Σελίδες
30/8/10
Δημοκρατία και μπούρκα...(βελτιωμένη έκδοση)
...ή δημοκρατία και νικάμπ, μικρή η διαφορά.
Το νικάμπ είναι μια μαύρη φορεσιά που κουκουλώνει τη γυναίκα από πάνω ως κάτω και της κάνει τη χάρη να αφήνει ακάλυπτα τα δυο της μάτια. Πάλι καλά. Θα μπορούσε να άφηνε ακάλυπτο μόνο το ένα.
Έρχονται στο δυτικό κόσμο αυτές οι γυναίκες από έναν άλλο πολιτισμό, είναι θεοσεβούμενες με το δικό τους τρόπο ή καταπιεσμένες με τον τρόπο των ανδρών – δεν έχει σημασία για το θέμα μας εδώ.
Αυτό κυρίως που μας χαλάει είναι το θέαμα: περπατάς στους δρόμους της Ευρώπης και ανάμεσα στις ξεστήθωτες, τις μισόγυμνες, τις ξώπλατες βλέπεις ξαφνικά ένα κουκουλωμένο πράγμα να σε προσπερνά.
Τι είναι εκεί μέσα; Είναι άνθρωπος; Αν φορά μπούρκα, μπορείς να υποθέσεις ό,τι θέλεις. Αν φορά νικάμπ, βλέπεις τουλάχιστον δυο μάτια να σε κοιτάζουν.
Πάντως μια ανατριχίλα σε διαπερνά.
22/8/10
Φτώχεια σχετική και φτώχεια απόλυτη
Τι εννοούμε, όταν λέμε ότι κάποιος είναι φτωχός;
Εννοούμε ότι δεν έχει χρήματα για να πάει διακοπές το καλοκαίρι ή ότι δεν έχει να φάει; Ότι δεν μπορεί να στείλει το παιδί του στο φροντιστήριο για να προετοιμαστεί για τις πανελλήνιες ή ότι δεν έχει ένα ρούχο να του φορέσει;
Σε εποχές παλαιότερες - όχι πάντως και πολύ παλαιότερες - παντού στον κόσμο, όταν λέγαμε ότι κάποιος ήταν φτωχός, εννοούσαμε ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει με σιγουριά τον επιούσιο. Η φτώχεια του ήταν αμέσως ορατή: κυκλοφορούσε με τριμμένα, μπαλωμένα ρούχα και το χειμώνα κρύωνε, γιατί, αν είχε παλτό, αυτό ήταν λιωμένο και τρύπιο.
Έχω στο μυαλό μου εικόνες από ρώσικα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, όπου μέσα στο τρομακτικό κρύο του ρωσικού χειμώνα οι φτωχοί γυρίζουν στους δρόμους τουρτουρίζοντας, τυλιγμένοι σε φθαρμένα, άθλια πανωφόρια που είναι αδύνατο να τους ζεστάνουν.
Αλλά και η δυτική Ευρώπη του Ντίκενς και του Ουγκώ δεν είναι καλύτερη. Θυμηθείτε το Γιάννη Αγιάννη και τη φοβερή του πείνα.
Θυμηθείτε το κοριτσάκι με τα σπίρτα του Άντερσεν.
Την Πείνα του Κνουτ Χάμσουν.
Δεν είναι τελικά πολύς καιρός που ο δυτικός κόσμος ξέφυγε από αυτή την έσχατη φτώχεια και αναβάθμισε τη σχετική λέξη. Φτωχοί βέβαια αυτού του τύπου εξακολουθούν να υπάρχουν παντού, αλλά σήμερα, όταν ο δυτικός άνθρωπος μιλά για φτώχεια στη δική του κοινωνία, εννοεί άλλα πράγματα.
Έτσι ο μέσος φτωχός του δυτικού κόσμου μερικές φορές δεν ξεχωρίζει από το μέσο πλούσιο.
Κατ’ αρχήν είναι σχετικά καλά ντυμένος.
Αυτό ανάγκασε τους πλούσιους να εφεύρουν διάφορα τρικ για να είναι διακριτοί και να μη συγχέονται με τους φτωχούς. Τα τρικ αυτά λέγονται σινιέ ρούχα. Ο φτωχός μπορεί να είναι καλοντυμένος και φρεσκοσιδερωμένος, όμως δεν φορά επώνυμες μάρκες ρούχων.
