Σελίδες

17/10/21

Άστεγοι στα λουτρά (απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου "Οι αποκλίνοντες")





Καμιά φορά έφτανα μέχρι το Σεβήρειο και τα Θέρμα και χάζευα τον κόσμο που μπαινόβγαινε στα λουτρά. Ήταν κι εκεί μαζεμένοι πολλοί άστεγοι που τουρτούριζαν στα προαύλια και προσπαθούσαν να ζεσταθούν με τους ατμούς που έβγαιναν από μέσα.


Πήγαινα και καθόμουν δίπλα τους, παρίστανα κι εγώ τον άστεγο. Οι  λουτράρηδες έβγαιναν έξω, μας έβριζαν και μας έδιωχναν. Όταν έμπαιναν μέσα, εμείς ξαναγυρίζαμε. Καθόμουν μαζί τους, έβγαζα από το σακούλι μου ψωμί και το μοιραζόμασταν. Αυτοί με κοίταζαν καχύποπτα.


-Πού το βρίσκεις εσύ τόσο ψωμί; με ρωτούσαν.


Τους έλεγα ψέματα, πως είχα έναν πλούσιο προστάτη που κάθε πρωί οι υπηρέτες του μου έδιναν τα αποφάγια της προηγούμενης.


-Και ποιος είναι αυτός, πώς τον λένε;


Ήθελαν να πάνε κι αυτοί να του ζητιανέψουν. Δεν τους απαντούσα, τι να τους έλεγα; Αυτοί θύμωναν, νόμιζαν πως δεν ήθελα να τους φανερώσω τον προστάτη μου. Μια μέρα αγρίεψαν. Ένας από αυτούς μ' έριξε κάτω κι έψαξε τα ρούχα μου. Βρήκε δυο φόλλεις και τις τσέπωσε. Μου έδωσε και δυο γροθιές στο στομάχι.


Από τότε δεν ξαναπάτησα στα λουτρά.


(Αντιόχεια, 4ος αι. μΧ)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου