπάταλοι.

 

Οικονομία κάνε και σφίξε τα λουριά

τώρα που είσαι νέος να ’χεις στα γηρατειά.

Οικονομία κάνε, τι θες τα περιττά,

τώρα που είσαι νέος σώρευε τον παρά.

 

Φασούλι το φασούλι

γεμίζει το σακούλι,

φασούλι το φασούλι

γεμίζει το σακούλι σου.

 

Ομολογίες πάρε, παράς φέρνει παρά

να ’χεις σαν θα γεράσεις όλα σου τα καλά.

Τι θες τώρα να ζήσεις, ζωή είναι και περνά,

όμως σαν θα γεράσεις θα ’χεις παρά με ουρά.


 

Σε μια Ελλάδα του ’50 και του ’60, φτωχή και κακομοιριασμένη, δεν μπορώ να καταλάβω με ποια λογική οι γονείς έπρεπε να συμβουλεύουν τα παιδιά τους να είναι σπάταλα. Και πώς να είναι δηλαδή, αφού τα χρήματα που έμπαιναν στο σπίτι ήταν μετρημένα. Και γιατί να μην υπάρχει στην άκρη ένα χρηματικό ποσό για ώρα ανάγκης, όταν ζεις σε μια κοινωνία χωρίς ιδιαίτερη κρατική φροντίδα και ασφάλεια. Το τραγούδι διαστρέφει αυτή τη μικροαστική πρόνοια με τους στίχους: « Τι θες τώρα να ζήσεις, ζωή είναι και περνά, όμως σαν θα γεράσεις θα ’χεις παρά με ουρά». Αλλά τα γεράματα είναι μια πολύ σκληρή υπόθεση κι αν δεν έχεις παρά, τότε θα ψοφήσεις σαν σκυλί στ’ αμπέλι. Δεν μας το λέει αυτό το τραγούδι, αν και η ζωή τότε των γερόντων χωρίς παρά ήταν τραγική.

 

Ερχόμαστε τώρα στις μακρινές συνοικίες της πρωτεύουσας. Θα τις έχετε δει βεβαίως στις ανάλογες ελληνικές ταινίες της εποχής:

 

Μακριά από την πόλη,

σε μια συνοικία,

έχω δικά μου τρία δωμάτια,

χωλ και κουζίνα,

καλά όλα κι άγια,

ησυχία, τάξη κι ασφάλεια.

 

Δική μου δουλίτσα

με μια βιοτεχνία,

μήνα το μήνα δίχως κεσάτια.

Τα φέρνω στα ίσα,

καλά όλα κι άγια,

ησυχία, τάξη κι ασφάλεια.

 

Καλά τα ’χω μ’ όλους,

εμπόρους κι εφόρους,

δε θα πεινάσει η οικογένεια.

Που λέει ο λόγος,

καλά όλα κι άγια,

ησυχία, τάξη κι ασφάλεια.


 

Εδώ ο μικροαστός μεταβάλλεται σε ένα γελοίο υποκείμενο που ζει μετρίως καλά σε ένα τριαράκι, έχει τη βιοτεχνία του, βγάζει τα προς το ζην και είναι και ευχαριστημένος ο βλάκας. Προσπαθεί να επιβιώσει σε μια κοινωνία σκληρή και ανταγωνιστική και τα καταφέρνει, «δεν θα πεινάσει η οικογένεια», έτσι σκέφτεται ο ηλίθιος. Θέλει ησυχία, τάξη και ασφάλεια, πράγματα δηλαδή εντελώς παράλογα.

 

Φυσικά εμείς που το τραγουδούσαμε, είχαμε στο μυαλό μας τη χούντα, αλλά ένα χρόνο αργότερα η χούντα είχε πέσει κι εμείς εξακολουθούσαμε να το τραγουδάμε για χρόνια. Στη σκέψη μας ο βιοτέχνης εκείνος δεν ήταν ένας άνθρωπος που δούλευε κι έβγαζε το ψωμί του, αλλά ένα εμπόδιο για να βελτιωθεί η άδικη κοινωνία μας. Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, βελτιώθηκε, η μακρινή συνοικία έγινε μεγάλη και άνθισε, ενώθηκε με την πρωτεύουσα και σ’ αυτό συνέβαλε ο βιοτέχνης μας και οι όμοιοί του, οι περισσότεροι αγράμματοι άνθρωποι που ήθελαν να προκόψουν και να δουν τα παιδιά τους να μορφώνονται.

