Τι εννοούμε, όταν λέμε ότι κάποιος είναι φτωχός;
Εννοούμε ότι δεν έχει χρήματα για να πάει διακοπές το καλοκαίρι ή ότι δεν έχει να φάει; Ότι δεν μπορεί να στείλει το παιδί του στο φροντιστήριο για να προετοιμαστεί για τις πανελλήνιες ή ότι δεν έχει ένα ρούχο να του φορέσει;
Σε εποχές παλαιότερες - όχι πάντως και πολύ παλαιότερες - παντού στον κόσμο, όταν λέγαμε ότι κάποιος ήταν φτωχός, εννοούσαμε ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει με σιγουριά τον επιούσιο. Η φτώχεια του ήταν αμέσως ορατή: κυκλοφορούσε με τριμμένα, μπαλωμένα ρούχα και το χειμώνα κρύωνε, γιατί, αν είχε παλτό, αυτό ήταν λιωμένο και τρύπιο.
Έχω στο μυαλό μου εικόνες από ρώσικα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, όπου μέσα στο τρομακτικό κρύο του ρωσικού χειμώνα οι φτωχοί γυρίζουν στους δρόμους τουρτουρίζοντας, τυλιγμένοι σε φθαρμένα, άθλια πανωφόρια που είναι αδύνατο να τους ζεστάνουν.
Αλλά και η δυτική Ευρώπη του Ντίκενς και του Ουγκώ δεν είναι καλύτερη. Θυμηθείτε το Γιάννη Αγιάννη και τη φοβερή του πείνα.
Θυμηθείτε το κοριτσάκι με τα σπίρτα του Άντερσεν.
Την Πείνα του Κνουτ Χάμσουν.
Δεν είναι τελικά πολύς καιρός που ο δυτικός κόσμος ξέφυγε από αυτή την έσχατη φτώχεια και αναβάθμισε τη σχετική λέξη. Φτωχοί βέβαια αυτού του τύπου εξακολουθούν να υπάρχουν παντού, αλλά σήμερα, όταν ο δυτικός άνθρωπος μιλά για φτώχεια στη δική του κοινωνία, εννοεί άλλα πράγματα.
Έτσι ο μέσος φτωχός του δυτικού κόσμου μερικές φορές δεν ξεχωρίζει από το μέσο πλούσιο.
Κατ’ αρχήν είναι σχετικά καλά ντυμένος.
Αυτό ανάγκασε τους πλούσιους να εφεύρουν διάφορα τρικ για να είναι διακριτοί και να μη συγχέονται με τους φτωχούς. Τα τρικ αυτά λέγονται σινιέ ρούχα. Ο φτωχός μπορεί να είναι καλοντυμένος και φρεσκοσιδερωμένος, όμως δεν φορά επώνυμες μάρκες ρούχων.
Η διάκριση πλούσιων και φτωχών έχει περάσει δηλαδή σε άλλο επίπεδο και όσοι μετρίων εισοδημάτων θέλουν να ξεγελάσουν τον περίγυρό τους, κάνουν αιματηρές οικονομίες για να αγοράσουν τις επώνυμες μάρκες. Ανόητοι άνθρωποι βέβαια, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Επίσης ο δυτικός μέσος φτωχός δεν ανησυχεί για τον επιούσιο.
Το ψυγείο του είναι συνήθως γεμάτο τρόφιμα που αγοράζει από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς του. Είναι ενδιαφέρον ότι οι σημερινοί δυτικοί φτωχοί είναι κατά κανόνα παχείς, ενώ οι πλούσιοι είναι αδύνατοι. Δεν ξέρω, αλλά υποπτεύομαι ότι και αυτό είναι ένα τρικ για να διακρίνονται από τους φτωχούς. Αλλιώς δεν έχει νόημα αυτή η τρελή μόδα των αποστεωμένων πλούσιων που αρνούνται την ευχαρίστηση της γεύσης περιτριγυρισμένοι από τόνους εκλεκτών εδεσμάτων.
Ωστόσο ο φτωχός της δύσης έχει κι αυτός τα προβλήματά του.
Αν αρρωστήσει, πρέπει να αρκεστεί στην ιατρική περίθαλψη που του παρέχει το κράτος. Οι πανάκριβοι ιδιώτες γιατροί είναι απλησίαστοι για το βαλάντιό του.
