Σελίδες

28/9/18

"Σιωπηλοί εξόριστοι"





Στου εικοστού πρώτου αιώνα
τα καθωσπρέπει μαγαζιά
δεν έχουμε εμείς θέση,
καμιά ιδέα φλογερή
δεν πρόκειται να ανάψει στις καρδιές μας
ανάμεσα σε αμόλυντους θαμώνες
που αναπνέουν αποστειρωμένο αέρα
και καθαρό οξυγόνο περιτρέχει το μυαλό τους,

δεν έχουμε θέση εμείς εκεί
που πάθη τυραννούν τη σάρκα μας
και οράματα άλλων κόσμων
βασανίζουν τις ψυχές μας,

εξόριστοι σιωπηλοί
και αποσυνάγωγοι
με θλίψη νοσταλγούμε
τα μέρη εκείνα
με τη θολή ατμόσφαιρα,
με τις φωνές,
τις μουσικές,
με γέλια τρανταχτά
και μεθυσμένους καλλιτέχνες,
τα καμπαρέ,
τις πόρνες που έγιναν ηρωίδες
σε παλαιά μυθιστορήματα,
παρέα με το Λωτρέκ,
το αψέντι
και τα αμέτρητα τσιγάρα.


26/9/18

Υπέρ «νοικοκυραίων»







Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ερχόταν εκείνη η ημέρα που θα ένιωθα την υποχρέωση να υποστηρίξω τους νοικοκυραίους.
Μεγαλωμένη με ιδέες που ήταν σε αντίθεση με μια κοινωνία τόσο στρεβλή, όπως εγώ τουλάχιστον την έβλεπα, έμαθα με τα χρόνια να την ανέχομαι, αλλά όχι και να την επικροτώ.

21/9/18

«Κλέφτης ποδηλάτων», η σκηνή με τον παιδόφιλο







Στη θαυμάσια ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα «Κλέφτης ποδηλάτων» υπάρχει μια σύντομη σκηνή, όπου ένας παιδόφιλος τριγυρίζει ένα μικρό αγόρι σε ένα παζάρι μεταχειρισμένων ποδηλάτων.

19/9/18

"Αθήνα, μέρες Αυγούστου"






Μοναχικοί διαβάτες
σε μια πόλη έρημη,
είναι αυτοί που ξέμειναν
σε ένα καλοκαίρι
που καίει τα τσιμέντα,
τις νύχτες ξετρυπώνουν
απ’ τα σπίτια τους,
βολτάρουν δίχως στόχο,
στα καφενεία
συζητούν αργόσυρτα
οι μεσόκοποι
πίνοντας παγωμένες μπίρες,
η λεωφόρος μισοσκότεινη
και αναδίνει η άσφαλτος
τη λάβρα της ημέρας,
μια πόλη μελαγχολική
και προδομένη
απ’ τους κατοίκους της,
μια πόλη εγκαταλειμμένη
στους παρίες της
που τριγυρνούν σιωπηλοί
στους δρόμους.

Την είδε,
αγκαλιάστηκαν με ξαφνική χαρά,
ύστερα ένιωσαν
το άκαιρο της πράξης τους
και απομακρύνθηκαν,
ήταν μια πράξη απελπισίας αυτή,
δεν αγκαλιάζονται οι μοναχικοί
και δεν προδίνουν
τη μοίρα που τους οδήγησε εδώ
στην άδεια πόλη
μέσα στη νύχτα και την άπνοια.

Εκείνος πήγε αριστερά,
εκείνη δεξιά,
καθένας μόνος περπατώντας
μες στους νυχτερινούς
και άδειους δρόμους
της μεγάλης πόλης τους
και τα φανάρια αναβόσβηναν
μηχανικά
μέσα στη σιωπή.



13/9/18

Το Παρίσι του 18ου αιώνα: μια άσχημη πόλη







Το 1731 ο Ζαν Ζακ Ρουσό έρχεται για πρώτη φορά στο Παρίσι και απογοητεύεται:
 « Περίμενα να δω μια όμορφη και επιβλητική πόλη με μεγαλοπρεπείς λεωφόρους και παλάτια από μάρμαρο και χρυσάφι. Είδα αντιθέτως στενούς, ακάθαρτους και βρωμερούς δρόμους και άθλια, μαύρα σπίτια ανθυγιεινά, ζητιάνους, φτώχεια, καραγωγείς και μαγαζιά που πουλάνε παλιά ρούχα και παλιά καπέλα».

10/9/18

Γεροντικό οιδιπόδειο







Στην κηδεία της εκατόχρονης μητέρας του ο κύριος Λευτέρης, εβδομήντα πέντε ετών, έκλαιγε γοερά κι αφύσικα. 

Συγκινηθήκαμε κι εμείς και παρά λίγο ν’ αρχίσουμε τον κοπετό μαζί του, αλλά μας πρόλαβε η κυρία Ειρήνη, η νύφη της νεκρής, η σύζυγος του γιου, μια γραία θαλερή γύρω στα ογδόντα πέντε – παλιά μεγάλη ιστορία αυτή,  ο κύριος Λευτέρης παλικαράκι δεκαοχτώ χρονών και η κυρία Ειρήνη παντρεμένη, ας είναι, έσμιξαν από τότε κι έμειναν αχώριστοι – μας πρόλαβε λοιπόν η κυρία Ειρήνη, πριν ξεκινήσουμε ομαδόν τον κοπετό, και έσωσε την κατάσταση.
«Έλα, Λευτέρη, ησύχασε» είπε στον άντρα της με αυστηρή φωνή.

Και ο Λευτέρης πέφτοντας στην αγκαλιά της παρηγορήθηκε γλυκά, όπως παρηγοριόταν άλλωστε εδώ και κάπου εξήντα χρόνια.


6/9/18

Η επιστολή του Απίωνος







Διαβάστε αυτή την επιστολή που στέλνει στον πατέρα του ένας νεαρός που μόλις έχει καταταγεί στο ναυτικό:

1/9/18

"Ήρθε πάλι ένα φως αδύνατο"





Ήρθε πάλι ένα φως
αδύνατο
ύστερα από σκοτάδια ημερών,
ανοίγω λίγο το παράθυρο,
παίρνω αναπνοές,
ξανά με κατακλύζουν τα νοήματα:
σχέσεις, διασυνδέσεις
και συμπεράσματα αβίαστα προκύπτοντα,
έχει κάποια διάρθρωση εκ νέου
 ο κόσμος,
έναν υποτυπώδη σκελετό.

Και το σκοτάδι στον ορίζοντα μου γνέφει:
«Είμαι πάντα εδώ
με άλλες διασυνδέσεις,
με άλλους τελικούς σκοπούς,
με άλλα συμπεράσματα
πιο δύσκολα.
Και θα ξανάρθεις,
ω, ναι,
θα ξαναμπείς
στον ωραίο μου κόσμο
και θα αναβαπτιστείς».