Η διάκριση πλούσιων και φτωχών έχει περάσει δηλαδή σε άλλο επίπεδο και όσοι μετρίων εισοδημάτων θέλουν να ξεγελάσουν τον περίγυρό τους, κάνουν αιματηρές οικονομίες για να αγοράσουν τις επώνυμες μάρκες. Ανόητοι άνθρωποι βέβαια, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Επίσης ο δυτικός μέσος φτωχός δεν ανησυχεί για τον επιούσιο.
Το ψυγείο του είναι συνήθως γεμάτο τρόφιμα που αγοράζει από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς του. Είναι ενδιαφέρον ότι οι σημερινοί δυτικοί φτωχοί είναι κατά κανόνα παχείς, ενώ οι πλούσιοι είναι αδύνατοι. Δεν ξέρω, αλλά υποπτεύομαι ότι και αυτό είναι ένα τρικ για να διακρίνονται από τους φτωχούς. Αλλιώς δεν έχει νόημα αυτή η τρελή μόδα των αποστεωμένων πλούσιων που αρνούνται την ευχαρίστηση της γεύσης περιτριγυρισμένοι από τόνους εκλεκτών εδεσμάτων.
Ωστόσο ο φτωχός της δύσης έχει κι αυτός τα προβλήματά του.
Αν αρρωστήσει, πρέπει να αρκεστεί στην ιατρική περίθαλψη που του παρέχει το κράτος. Οι πανάκριβοι ιδιώτες γιατροί είναι απλησίαστοι για το βαλάντιό του.
Αν χάσει τη δουλειά του, θα πρέπει να βολευτεί με το επίδομα ανεργίας και αργότερα με τα συσσίτια του δήμου και της εκκλησίας. Αλλά επειδή μέσα στην οικογένεια είναι σπάνιο να χάσουν όλα τα εργαζόμενα μέλη τη δουλειά τους συγχρόνως, πάντα υπάρχει λίγο χρήμα για την απλή επιβίωση.
Αν είναι πολύ φτωχός, δεν πάει διακοπές το καλοκαίρι, κάθεται στο σπίτι του και δροσίζεται με τον ανεμιστήρα. Η ώρα του περνά πίνοντας καμιά μπίρα με φίλους ή παρακολουθώντας τηλεόραση.
Διότι πρέπει να σημειώσουμε ότι τα φτωχά δυτικά νοικοκυριά διαθέτουν σήμερα ηλεκτρικές συσκευές: ψυγείο, κουζίνα, τηλεόραση και ηλεκτρικό σίδερο οπωσδήποτε. Διαθέτουν επίσης τηλέφωνο. Και πιθανόν και άλλες συσκευές, όπως π.χ. πλυντήριο ρούχων.
Επίσης διαθέτουν μπάνιο. Μερικές φορές ο δυτικός μέσος φτωχός διαθέτει και αυτοκίνητο.
Στις γιορτές, π.χ. τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, η οικογένειά του θα στρώσει τραπέζι και, όσο κι αν έχουν ακριβύνει οι τιμές, όμως μια μερίδα κρέας θα μπορέσουν να τη γευτούν τα μέλη της. Δεν θα είναι όπως τα Χριστούγεννα εκείνου του φτωχού υπαλλήλου του Σκρουτζ που δεν μπορούσε να αγοράσει ούτε ένα μπούτι γαλοπούλας για τα παιδιά του.
Τα παιδιά του φτωχού φοιτούν στο δημόσιο σχολείο. Αν είναι καλοί μαθητές, μπορεί να περάσουν στο Πανεπιστήμιο και να γίνουν επιστήμονες. Αν όχι, θα γίνουν τεχνίτες. Αποκεί και πέρα εξαρτάται πλέον από πολλούς (και άδηλους)παράγοντες, αν θα παραμείνουν στο οικονομικό επίπεδο των γονιών τους ή αν θα καταφέρουν να ξεφύγουν από αυτό.
Ενώ όμως ο μέσος δυτικός φτωχός λίγο πολύ επιβιώνει με κάποια αξιοπρέπεια στην κοινωνία, ο φτωχός σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας είναι εξαθλιωμένος.
Η κατοικία του σε κάποιες χώρες είναι από λάσπη, χαρτόνι ή λαμαρίνα, άλλοτε είναι απλώς η σκιά ενός δέντρου. Μέσα στο σπίτι του το πρώτο πράγμα που δεν υπάρχει είναι το μπάνιο. Συχνά δεν υπάρχει ούτε τρεχούμενο νερό. Επίσης δεν υπάρχουν ηλεκτρικές συσκευές, διότι μπορεί να μην υπάρχει ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Αν όμως υπάρχει, βλέπει κανείς με έκπληξη μια συσκευή τηλεόρασης.
Η εμφάνισή του παραπέμπει αμέσως στη φτώχεια του και σε ορισμένες περιπτώσεις ο υποσιτισμός του είναι φανερός. Εδώ ο φτωχός είναι αδύνατος, τόσο αδύνατος, όσο οι σκελετωμένοι πλούσιοι του δυτικού κόσμου.
Χρήματα διαθέτει ελάχιστα, άλλοτε δεν διαθέτει καθόλου.
Επομένως η υγεία του είναι αφημένη στα χέρια του Θεού. Αν αρρωστήσει, μπορεί να γίνει από μόνος του καλά, ειδάλλως θα παραμείνει άρρωστος κι αν ζήσει, έζησε.
Τα παιδιά του μεγαλώνουν στους δρόμους και συνήθως δεν πάνε σχολείο. Μαθαίνουν να επιβιώνουν με την πείνα και την εξαθλίωση ή, αν δεν αντέχουν, πεθαίνουν.
Ο επιούσιος εννοείται ότι δεν είναι πάντα εξασφαλισμένος, εκτός αν ο φτωχός δουλεύει κάπου, οπότε, για όσο καιρό δουλεύει, λίγο φαγητό μπαίνει στο χωματένιο ή χαρτονένιο ή τσίγκινο σπίτι του. Μια καλή λύση για τον επιούσιο, είναι να γίνει ο φτωχός μέλος κάποιας συμμορίας. Μια άλλη καλή λύση είναι να προσφέρει ερωτικές υπηρεσίες σε πλούσιους.
Τα κράτη, στα οποία ανήκει αυτό το είδος του φτωχού, κυνηγούν τις συμμορίες και τον παράνομο αγοραίο έρωτα βοηθούμενα συχνά και από οργανώσεις, κυβερνητικές και μη, του δυτικού κόσμου. Φυσικά ματαιοπονούν, διότι αυτό που έπρεπε να κυνηγήσουν είναι η φτώχεια. Αλλά κάτι τέτοιο δεν το κάνουν.
Αυτό το είδος του φτωχού έχει βέβαια τις διαβαθμίσεις του.
Υπάρχει ο απόλυτα φτωχός που δεν έχει στον ήλιο μοίρα κι αποκεί και πέρα αρχίζουν οι διάφορες παραλλαγές. Γενικά όμως ο μη δυτικός φτωχός δεν μπορεί να ξεπεράσει ένα όριο και δεν ξεγελά ποτέ τον περίγυρό του. Είναι φτωχός και αυτό φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Έτσι, ενώ στον ανεπτυγμένο κόσμο ο αγώνας γίνεται για να εξασφαλιστεί ο φτωχός απέναντι στην ακρίβεια, την ανεργία, την ελλιπή ιατρική περίθαλψη και εκπαίδευση, στον τρίτο κόσμο ο αγώνας γίνεται για να εξασφαλίσει το καθημερινό του φαγητό.