Αν χάσει τη δουλειά του, θα πρέπει να βολευτεί με το επίδομα ανεργίας και αργότερα με τα συσσίτια του δήμου και της εκκλησίας. Αλλά επειδή μέσα στην οικογένεια είναι σπάνιο να χάσουν όλα τα εργαζόμενα μέλη τη δουλειά τους συγχρόνως, πάντα υπάρχει λίγο χρήμα για την απλή επιβίωση.
Αν είναι πολύ φτωχός, δεν πάει διακοπές το καλοκαίρι, κάθεται στο σπίτι του και δροσίζεται με τον ανεμιστήρα. Η ώρα του περνά πίνοντας καμιά μπίρα με φίλους ή παρακολουθώντας τηλεόραση.
Διότι πρέπει να σημειώσουμε ότι τα φτωχά δυτικά νοικοκυριά διαθέτουν σήμερα ηλεκτρικές συσκευές: ψυγείο, κουζίνα, τηλεόραση και ηλεκτρικό σίδερο οπωσδήποτε. Διαθέτουν επίσης τηλέφωνο. Και πιθανόν και άλλες συσκευές, όπως π.χ. πλυντήριο ρούχων.
Επίσης διαθέτουν μπάνιο. Μερικές φορές ο δυτικός μέσος φτωχός διαθέτει και αυτοκίνητο.
Στις γιορτές, π.χ. τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, η οικογένειά του θα στρώσει τραπέζι και, όσο κι αν έχουν ακριβύνει οι τιμές, όμως μια μερίδα κρέας θα μπορέσουν να τη γευτούν τα μέλη της. Δεν θα είναι όπως τα Χριστούγεννα εκείνου του φτωχού υπαλλήλου του Σκρουτζ που δεν μπορούσε να αγοράσει ούτε ένα μπούτι γαλοπούλας για τα παιδιά του.
Τα παιδιά του φτωχού φοιτούν στο δημόσιο σχολείο. Αν είναι καλοί μαθητές, μπορεί να περάσουν στο Πανεπιστήμιο και να γίνουν επιστήμονες. Αν όχι, θα γίνουν τεχνίτες. Αποκεί και πέρα εξαρτάται πλέον από πολλούς (και άδηλους)παράγοντες, αν θα παραμείνουν στο οικονομικό επίπεδο των γονιών τους ή αν θα καταφέρουν να ξεφύγουν από αυτό.
Ενώ όμως ο μέσος δυτικός φτωχός λίγο πολύ επιβιώνει με κάποια αξιοπρέπεια στην κοινωνία, ο φτωχός σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας είναι εξαθλιωμένος.
Η κατοικία του σε κάποιες χώρες είναι από λάσπη, χαρτόνι ή λαμαρίνα, άλλοτε είναι απλώς η σκιά ενός δέντρου. Μέσα στο σπίτι του το πρώτο πράγμα που δεν υπάρχει είναι το μπάνιο. Συχνά δεν υπάρχει ούτε τρεχούμενο νερό. Επίσης δεν υπάρχουν ηλεκτρικές συσκευές, διότι μπορεί να μην υπάρχει ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Αν όμως υπάρχει, βλέπει κανείς με έκπληξη μια συσκευή τηλεόρασης.
Η εμφάνισή του παραπέμπει αμέσως στη φτώχεια του και σε ορισμένες περιπτώσεις ο υποσιτισμός του είναι φανερός. Εδώ ο φτωχός είναι αδύνατος, τόσο αδύνατος, όσο οι σκελετωμένοι πλούσιοι του δυτικού κόσμου.
Χρήματα διαθέτει ελάχιστα, άλλοτε δεν διαθέτει καθόλου.
Επομένως η υγεία του είναι αφημένη στα χέρια του Θεού. Αν αρρωστήσει, μπορεί να γίνει από μόνος του καλά, ειδάλλως θα παραμείνει άρρωστος κι αν ζήσει, έζησε.
Τα παιδιά του μεγαλώνουν στους δρόμους και συνήθως δεν πάνε σχολείο. Μαθαίνουν να επιβιώνουν με την πείνα και την εξαθλίωση ή, αν δεν αντέχουν, πεθαίνουν.
Ο επιούσιος εννοείται ότι δεν είναι πάντα εξασφαλισμένος, εκτός αν ο φτωχός δουλεύει κάπου, οπότε, για όσο καιρό δουλεύει, λίγο φαγητό μπαίνει στο χωματένιο ή χαρτονένιο ή τσίγκινο σπίτι του. Μια καλή λύση για τον επιούσιο, είναι να γίνει ο φτωχός μέλος κάποιας συμμορίας. Μια άλλη καλή λύση είναι να προσφέρει ερωτικές υπηρεσίες σε πλούσιους.