 

Το επόμενο τραγούδι είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας:

 

Εργένης

Το θέατρο πανάκριβο, το σινεμά επίσης

κι η μοναξιά αφόρητη στο σπίτι να καθήσεις.

Διάλεξις εδίδετο περί του Μαλακάση

κι είπε κι αυτός ο έρημος να πάει να ξεσκάσει.

 

Βεβαίως κάπως έπληξε, πολλές χρονολογίες,

μα ευτυχώς υπήρξανε και οι απαγγελίες.

Η ώρα του επέρασε χωρίς καμιά δεκάρα,

άσε που είχε όφελος κι εφτά οχτώ τσιγάρα.

 

Ποιος εργένης, φτωχός και κακομοίρης, θα σκεφτόταν να πάει να ακούσει μια διάλεξη περί του Μαλακάση; Αν ήταν τόσο φτωχός που ούτε σε ένα σινεμά δεν είχε χρήματα να πάει -κάπνιζε όμως, ε, ναι, η ευχαρίστηση του φτωχού – μπορούσε να κάτσει σε ένα παγκάκι και να τρώει πασατέμπο χαζεύοντας τους περαστικούς, όπως κάνουν σήμερα οι αλλοδαποί που δεν έχουν χρήματα να πάνε σε καφετέρια. Ωστόσο τα σινεμά τότε ήταν γεμάτα φτωχόκοσμο που πήγαινε να δει τον Βέγγο και ιδέα δεν είχε κατά πού πέφτει ο Μαλακάσης. Ούτε και ο Εργένης μας εδώ ήταν κανείς διανοούμενος, εφόσον έπληξε τόσο στη σχετική διάλεξη.

Πόσο κουτοί στίχοι… Εμείς ωστόσο οι νέοι και μορφωμένοι το τραγουδούσαμε πολύ όμορφα το τραγουδάκι αυτό.



 Στη μικρή αίθουσα εκθέσεων Παρνασσού 1973          

Τι χρώμα και τι σχέδιον,

ήταν σαν να μιλούσαν,

μια ανθοδέσμη προπαντός,

λες και μοσχοβολούσαν.

 

Παιδί μου φαίνεται η σπουδή

το τάλαντον, το πάθος

και πριν μου πεις ό,τι μου πεις,

ζωγράφισε ένα άνθος.

 

Νομίζω διάνα έκανα,

ο πίνακας που βρήκα

πάει πολύ με τον μπουφέ

που είναι και αντίκα.


Λάθος τραγούδι. Τα σπίτια τότε των μικροαστών ήταν γεμάτα με κεντήματα καδραρισμένα. Και με αυτά τα κεντήματα όντως εμείς οι νεότεροι γελούσαμε. Όταν φτιάξαμε τα σπιτικά μας, εμείς ήμασταν που αρχίσαμε να αγοράζουμε πίνακες ζωγραφικής. Γίναμε μεσοαστοί. Και συνεχίζουμε να το κάνουμε.

 

Μερικά από τα τραγούδια αυτά έχουν πάντως διαχρονική αξία. Δείτε αυτό:

 

Ο Γιώργος

Δεκατεσσάρων έφυγε

απ’ το χωριό του ο Γιώργος.

Δυο γραμματάκια έμαθε

στην πολιτεία ο Γιώργος.

 

Κλητήρας διορίστηκε

σε υπουργείο ο Γιώργος.

Γυαλιστερά κουμπιά φορεί,

γυαλοκοπάει ο Γιώργος.

 

Είναι σκληρός σαν κέρβερος

στο υπουργείο ο Γιώργος,

γραφειοκράτης τέλειος

και του κοσμάκη ο τρόμος.

 

Υπάρχουν ακόμα αυτοί, αν και είναι πια λιγότεροι. Φυσικά, όταν το τραγουδούσαμε εκείνα τα χρόνια, περιφρονούσαμε πολύ αυτόν τον Γιώργο, τον ουτιδανό, τον τελευταίο τροχό της άμαξας που μας έκανε τον καμπόσο. Τον περιφρονούσαμε ταξικά αυτόν τον φουκαρά, αν και δεν το καταλαβαίναμε.