Υπάρχει λοιπόν φτώχεια σχετική και φτώχεια απόλυτη και αυτό είναι ένα σημερινό φαινόμενο. Αντίθετα στο παρελθόν ο φτωχός ήταν παντού ο ίδιος, πεινασμένος, σκελετωμένος και ρακένδυτος.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει να επαναπαυθούμε όσοι δεν ανήκουμε στο λεγόμενο τρίτο κόσμο και να κάνουμε το σταυρό μας που δεν κατοικούμε σε χαρτονένια σπίτια. Οποιαδήποτε προνόμια έχει κερδίσει ο πολίτης του δυτικού κόσμου, πρέπει να τα φρουρεί ως κόρη οφθαλμού και εννοείται ότι πολλά ακόμα έχουν να γίνουν για να εξομαλυνθεί όσο γίνεται η οικονομική ανισότητα που επικρατεί και στις ανεπτυγμένες χώρες. Το όραμα των υγιώς σκεπτόμενων πολιτών δεν μπορεί να είναι άλλο από μια κοινωνία όπου ο πλούτος θα είναι κατανεμημένος με δικαιότερο τρόπο και δεν θα είναι χαώδης η διαφορά μεταξύ πλούσιων και φτωχών, όπως συμβαίνει σήμερα.
Στα δύο link που παραθέτω μπορούμε να πάρουμε μια μικρή γεύση του τι σημαίνει να είσαι φτωχός στο Τσαντ παραδείγματος χάριν, μια αφρικανική χώρα με τεράστιες έρημες εκτάσεις, με χαμόδεντρα και με άθλιες καλύβες. Ο ΟΗΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: 10.000.000 άνθρωποι λιμοκτονούν εκεί. Παντού είναι σπαρμένοι σκελετοί αγελάδων και προβάτων και ανάμεσά τους παίζουν τα παιδιά.
Η επιφάνεια της λίμνης Τσαντ έχει τα τελευταία σαράντα χρόνια συρρικνωθεί κατά 9Ο% και οι ειδικοί φοβούνται ότι μπορεί να εξαφανιστεί σε είκοσι χρόνια. Μαζί με τη λίμνη θα εξαφανιστεί και η ζωή που εξαρτάται από αυτήν. Όσο περισσότερο κατεβαίνει η στάθμη της λίμνης, τόσο μεγαλύτερη είναι η συγκέντρωση βακτηριδίων στο νερό. Αλλά οι κάτοικοι χρειάζονται το νερό για να επιβιώσουν. Το πίνουν και αρρωσταίνουν. Προσπαθούν να καλλιεργήσουν τη γη, όμως η έρημος εξαπλώνεται συνέχεια και τα καλλιεργήσιμα εδάφη λιγοστεύουν. Τώρα έχουν φτάσει στο σημείο να μη μπορούν πια να τραφούν από τη γη τους. Η πείνα τούς κρατά αιχμάλωτους.
Στο Τσαντ θα συναντήσουμε κάτι ανάλογο με τις σταχομαζώχτρες του μας απαθανάτισε ο Παπαδιαμάντης: γυναίκες που μαζεύουν σπόρους από μυρμηγκοφωλιές. Εν τω μεταξύ ο εμφύλιος μαίνεται στη χώρα.
http://www.elmundo.es/elmundo/2010/08/11/internacional/1281478610.html
Δύο ακόμα παρατηρήσεις:
α) Είναι πρόκληση να βλέπουμε κάθε φορά στις παραμονές του Πάσχα καλοταϊσμένες κυρίες με βαμμένα ξανθά μαλλιά να κλαίγονται στην τηλεόραση ότι δεν θα μπορέσουν να αγοράσουν αρνάκι , επειδή ακρίβυνε. Ας μη φάνε αρνάκι, ας φάνε κοτόπουλο. Και ας μην ξοδεύουν τα πολύτιμά χρήματά τους στα κομμωτήρια. Έτσι κι αλλιώς είναι σε μια ηλικία που κανείς δεν τις προσέχει.
β)Είναι πρόκληση να διαμαρτυρόμαστε ότι οι διακοπές μας φέτος στα νησιά ήταν μικρότερης διάρκειας, επειδή δεν μας έφτασαν τα λεφτά. Σε κάποια άλλα μέρη του κόσμου μας οι άνθρωποι πεθαίνουν από πείνα. Καλύτερα να διαμαρτυρηθούμε γι αυτούς.
17/8/10
Πολιτικές σκοπιμότητες, σύμφωνοι, αλλά φέρνουν αμοιβαία καταλλαγή κι αυτό είναι θετικό.
Στη σημερινή Χουριέτ, στην ηλεκτρονική αγγλική της έκδοση, διάβασα ένα ενδιαφέρον άρθρο σχετικό με τη λειτουργία που έγινε προχθές στη Μονή Σουμελά.