Τα κράτη, στα οποία ανήκει αυτό το είδος του φτωχού, κυνηγούν τις συμμορίες και τον παράνομο αγοραίο έρωτα βοηθούμενα συχνά και από οργανώσεις, κυβερνητικές και μη, του δυτικού κόσμου. Φυσικά ματαιοπονούν, διότι αυτό που έπρεπε να κυνηγήσουν είναι η φτώχεια. Αλλά κάτι τέτοιο δεν το κάνουν.
Αυτό το είδος του φτωχού έχει βέβαια τις διαβαθμίσεις του.
Υπάρχει ο απόλυτα φτωχός που δεν έχει στον ήλιο μοίρα κι αποκεί και πέρα αρχίζουν οι διάφορες παραλλαγές. Γενικά όμως ο μη δυτικός φτωχός δεν μπορεί να ξεπεράσει ένα όριο και δεν ξεγελά ποτέ τον περίγυρό του. Είναι φτωχός και αυτό φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Έτσι, ενώ στον ανεπτυγμένο κόσμο ο αγώνας γίνεται για να εξασφαλιστεί ο φτωχός απέναντι στην ακρίβεια, την ανεργία, την ελλιπή ιατρική περίθαλψη και εκπαίδευση, στον τρίτο κόσμο ο αγώνας γίνεται για να εξασφαλίσει το καθημερινό του φαγητό.
Υπάρχει λοιπόν φτώχεια σχετική και φτώχεια απόλυτη και αυτό είναι ένα σημερινό φαινόμενο. Αντίθετα στο παρελθόν ο φτωχός ήταν παντού ο ίδιος, πεινασμένος, σκελετωμένος και ρακένδυτος.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει να επαναπαυθούμε όσοι δεν ανήκουμε στο λεγόμενο τρίτο κόσμο και να κάνουμε το σταυρό μας που δεν κατοικούμε σε χαρτονένια σπίτια. Οποιαδήποτε προνόμια έχει κερδίσει ο πολίτης του δυτικού κόσμου, πρέπει να τα φρουρεί ως κόρη οφθαλμού και εννοείται ότι πολλά ακόμα έχουν να γίνουν για να εξομαλυνθεί όσο γίνεται η οικονομική ανισότητα που επικρατεί και στις ανεπτυγμένες χώρες. Το όραμα των υγιώς σκεπτόμενων πολιτών δεν μπορεί να είναι άλλο από μια κοινωνία όπου ο πλούτος θα είναι κατανεμημένος με δικαιότερο τρόπο και δεν θα είναι χαώδης η διαφορά μεταξύ πλούσιων και φτωχών, όπως συμβαίνει σήμερα.
Στα δύο link που παραθέτω μπορούμε να πάρουμε μια μικρή γεύση του τι σημαίνει να είσαι φτωχός στο Τσαντ παραδείγματος χάριν, μια αφρικανική χώρα με τεράστιες έρημες εκτάσεις, με χαμόδεντρα και με άθλιες καλύβες. Ο ΟΗΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: 10.000.000 άνθρωποι λιμοκτονούν εκεί. Παντού είναι σπαρμένοι σκελετοί αγελάδων και προβάτων και ανάμεσά τους παίζουν τα παιδιά.
Η επιφάνεια της λίμνης Τσαντ έχει τα τελευταία σαράντα χρόνια συρρικνωθεί κατά 9Ο% και οι ειδικοί φοβούνται ότι μπορεί να εξαφανιστεί σε είκοσι χρόνια. Μαζί με τη λίμνη θα εξαφανιστεί και η ζωή που εξαρτάται από αυτήν. Όσο περισσότερο κατεβαίνει η στάθμη της λίμνης, τόσο μεγαλύτερη είναι η συγκέντρωση βακτηριδίων στο νερό. Αλλά οι κάτοικοι χρειάζονται το νερό για να επιβιώσουν. Το πίνουν και αρρωσταίνουν. Προσπαθούν να καλλιεργήσουν τη γη, όμως η έρημος εξαπλώνεται συνέχεια και τα καλλιεργήσιμα εδάφη λιγοστεύουν. Τώρα έχουν φτάσει στο σημείο να μη μπορούν πια να τραφούν από τη γη τους. Η πείνα τούς κρατά αιχμάλωτους.
