Το ποίημα αυτό
του Μαρτιάλη που βρίσκεται στη συλλογή επιγραμμάτων του που εξέδωσα πρόσφατα
μου είναι ιδιαίτερα αγαπητό και κάθε φορά που το διαβάζω συγκινούμαι με τους στίχους
του.
Απευθύνεται στον άγνωστο αναγνώστη του
με μια σύντομη εισαγωγή που εξηγεί, γιατί εκδίδει ξανά το δέκατο βιβλίο του. Και
μετά του λέει:
…όταν η Ρώμη σε έδωσε σε μένα,
«τίποτα πιο σπουδαίο δεν έχω να σου
δώσω», μου είπε.
«Μέσα από αυτόν (εννοεί τον αναγνώστη) θα
αποφύγεις της Λήθης
τα πικρά ποτάμια της αχάριστης
και το καλύτερο κομμάτι του εαυτού σου
θα επιβιώσει.
Αυτό είναι το πιο πολύτιμο δώρο που η Ρώμη χάρισε στον
Μαρτιάλη. Πόσο δίκιο είχε ο ποιητής: ο πλούτος του είναι οι αναγνώστες του.
Με έγνοια βιαστική νωρίτερα
γλίστρησε απ’ τα δάχτυλά μου
το δέκατο βιβλίο μου.
Τώρα το ανακαλώ.
Κάποια γνωστά ποιήματα θα
δεις,
αλλ’ όμως δουλεμένα με νέο
ξυράφι.
Τα πιο πολλά καινούργια είναι.
Και για τα δυο δείξε την
εύνοιά σου, αναγνώστη,
εσύ που είσαι, αναγνώστη, ο
πλούτος μου,
που όταν η Ρώμη σε έδωσε σε
μένα,
«τίποτα πιο σπουδαίο δεν έχω
να σου δώσω», μου είπε.
«Μέσα από αυτόν θα αποφύγεις
της Λήθης
τα πικρά ποτάμια της αχάριστης
και το καλύτερο κομμάτι του
εαυτού σου θα επιβιώσει.
Η αγριοσυκιά σπάει τα μάρμαρα
στον τάφο του Μεσσάλλα
κι ο μουλαράς γελά με θράσος
βλέποντας
τα άλογα του Κρίσπου να έχουν
κοπεί στα δυο.
Αλλ’ όμως τα ποιήματα δεν
καταστρέφει η κλοπή
κι ο χρόνος τα ωφελεί.
Και τα μνημεία αυτά τα μόνα
είναι
που δεν γνωρίζουν θάνατο».
Festinata
prior decimi mihi cura libelli
elapsum
manibus nunc revocavit opus.
Nota
leges quaedam, sed lima rasa recenti;
pars
nova maior erit: lector, utrique fave,
lector,
opes nostrae: quem cum mihi Roma dedisset,
“nil
tibi quod demus maius habemus”, ait.
“Pigra
per hunc fugies ingratae flumina Lethes
et
meliore tui parte superstes eris.
Marmora
Messalae findit caprificus et audax
dimidios
Crispi mulio ridet equos:
at
chartis nec furta nocent et saecula prosunt,
solaque
non norunt haec monumenta mori”.
X.2