Ο αρθρογράφος σημειώνει με ικανοποίηση ότι στη χώρα του τα ταμπού πέφτουν το ένα μετά το άλλο και ένα από αυτά είναι ότι επιτράπηκε τελικά στους έλληνες ορθόδοξους να κάνουν τη λειτουργία τους για την Κοίμηση της Θεοτόκου στη Μονή Σουμελά στην Τραπεζούντα.
Αυτό, σημειώνει ο αρθρογράφος, δεν σημαίνει ότι έληξε ο παρανοϊκός εθνικισμός που ματαιώνει ακόμη και τις πιο ήπιες θρησκευτικές τελετές σ’ αυτή τη μονή. Αλλά πάντως είναι ένα μήνυμα προς την ξενοφοβική τουρκική πολιτική. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ερντογάν μιλώντας στο Ντιαρμπακίρ με την ευκαιρία της έναρξης του Ραμαζανιού είπε:
«Λένε πως προσπαθούν να αναβιώσουν τη νεκρή Αυτοκρατορία του Πόντου (Τραπεζούντας). Σήμερα ήρθαν στην Τραπεζούντα κι έκαναν τη λειτουργία τους. Και τι έγινε; Ήρθαν, λειτούργησαν κι έφυγαν. Τι χάσατε; Όποιος εμπιστεύεται την πίστη του, δεν φοβάται την ελευθερία της πίστης. Όποιος εμπιστεύεται τις ιδέες του, δεν φοβάται την ελευθερία των ιδεών. Λένε ότι πρόκειται για εθνικιστές. Ανοίξτε την Οθωμανική ιστορία και διαβάστε. Οι Οθωμανοί ήταν ανοιχτοί και είχαν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Εγκαθίδρυσαν την Αρχή τους στη διεθνή κοινότητα και αυτό το έκαναν με τον καλύτερο τρόπο».
Η Τουρκία, συνεχίζει ο αρθρογράφος, επέτρεψε να γίνει αυτή η λειτουργία και ομοίως θα επιτρέψει να γίνει κι άλλη λειτουργία τον επόμενο μήνα μετά από μακρά απουσία θρησκευτικών τελετών στην αρμενική εκκλησία του Σταυρού στη λίμνη Βαν, στέλνοντας έτσι ένα ηχηρό μήνυμα στον κόσμο. Δεν είναι ένα μήνυμα ανοχής, είναι ένα μήνυμα εμπιστοσύνης, ένα μήνυμα θρησκευτικού σεβασμού και ωριμότητας, μια πρόσκληση για ειρήνη σε μια εποχή που τέτοια συναισθήματα είναι σπάνια.
Μέσα στο ίδιο πνεύμα η Τουρκία θα κινηθεί για να ανοίξει πάλι η Σχολή της Χάλκης που είναι κλειστή από το 1971.
Η εκκλησία του αποστόλου Παύλου στην Ταρσό που είναι μουσείο από το 1943 και όπου είχαν επιτραπεί περιορισμένες λειτουργίες τα τελευταία δυο χρόνια, θα ανοίξει εντελώς για όσους θέλουν να κάνουν εκεί τις λειτουργίες τους.
Η Τουρκία δεν έχει τίποτε να χάσει και πολλά να κερδίσει.
Χαιρετίζουμε τους ανοιχτόμυαλους αξιωματούχους που εργάστηκαν ακούραστα και υπομονετικά για να επιτραπεί η λειτουργία της Κυριακής. Χαιρετίζουμε τον πρωθυπουργό Ερντογάν για το όραμά του για μια Τουρκία πλουραλιστική και με εμπιστοσύνη στον εαυτό της.
Αυτά γράφει το άρθρο της Χουριέτ.
Ενδιαφέρον ωστόσο είναι και το σχόλιο ενός τούρκου αναγνώστη που θα ήθελε να πάει στην Κρήτη, τη γη των προγόνων του, όπως λέει, και να παρακολουθήσει εκεί μια αντίστοιχη λειτουργία σε τζαμί.
http://www.hurriyetdailynews.com/n.php?n=only-confidence-can-confront-taboos-2010-08-1
5/8/10
Κακοποίηση γερόντων
Οποιοσδήποτε είναι πιο αδύναμος από μας, πρέπει να είναι αντικείμενο του σεβασμού μας.