 

 

Ο γάμος     

Σε δυο πανέρια οι μπουμπουνιέρες

κι οι ανθοδέσμες στη σειρά,

η νύφη μόνο δεκαεννιά

και του γαμπρού οι μέρες μετρημένες.

 

Ο γάμος έμοιαζε κηδεία,

όταν σταθήκαν στη σειρά

κουμπάρος, σόι και λοιπά

στη σκάλα για να βγουν φωτογραφία.

 

Κρίμα το κοριτσάκι, κρίμα,

τι κάνει το άτιμο το χρήμα.

 

Αυτό το έχω δει με τα μάτια μου. Η νύφη, ασχημούλα λίγο αλλά νέα, ο  γαμπρός μεγάλος σε ηλικία. Η νύφη έκλαιγε, η μάνα της γελούσε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα.

 

Συνέβαινε και ήταν αρκετά συχνό. Βρισκόμαστε στο μεσοδιάστημα μιας εποχής που έσβηνε και μιας άλλης που ερχόταν. Κάπου είχα διαβάσει ένα παλιό κείμενο, δεν θυμάμαι τώρα τίνος (ίσως του Ροΐδη),  που κατηγορούσε ένα τσιγγούνη ότι πήγε και παντρεύτηκε μια πλούσια για να αυξήσει τα πλούτη του, αντί να πάρει μια φτωχοπούλα και να τη σώσει από τη μιζέρια. Αυτή ήταν η αντίληψη της εποχής τότε.

 

Οι αντιλήψεις βέβαια αλλάζουν. Μερικές όμως επιμένουν να παραμένουν στη ζωή μας. Πολλές κουκλάρες και σήμερα παντρεύονται γέροντες για τα πλούτη τους. Και το κάνουν με τη θέλησή τους. Δεν είναι μικροαστισμός. Είναι φιλοχρηματία.

 

Άλλο ένα διαχρονικό:

 

Ρέκβιεμ 1973

Τι τράβηξε ν’ ανέβει

μονάχα αυτός το ξέρει,

αυτός κι ένας Θεός.

 

Η σύζυγος στο πλάι

για πράγματα μιλάει

κοινά και βαρετά.

 

Κι οι γιοι του δύο ξένοι,

μα πότε γίναν έτσι;

Του φέρονται εχθρικά.

 

Τι τράβηξε ν’ ανέβει,

και τώρα είναι ένας ξένος,

στο σπίτι του νεκρός.

 

Μικροαστισμός; Μπα! Ρωτήστε τους παντρεμένους πάσης φυλής και κοινωνικής τάξης. Τα ίδια θα σας πουν αναστενάζοντας, αν είναι ειλικρινείς. Αν όχι, θα σας πουν ότι έχουν μια πολύ ωραία οικογένεια. Μπορεί και να έχουν.

 

Εμείς που τραγουδούσαμε το σχετικό τραγούδι ήμασταν σίγουροι πάντως ότι δεν θα φτιάχναμε ποτέ μια τέτοια «μικροαστική» οικογένεια. Γιατί εμείς ήμασταν το μέλλον. Το βλέπετε εξάλλου: ένα μέλλον που είναι πλέον παρελθόν. Γεμάτο ευτυχισμένες οικογένειες. Τι, όχι;

 

Αφήνω τελευταίο ένα τραγούδι που θα το χαρακτήριζα δηλητηριώδες:

  

Ντροπή τέτοιο παιδί    

Μπλεξίματα δε θέλαμε

στην οικογένειά μας

και πέρα δεν κοιτάζαμε

απ’ τα συμφέροντά μας.

 

Κι αν άκουγε τα λόγια μας,

τα λόγια τα δικά μας,

μυαλό θα είχε ο γιόκας μας

για τα συμφέροντά μας.

 

Ντροπή, ντροπή,

ντροπή τέτοιο παιδί.

 

Γιατί είμαστε νομοταγείς

κοιτάμε τη δουλειά μας,

μπλεξίματα δε θέλαμε

στην οικογένειά μας.

 

Τα πράγματα όπως να ’ρχονταν

για τα συμφέροντά μας

εμείς ποτέ δε χάναμε

στην οικογένειά μας.

 

Ντροπή, ντροπή,

ντροπή τέτοιο παιδί.

 

Έτσι που ’ρθαν τα πράγματα

κακά κι ανάποδά μας

έναν αντάρτη βγάλαμε

στην οικογένειά μας.