Στο Τσαντ θα συναντήσουμε κάτι ανάλογο με τις σταχομαζώχτρες του μας απαθανάτισε ο Παπαδιαμάντης: γυναίκες που μαζεύουν σπόρους από μυρμηγκοφωλιές. Εν τω μεταξύ ο εμφύλιος μαίνεται στη χώρα.
http://www.elmundo.es/elmundo/2010/08/11/internacional/1281478610.html
Δύο ακόμα παρατηρήσεις:
α) Είναι πρόκληση να βλέπουμε κάθε φορά στις παραμονές του Πάσχα καλοταϊσμένες κυρίες με βαμμένα ξανθά μαλλιά να κλαίγονται στην τηλεόραση ότι δεν θα μπορέσουν να αγοράσουν αρνάκι , επειδή ακρίβυνε. Ας μη φάνε αρνάκι, ας φάνε κοτόπουλο. Και ας μην ξοδεύουν τα πολύτιμά χρήματά τους στα κομμωτήρια. Έτσι κι αλλιώς είναι σε μια ηλικία που κανείς δεν τις προσέχει.
β)Είναι πρόκληση να διαμαρτυρόμαστε ότι οι διακοπές μας φέτος στα νησιά ήταν μικρότερης διάρκειας, επειδή δεν μας έφτασαν τα λεφτά. Σε κάποια άλλα μέρη του κόσμου μας οι άνθρωποι πεθαίνουν από πείνα. Καλύτερα να διαμαρτυρηθούμε γι αυτούς.
Καίτη
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελικά τα πράγματα σχετικά με τη φτώχεια είναι μάλλον πολύ πιο σύνθετα από ότι νομίζουμε.Έχω ακούσει ότι στο πρόσφατο παρελθόν(κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής)υπήρξαν στην Αθήνα άνθρωποι που πέθαναν κυριολεκτικά από την πείνα.Το να είναι κάποιος τόσο φτωχός σήμερα που να μην μπορεί να εξασφαλίσει το φαγητό του είναι αδιανόητο.Όπως αδιανόητο είναι να πεθαίνουν άνθρωποι από την πείνα σήμερα που αποδεδειγμένα υπάρχει επάρκεια τροφής για όλους.Όμως στο δυτικό κόσμο καταναλώνουμε πολλαπλάσια τροφή από όση πραγματικά χρειαζόμαστε στερώντας τη από τους ανθρώπους που τη χρειάζονται πραγματικά.Μιλώ για την απόλυτη φτώχεια και όχι για τη σχετική του τύπου'φέτος δεν πάμε διακοπές γιατί δε μας φτάνουν τα χρήματα'.Έχουμε μάθει να είμαστε υπερκαταναλωτικοί.
Πριν από μερικούς μήνες μια φίλη μου σύστησε μια κυρία από τη Ρουμανία που είχε πολύ μεγάλη ανάγκη από χρήματα και εργαζόταν πολύ σκληρά για να τα βγάλει πέρα.Όταν χρειάστηκα βοήθεια στο σπίτι σκέφτηκα να ειδοποιήσω αυτή τη κυρία που αν μη τι άλλο είχε ανάγκη από τα έξτρα χρήματα.Ήταν πολύ καλή στη δουλειά της.Μιλήσαμε λίγο για τη ζωή της στη Ρουμανία και μου περιέγραψε καταστάσεις πραγματικής φτώχειας.Είχε έρθει στην Ελλάδα μαζί με τον άντρα της ο οποίος δούλευε περιστασιακά τα δύο ανήλικα παιδιά της και τη μητέρα της.Η Μαριάννα (έτσι ήταν το όνομά της)πολλές φορές έπρεπε να κάνει δύο δουλειές για να καταφέρει να επιβιώσει.Μέσα στις οικονομικές υποχρεώσεις που τη βάρυναν ήταν και η αποπληρωμή δανείου 3,700 ευρώ για αγορά μίας μεγάλης LCD τηλεόρασης.Όταν τη ρώτησα αν πραγματικά χρειαζόταν μια τόσο μεγάλη και ακριβή τηλεόραση μου απάντησε ότι αυτό (μια τεράστια και ακριβή τηλεόραση) ήταν το όνειρό τους για πολλά χρόνια και αισθάνθηκαν μεγάλη χαρά που το πραγματοποίησαν.