Αυτός είναι ένας απλός κανόνας που οφείλουμε να τον μαθαίνουμε από πολύ νωρίς, μαζί με το αλφάβητο, κι από πιο πριν ακόμα. Να μας τον κανοναρχούν οι γονείς, οι δάσκαλοι, τα βιβλία, η τηλεόραση, οι πάντες.
Το παιδί, ο άρρωστος, ο μειωμένης αντίληψης άνθρωπος, ο φτωχός, ο μετανάστης, ο γέροντας, όλες αυτές οι κατηγορίες πρέπει να είναι αντικείμενο σεβασμού από τους υπόλοιπους. Και φυσικά και τα ζώα, αλλά αυτό είναι άλλο μεγάλο θέμα.
Ο αδύναμος δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, γι αυτό δεν τον πειράζουμε ποτέ. Δεν ασκούμε πάνω του τη δύναμή μας που δεν μπορούμε να την ασκήσουμε σε άλλους ίσους ή δυνατότερούς μας. Δεν τον κοροϊδεύουμε, δεν τον εξευτελίζουμε και δεν τον κακοποιούμε. Αν είμαστε καλοί άνθρωποι, τον βοηθούμε. Αν δεν είμαστε, τον αφήνουμε τουλάχιστον στην ησυχία του.
Είναι ένας απλός κανόνας ζωής που παραβιάζεται καθημερινά αμέτρητες φορές στον κόσμο μας.
Στη Γαλλία ήρθε αυτές τις μέρες στη δημοσιότητα ένα κρούσμα κακοποίησης ενός γέροντα ογδόντα χρονών. Η σαρανταπεντάχρονη σύζυγός του μαζί με τον εραστή της τον είχαν κλείσει σε μια αποθήκη για ένα χρόνο, με αποτέλεσμα να χάσει την όρασή του που ήταν έτσι κι αλλιώς προβληματική. Τον τιμωρούσαν με διάφορους τρόπους, τον απειλούσαν, τον χτυπούσαν και τον άφηναν νηστικό. Οι γείτονες κάποτε απόρησαν με την εξαφάνισή του, ειδοποίησαν τις αρχές και έτσι βρέθηκε, πριν πεθάνει από την κακοποίηση.
Ευλόγως θα αναρωτηθούμε: τι την ήθελε τη νέα γυναίκα ο γέρος; Καλά να πάθει τώρα.
Αυτός λέει ότι την παντρεύτηκε για να την κάνει κληρονόμο του, επειδή τον φρόντιζε. Κάπως έτσι πρέπει να έκλεισε η συμφωνία. Η γυναίκα έκανε τους υπολογισμούς της, ήταν άπορη, γιατί όχι; σκέφτηκε.
Αποκεί και πέρα δεν μπορούμε να ξέρουμε τι έγινε.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι ο γέροντας ήθελε από τη νόμιμη γυναίκα του κάτι περισσότερο από μια απλή περίθαλψη. Ας υποθέσουμε επίσης ότι ήταν κακός, αναποδιασμένος, ιδιότροπος, ότι μιλούσε άσχημα, ότι είχε παράλογες απαιτήσεις. Αυτό κατά κανένα τρόπο δεν αθωώνει τη σύζυγο.
Οι γέροντες δεν είναι άκακα πλάσματα. Η προχωρημένη ηλικία τους μεταλλάσσει το χαρακτήρα τους, τους κάνει πολλές φορές ανυπόφορους και παράλογους. Γίνονται κουραστικοί, λένε ασυναρτησίες, είναι απαιτητικοί και, το χειρότερο, δεν είναι αξιαγάπητοι: προκαλούν συχνά τη σιχασιά, γιατί τα γεράματα δεν είναι όμορφη κατάσταση.