 

Ντροπή, ντροπή,

ντροπή τέτοιο παιδί.

 


Η λέξη που καίει εδώ είναι «τα συμφέροντα», με άλλα λόγια: δεν μας ενδιαφέρει ο κόσμος να καεί, εμείς τα συμφέροντά μας κοιτάζουμε. Αν όμως απαλείψουμε αυτή τη λέξη που μας παρασύρει σε περίεργους συνειρμούς, το τραγούδι μια χαρά ταιριάζει στην εποχή μας.

 

Κάνεις ό,τι μπορείς για να βγάλεις στον κόσμο σωστούς ανθρώπους, αλλά μάλλον δεν τα καταφέρνεις και πολύ καλά και να’ σου ο αντάρτης που τα σπάει και τα καίει όλα για μια «καλύτερη κοινωνία», κοινώς το παιδί μάς προέκυψε μπαχαλάκιας. Ε, ναι, αυτό είναι ντροπή!

 

Ωραίο τραγουδάκι που μας έκανε συμπαθείς τους αντάρτες και, όταν κάναμε κι εμείς τα παιδάκια μας, τους το τραγουδούσαμε. Καλά να πάθουμε! Και όλη η ντροπή είναι δική μας.

 

Τώρα θα μου πείτε πως κάποιοι γονείς είναι περήφανοι με τους μπαχαλάκηδες που ανάθρεψαν. Είναι αυτοί που ακόμα τραγουδούν νοσταλγικά: «Κολλήγα γιος…κλπ» και παράλληλα ονειρεύονται επαναστάσεις που θα κάνουν τα εγγόνια τους.

 

Το πιο περίεργο απ’ όλα είναι ότι τα Μικροαστικά είχαν μεγάλη επιτυχία στους μικροαστούς που συνέρρεαν στις συναυλίες και στα κέντρα για να τα ακούσουν και να τα χειροκροτήσουν με ενθουσιασμό. Οι μεγαλοαστοί αδιαφορούσαν πλήρως. Τα λαϊκά στρώματα επίσης. Και η μεσαία αστική τάξη ήταν ακόμη τότε ισχνή μειοψηφία.

 

Αλλά ήμασταν εμείς, οι γόνοι των μικροαστών, που κάναμε επιτυχία αυτή τη συλλογή τραγουδιών. Εμείς με την έπαρση της νεότητας και της κουλτούρας μας – τρομάρα μας – που γίναμε στη συνέχεια μεσοαστοί και φτιάξαμε τη νέα κοινωνία με αυτά τα λαμπρά αποτελέσματα που βλέπετε γύρω σας.

 

 

 

 

2 σχόλια:

  1. αντάρτης τότε σήμαινε κκε ή αριστερός με την γενικότερη έννοια. Μπαχαλάκιδες πάντα υπήρχαν δεν είναι φαινόμενο της εποχής.

    Για έναν νέο σαν και εμένα το απίστευτο δεν είναι οτι κάποιοι στίχοι του Νεγρεπόντη δεν είναι διαχρονικοί. Στην τελική δεν τα έγραψε για να είναι διαχρονικά ούτε για να συμφωνήσει η μάζα μαζί του. Ο Νεγρεπόντης τα έβλεπε στα Μικροαστικά από την μεριά της κοινωνικής πάλης. Και ουσιαστικά αυτό περιγράφει, οτι εν τέλη οι άνθρωποι της εποχής του τον κώλο τους κοιτούσαν και τίποτα άλλο.

    Το απίστευτο είναι οτι άτομα σαν την Μανου που τραγούδησε τραγουδάρες του Νεγροπόντη και Κηλαηδόνη και θα έπρεπε θεωρητικά να έχει ανοίξει το μυαλό τους, καταλήξαν να είναι υπέρμαχοι των εθνικιστικών φάση "η μακεδονία είναι ελληνική". Αυτό είναι κατάντια. Οτι όταν ήταν νέοι συμπλέαν πλήρως με την τότε αριστερά αλλά όσο μεγάλωσαν πήγαν προς τα δεξια. Αυτό σε κάνει να αναρωτιέσαι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. 1982 ��������������������������������������������✝️☯️������������������������������������������������������
    είναι πολλά δε τα διάβασά δε μπορώ
    έχεις μυαλό εσύ
    που τα βρίσκεις όλα αυτά?

    ΑπάντησηΔιαγραφή