Εγώ αναρωτιέμαι τι είδους προπαγάνδα είναι αυτή που έχει κάνει ανθρώπους που έχουν γευτεί τη φτώχεια να πιστεύουν ότι αυτό που τους λείπει είναι μία τηλεόραση.
Ευσταθία, το σχόλιό σου είναι καταπληκτικό και δεν ξέρω τι θα μπορούσα να προσθέσω εγώ. Η περίπτωση της κυρίας από τη Ρουμανία τα λέει όλα. Να μιλήσουμε για φτώχεια και για μωρία μαζί; Για φτώχεια και για πλαστά όνειρα; Για φτώχεια και για καταναλωτικό ντόπινγκ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε άλλα λόγια δηλαδή, όποιος μπαίνει στον τεχνητό παράδεισό μας, αλλοτριώνεται τελείως. Αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα που αξίζει να το συζητήσουμε κάποτε.
Καίτη, συμφωνώ μαζί σου. Κάπου χάθηκε το μέτρο. Όταν βγαίνουν κάτι κοιλαράδες με πανό και λεν «πεινάμε», το μέτρο έχει χαθεί. Έχουν βάλει πολύ ψηλά τον πήχη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά έτσι είναι, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Ο κόσμος πιστεύει πως αν γκρινιάξει, θα πάρει κάτι παραπάνω. Σε πιο φτωχές χώρες (πήγαινε Βενεζουέλα, πήγαινε μια βόλτα στη Γκάνα) ο κόσμος δεν γκρινιάζει έτσι όπως εδώ. Εδώ για κακό τό χει ο κόσμος να δείξει λίγη ικανοποίηση. Είμαστε ένας λαός γκρινιάρηδων, χέστηδων, δεισιδαιμόνων και αδιάφορων για άλλους λαούς.
Ανώνυμε, οι χαρακτηρισμοί σου είναι καίριοι. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είμαστε τόσο καραγκιόζηδες. Τουλάχιστον, αν το καταλαβαίναμε, θα υπήρχε ελπίδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠριν από ένα μήνα σε ώρα δεινού καύσωνα χώθηκα ξέπνοη σε ένα χώρο όπου έτρωγαν άνθρωποι στο Κολωνάκι. Είχε ένα γνωστό όνομα ο χώρος, αλλά τυφλωμένη από το απογευματινό φως δεν το είδα πριν μπω, ούτε πρόσεξα τι παιζόταν μέσα. Παρήγγειλα έναν καφέ και κάθησα σε μια γωνιά περιμένοντας μέχρι να έρθει η ώρα ενός ιατρικού ραντεβού μου. Οι περιποιημένοι και κομψοί άνθρωποι γύρω μου έτρωγαν μέσα σε μεγάλα πιάτα κυρίως ντομάτες και μαρούλια με περισσή χάρη, σπουδή και αφοσίωση στο κάρφωμα των λαχανικών με το πιρούνι και το μαχαίρι τους. Πολύ πρέπει να τους άρεσαν οι ντομάτες και τα μαρούλια, γιατί οι περισσότεροι μιλούσαν χαρούμενα και γελούσαν. Στον κατάλογο οι τιμές ήταν αξιοσημείωτες. Θυμήθηκα τότε ότι και στην Αφρική οι άπειροι άνθρωποι των δρόμων γύρω μου έτρωγαν κι αυτοί κυρίως ντομάτες και μαρούλια (τα μπουκώνονταν με τα χέρια βέβαια) , αυτά που έπεφταν από τα καρότσια των μανάβηδων πίσω από τους γαϊδάρους. Έτρεχαν και τα παιδιά ξεβράκωτα από κοντά κι έτρωγαν κι αυτά γελώντας. Κανείς βέβαια δεν πλήρωνε τίποτε και κανέναν...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό μόνο μου ήρθε στο νου να σου γράψω για τον πλούτο και τη φτώχεια. (Φταίει και το τζετ λαγκ, βέβαια)
AKG, ας το πάρουμε από τη θετική του πλευρά. Με τις ντομάτες και τα μαρούλια σώζονται τουλάχιστον μερικά ζωντανά από τις σαρκοβόρες μασέλες μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήσυγχαρητηρια κ.Βασιλακου...χαιρομαι που σας γνωρισα...
ΑπάντησηΔιαγραφή