Κάποτε, στις πατριαρχικές κοινωνίες, όσο πιο ηλικιωμένος ήταν κανείς, τόσο μεγαλύτερο σεβασμό απολάμβανε. Ο λόγος του ήταν νόμος και οι νεότεροι, οι πενηντάρηδες δηλαδή και οι εξηντάρηδες, ήταν υποχρεωμένοι να υπακούσουν. Ήταν μια ακραία κατάσταση φυσικά, αλλά με αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος είχε εφεύρει ένα τρικ, ένα τέχνασμα για να μην πετιούνται οι γέροι στην άκρη και να πεθαίνουν ξεχασμένοι από όλους.
Σήμερα που υπάρχει κρατική φροντίδα και οι ηλικιωμένοι έχουν οι περισσότεροι μια σύνταξη, ένας τέτοιος ακραίος σεβασμός είναι περιττός. Εξάλλου η σοφία των γερόντων αμφισβητείται. Με τις ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές η πείρα τους δείχνει να είναι άχρηστη, δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα. Έτσι φτάσαμε στην άλλη άκρη: οι γέροντες είναι τώρα ενοχλητικοί, είναι βάρος και δεν μπορούμε να ανεχθούμε την άνοια που κουβαλούν.
Υπάρχει όμως μεγάλη απόσταση από αυτό το σημείο μέχρι το σημείο να τους κακομεταχειριζόμαστε.
Είναι πολύ θλιβερό το θέαμα του πεταμένου, απορριγμένου γέροντα που περιμένει από τους άλλους φροντίδα και αντί γι αυτό δέχεται επιπλήξεις, ύβρεις και τιμωρίες.
Πίσω από την απωθητική πολλές φορές εμφάνισή του εξακολουθεί να ζει ένας άνθρωπος που κάποτε ήταν μωρό, μετά παιδί, μετά έφηβος. Υπήρξε νέος, είχε όνειρα, έκανε πράγματα, αγάπησε, έλπισε, δημιούργησε. Έκανε καλό, έκανε κακό στους άλλους, όπως γίνεται πάντα. Τώρα είναι μια ζωή που φεύγει. Πρέπει να τη συνοδέψουμε ως την τελική έξοδο με την αξιοπρέπεια που της αρμόζει.
1/8/10
Τέλος στις ταυρομαχίες;
Ήταν καιρός.
Ή μάλλον καθυστέρησαν αρκετά.
Εν πάση περιπτώσει έγινε το πρώτο βήμα.
Το αποφάσισαν από πολιτική σκοπιμότητα, σχολιάζουν οι αναλυτές και αυτό είναι το πιθανότερο. Εξάλλου για οικονομικούς λόγους συνεχίζεται μέχρι σήμερα αυτό το βάρβαρο έθιμο.
Η πολιτική και η οικονομία, αδελφούλες πολύ κακόψυχες, από πάντα ήταν τροχοπέδη της ευαισθησίας μας.
Και ποιοι πήγαιναν να διασκεδάσουν παρακολουθώντας να πεθαίνει αργά και βασανιστικά ένα ζώο; Ποιοι πήγαιναν να καμαρώσουν το τσογλάνι που αποχτά δόξα και χρήμα κάνοντας φιγούρες γύρω από τον τρελαμένο ταύρο;
Οι τουρίστες κυρίως, μας λένε.
Τι σόι τουρίστες άραγε;
Αγριάνθρωποι που ξέμειναν ως απολιθώματα άλλων εποχών ανάμεσά μας. Ή εντελώς ηλίθιοι, εντελώς ανεγκέφαλοι. Ή βλαμμένοι, ανώμαλοι που ποιος ξέρει τι φαντασιώσεις κουβαλούν μέσα στο πειραγμένο τους κρανίο.
Αλλά είναι και οι ντόπιοι.
Αυτοί υπερασπίζονται το έθιμο, την κουλτούρα τους, τη ντροπή της Ευρώπης δηλαδή.
Είναι και το κράτος.
Που σιωπά, που έχει άλλα πιο επείγοντα θέματα να λύσει.
Είναι και η κοινωνία.
Που δεν ξεσηκώνεται, που ανέχεται το άγριο θέαμα, αλλά κατά τα άλλα προστατεύει, υποθέτω, τα αδέσποτα.
Είμαστε κι εμείς.
Που κλείνουμε τα μάτια.
Έχουμε εξάλλου εμείς τα δικά μας βάσανα.